“Δόρα Στράτου – Φιλοπάππου. Η Κυρία των Ελληνικών Χορών, η Αιώνισσα” γράφει ο Ηλίας Τσέχος
Τρελέ χορευτή / Και απαράδοτε / Χορεύεις με τη ζωή
Πάντα η χαμογελούσα ομιλώντας στους άλλους, η αέρινη, η πιο λεπτή κλωστούλα, όχι αψηλή, χιλιοσεβάσμια στο τέλος της ζωής, στρατηγός, όπως την αποκαλούσαν από κοριτσούδι, με μια πειθαρχία που όριζε τις ιδέες της και τις κατανικούσε, τιμώντας αυτό που την κέρδισε, ο ελληνικός χορός!
”Η μοίρα σου φέρνει όσα μπορείς να αντέξεις… Έχω την αίσθηση πως είμαι ένας ιεραπόστολος ανάμεσα σε ανθρωποφάγους, πληρώνοντας γενναιόδωρα πράγματα φτηνά , για να πραγματοποιήσω τα αυτονόητα, τα άξια , τα ιερά…” τόνιζε.
Τι δε λέγαμε, πόσα χαλαλίζαμε και χαραμίζαμε, μέρες , βραδινά, δίχως παύσεις πέντε μήνες καλοκαιρινά, στο ασύλληπτο στολίδι της φύσης, στο θεατράκι της, στο λόφο Φιλοπάππου, στην Αθήνα, απέναντι από τον Παρθενώνα, την Ακρόπολη, ανατολικά καθρεπτιζόμενο στο Φάληρο, στον Πειραιά και συχνά στην Αίγινα και την Σαλαμίνα, με καθαρό καιρό.
Έλιωνε, έβραζε στην πρόβα τζενεράλε, αφιόνι…Τι στα βήματα παρατηρήσεις, τι στα ζωνάρια, στα τσεμπέρια, στις ποδιές, τι στα μουσικά και στα κοστούμια, κυρίως της γυναίκας…”Χαμόγελο, χαμογελάτε, φαντάζει , μην σας λήψη χαμόγελο στην παράσταση, έστω κι αν κάνετε λάθη, έστω κι αν φεύγουν τσεμπέρια , σκουφιά, ζώνες και πέφτουν μαντήλια… Μην σκύψετε, μην σκύβετε να τα πάρετε…ο κόσμος κατανοεί τις ζωντανές παραστάσεις , τα ζωντανά εσάς…” , χαμογελούσαμε εμείς, δεχόμασταν τη διδαχή της, τη σοφία της.
Στην πρεμιέρα έλαμπε, αρνάκι, δεν πολυνοιαζόταν για τυχόν άτυχα συμβάντα στη σκηνή, άλλος άνθρωπος από την πρόβα τζενεράλε, λάτρευε και τα μωρά, άνοιγε την αγκαλιά της στα μικρά, όσο ήταν φρόνιμα!
Έφερνε ένα δυο ζευγάρια, απ’ όλα τα μέρη της πατρίδας να μας διδάξουν τους χορούς του τόπου τους και δεν νοιαζόταν για ηλικίες, ομορφιές, χοντρούς κι αδύνατες, την ενδιέφερε η αυθεντική στιγμή του βήματος, που κουβάλαγε κι έλεγχε όλο το σώμα και τη χάρη του, ήθελε πάντα την ιδιαίτερη πνοή του τόπου που προέρχονταν ο χορός, την ευωδιά του, το άνθισμα των τσαλιμιών του…Έτσι μαθαίναμε τους χορούς κι εμείς , κράταγε τα ζευγάρια μία ή δυο εβδομάδες, τους έβαζε πρωτοχορευτές στην παράσταση και μαθητεύαμε στα άριστα!
Μέσα σε πέντε μήνες, παρουσιάζονταν στο θέατρο γύρω στους χίλιους χορούς, εναλλάξ κι ανά μία ή δυο εβδομάδες, απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, κρατώντας όμως για φινάλε, όλο το καλοκαίρι, τον Τσακώνικο, τον Τσάμικο και τον Καλαματιανό χορό, που ήταν τόσο θεαματικός στον λαβύρινθο του ο Τσακώνικος, στον ομαδικό και ατομικό θρίαμβο του Τσάμικου και στον χαριτωμένο και χαρούμενο Καλαματιανό, γεμίζοντας τη σκηνή , πάνω κάτω εξήντα χορευτές και χορεύτριες.
Εμείς, σχεδόν περήφανοι, παραφράζαμε ευτυχείς τους στίχους του Σεφέρη ”Όπου και να ταξιδέψω / η Ελλάδα με πληγώνει” σε: ”Όπου και να ταξιδέψω στην Ελλάδα / Μπορώ να χορέψω μαζί της” !!!
