«Οι δυο εκείνοι άγνωστοι, όπου κάτω απ’ τη μαρκίζα, συνειδητοποιώντας ότι η ξαφνική μπόρα δεν πρόκειται σύντομα να σταματήσει, άρχισαν δειλά δειλά να πιάνουν την κουβέντα» (Γιώργος Μαρκόπουλος, ‘Νύχτες Αγίων’).
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος στην ποιητική του συλλογή με τίτλο ‘Κρυφός Κυνηγός’ αποκαλύπτει τα μύχια μυστικά και πάθη της ποίησης. Με ποιήματα ‘φευγαλέα’, άλλοτε ονειρικά και ερωτικά[1], και άλλοτε ‘υπόκωφα’, ο Γιώργος Μαρκόπουλος ορίζει το δικό του ‘ζωτικό χώρο’, ελεύθερο από έξωθεν παρεμβάσεις-επεμβάσεις, σταθερό και ‘ανεπιτήδευτο’. Και μέσα σε αυτόν τον ‘χώρο’, ο ποιητής συγκροτεί την ποιητική του μνήμη, ανασυνθέτει τα συμβάντα, λειτουργεί αδιαμεσολάβητα, οικεία, πέρα από τις δεσμεύσεις και τις συνηχήσεις του κανονικού.
Με αυτόν τον τρόπο βιώνει τη ζωή και τον θάνατο, τη μνήμη και την διάσωση-καταδίκη της: όντας εντός του ‘χώρου’ της ποίησης, εντός του πεδίου των μεγάλων φράσεων και των μικρών λέξεων, εκεί όπου κανοναρχείται η στάση μπροστά στα πράγματα, η σχέση μεταξύ ανθρώπων, η συνάρθρωση της ‘λειτουργίας’ (η ποίηση ως ιερατική λειτουργία) και της ‘μύησης’ σε περιβάλλοντα κοινωνικά και προσωπικά. Όλα δύναται να αλλάξουν, να μεταβληθούν στο εσωτερικό αυτού του ‘χώρου’, να αποκτήσουν, να προσλάβουν μία άλλη, μεγεθυμένη από τον προσωπικό κόπο, διάσταση.
Ο ‘Κρυφός Κυνηγός’ του τίτλου είναι ο κυνηγός που «συλλαμβάνει» συνειδήσεις, που «συλλέγει» τα συμβάντα ως τρόπαια, που εναποθέτει τελικά τις ελπίδες του στην ποίηση και στον ‘άλλον’.
«Πέρα μακριά στα σύννεφα κάποιοι συγγενείς περνούσαν, κηδείας. Δεν είχανε πρόσωπο, ήτανε φαγωμένο και κάπως σαν να βιάζονταν λεωφορείο ή τραίνο να προφτάσουν να πάνε σε άλλη πόλη. Πέρα μακριά στα σύννεφα κάποιοι συγγενείς περνούσαν, κηδείας. Τους έβλεπα από την ταράτσα μου, χρόνια τους έβλεπα, ώσπου με τον καιρό χάθηκαν, έφυγαν, βράδιασε στη ζωή κι απ’ τη σελήνη τώρα πια ένας τους μονάχα απ΄ όλους που ξέμεινε τους ψάχνει, αλυχτάει με το φαναράκι του κάθε βράδυ, η λύπη βαριά στο στήθος τον πλακώνει και ο πανικός του βγάζει, μια τρομερή φωνή θυέλλης του βγάζει».[2]
Οι άνθρωποι που περνούν, που συνοδεύουν, που στέκονται μπροστά στις ‘ρωγμές’ του χρόνου. Ο ποιητής θέλει τη συνοδεία του βουβή, σχεδόν θεατρική, «απρόσωπη» και συνάμα τόσο «ζωντανή», έντονη, «σαρκική». Η θεατρική πομπή καταλαμβάνει τον δημόσιο χώρο, το πεδίο της εκφοράς και της συγκάλυψης των ταυτοτήτων, «θρηνεί» όχι έναν θάνατο μακρινό και κοντινό, αλλά την αποδόμηση των ταυτοτήτων, τον θρυμματισμό της μνήμης. Κι ο ένας, ο ποιητής, αναζητεί να προβάλλει τον εαυτό του, τα σημαίνοντα στοιχεία, να μείνει στο παροντικό ‘τώρα’, να «κραυγάσει» τελικά υπέρ νεκρών και ζωντανών.
