Να κοιτάς το ποτάμι που είναι χρόνος και νερό
και να θυμάσαι πως ο χρόνος είναι πάλι ένα ποτάμι,
να ξέρεις πως πλανιόμαστε σαν το ποτάμι
και οι μορφές μας χάνονται σαν το νερό.
Να νιώθεις πως η αγρύπνια είναι ένας άλλος ύπνος
όπου ονειρεύεσαι πως δεν κοιμάσαι, κι ότι ο θάνατος
που η σάρκα μας τον τρέμει, είναι ο ίδιος θάνατος
που κάθε νύχτα μας φαίνεται ύπνος.
Να βλέπεις πως η μέρα ή ο αιώνας είναι σύμβολο
της κάθε μέρας του ανθρώπου και του χρόνου
του, να μεταλλάσσεις την επιδρομή του χρόνου,
σε μουσική, σε ψίθυρο και σύμβολο.
Να βλέπεις πως ο θάνατος είναι ύπνος, το δειλινό
ένα χρυσάφι μελαγχολικό, αυτή είναι η ποίηση
η αθάνατη κι ασήμαντη. Μα η ποίηση
ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν το δειλινό.
Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας βλέπει από τα βάθη ενός καθρέφτη`
η τέχνη πρέπει να’ ναι σαν και τούτο τον καθρέφτη
που μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο.
Λένε πως ο Οδυσσέας, χορτασμένος από θαύματα
έκλαψε από αγάπη μόλις φάνηκε η Ιθάκη
χλωρή και ταπεινή. Η τέχνη είναι τούτη η Ιθάκη
η αιώνια χλωρή – κι όχι τα θαύματα.
Κι ακόμα, είναι όπως το αέναο ποτάμι
που κυλάει και στέκεται και μέσα του αντιφεγγίζει ο ίδιος
ο Ηράκλειτος, που συνεχώς αλλάζει κι είναι ο ίδιος
κι άλλος ταυτόχρονα, σαν το αέναο ποτάμι.