Γιώργος Καζαντζής: “Η Τέχνη είναι η ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει ποιητικά το απόλυτο, το ιδεατό”
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ενώνοντας τους μουσικούς δρόμους της Ανατολής με κείνους της Δύσης, ο συνθέτης Γιώργος Καζαντζής χάραξε το δικό του δρόμο στο μουσικό στερέωμα, παραμένοντας αυθεντικός και ασυμβίβαστος για μια εικοσαετία, όπου απέδειξε την προσωπική του ταυτότητα στα μουσικά πράγματα, κερδίζοντας ιδιαίτερα την αγάπη των νέων.
Μιλά στη faretra για τις επιρροές που τον διαμόρφωσαν, για την ποικιλία στο ύφος των τραγουδιών του, που ζητούν αντίστοιχη ποικιλία φωνών, για τη δύναμη του στίχου, που είναι η ραχοκοκαλιά του τραγουδιού, για τη γοητεία που ασκεί η ποίηση πάνω του, καλώντας τον να τη μελοποιήσει, για την ουσία της Τέχνης και τον αγώνα του καλλιτέχνη ν’ αλλάξει τον κόσμο.
Το ερχόμενο Σάββατο, στις 5 Νοεμβρίου, ο Γιώργος Καζαντζής έρχεται στη Βέροια με τη Λιζέτα Καλημέρη, για να γιορτάσουν μαζί μας τα 20 χρόνια της συνεργασίας τους, μέσα από τραγούδια του, αλλά και μελωδίες παιγμένες στο πιάνο του, που συνοδεύουν την ποίηση της Κικής Δημουλά.
Η καταγωγή σας – Πόντος, Μικρά Ασία, Θεσσαλονίκη, Καλαμαριά- παραπέμπει στην Ανατολή. Οι σπουδές σας –κιθάρα, πιάνο, ανώτερα θεωρητικά- στη Δύση. Στη μουσική σας παντρεύετε την Ανατολή με τη Δύση. Πού όμως νιώθετε να ανήκετε περισσότερο συναισθηματικά;
Σίγουρα στην Ανατολή. Από τη Δύση πήρα σε μεγαλύτερη αναλογία τις σπουδές μου, και νομίζω ότι έχουμε να διδαχθούμε πολλά από τις δυτικές τεχνικές (αρμονία – αντίστιξη – φούγκα), αν και υπάρχει διάσταση στο θέμα του συγκερασμού. Ωστόσο, όταν κάνεις αναγωγή τις δύο θεωρίες στην κοινή τους καταγωγή, που είναι η ψυχή του ανθρώπου, μπορείς να συνυπάρχεις και με τους δύο κόσμους. Η Ανατολή έχτισε το μουσικό μου κόσμο από τα παιδικά μου χρόνια, ενώ η Δύση άρχισε να με συγκινεί στην εφηβεία μου.
Θεωρείστε εδώ και αρκετά χρόνια ένας από τους καλύτερους νεότερους συνθέτες, που διαθέτει ισχυρή «μουσική ταυτότητα», με καλά αφομοιωμένες επιρροές. Ποιες θεωρείτε σημαντικότερες στην πορεία σας;
Στα παιδικά μου χρόνια με δονούσε συγχρόνως η παραδοσιακή μουσική, αλλά και το τότε σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα, με τις σπουδές μου, άρχισα να εμβαθύνω στην κλασσική μουσική, αλλά να έχω παράλληλα πολύ ενδιαφέρον για το πόσο και γιατί επηρέασε το έντεχνο στοιχείο το ελληνικό τραγούδι, με πρωτεργάτη το μεγάλο Μάνο Χατζιδάκι. Αργότερα, άρχισα να συγκινούμαι πάρα πολύ από τους συνθέτες του Ιταλικού κινηματογράφου και ιδιαίτερα του σύγχρονού μου Nikola Piovani. Παράλληλα, άκουγα με συγκίνηση και επηρεάστηκα νομίζω από τα δυτικά συγκροτήματα (Beatles, Crosby Stills Nash & Younk κλπ). Η Jazz με ενδιέφερε πάντα, κυρίως το στοιχείο της ελευθερίας που φέρει, και το αυτοσχεδιαστικό της κομμάτι.
