Δήμητρα Σμυρνή
Ο Ρεμπώ, που σαν σήμερα, 10 Νοεμβρίου 1891, στα 37 του χρόνια αφήνει τη ζωή γεμάτος από εμπειρίες, άλλες κρυστάλλινες και αθώες σαν την παιδική ματιά κι άλλες βαριές και κολασμένες, σκοτεινόχρωμες όπως ο Άδης, χάραξε στα τέλη του 19ου αιώνα, χωρίς να το επιδιώκει, έναν διαφορετικό δρόμο στην ποίηση που θα τον περπατούσαν αργότερα ποιητές χωρίς τον τίτλο του «καταραμένου»…
Απλά άνοιξε το δρόμο για την άλλη ποίηση, την ποίηση της ελευθερίας, όπου το μέτρο σπάει, τα σύνορα σπάνε, τα δεσμά σπάνε, όπου ξεκινά το καινούργιο ακάθεκτο…
Παιδί με δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, μ’ έναν στρατιωτικό και διανοούμενο πατέρα που όμως τον εγκαταλείπει και μια αυταρχική μάνα, που δε νιώθει από ευαισθησίες και ποίηση, διακρίνεται για τη μοναδική του ευφυΐα στο σχολείο και για το ταλέντο του στη γραφή.
Χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι κοινωνικές συμβάσεις ανατρέπει με τον ατίθασο χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του τον πνευματικό κόσμο του Παρισιού, καταθέτοντας την ποιητική του οπτική και γοητεύοντας με την εκθαμβωτική λάμψη του προσώπου του ποιητές σαν τον Βερλαίν, οδηγώντας τον εαυτό του κι εκείνον σε μια αυτοκαταστροφική πορεία.
Ανήσυχη φύση, ταξιδεύει στις θάλασσες, φτάνει μέχρι την Αφρική, και περνά από επαίτης στα πιο απίθανα επαγγέλματα, όπως έμπορος όπλων(!), χωρίς να διστάζει, χωρίς να φοβάται, χωρίς να προσδοκά, χωρίς να προγραμματίζει. Απλά ζει, ρουφώντας τη ζωή και γράφοντας.
Θεωρεί πως ο ποιητής είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, ένας προφήτης, που συλλαμβάνει την συμπαντική αρμονία και την διοχετεύει με την πένα του στον κόσμο, κάνοντάς τον κοινωνό της ολότητας…
Ίδιος με το « Μεθυσμένο καράβι» του, αφήνεται στα κύματα μιας θάλασσας απόλυτα ελεύθερος, δέσμιος όμως ουσιαστικά, χωρίς να το καταλαβαίνει, αυτής της αυτοκαταστροφικής ελευθερίας.
Στα έργα του, «Μια εποχή στην κόλαση» και «Εκλάμψεις», άλλοτε η δύναμη της εικόνας, άλλοτε η κοφτερή σκληρότητα του στίχου κι άλλοτε η συγκινητική του τρυφερότητα, μα πάνω απ’ όλα το σάλπισμα της εξέγερσης, ώστε να σωριαστούν τα τείχη των προσωπικών και κοινωνικών δεσμεύσεων, δημιουργούν μια σειρά από θαυμαστές της ποίησής του και στην εποχή του και αργότερα, που ακολουθούν το δρόμο που ανοίγει, χωρίς όμως τις δικές του ακρότητες.
Ο Πάμπλο Πικάσο έκανε το πορτρέτο του, ο Λεονάρντο ντι Κάπριο τον ενσάρκωσε στον κινηματογράφο κι ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, το «Μεθυσμένο καράβι», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, αφιερωμένο σ’ αυτόν.
Αργότερα, η Φαννύ Αρντάν απαγγέλλει στο Ηρώδειο τους στίχους του «Μεθυσμένου καραβιού», ντύνοντας, με την ευαισθησία της φωνής της και την ακτινοβόλα σκηνική παρουσία της, τη μακρινή του ποίηση.
Αρθούρος Ρεμπώ, ένας σταθμός.