Η φωνή του, προάγγελος κακών. Ο ποιητής δεν προσβλέπει στην κτήση μαντικών ικανοτήτων, στην ικανοποίηση που προσφέρει η προσφυγή σε μία μεταφυσική του όλου γίγνεσθαι και των πραγμάτων. Αντιθέτως, προχωρά ερχόμενος σε ρήξη με τις σταθερές και «αμόλυντες» απολήξεις του καιρού του, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο του αφηγητή: παρατηρεί τους πολλούς, τον κάθε ένα μέσα στο πλήθος των πολλών, των συγγενών, τους «απρόσωπους δείκτες» οι οποίοι «ενσαρκώνουν» την αλληλουχία των γεγονότων, το βάρος του ανεκπλήρωτου ονείρου, που, φέρουν εντός τους, κάθε ώρα και στιγμή, τη σκέψη ενός βίαιου θανάτου.
Η θύελλα που δύναται να έρθει φέρει μαζί της και την ποίηση, το ίδιο το ολιστικό αποτύπωμα ενός «βίαιου» στοχασμού, μία κραυγή αυτογνωσίας και ταυτόχρονης επιδίωξης γνωριμίας. Αυτός που μένει πίσω να παρατηρεί ανασυνθέτει το μοναδικό εργαλείο που του απέμεινε: τη μνήμη ως διαρκές εργαλείο συγκρότησης ταυτοτήτων, πρόσληψης και ψηλάφησης του συμβάντος, την ποίηση ως γραπτή αποτύπωση της μνήμης και των « απρόσωπων προσώπων» που εγκιβωτίζονται στη διάσταση του ‘μη είναι’.
«Μεσάνυχτα τους κατεβάζαν, χωρίς κανένας άλλος να πάρει είδηση. Τους έγδυναν, τους έπλεναν, τους έντυναν με τα καλά τους που οι συγγενείς είχαν από μέρες τρεις φέρει, τους έκλαιγαν με κλάμα πνιχτό στο ξένο, τους έκλαιγαν, στο κοιμισμένο παρεκκλήσι, και ύστερα τίποτα, σιωπή ύστερα. Σαν τα επαρχιακά λεωφορεία του ΚΤΕΛ έφευγαν, έφευγαν το πρωί οι νεκροφόρες».[3] Σε κάθε βήμα όχι ο θάνατος, αλλά η ποίηση και οι εκφάνσεις μίας αναγωγής στο οικουμενικό, στο τραυματικό, τελικά στο ανθρώπινο και συγκαιρινό στοιχείο. Στα κρισιακά και όχι μόνο διάκενα, η ποίηση λέγεται και μνήμη, λέγεται και «υπέρβαση συνόρων» και της ποσοτικής, σχεδόν μονοδιάστατης, προσέγγισης.
Το παραπάνω ποίημα αποτελεί τμήμα των ποιημάτων που φέρουν τον «ειδικό» τίτλο ‘Νοσοκομείο’ και αποτελούν μία σειρά από ποιήματα μέσα στο κυρίως ποίημα. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος δεν κρύβεται από τις εκφάνσεις ενός «ειδικού» νοσηλευτικού χώρου. Σε αυτό το ‘πεδίο’ επιτελείται η εν φανερώ άντληση ιδεών, «αναπαράγεται» η ποίηση που φέρει εντός της, ως τέχνη και ως σχέση, την «πληγή». Την «πληγή» που «μετασχηματίζεται» σε σώμα, σε ιδέες και σε νοήματα, μείζονα και ελάσσονα. Ακριβώς η ποίηση είναι «πληγή» στο βαθμό που είναι βαθιά και διαρκής ανθρώπινη ανάγκη, «εργαλείο» μίας νέας κατηγοριοποίησης του ίδιου του εαυτού. Και η παραπάνω τελετουργία, γίνεται το έναυσμα της ευθύνης μπροστά στην ποίηση και στον ‘άλλον’, ως ταυτότητα και ολική συγκρότηση.