Σας αγαπούν ιδιαίτερα οι νέοι, πράγμα πολύ σημαντικό. Χαρακτηριστικό δείγμα «οι μέλισσες»! Γιατί πιστεύετε πως αγαπούν τα τραγούδια σας;
Οι νέοι έχουν μια παραπάνω αναζήτηση, που τους οδηγεί να ψάχνουν περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους. Ίσως γι’ αυτό να με ανακαλύπτουν ή αυτό να βρίσκουν και στη μουσική μου. Όπως και να ‘χει, το γεγονός με χαροποιεί ιδιαίτερα!
Συνεργαστήκατε με πάρα πολλούς τραγουδιστές, (Λέκκας, Ιωαννίδης, Γαλάνη, Ζερβουδάκης, Καλημέρη, Θαλασσινός, Βελεσιώτου, Ντιλέκ Κοτς,Τσαλιγοπούλου, Περίδης, Μακεδόνας, Ανδρεάτος…), κάθε φωνή με τα δικά της εκφραστικά χρώματα! Αυτό τι σημαίνει για τη μουσική σας; Σημαίνει αντίστοιχη ποικιλία προσωπικών ηχοχρωμάτων;
Έχω μια δική μου θεωρία, πίστη θα έλεγα, ότι κάθε δημιούργημα είναι μια ζωντανή ύπαρξη με προσωπικό ύφος , αποκλειστικά δική του ατμόσφαιρα και έκφραση. Αυτά τα στοιχεία τα φωνάζει, όταν δημιουργείται, και ο συνθέτης οφείλει να τα αφουγκρασθεί. Έτσι, λοιπόν, χτίζεται το ύφος της ενορχήστρωσης και το κυρίαρχο όργανο, που στο τραγούδι είναι η φωνή, πρέπει να ταιριάζει σ’ αυτό το ύφος. Μ’ αυτόν τον κανόνα επιλέγω και τους τραγουδιστές μου.
Η μουσική σας- η οποία κάποιες φορές ντύνεται και με δικούς σας πολύ καλούς στίχους- διαθέτει στίχους δυνατών στιχουργών, όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Μανώλης Ρασούλης ή ο Γιώργος Ανδρέου. Τι πιστεύετε πως αποτελεί ο στίχος για το τραγούδι, ειδικά σε μια εποχή που οι στίχοι των περισσότερων τραγουδιών είναι ουσιαστικά ανύπαρκτοι;
Είναι αλήθεια ότι στη χώρα μας, που έχει τέτοιο πλούτο παράδοσης στο τραγούδι, σήμερα οι περισσότεροι νεοέλληνες ακούν μόνο στίχο σε πρώτο πλάνο, θεωρώντας τη μουσική ως φόντο. Αυτό την καθιστά ως τον μεγάλο αφανή ήρωα του τραγουδιού. Παρότι, λοιπόν, πιστεύω ότι η μουσική είναι κυρίαρχη και καθοριστική για ένα τραγούδι, ωστόσο θεωρώ ότι η ραχοκοκαλιά ενός τραγουδιού είναι ο στίχος. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να βρεις στίχο που να σε κινητοποιήσει. Προσωπικά αναζητώ στίχους που να κρύβουν μέσα τους μουσική. Αυτήν αναζητώ και αυτήν αναδεικνύω. Εγώ ήμουν τυχερός γιατί πέρα από τους παραπάνω, που αναφέρατε, είναι κι άλλοι βέβαια, όπως ο Γιάννης Τσατσόπουλος, βρέθηκε στο δρόμο μου και η σπουδαία Ελένη Φωτάκη. Να ‘ναι καλά ο Γιάννης Χαρούλης, που μου την σύστησε και βγήκε ο « Χειμωνανθός», κι έπειτα ήρθαν και οι άλλες συνεργασίες.
Μελοποιήσατε ποίηση και μάλιστα ποίηση δύσκολη, με βαθιά εσωτερικότητα, όπως αυτή της Κικής Δημουλά. Γιατί επιλέξατε τη Δημουλά και πόσο σημαντική ήταν η προσέγγιση αυτή για την πορεία σας;
Δεν μπορώ να μελοποιήσω ποίηση, εαν δεν έχω την έγκριση του ποιητή. Είναι αρχή μου. Η Κική Δημουλά μιλώντας γι αυτήν τη συνεργασία είπε ότι μπλέξαμε τα αίματά μας. Πώς λοιπόν θα μπλέξεις το αίμα σου με κάποιον άλλον, εαν δεν έχεις την έγκρισή του;
Η πρώτη συνύπαρξη με την ποίηση της Κικής Δημουλά συντελέστηκε στο CD μου, που είχε τίτλο “Faux Bijoux”. Ηταν ένας οργανικός δίσκος, που όμως το ομώνυμο κομμάτι ταυτίζονταν απόλυτα ατμοσφαιρικά με την “Αληθινή απάντησή” της, το οποίο και συμπεριέλαβα στο ένθετο του CD.
