«Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους – είπε – εσύ Επανάσταση, μας άνοιξες τις φαρδιές λεωφόρους/ για μια πανανθρώπινη συνάντηση. (…)/
Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, – είπε – μάθαμε τουλάχιστον/ πως αύριο θα συναντηθούμε (…)»
«Δε θέλαμε να πεθάνουμε. Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει./ Δεν ήταν εύκολο – μην πεις – δεν ήταν εύκολο.(…)/ Ο Αλέκος είπε:/ “Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,/ να ‘ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις, να ‘ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα, και συ να λείπεις,(…)/ δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,/ σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια/ δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα/ και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ’ το χώμα/ κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει, όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα ‘χει λιώσει”.(…)/
Την ίδια νύχτα πιάσαν τον Αλέκο./ Ο Αλέκος δε μαρτύρησε. Ο Αλέκος έμεινε κρεμασμένος τρία μερόνυχτα. Δε μαρτύρησε./ Ο Αλέκος πέθανε σα μέλος του Κόμματος./ Πέθανε σαν αληθινός σύντροφος. Την τελευταία στιγμή φώναξε: “Είναι χιλιάδες άστρα μέσα μας. Δεν μπορείτε να τα σκοτώσετε”./ Ετούτα τ’ άστρα τα ‘δωσε ο Αλέκος στη σημαία του Κόμματος (…)
(…) να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο».
«Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου./ Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια./ Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας “πέρασε η ώρα”/ εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα/ σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών/ σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθάνατων (…)/ πίσω απ’ τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών/ κοντά στο θάνατο που δε λέει “αύριο”/ ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια/ εσύ λες “αύριο” και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος/ όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους./
Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να ‘ναι κι από αίμα – όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα – μπορεί να ‘ναι κι απ’ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο/ Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν/ κι ο θάνατος είναι πιο κοντά(…)/
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,/ γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα/ το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα/ όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος – βρίσκουμε τη φλέβα/ που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης.
Χαμογελάμε(…)/ Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο/ κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν (…)»
«Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά/ Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα./ Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί./ Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη./
Έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη./ Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,/ “Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα”./ Αυτό θέλουμε κι εμείς./
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο./
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο./(…)
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ… δύσκολος δρόμος./ Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς/ όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του/ πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες./
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος».
«Α. Β. Γ./ Τρία μεγάλα γράμματα/ γραμμένα μ’ ασβέστη στη ραχοκοκαλιά της Μακρόνησος.(…)/ Α’ Τάγμα. Β’ Τάγμα. Γ’ Τάγμα.(…)/ Α.Β.Γ./ 300 σκοτωμένοι (…)/ Α.Β.Γ/ 600 τρελοί (…)/ Α.Β.Γ./ 900 κουτσοί./ Ζήτω ο βασιλεύς Παύλος.(…)/
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ(…)/ Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α’ Τάγματος, τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά ξεκολλημένα μαζί με το δέρμα απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση(…)/ Τα συρματοπλέγματα./
Α.Β.Γ./ Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια,/ κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά, μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της/ κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του».
«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,/ πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,/ Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω/ και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;(…)/
Πουλί μου, εσύ που μου ‘φερνες νεράκι στην παλάμη/ πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;/ Στη στράτα εδώ καταμεσής τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω/ και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.(…)/
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,/ άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω/ Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις/ άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης(…)/
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκεια/ τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια/ Και μου ‘λεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ‘ναι δικά μας,/ και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας./
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,/ κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει./ Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει/ κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει./
Και δες, μ’ ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,/ μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω./ Ομοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε/ και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.(…)/
Και να που ανασηκώθηκα το πόδι στέκει ακόμα,/ φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα./ Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,/ κι εγώ τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου./
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι./ Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε./ Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι, -/ όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι./
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, -/ το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.(…)/
Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας/ δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας./ Κι ως το ‘θελες (ως το ‘λεγες τα βράδια με το λύχνο)/ ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω./
Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω/ και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρίζω./ Γιε μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,/ σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, πουλί μου».
«Γιε μου, είχε συναχτεί προψές το βράδι/ όλ’ η φτωχολογιά μας, η αργατειά μας/ οι ματιές τους αστράφταν στο σκοτάδι/ σαν κάρβουνα πυρά και τρομερά/ κι ανάμεσά τους χτύπαγε η καρδιά μας/ γιομάτη εμπιστοσύνη και χαρά/
Έτσι, καθώς με κλείναν γύρα – γύρα/ μορφές που ιδρώσαν, κλάψαν και πασκίσαν,/ ψημένες απ’ του πέλαου την αρμύρα,/ σκαμμένες απ’ το κρύο κι απ’ το χιονιά,/ ένιωσα, τάχα, αδέλφια μου πως είσαν/ κ’ ήβρα στη σκιά τους ήλιο, απανεμιά/
Στη μέση της πλατείας κάποιος μιλούσε/ δεν ξέρω ποιος, μα ξέρω ότι η λαλιά του/ την ίδια την καρδιά μου αντιλαλούσε:/ “Μας κλέβουν τον ιδρώ μας, το ψωμί,/ για να φτιάξουνε σύνεργα θανάτου,/ και βόλια μας πετούν για πλερωμή”./
Και τότε οι γαλονάδες πέσαν, γιε μου,/ κ’ είδα να δέρνουν, να τσαλαπατάνε/
κ’ είδα τη φρίκη ακέρια του πολέμου./ Μας λένε: “οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι είναι οχτροί”/ μα τους Ρωμιούς, Ρωμιοί να τους χτυπάνε;/ Γιε μου, έχεις δίκιο, εχτροί μας είναι Αυτοί»
.
«Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις.
Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία.
Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν’ αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ’ αυτόν.
Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου.