Τα έχω χαμένα … τι να πρωτοθυμηθώ, πόσα να θυμάμαι κι έζησα για δέκα χρόνια, σ’ αυτόν τον πανέμορφο χώρο, με τόσο κόσμο, πολλούς χορευτές, σπουδαίους επισκέπτες, χορεύοντας , ιδρώνοντας , κάθε βράδυ…Τετάρτη Κυριακή δύο παραστάσεις, τις άλλες πέντε βραδιές 8-9.30 πρόβες, 10.30 – 12 παράσταση, και στη συνέχεια κατακλύζαμε Φιλοπάππου, Κουκάκι, Πετράλωνα ταβερνεία και ουζερί ! Ναι! Ας προσπαθήσω το ιστόρημα…
Έμενα για δυο χρόνια στην πλατεία Φιλοπάππου, Μεσσαπίου 21, προς την Πλευρά Πετραλώνων, με πολλές μουριές και σε απόσταση 500 μέτρων το προαύλιο και η ανατολική είσοδος του θεάτρου ”Ελληνικοί Χοροί Δόρα Στράτου”. Με φιλοξενούσε ο Τάκης Βαμβακίδης, μόλις είχε περάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κοντά μας κι αυτό, μέναμε σε ένα δωμάτιο οι τρεις μας , ο τρίτος είναι ο Γαβρήλος και αυτός Παντείου, κοντά έξι μήνες!!! Ο Τάκης με παρέσυρε ένα βράδυ να πάμε να γιορτάσουμε να χαρούμε, πήρε μια υποτροφία, αφού πέρασε στις εξετάσεις και βρέθηκε ανάμεσα στους πρώτους είκοσι, είχε τα λεφτά που πήρε αριστεύοντας… Βρεθήκαμε στην Καλλιθέα, στο ”Κορτσόπον”, τραγουδούσε ο Χρύσανθος, ανέβηκα στην πίστα και δεν κατέβηκα, με πλησίασαν η Βάσω , η Μιρέλλα και η Ελένη, ”βγάζεις φωτιές” είπαν, χόρευαν στη Δόρα Στράτου, αγαπηθήκαμε, δεν είχε αρχίσει η σαιζόν, με κάλεσαν στις πρόβες, με επέλεξε η Δόρα Στράτου, θυμούμαι που με ρώτησε ”χορεύεις από καιρό;” και της απάντησα: ”από τότε που γεννήθηκα”και εννοούσα τους ποντιακούς χορούς…
Άρχισαν οι παραστάσεις, λαμβάναμε 100 δραχμές τη βραδιά, τα δυο πρώτα χρόνια τουλάχιστον, απορούσα και με κορόιδευα, χορεύεις και παίρνεις και λεφτά μπαγάσα; Δεν μας έφταναν βέβαια, χειμώνα αναχωρούσα για Ελβετία, δουλεύοντας σ’ ένα τσίρκο και το καλοκαίρι Ελλάδα, με τη Δόρα Στράτου, 10 χρόνια παρακαλώ, ας το επαναλαμβάνω, μια δεκαετία… Εκεί γεννήθηκαν και τα πρώτα βιβλία μου, εκεί σπούδασα την Ελλάδα κομμάτι κομμάτι, έμπαινα στο λόφο και τα μονοπάτια του και η πολύβουη και θλιβερή Αθήνα αφανιζόταν… Ανέβαιναν και γέμιζαν το θέατρο γύρω στα 8οο άτομα κάθε βράδυ, όλα σε γιορτή, με λεωφορεία, με τα πόδια…
Ο Τσαρούχης είχε σχεδιάσει αρκετά κοστούμια, ανέβαινε στο Θέατρο κάποια βράδια του καλοκαιριού… Ένα κατάφωτο βραδινό, με το τέλος της παράστασης, μας περιμένει στη σκηνή, του άρεσαν οι χοροί, συνεχάρη όλους τους χορευτές, στέκεται εμπρός μου ” ξέρεις πόσο λεβέντης είσαι στους χορούς; Θέλω να σε ζωγραφίσω…” Μεσουρανούσε στην καλλιτεχνική κοινωνία της Αθήνας τότε… Ήρθε κι άλλες βραδιές, είχα βγάλει δυο βιβλία ήδη, ”Έρημη Αλήθεια” 1978 και ”Ταγμένα” 1980 κι ετοίμαζα το ”Δάφνε Πόταμε” καθώς κατηφορίζαμε προς την έξοδο και το κυλικείο του θεάτρου, συνεσταλμένα, του λέω πως ετοιμάζω το τρίτο βιβλίο και θα ήμουν τυχερός αν είχα ένα σχέδιο για το εξώφυλλο… “Έλα να με βρεις στο σπίτι μια μέρα, φέρε και τα ποιήματά σου…”, δείλιαζα και ένα τυχερό βράδυ, μας ξαναεπισκέπτεται , μου λέει πως δεν έδωσα σημεία ζωής και ορίσαμε την αυριανή μέρα ως συνάντησή μας.
