Μαρία Δημητριάδη – “Η πιο όμορφη θάλασσα…”
«Μέρες που καρτερούσα ν’ αλλάξουν οι καιροί | νύχτες που σεργιανούσα τρεμάμενο πουλί … […] Στα σύνορα της νύχτας | προσμένει η χαρά | και μες στο φως λουσμένη | μας γλυκοχαιρετά».
«Πώς φαντάζομαι τον εαυτό μου γριά; Αν ζήσω, πιστεύω πως θα είμαι η ίδια. Σε ό,τι αφορά το πνεύμα μου, δεν την καταλαβαίνω την ηλικία να περνάει από πάνω μου. Τώρα, βιολογικά, όλο και με πιάνει κανένας πόνος όταν βρέχει…»
Δεν πρόφτασε να γεράσει. Η Μαρία γεννήθηκε στις εργατικές φτωχογειτονιές του Ταύρου το 1951. Άνθρωπος με περισσή ευαισθησία και τρυφερότητα, πολιτικοποιημένη, τραγούδησε με τη σπάνια ερμηνευτική της δύναμη ορισμένα από τα καλύτερα μουσικά έργα των Χατζηδάκι, Μαρκόπουλου, Θεοδωράκη. Υπηρέτησε το πολιτικό τραγούδι προσδίνοντάς του την ευαισθησία και το παθος που του αρμόζει και δίκαια χαρακτηρίστηκε η «φωνή της αριστεράς» και της εργατικής τάξης.
Η ζωή δεν της χαρίστηκε. Την πάλεψε από τα παιδικά της χρόνια μέχρι την τελευταία μέρα που άφησε την πνοή της σε κάποιο θάλαμο του «Ευαγγελισμού» επτά χρόνια πριν, προδομένη από τους πνεύμονες που της είχαν επιτρέψει να τραγουδήσει με βάθος, ένταση και πάθος τραγούδια που αγαπήσαμε πολύ.
Το starsystem δεν της πήγαινε και δεν το πήγαινε. Συνεργαζόταν δύσκολα. Ήθελε να γράψει ένα βιβλίο με τις κακές και τις καλές στιγμές της ζωής της. Ένα ημερολόγιο των δρόμων που περπάτησε. Δεν πρόλαβε. Ότι άφησε είναι ότι αγάπησε, πίστεψε, τραγούδησε. Με όσα τραγούδησε μας άφησε τη ψυχή της.
Ένα μικρό αφιέρωμα στη Μαρία που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, για να συνεχίσουμε να ελπίζουμε, να αντέχουμε και να πολεμάμε, με τα ακούσματα από τη φωνή της να μας συντροφεύουν στα χρόνια και τους δρόμους και που ανήσυχα οφείλουμε να ανηφορίζουμε.
«Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι | Άννα μην κλαις | θα γυρέψουμε βερεσέ απ΄ τον μπακάλη.
Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή | Άννα μην κλαις | στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί
Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει | Άννα μην κλαις | Εμένα δε με βάζουν στο χέρι» .
https://youtu.be/-bE9HJnO_0I
Στέλνει ο άνεμος ευχές από μακριά | Σκιές συντρόφων σου κυκλώνουνε την πόλη | μια λιμουζίνα τ’ άλογό σου προσπερνά | άξιζε ο δρόμος ως εδώ κι ας λείπουν όλοι.
Ας λέει ο χρόνος | πως γερνάει η ζωή | Σφυρίζει ο άνεμος | ακόμα αυτές τις νότες | τις τραγουδάνε | μες στις πόλεις | Δον Κιχώτες».
Όπως και η Μαρία, όλοι μας, τις πιο όμορφες θάλασσες δεν τις έχουμε ακόμη ταξιδέψει. Μας περιμένουν εκεί απέραντες – πότε αφρισμένες, πότε γεμάτες γαλήνες – λουσμένες στο άπλετο φως των πανσελήνων, γεμάτες αλήθειες και μυστήρια, δίκαιες, αψεγάδιαστες, ένας ολόκληρος κόσμος που μας ανήκει. Να τον κατακτήσουμε και να τον ζήσουμε παίρνοντας τη ζωή στα χέρια μας. Με σιγουριά ότι θα νικήσουμε, γιατί «έτσι κι αλλιώς η γη αυτή θα γίνει κόκκινη. Έτσι πρέπει να γίνει και έτσι θα γίνει».