Η κεντρική δημοτική βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης είναι κλειστή από τον Δεκέμβριο του 2015, λόγω… εργασιών. Στην αρχή ανακοινώθηκε ότι το κτίριο θα παραμείνει κλειστό για έναν μήνα, ώσπου να τελειώσουν τα συνεργεία τη δουλειά τους, στη συνέχεια δηλώθηκε ότι οι εργασίες θα συνεχισθούν για κάποιο διάστημα ακόμη, προφανώς μέχρι την Άνοιξη, μετά παύσαμε και εμείς να ρωτάμε και να ενδιαφερόμαστε, απλώς περιοριζόμασταν σε μια ματιά στο εξωτερικό του κτιρίου με την οποία διαπιστώναμε ότι οι “εργασίες συνεχίζονται” από τις σκαλωσιές που έζωναν το κτίσμα στην πρόσοψή του και από την ακαταστασία που επικρατούσε στο ισόγειο.
Η δημοτική βιβλιοθήκη είναι το πρώτο κριτήριο για την αξιολόγηση μιας πόλης και πρέπει να θεωρείται ο ασφαλέστερος δείκτης για τα μορφωτικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της. Σε άρθρο στην εφημερίδα του Σιδηροκάστρου “Ψίθυροι της Σιντικής” (Μάρτιος 2016) με τον τίτλο “Η βιβλιοθήκη ως παράγων ανθοφορίας μιας πόλης”, διατύπωσαμε μια σειρά σκέψεις για το ρόλο της βιβλιοθήκης σε μια επαρχιακή πόλη σε συνάρτηση με τον πολιτισμό της καθημερινότητάς της, όπου σε κάποιο σημείο καταλήγαμε και στο ακόλουθο συμπέρασμα: “Οι κάτοικοι μιας πόλης, χωρίς καταλλήλως εξοπλισμένη βιβλιοθήκη, δε δικαιούνται να ομιλούν για μόρφωση: προφανώς με αυτό το αυστηρό κριτήριο αποκλείονται οι περισσότερες πόλεις της χώρας. Αυτή την πικρή αλήθεια θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία και την απαραίτητη διάθεση αυτοκριτικής: όλοι μας!”
Και το ερώτημα επανέρχεται και τίθεται αμείλικτα: “έχουμε τη βιβλιοθήκη που μας αξίζει”; Τόσους μήνες και “δεν κινήθηκε φύλλο” στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Δεν υπήρξε ένα άρθρο σε τοπικές εφημερίδες, παρότι η δημοτική βιβλιοθήκη διαθέτει αρχείο εφημερίδων της πόλης και το οποίο καλό θα ήταν, που και που, να το χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι για να αντιλαμβάνονται την “ιστορικότητα” κάποιων ειδήσεων. Δεν έγινε καμία αναφορά στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, δεν υπήρξε καμία κίνηση από ομάδες “αναγνωστών”, δεν υπήρξε καμία αντίδραση από κάποια “Κίνηση Φίλων της Βιβλιοθήκης” ή κάποιων έστω οξύθυμων περαστικών, για τις σκαλωσιές που κλείνουν τόσους μήνες το πεζοδρόμιο της οδού Εθνικής Αμύνης και τους εμποδίζουν να κατέβουν το δρόμο, μιας “Πρωτοβουλίας Πολιτών”, η οποία θα ξεσήκωνε τους περίοικους κατά της χρονοβόρου “πρακτικής του μερεμετιού”…
Αντί να έχουμε, λοιπόν, κάποιο ξέσπασμα οργής, μια διαμαρτυρία, για αυτό που συμβαίνει με την βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης, διαβάσαμε στον τύπο, ότι κάποιοι θερμόαιμοι επαναστάτες νέοι, βανδάλισαν το Γαλλικό Ινστιτούτο, ένα σημαντικό από αρχιτεκτονικής σκοπιάς κτίριο, έριξαν χρώματα, έσπασαν τζάμια, νομίζοντας ότι έτσι πληρούν το διεθνιστικό ή όποιο άλλο καθήκον τους – εννοείται συμφώνως προς τις μικροαστικές αντιλήψεις τους περί αλληλεγγύης… Και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζεται η ίδια εχθρότητα και αδιαφορία προς το βάθος των πραγμάτων από μια κοινωνική συνείδηση με σαφείς μικροαστικές ιδεολογικές επιρροές. Η ανυπαρξία αντιδράσεων για τον ουσιαστικό αποκλεισμό του αναγνωστικού κοινού από τη δημοτική βιβλιοθήκη – που ακούστηκε να κλείνει μια βιβλιοθήκη για επτά-οκτώ μήνες και να μην υπάρχει αδυναμία πρόσβασης στο υλικό της – βασίζεται στην ίδια ακριβώς ρηχότητα των εξεγερμένων που στοχοποίησαν ένα πνευματικό ίδρυμα, για να δηλώσουν την αντίθεσή τους προς όσα αυτοί θεωρούν ότι οφείλουν να υπερασπίσουν και να στηρίξουν.