Εντάχθηκα στην παρέα τους, με αγκάλιασε η Δόρα Στράτου, στον δεύτερο χρόνο, κυρίως, όταν ένα βράδυ στο θέατρο, στις πρόβες, μου ζήτησε ένα παραπάνω κουπλέ να γράψω, σε μια ήδη έτοιμη, διάσημη καντάδα κεφαλλονίτικη, που έπρεπε να προστεθεί , να μην υπάρχει κενό, χάσμα, ”Σκοτώσαν το Γιαννάκη / Το γάργαρο νερό…” αν θυμάμαι καλά, έγραψα ! Έγινε χαμός, οι χορευτές και η Δόρα Στράτου χειροκροτούσαν…αν είχα αποτύχει , θα μαζευόμουν στα σκέλια μου!
Έβγαινε η Κυρία των Ελληνικών Λαϊκών Χορών στη σκηνή και παρουσίαζε η ίδια το πρόγραμμα στο κοινό, ελληνικά, γαλλικά , αγγλικά, τρεις φορές νομίζω, ανάλογα τις περιοχές που παρουσίαζε , κατά ενότητα, κάθε βράδυ… Αν απουσίαζε χορευτής , χορεύτρια, ένα ή δυο βράδια, έπαιρνε ” παπούτσι ”, πολύ αυστηρή, εγώ γλίτωσα δυο φορές την απόλυση… Δούλεψε σκληρά για το θέατρό της, δούλευε, είχε πολλές καρτ ποστάλ με χορούς , κοστούμια , από όλες τις περιοχές της Ελλάδας, είχε το φροντισμένο πρόγραμμα της, κάπου δεκαπενταριά δίσκους 33 στροφών με μουσικές και τραγούδια, ήρθε και η ΕΡΤ τότε, έκαμε καμιά εικοσαριά μισάωρα και τα ενέταξε στο πρόγραμμά της, πανζουρλισμός…Να γεμίζει το θέατρο κάθε βράδυ, εμείς του δίναμε να καταλάβει, αλλάζαμε κοστούμια σε δύο λεπτά για να βγάλουμε χορούς της επόμενης περιοχής, δηλαδή αν είχε η παράσταση 15 ή 20 χορούς, εμείς ήμασταν αντίστοιχα στους 10 – 15 χορούς, τρελαινόμασταν σου λέω, αλλά όλο κέφι και χαρά, έπρεπε να βγει η παράσταση ως η καλυτέρα,κάθε φορά…
Αρρώστησε μια εποχή, σοβαρά, είχαμε να τη δούμε τρεις μήνες, χειμώνας, μετά από καιρό δεχόταν κόσμο στο σπίτι της, ένα διαμέρισμα πίσω ακριβώς από την Μητρόπολη Αθηνών, πάω να την επισκεφτώ, την επιθύμησα κιόλας, στο κρεβάτι, ξαπλωμένη, ανοίγει την αγκαλιά της, την ασπάζομαι κατασυγκινημένος, ανταλλάσσουμε νέα, κάποια στιγμή πιάνει το χέρι μου, γέρνει την κεφαλή της προς αριστερά, στο κομοδίνο…”εδώ έχω τα βιβλία του Καβάφη και τα δικά σου…η παρέα μου…” κοιτώ προς το κομοδίνο, όμως δεν έβλεπα, γέμισαν τα μάτια μου, την φίλησα, την αποχαιρέτισα, μένοντας αιώνια η σκηνή στους οφθαλμούς μου, γέρνοντας κεφαλή προς κομοδίνο…Ω! Αγαπημένη Δόρα Σράτου, εύθραυστη υπερδύναμη!
