Επίσκεψη στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, όπου συμμετείχε σε σύσκεψη, πραγματοποίησε ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, ο οποίος σε δηλώσεις του εξήγγειλε πρόγραμμα για την αγροτική πολιτική με αξιοποίηση κονδυλίων ύψους 6 δισ. ευρώ ως το 2020.
Στο επίκεντρο της σύσκεψης βρέθηκαν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη στήριξη του αγροτικού κόσμου, τα προβλήματα του αγροτικού τομέα, καθώς και η στρατηγική ανάπτυξης της παραγωγικής ανασυγκρότησης της αγροτικής οικονομίας. Στη συνάντηση συμμετείχαν ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Βαγγέλης Αποστόλου, ο υφυπουργός Παναγιώτης Σγουρίδης, υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου, αλλά και ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πάνος Σκουρλέτης.
Στις δηλώσεις που έκανε μετά τη συνάντηση, ο κ. Τσίπρας είπε ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει «σε διάκριση των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, από εκείνους που έχουν αγροτικά εισοδήματα, αλλά δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και θα διεκδικήσουμε στη διαπραγμάτευση, οι κατά κύριο επάγγελμα να φορολογούνται με συντελεστή ΦΠΑ 13% και προκαταβολή φόρου στο 50%». Επίσης έκανε λόγο για «δίκαιη κατανομή φορολογικών βαρών και εφαρμογή καλών πρακτικών, ώστε η νέα γενιά να ασχοληθεί με τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας» τονίζοντας ότι «στόχος είναι η προώθηση νέων μορφών συνεργασίας και παραγόμενο προϊόν υψηλής ποιότητας».
Ακόμη είπε ότι στις προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι η άμεση απόδοση ενισχύσεων 2,4 εκατ. ευρώ το χρόνο, κάτι που μεταξύ άλλων θα επιτευχθεί με την απογραφειοκρατικοποίηση των οργανισμών. Σχετικά με την κτηνοτροφία γνωστοποίησε ότι είναι στα άμεσα πλάνα να ψηφιστεί ο νόμος για τις βοσκίσιμες γαίες. Επίσης δεσμεύθηκε για αποδιάρθρωση των ολιγοπωλιακών κατεστημένων στην αγορά, με ορθολογικοποίηση τιμών παραγωγού, έγκαιρες πληρωμές και έγκυρους ελέγχους τιμών παραγωγού – καταναλωτή. Κατά το κ. Τσίπρα, αυτές οι παρεμβάσεις «πρέπει να εφαρμοστούν ώστε να αρθούν παθογένειες χρόνων».
Το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης
Αναλύοντας το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης για την περίοδο έως το 2020 το οποίο έχει ήδη κατατεθεί για διαβούλευση στην ΕΕ, ο κ. Τσίπρας είπε ότι υπάρχει η δυνατότητα κινητοποίησης κεφαλαίων 6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 4,7 δισ. είναι κοινοτικοί πόροι. Επίσης, εκτίμησε ότι με τη σωστή αξιοποίηση είναι δυνατόν να δημιουργηθούν περισσότερες από 50.000 θέσεις εργασίας, να γίνει μετάβαση της αγροτικής οικονομίας σε βιώσιμο αγροτοδιατροφικό μοντέλο, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη συνολικότερη ανάπτυξη της υπαίθρου.
Το πρόγραμμα θα προβλέπει κίνητρα εγκατάστασης νέων αγροτών, αύξηση της προστιθέμενης αξίας προϊόντων. Για την υλοποίηση του προγράμματος άνω του 30% των πόρων θα κατευθυνθούν στις περιφέρειες οι οποίες θα έχουν και την αρμοδιότητα υλοποίησης του προγράμματος. «Στόχος είναι να εκχωρήσουμε πόρους και αρμοδιότητες στις Περιφέρειες, σε ποσοστό άνω του 30%, των πόρων του Προγράμματος, για την ανάπτυξή του», είπε κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στα «όπλα» αυτού του προγράμματος: Γνώση, κατάρτιση, καινοτομία και δικτύωση.
Αισιοδοξία για τις διαπραγματεύσεις
Ο κ. Τσίπρας εμφανίστηκε αισιόδοξος για την πορεία των διαπραγματεύσεων, λέγοντας ότι η επίτευξη της συμφωνίας θα βάλει οριστικό τέλος στην αβεβαιότητα. «Δεν θα σταματήσουμε να διαπραγματευόμαστε και μετά το κλείσιμο της συμφωνίας ώστε να πετύχουμε να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο εφαρμογής των μέτρων που να κατανέμει δίκαια τα φορολογικά βάρη, να ευνοεί την παραγωγή και να μην απομακρύνει τους νέους αγρότες από την ύπαιθρο», τόνισε ο πρωθυπουργός.
Ακόμη σημείωσε ότι δεν μπορείς να ξεπληρώνεις δανεικά δίχως ανάπτυξη και ανέφερε ότι είμαστε στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση συμφωνίας με τους θεσμούς, επαναλαμβάνοντας ότι αυτή η διαδικασία θα πρέπει να βρίσκεται και υπό τον έλεγχο και την παρακολούθηση της ς.
Ο Πρωθυπουργός εξέφρασε την πεποίθηση ότι η συμφωνία θα δώσει τέλος στην αβεβαιότητα και παραδέχθηκε «αυτή η συμφωνία έχει αγκάθια, πολιτικές που δεν αποτελουν επιλογή μας είμαστε αναγκασμένοι να υλοποιήσουμε». Πρόσθεσε πως αν δεν δημιουργηθούν αντίρροπα μέτρα, τότε θα έχουμε αρνητικά αποτελέσματα. «Εμείς ωστόσο δεν πρόκειται να περιοριστούμε σε αυτά τα στενά όρια, δεν θα σταματήσουμε να διαπραγματευόμαστε καθ’ όλη τη διάρκεια και μετά το κλείσιμο της συμφωνίας».