Αυτό όμως ήταν το κλειδί, για να ανοίξει η πόρτα της περιπλάνησης, (μουσικής πλέον), στον υπέροχο κόσμο της ποίησης της Κικής Δημουλά. Εκεί αρχίζω να ανακαλύπτω μουσικές που είναι κρυμμένες μέσα στις ατμόσφαιρες της ποίησής της , και να γεύομαι πλημμύρα συναισθημάτων, όταν ακούω την ίδια να τα διαβάζει, με τον ιδιαίτερο δικό της μουσικά χρωματισμένο τρόπο.
Άρχισα λοιπόν να γράφω μουσική πάνω σ’ αυτές τις ατμόσφαιρες και, μόλις είχα το πρώτο αποτέλεσμα, το έθεσα υπ ‘όψιν της. Της άρεσε και μου έδωσε την άδεια να προχωρήσω.
Προσωπικά πιστεύω ότι, εαν ανακαλύψεις τη μουσική που ενυπάρχει μέσα στην ποίηση ως δυναμική κινητοποίησης συναισθημάτων, τότε η μετάβαση από την ιδέα στην πραγματικότητα, δηλαδή στη δημιουργία, είναι εύκολη. Στο συγκεκριμένο πόνημα, σε κάθε έκθεσή μου στο αχανές πεδίο της αναζήτησης και της δημιουργίας, είχα πλοηγό αυτήν την ιδέα, αυτήν τη μουσική, αυτήν τη δυναμική.
Πέρα από το τραγούδι δώσατε και εξαιρετικά ορχηστρικά, με ένα από τα καλύτερά σας το «βαλς της ουτοπίας». Όταν έχει να συγκριθεί κανείς με το «βαλς των χαμένων ονείρων» του Χατζιδάκι ή το «βαλς του γάμου» της Καραΐνδρου, πόσο δύσκολο είναι να το τολμήσει;
Κοιτάξτε, η σύγκριση είναι μια γόνιμη παράμετρος για τον δημιουργό, όταν γίνεται καλοπροαίρετα. Όταν εκτίθεσαι, πρέπει να περιμένεις και τη σύγκριση αλλά και την κριτική. Αρκεί το έργο σου να είναι θεμελιωμένο σε γερές βάσεις θεματολογίας και προσωπικής έκφρασης έτσι, ώστε ν’ αντέξει στο χρόνο. Και τότε, πλέον, ο χρόνος είναι ο μεγάλος κριτής.
Κάνατε μουσική για το Θέατρο, τον Κινηματογράφο και την Τηλεόραση με επιτυχία. Ποιο από τα τρία είδη θεωρείτε πως το προσεγγίσατε περισσότερο δημιουργικά και γιατί;
Και τα τρία είδη έχουν τη γοητεία τους. Το μεν θέατρο έχει τη χάρη του ζωντανού. Παρακολουθείς πρόβες, δένεσαι με τους συντελεστές, πολλές φορές τους ακούς να ερμηνεύουν τραγούδια σου.
Στον κινηματογράφο και την τηλεόραση δεν τα έχεις αυτά σε μεγάλη έκταση, αλλά εκεί έχεις άλλα, που προσωπικά με συναρπάζουν. Εκεί, πλέον, έχεις το ψηφιακό αρχείο της εικόνας και των ήχων φορτωμένο στον υπολογιστή σου και ντύνεις με μουσικές τις διάφορες ατμόσφαιρες. Μαγικό!!! Βέβαια, τουλάχιστον για μένα, οι ευκαιρίες στο θέατρο είναι πολύ περισσότερες. Η παρουσία μου στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, στις περισσότερες των περιπτώσεων, έγκειται στο ότι πολλοί σκηνοθέτες χρησιμοποιούν ήδη υπάρχουσα μουσική μου.
