Στην Ελλάδα, που ευδοκιμούν όλα σχεδόν τα παράξενα του κόσμου τούτου, άνθισε ακόμα ένα. Ο χώρος της Aριστεράς, του διαλεκτικού υλισμού, στηρίζει την επιχειρηματολογία του σε ιδεαλιστικά και ηθικά «φορτία», με ναυαρχίδα την αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από την Ελλάδα και την Ευρώπη, για να παραφράσω τον Μαρξ. Ακόμα και ο Γερμανός φιλόσοφος Χάμπερμας επέλεξε να χαρακτηρίσει αναξιοπρεπή την γερμανική πολιτική έναντι της Ελλάδας.
Η λέξη αξιοπρέπεια σημαίνει «ιδιότητα και τρόπος ζωής κατά τον οποίο σέβεται κανείς τον εαυτό του, δεν τον ταπεινώνει ώστε να κερδίσει τον σεβασμό των άλλων, δεν πέφτει σε μικρότητες. Η υπερηφάνεια με ευγένεια ήθους» (Λεξικό Μπαμπινιώτη). Επιτρέψτε μου να συμπληρώσω ότι άξιος είναι κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής ή άλλου κατηγορήματος, γιατί ειδάλλως δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Το πρέπει, το δέον, το ορίζει ο ίδιος ο άνθρωπος, μόνος του, και δεν δικαιούται ουδείς άλλος να του το υποδείξει και να του επιβάλει τι πρέπει να κάνει ή να είναι. Μόνη προϋπόθεση είναι το «πρέπει» του καθενός να μπορεί δυνητικά να γίνει «πρέπει» και όλων των άλλων, να μην είναι δηλαδή κάτι που εξυπηρετεί μόνον αυτόν ή κάποιους σε βάρος άλλων. Ως παράδειγμα χρήσης της λέξης «αξιοπρεπής» ο Μπαμπινιώτης παραθέτει το εξής: «είναι αξιοπρεπής γιατί, εάν κάνει λάθος, το παραδέχεται αμέσως, χωρίς να καταφεύγει σε φτηνές δικαιολογίες ή να ρίχνει την ευθύνη σε άλλους».
Είναι καθόλα αξιοπερίεργο το γεγονός της απομάκρυνσης της κυβέρνησης από τις θεμελιώδεις αρχές της Αριστεράς, με την προσκόλλησή της σε ηθικά και ιδεαλιστικά φορτία, όπως αυτό της αξιοπρέπειας, τα οποία δεν έχουν υλικές αναφορές.
Το αμέσως πιο εκπληκτικό είναι ότι η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί επιτομή της φιλοσοφίας του Νίτσε, προαιώνιου εχθρού του μαρξισμού. Συγκεκριμένα, η αρχή που διέπει την πολιτική γραμμή της κυβέρνησης είναι απλοϊκή: «εμείς είμαστε καλοί επειδή οι άλλοι είναι κακοί». Στηρίζεται δηλαδή στην κατασκευή εχθρών, καθώς πρόκειται για μια αρνητική ηθική.
Επειδή η πραγματικότητα, οι υλικές συνθήκες γύρω μας, δεν καθιστούν εφικτά όσα οι κυβερνώντες ευαγγελίζονται, επικαλούνται μια φαντασιακή ηθική ανωτερότητα. Με άλλα λόγια, επειδή η γραμμή σκέψης τους και πολιτικής τους πράξης δεν μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα, μεταθέτουν την πολιτική σε φαντασιακό επίπεδο.
Ενοχοποιούν και στιγματίζουν τους ισχυρούς, στην προκειμένη περίπτωση την Γερμανία και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, μόνο και μόνο επειδή είναι ισχυροί. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι αυτοθυματοποιούνται ως αδύναμοι, αποκρύπτοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την αδυναμία μας πέφτει στις πλάτες μας.
Εμείς, ως πολιτικό σώμα και εξουσιαστικές ελίτ, επί 40 χρόνια τουλάχιστον, κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας και το πόδι μας για να βρεθούμε σε θέση αδυναμίας και απαξίωσης. Επιπλέον, μετά τις ευρωεκλογές του 2014, κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να καταστήσουμε ακόμα δυσχερέστερη τη θέση μας. Η κυβερνητική πολιτική αποτελεί την χαρακτηριστικότερη έκφανση αυτού που ο Νίτσε αποκαλεί «ηθική των δούλων».