«(…) Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,/ θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας/ ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι, αθώοι/ να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να/ χτυπούν το κεφάλι/ στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει/ ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μέσ’ από μια χαραμάδα/ λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ’ το χρόνο και τη σκιά τους.
Ωστόσο – ποιος ξέρει -ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να/ αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του άνθρωπου (…).»
«Τα καζάνια του λαϊκού συσσιτίου χτυπάν όλη νύχτα σαν ταμπούρλα./ Νύχτα αποφασισμένη. Συνοικίες γκαστρωμένες/ με την κοιλιά τους βαριά από πείνα από καημό κι από άγιο μίσος. Πάνου στο πεζούλι/ ο λαϊκός ρήτορας: / “Σύντροφοι”. Τίποτ’ άλλο. Ενα σπίρτο. Το φυτίλι./ Κι οι μεγάλες δρασκελιές μιας σημαίας πάνου απ’ τον ύπνο./ Κι η μεγάλη αψίδα της νύχτας όλη βαμμένη με πελώρια σφυροδρέπανα αγρύπνιας (…)/
Ένα παράθυρο ανοίγει. Κι ένα άλλο. Αυτός σκουπίζει/ τον ιδρώτα του./ Καλημέρα – είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη./
Κι η πινακίδα – ξύλινη τετράγωνη – αυτό όλο κι όλο – είπε,/ τίποτ’ άλλο -/ στη διασταύρωση εκεί: “Από εδώ προς τον ήλιο”. Μεθαύριο/ που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία/ μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει:/ “Ποιος να ‘γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;”/ και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει:/
“Ο Γιάννης Ρίτσος– ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας”».
«Σηκώθηκα κι έκανα τα τρία βήματα που απομένανε. Με περιμένανε όλοι, όλοι. Δεν έλειπε κανείς, ούτε και η άδεια μου καρέκλα, ούτε η πένα που θα υπόγραφα. Όλοι και όλα ήταν εκεί.
–Δεν θα σας απασχολήσω πολύ κύριοι, είπα.
–Καθίστε.
–Όχι, ευχαριστώ. Ήρθα μόνο να σας πω ότι δεν θα υπογράψω.
–Πως; Μα το πρωί…
–Έχετε δίκιο. Όμως, πριν μπω εδώ, σταμάτησα και κουβέντιασα με τη συνείδησή μου.
–Έκανες σε κανένα κακό; Τη ρώτησα. Μου είπε: Όχι. Αγαπάς όλο τον κόσμο; Μου απάντησε, ναι. Αγαπάς πολύ την Ελλάδα; Μου είπε: Απέραντα. Βλέπετε κύριοι αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα ζουν, δεν τα υπογράφουν. Και έφυγα.
Έτσι που ακουμπούσαν τα μάγουλά μας πάνω στα χέρια μας, είχανε τόσο τρέξει τα δάκρυα που τα μανίκια μας ήτανε μουσκεμένα. Εκείνη την ώρα δεν ζούσαμε. Ήτανε μια υπέροχη κοινωνία.
–Γιάννης Ρίτσος (…)»
( Απόσπασμα από την αφήγηση του ζωγράφου Μάνθου Κέτση, συνεξόριστου του Γιάννη Ρίτσου, για το πώς ο ποιητής αρνήθηκε την υπογραφή δήλωσης μετανοίας στο διοικητήριο των βασανιστών του στη Μακρόνησο – «Γιάννης Ρίτσος, Κινηματογραφική αυτοβιογραφία, Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη, έκδοση Αρχείο Κρήτης»)
Ο Γιάννης Ρίτσος,
- που όταν το 1972 ο Πάμπλο Νερούδα παρέλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας δήλωσε: «Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτή την τιμή: τον Γιάννη Ρίτσο»,
- που ο Παλαμάς έγραψε εκείνο το «παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις»,
- που δεν τιμήθηκε ποτέ με το Νόμπελ Λογοτεχνίας αλλά με φυλακίσεις, με εξορίες και εκτοπίσεις,
- που δεν εννόησε ποτέ να συνθηκολογήσει με τους δεσμοφύλακές του, που ως εξόριστος και δεσμώτης, στις δικές τους προτροπές να «υπογράψει», εκείνος άπλωνε τα χέρια για να του περάσουν κι άλλες χειροπέδες,
- που στις συστάσεις να «συμμορφωθεί», εκείνος απαντούσε γράφοντας ποιήματα ίδια και καλύτερα με εκείνα που τον είχαν οδηγήσει στη φυλακή,
- που ο Αραγκόν έβλεπε στην ποίησή του «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας»,
- που ο Λειβαδίτης έλεγε ότι η ποίησή του ήταν συνώνυμη ενός κόσμου που «γίνεσαι ικανός και να πεθάνεις ακόμα για έναν τέτοιο κόσμο»,
- που στο ερώτημα αν ήταν ποιητής γιατί ήταν κομμουνιστής ή αν ήταν κομμουνιστής γιατί ήταν ποιητής, εκείνος απευθυνόμενος στον Χαρίλαο Φλωράκη και στο ακροατήριο της εκδήλωσης για τα 75χρονα του ποιητή που διοργάνωσε προς τιμήν του το ΚΚΕ, απαντούσε: «Ο,τι είμαι κι ό,τι έχω σας το χρωστάω»,
- που πορεύτηκε όπως έλεγε ο Σολωμός, κρατώντας «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου»,
- που πορεύτηκε με πυξίδα ότι «ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός»,
- που πορεύτηκε μια ζωή λέγοντας ότι «η ζωή θα σε πει σύντροφο, τα έργα σου θα σε κάνουν σύντροφο, να αξίζουν τα έργα σου»
ο Γιάννης Ρίτσος «έφυγε» πριν από 25 χρόνια, στις 11 Νοέμβρη 1990.