Είναι η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου «εξαρτημένη» από το καθημερινό και το απρόσμενο: «Πελεκάει τα συναισθήματα μέσα του σαν τον ξυλοκόπο που βγάζει κόβοντας τα κούτσουρα το ψωμί του. Κλείνει τα μάτια και ακούει φωνές, περίεργες φωνές. Πρόσωπα παίρνει, στη θύμηση του, η λαίλαπα και τα κάνει αγέρα. Δύσκολα μιλάει, αλλά δεν στενοχωριέται γιατί ξέρει ότι η σιωπή είναι η αδικημένη φωνή της ομιλίας που κάποτε θα βρει το δίκιο της».[4]
Θα μπορούσε να μας πει ο ποιητής εδώ, τι άλλο είναι η ποίηση παρά το παιγνίδι με τα όρια; Με την αναζήτηση των ορίων; Σε αυτό το μικρό απόσπασμα, η ποίηση γίνεται «βουβή», ‘υπόκωφη’, σχεδόν φαντασιακή. Αναζητεί τον «άλλο» εαυτό της στη σιωπή, στην «εξορία» από τον «τόπο» των λέξεων, στο πέρασμα σε μία άλλη επικράτεια. Ο ποιητής νιώθει τις ωδίνες που προκαλεί η εγκιβώτιση, η «εδαφικοποίηση» της ποίησης στο σώμα. Έτσι η σιωπή είναι το παρών «σώμα που μιλάει».
Γιατί η ποίηση είναι: «Ο έντρομος ναύκληρος, που, ενώ στο επίσημο δείπνο οι άλλοι γλεντούσαν, την ύπουλη ανακάλυψε στο μηχανοστάσιο, αυτός, τη φωτιά, και ενώ φώναζε, φώναζε, κανείς μα κανείς δεν τον άκουγε».[5]
Η ποίηση που ανακαλύπτει τις ‘γωνίες’ του προσώπου, τα νοήματα πίσω από το «κενό», τα χάσματα και τις ασυνέχειες των πράξεων. Η ποιητική συλλογή ‘Κρυφός Κυνηγός’ είναι προσωπικά και ανθρωποκεντρική ταυτόχρονα, εκκινεί από τις πολλαπλές συνθέσεις και καταλήγει στη μοναδική και αυτόφωτη «παρουσία». Ο ποιητής πάντα είναι ο «άλλος» του καιρού του.
Όπως επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ: «Ο Ποιητής, όπως κι ο επαναστάτης, μένει πιστός στην εποχή του και ταυτόχρονα εξόριστος απ’ την πατρίδα του μέσα στο χρόνο, σε ρήξη με όσα και όσους τη διαφεντεύουν, εκτός νόμου, σε διωγμό».[6] Είναι ο «άλλος», γίνεται η φωνή των «άλλων», ακούει, σημαίνει τον συναγερμό, με τον διαρκή τρόπο, τον τόσο βιωματικό και μικροϊστορικό, του Γιάννη Ρίτσου: «Ν΄αποσπαστείς, -λέει- ν’ αποσπαστείς· αλλιώς μην περιμένεις να δεις, ν’ ακούσεις, να μιλήσεις σωστά».[7]
————————————————————————————-
[1] Ένα έντονο σαρκικό, ερωτικό «κάλεσμα» αναδύεται στην ποιητική «επιφάνεια», με έναν τρόπο που ο ποιητής το ορίζει ως αρχή των πάντων.
[2] Βλέπε σχετικά, Μαρκόπουλος Γιώργος, ‘Πέρα μακριά στα σύννεφα’, Ποιητική Συλλογή ‘Κρυφός Κυνηγός’, Εκδόσεις Κέδρος, 2010, σελ. 10.
[3] Βλέπε σχετικά, Μαρκόπουλος Γιώργος, ‘V…ό.π, σελ. 19.
[4] Βλέπε σχετικά, Μαρκόπουλος Γιώργος, ‘II…ό.π, σελ. 31.
[5] Βλέπε σχετικά, Μαρκόπουλος Γιώργος, ‘Μετά των αγίων…ό.π, σελ. 45.
[6] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘HOMO POETICUS’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 21.
[7] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Σκηνοθετημένο Θαύμα’, Ποιητική Συλλογή, ‘Προσωπίδες’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1993, σελ. 137.