Ειδικότερα, αντιστρέφονται συνειδητά από την κυβερνητική προπαγάνδα όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους και του πολιτικού σώματος, ώστε αμέσως μετά να παρουσιασθούν μακιγιαρισμένα ως αρετές. Ενδεικτική είναι η απόπειρα του Βαρουφάκη να μετασχηματίσει την απεχθή λιτότητα σε «λιτό βίο».
Στη λαϊκή μας παράδοση υπάρχει μια πολύ εύστοχη παροιμία: «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Η παροιμία αυτή συνοψίζει τη νιτσεϊκή ηθική του δούλου. Ο εκάστοτε πονηρός, αφού δεν κατόρθωσε να επιτύχει όσα υποσχέθηκε και έθεσε ως στόχους, τα σταφύλια δηλαδή, τα μετονομάζει σε κρεμαστάρια, τα υποτιμά και τα απαξιώνει, διακηρύττοντας όμως ότι διαθέτει ηθικό πλεονέκτημα.
Από την άλλη, όποιος κατορθώνει να απολαύσει τα σταφύλια που όλοι επεδίωξαν, θεωρείται ότι είναι ηθικά ελλειμματικός. Τελικά, στην Ελλάδα διαθέτουμε μια νιτσεϊκή κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να πείσει τους πολίτες ότι η αδυναμία αποτελεσματικής πολιτικής παρέμβασης της χώρας μας στα διεθνή fora και η εθνική μας περιθωριοποίηση δεν έχουν σημασία, αφού διαθέτουμε το ηθικό πλεονέκτημα.
Μάλλον είχε δίκιο ο Χέγκελ όταν παρατηρούσε ότι οι αδύναμοι πολιτικά αρέσκονται να παρηγορούνται με ηθικές αρχές, πιστεύοντας ότι τοιουτοτρόπως υψώνονται πάνω από τον αντίπαλό τους, ο οποίος την ίδια στιγμή διαθέτει πολιτική δύναμη και καθορίζει τις ζωές τους. Ο αδύναμος, από τη στιγμή που δεν μπορεί να αντέξει και να αντεπεξέλθει στην πραγματικότητα, αρέσκεται στην κατασκευή μιας φανταστικής σφαίρας, εντός της οποίας αποδίδει στον εαυτό του φαντασιακή και όχι πραγματική υπεροχή.
Το γεγονός μάλιστα ότι η ελλαδική Αριστερά αγκάλιασε ένθερμα τις δηλώσεις Χάμπερμας για την αναξιοπρεπή στάση της Γερμανίας έναντι της ελληνικής κυβέρνησης επιβεβαιώνει περαιτέρω τη σύγχυση. Ο Χάμπερμας επιμένει να αναλύει την κρίση σε επίπεδο δεοντολογικό, στο τι θα έπρεπε να συμβαίνει, παραβλέποντας συνειδητά την συντελεσμένη υλική πραγματικότητα, το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Το φυσιολογικό και αναμενόμενο από έναν αριστερό πολιτικό θα ήταν να πράξει το ακριβώς αντίστροφο από αυτό που επέλεξε ο Χάμπερμας. Να βασιστεί στην ιστορική-περιγραφική προσέγγιση, στην εμπειρική πραγματικότητα, και όχι στην δεοντοκρατία, στο τι θα έπρεπε να συμβαίνει. Θα ήταν αναμενόμενο να έχουν μεγαλύτερη αξία και χρησιμότητα για έναν αριστερό οι αναλύσεις του Κονδύλη και όχι εκείνες του Χάμπερμας, παρότι στην Ελλάδα τον Κονδύλη τον έχει αγκαλιάσει εσχάτως η φιλελεύθερη πτέρυγα. Μύλος!
Η σύγχυση που μάς διακατέχει δεν προοιωνίζεται αίσια εξέλιξη. Χρειάζεται να καθαρίσουμε το κεφάλι μας και να διαχωρίσουμε το επίπεδο της πρακτικής πολιτικής από εκείνο της πολιτικής και ηθικής θεωρίας. Στην πρακτική πολιτική η εμμονή σε αφηρημένα σχήματα και ιδεαλιστικές αγκυλώσεις συνήθως έχει τραγικά αποτελέσματα.
Ο Μακιαβέλι έχει εύστοχα παρατηρήσει: «Πολλοί έχουν φανταστεί πολιτείες και κράτη που ποτέ δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα. γιατί το πώς ζούμε απέχει τόσο από το πώς θα έπρεπε να ζούμε, ώστε αυτός που παραβλέπει αυτό που γίνεται για αυτό που θα έπρεπε να γίνεται, προετοιμάζει την καταστροφή του και όχι τη σωτηρία του».
Ο Γιώργος Στείρης είναι Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 4/8/’15