Αλλά, για μια ακόμη φορά, ο βανδαλισμός εκδηλώνεται ως αντίδραση μιας ασυλλόγιστης και νωθρής διάνοιας, αποδεικνύεται ρηχός ως προς τις επινοήσεις του και αντιδραστικός ως προς το περιεχόμενό του – και αυτό διότι αγνοεί τη σημασία του σεβασμού προς τις βαθύτερες συνάφειες που συνέχουν τον κόσμο μας. Η μικροαστική αδιαφορία και απουσία μέριμνας για τη δημοτική βιβλιοθήκη διασταυρώθηκε με άκρως συμβολικό τρόπο με τη μικροαστική συνείδηση που στοχοποιεί ένα πολιτιστικό ίδρυμα και τη βιβλιοθήκη του: η εγκληματική αδιαφορία και το επιτηδευμένο ενδιαφέρον αλληλεγγύης αποδεικνύονται ως όψεις του ιδίου νομίσματος – εκείνου της μικροαστικής ασέβειας προς τα πράγματα και τον ανθρώπινο μόχθο. Οι κανόνες του σημειολογικού ανταρτοπολέμου, για παράδειγμα, θα πρόκριναν αντί του πετροπολέμου – κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στη διάρκεια των επιθέσεων εναντίον των εβραϊκών πληθυσμών της Θεσσαλονίκης ο λιθοβολισμός οικιών Ισραηλιτών ήταν προσφιλής πρακτική των φασιστών – την ανάγνωση ποιημάτων στο χώρο του κτιρίου σε ελληνική και γαλλική γλώσσα ή ένα sit in διαρκείας με κάποιο ευφυές περιεχόμενο. Ο πετροπόλεμος, αυτή η πρωτογενής μορφή βαλλιστικής, είναι μια πρακτική για να κρατάμε τον αντίπαλο σε απόσταση: ποια τύχη μπορεί να έχει μια υποκειμενικότητα που επιχειρεί να κρατήσει με συμβολικό τρόπο μια βιβλιοθήκη σε απόσταση; Τι φοβάται αυτός που λιθοβολεί μια βιβλιοθήκη;
Το κενό της αδιαφορίας για την κατάσταση που βρίσκεται η δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης από τους πολίτες της πόλης και η έλλειψη φαντασίας στην επίθεση εναντίον ενός πολιτιστικού ιδρύματος, από τους αυθυπνωτισμένους ακτιβιστές, καταδεικνύουν ότι ο μυωπικός μικροαστισμός φθείρει αδιάλειπτα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και έχει παραλύσει κάθε ίχνος αντίδρασης στη διαρκή κατάπτωση της κοινωνικής συνείδησης. Η αδιαφορία για την κλειστή βιβλιοθήκη και ο βανδαλισμός του πολιτιστικού ιδρύματος είναι ασέβεια προς τον κοινωνικό μόχθο. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα από τα δύο γεγονότα δεν έχει γίνει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Αυτά φαίνεται να έχουν πολτοποιηθεί μέσα στη ροή της καθημερινότητας, έχουν απωθηθεί και θα μας κλείνουν, σε κάθε ευκαιρία, πονηρά το μάτι ως εν δυνάμει πρώτη ύλη ενεργοποίησης της βίας στην όποια πιθανή μελλοντική φασιστική εκτροπή. Ως γνωστόν οι φασίστες δεν ορέγονται μόνον αίμα, αλλά καταστρέφουν τα μνημεία του γραπτού λόγου και εκσταζιάζονται με το κάψιμο βιβλίων…
Αυτά από μια πρόχειρη επισκόπηση των ψιλών γραμμάτων του “εγχειριδίου χρήσης και ερμηνείας της μικροαστικής ελληνικής καθημερινότητας”…
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”