Τα υπόλοιπα καλοκαίρια, τα κάθε βράδια, έπινε με τη συμβουλή του γιατρού , δυο ποτήρια ουίσκι, έφτανε με τον οδηγό της , χαιρετούσε, “Ηλία το ουίσκι μου…” της έλεγα έναν ή δύο στίχους και της έφερνα το ποτό της, με ένα μικρό ματσάκι άνθια, γεράνια πολλών διάφορων χρωμάτων, βασιλικούς ή κατιφέδες και δυο τριαντάφυλλα, ανάλογα τους μήνες…Ένα βραδινό μου λέει: ”Θέλω να με συνοδεύσεις…”, ήταν καλεσμένη από τη νύφη της, την Κυρία Νία Στράτου, ο Στράτος αδερφός της, περάσαμε υποχρεωτικά καλά… ”Τσέχο όλα ομορφαίνουν ουράνια προς το τέλος της ζωής” της απαντούσα πως δεν έχουν τέλος οι μεγάλες δημιουργίες μεγάλων δημιουργών, το βλέμμα της έλεγε πολλά, σαν Μόνα Λίζα…ωχ …Πλάνταξα, δεν αντέχω στον Μαραθώνιο της Μνήμης , πολλά αποσιωπώ… ένα βιβλίο δεν τα χωρά…Θέλω να χορέψω τώρα, ασταμάτητα και ασταμάτητα…
Ας παραθέσω όμως λίγα ποιήματα εκείνης της εποχής, κλείνοντας, που τώρα αναρωτιέμαι γιατί δεν είναι περισσότερα τα ποιήματα στη νιότη αλλά και ένα γηραιότερο!!! Και πάλι τα αφιερώνω στη Δόρα Στράτου, στην αιώνισσα , καρδιά των Ελληνικών Χορών στο Θέατρο “Ελληνικοί Χοροί Δόρα Στράτου” , , στους ταμίες του θεάτρου, τότε, τα αφιερώνω, στην Μαρία Τσουγκριάννη , την Καρπαθιώτισσα και χορεύτρια στη Δόρα Στράτου…
Το θέατρο και τώρα λειτουργεί , έστω συρρικνωμένα και το διευθύνει ο Άλκης Ράπτης, αν είμαι καλά ενήμερος και του εύχομαι δυνάμεις , αντοχές…Σας ευχαριστώ κι εγώ, όλους σας, με ατέλειωτους χορούς, φιλώντας σας, φιλώντας σε ζωντανά αγαπημένη και αιώνια Δόρα Στράτου της καρδιάς μου, όλων των ελληνικών χορών…
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ
Τρελέ χορευτή / Και απαράδοτε / Χορεύεις με τη ζωή
Σοφέ σοφέ ποιητή
Στοιχεία περισσότερα / Θα βρείτε / Στην Ασφάλεια
( ” Ταγμένα ” 1980 )
…
ΔΟΡΑ ΣΤΡΑΤΟΥ
Όνειρο δεμένο / Ελληνικά δοσμένο / Όπως το ήθελε
Όπως το θέλει / Ο τόπος αυτός / Ο τόπος
( ” Δάφνε Πόταμε ” 1981 )
…
ΗΘΕΛΑΝ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
στον Αλέκο και στον Κλεάνθη
Έτσι ήρθε το ποίημα
Όπως ερχόμουν κι
Έλεγα καλησπέρα
Πάντα κατά το λιόγερμα
Πάντα κι οι δυο σας
Καθισμένοι στο ταμείο
Τις πόρτες μονάχος δρασκέλιζα
Σας καλησπέριζα
Ακούονταν
Αντιχαιρετούσατε
Κοιτούσα προς Φάληρο
Χαρά σχεδόν
Ν’ αρχίζω έτσι κάθε βράδυ
Σημάδι οι τρεις μας
Στο Φιλοπάππου Θέατρο
Τέσσερα χρόνια Ελληνικοί Χοροί
( ” Δάφνε Πόταμε ” 1981 )
……………
ΔΙΑΡΚΕΙ Ο ΧΟΡΟΣ
Στη Μαρία Τσουγκριάννη
Οι Καρπαθιώτες χορεύουν ασταμάτηταΣαν μεθυσμένα τοπία
Βωμός- ζερβός – χορός
Κλείνει ανοίγει το σώμα του
Καθώς βεντάλια
Νυμφεύοντας ευθύς όλες
Τις Καρπαθιώτισσες
ΈμνοστεςΑνοιχτοαγκαλούσες
Και η Μαρία;
Αυτή η Θαλασσωμένη λιγνή
Ποίηση
Με λαϊκά κεντήματα
Φούρνους ευωδιαστούς
Στην ποδιά;
” Να αγαπάς όταν καταφτάνει
Να αποσύρεσαι πριν προφτάσει…”
Θυμάμαι από την Κάρπαθο
– Ο ταχυδρόμοοοος…
( ” Νόμοι Αφιερώσεων ” 2012 )
Στο video που επισυνάπτεται μπορείτε να δείτε ένα απόσπασμα μιας παλιάς παράστασης του Θεάτρου της Δόρας Στράτου, μαγνητοσκοπημένη από την ΕΡΤ