Διάβασα κάπου πως αρνηθήκατε να «πουλήσετε» το «βαλς της ουτοπίας» για διαφημιστικούς σκοπούς σε ισχυρούς του χρήματος, χάνοντας ένα μεγάλο ποσό, γιατί δε σας έβρισκε σύμφωνο η τοποθέτησή τους. Πόσο μια τέτοια στάση ζωής αποτελεί τροχοπέδη για την καριέρα ενός καλλιτέχνη;
Η τέχνη είναι η ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει ποιητικά, και με κώδικα ψυχής, την απόσταση, το δρόμο που τον χωρίζει από το απόλυτο, το ιδεατό.
Αυτός ο κώδικας ψυχής έχει μόνον αλήθειες και βασίζεται στις συμπαντικές αξίες του δικαίου, της ελευθερίας, του σεβασμού της ύπαρξης, και όχι βέβαια του κέρδους, της ίντριγκας και της φαύλης πολιτικής.
Ο καλλιτέχνης, ως διαχειριστής αυτού του κώδικα, αλλά και ως ιχνηλάτης της ζωής, θα πρέπει να δείχνει το μονοπάτι αυτού του δρόμου σ’ αυτούς που το αναζητούν και δεν το βρίσκουν.
Εαν ο καλλιτέχνης ταυτιστεί με το κέρδος και την φαυλότητα, έχει χάσει όλες τις αξίες που προανέφερα, άρα δεν παράγει Τέχνη.
Εκεί είναι και το μεγάλο δίλημμα. Συντάσσεσαι με το κέρδος; Σίγουρα ανοίγουν οι δρόμοι, και έχεις αρωγούς όλους αυτούς που το εκπροσωπούν. Αλλά το προϊόν σου, που προωθούν ως μη Τέχνη, είναι σκουπίδια.
Μπορεί ο καλλιτέχνης να συμμετάσχει με την Τέχνη του σ’ έναν αγώνα κατά της οικονομικής, πολιτικής, πνευματικής και ηθικής εξαθλίωσης στην οποία βρισκόμαστε;
Ο καλλιτέχνης με την Τέχνη του που αγγίζει την ψυχή, μπορεί να ευαισθητοποιήσει, να αφυπνίσει, να κινητοποιήσει, να οδηγήσει σε συνειδητότητα τον κόσμο.
Με άλλα λόγια να δείξει στον άνθρωπο την βαθειά καταγωγή του, το μεγαλείο της ύπαρξής του, και τις αληθινές αξίες, που οδηγούν στην ψυχική του ανάταση, τη χαρά και την ευτυχία.
Αυτόν τον αγώνα μπορεί και πρέπει να τον δώσει.
Αυτήν τη στιγμή τι ετοιμάζετε; Ποια είναι τα σχέδιά σας; Σε ποια από τις μουσικές «προκλήσεις», που ως τώρα σας γοήτευσαν, θα ανταποκριθείτε;
Πέρα από τις αρκετές συναυλίες που προέκυψαν μέχρι τέλος της χρονιάς, υπάρχει και η προετοιμασία παραγωγής τριών δίσκων.
Στις 5 Νοεμβρίου, το επόμενο Σάββατο, έρχεστε στη Βέροια, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με τη Λιζέτα Καλημέρη. Σας ενώνει μια 20ετής συνεργασία μαζί της, που σίγουρα δεν είναι τυχαία. Ποιες είναι οι μουσικές σας «αποσκευές» της συγκεκριμένης βραδιάς, για την οποία ευχόμαστε από τώρα επιτυχία;
Είναι μια συναυλία πολύ φορτισμένη συναισθηματικά και ώριμη, γιατί την έχουμε δώσει σε αρκετά μέρη. Είναι μια γυμνή έκθεση και των δυο μας έτσι, ώστε να γιορτάσουμε τα είκοσι χρόνια συνεργασίας μας, σε μια ζεστή και απέριττη επικοινωνία με τους φίλους μας.
Σε όλο το πρόγραμμα τραγουδάει η Λιζέτα, πλην τριών τραγουδιών, όπου συμμετέχει η Ναντίνα Κυριαζή. Για να την ξεκουράζω, λοιπόν, βρίσκω την ευκαιρία να παίξω στο πιάνο μερικά οργανικά μου, γνωστά στον κόσμο, και να συνοδέψω την Κική Δημουλά σε ποιήματά της, που θα διαβάζει από βίντεο ειδικά φτιαγμένα για τη συναυλία, από την πρόσφατη συνεργασία μας «Μικρή Σουίτα».