Σούλης Λιάκος «Λογαριασμός όψεως»
Ποιητικές καταθέσεις με ενδιαφέρον επιτόκιο
Ποιητής είναι ο ακολουθών το αέναο φως
Τραγουδοποιός μέχρι τώρα ο Σούλης Λιάκος, με μια ιδιαίτερη πορεία στα μουσικά πράγματα της πόλης του, της Βέροιας, με τρεις δίσκους στο ενεργητικό του, που έχουν τη σφραγίδα της έντονης προσωπικότητάς του και άρεσαν πανελλαδικά, έρχεται, μετά από μια θητεία στιχουργού στα δικά του τραγούδια, να καταθέσει στην πρώτη του ποιητική συλλογή, εκδόσεις «Καλντερίμι», τριάντα τρεις ανάσες, όπως λέει, ποίησης.
Η ποιητική συλλογή τιτλοφορείται «Λογαριασμός όψεως» και αφιερώνεται στους «κειμενορύχους και αποθησαυριστές» του, Δημήτρη Παπαστεργίου και Βασίλη Δασκαλάκη, τους ποιητές του «Ποιητικού Πυρήνα» της Βέροιας, που, ιδρύοντας τον «Πυρήνα», συγκέντρωσαν γύρω του τους ανθρώπους της πόλης που γράφουν αλλά και αγαπούν την ποίηση.
Με διάθεση να αιτιολογήσει την απόφαση των ποιητικών του καταθέσεων, ο Λιάκος γράφει, μέσα σ’ ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό κλίμα, γι αυτόν και την ποίησή του, προλογίζοντας:
«Γεννήθηκα και μεγαλώνω στη Βέροια. Στοιχειώνω κοντά της, κρύβομαι […] Φωνές με ζώνουν, φωνές μυστήριες από παντού […] Να φύγω, να φύγω από δω. Αλλού, αλλού είναι η πατρίδα μου! Θαύμαζα τη μουσική […] Θαύμαζα τους ποιητές […]»
Σ’ αυτήν την πατρίδα, λοιπόν, την πατρίδα της ποίησης, θέλει να ταξιδέψει ο ποιητής. Άλλωστε, όπως γράφει:
Ποίηση, η λέμβος
που κουβαλάει για λίγο στην πατρίδα την ψυχή
και την επιστρέφει
Η ποίησή του, ποίηση κυρίως εσωτερικής ενδοσκόπησης, συνδυάζει τη δροσιά της παιδικής θεώρησης του κόσμου με τη σοβαρότητα , κάποιες φορές, του φιλοσοφικού στοχασμού και της αποτίμησης της προσωπικής πορείας μέσα στο χρόνο.
Γράφοντας, κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη και χρησιμοποιώντας πότε το πρώτο πρόσωπο, πότε το δεύτερο ,πάντα σε διάλογο με τον εαυτό του, φτάνει κάποιες φορές με το τρίτο πρόσωπο σε διαπιστώσεις που αφορούν γενικά τα ανθρώπινα, πάλι όμως με την αθωότητα μικρού παιδιού, που προσπαθεί να καταλάβει «αυτόν τον κόσμο το μικρό, το μέγα»…
Συνήθως, ολοκληρώνει τη σύλληψη της κεντρικής ιδέας των ποιημάτων του, επιλέγοντας εύστοχες μικρές ποιητικές φόρμες.
Ένας παράνομος ραδιοσταθμός
ένας πειρατής
εκπέμπει
από μια κρυφή αίθουσα των σπλάχνων μου
γράφει, αντιδιαστέλλοντας τον ποιητή από το μεγάλο ανυποψίαστο πλήθος.
Ο χώρος και ο χρόνος της ποίησης τρικυμία από φως:
[…] Να χτυπάνε τα χρώματα τα τρικυμισμένα
την καλύβα μου και μένα
για να θυμάμαι ότι είμαι φως
Ορίζει για μια ακόμη φορά την ποίηση:
Όταν ακολουθείς το αέναο φως
όταν κινείσαι μαζί του, είναι ποίηση
Κι άλλοτε, αγγίζοντας πανανθρώπινες πληγές και αισθήματα, όπως η ξενιτιά και η νοσταλγία,
Το τρένο πέρασε τα σύνορα
μετέωρο το χέρι της μάνας
το μονοπάτι χαιρετούσε.
Οι ξενώνες, οικογένειά του πια
τα βιβλία, λήκυθοι των δακρύων του
μάζευαν τις σταγόνες
γίνανε τόπος
σπίτι με συγγενείς και σάλα
με τζάκι και παππού στο σκαμνί
με μάνα που πλέκει και σηκώνει κάθε τόσο
στο μονοπάτι τη ματιά […]
καταγράφει, με κοφτερή πολιτική ματιά, μεθόδους και σκοπιμότητες:
Φόβιζε τους ανθρώπους
μίλα τους για κόλαση
για την Αποκάλυψη.
Μίλα τους για αμαρτίες
για πολέμους
για εγκλήματα μίλα τους
για καταστροφές.
Δείξε το αίμα του σκοτωμένου
την άψυχη ματιά του
του οξυγόνου το σωλήνα.
Φόβιζε τους ανθρώπους
και θα σου παραδοθούν.
για να ξαναγυρίσει και πάλι σε αναπάντητα ερωτηματικά και ανησυχίες, που τον παιδεύουν, όσο μεγαλώνει:
Με τι παπούτσια να περπατήσω αυτήν την ηλικία;
Τι ρούχα να φορέσω στον καιρό της;
Αναρωτιέται ποιοι είμαστε:
Και να εγώ ημίγυμνος
με τα χέρια ανοιχτά
πάνω απ’ της Βαβυλώνας τις πεδιάδες.
Τι δουλειά έχει ένα κορμί σημερινό
στα ερείπιά της;
«Είναι από τα ίδια υλικά»
μου απαντάει κάποιος από κάτω
καθώς το σώμα αιωρείται ψηλά
πάνω απ’ τα βουνά των Ασσυρίων.
Πού πάμε;
Για λίγο
στεκόμαστε πάνω από τη γη
αγέρωχοι
περήφανοι
μοναδικοί.
Το περισσότερο όμως
γινόμαστε χούφτα χώμα
ταπεινοί
πλάι-πλάι
με ό,τι στον καιρό της περηφάνιας μας
αποστρεφόμασταν.
Μια χούφτα χώμα
γεμάτη με σένα και μένα.
Ποια είναι η ανθρώπινη μήτρα;
Αποφεύγοντας τα ρεύματα
ανυψώνομαι
ως τη μήτρα του ουρανού
για ν’ αρχίσω το ταξίδι
ίσαμε την ανθρώπινη μήτρα.
Σ ’αυτό το εναγώνιο ταξίδι στην πατρίδα της ποίησης, ο Σούλης Λιάκος, «ανεμίζοντας τη μπέρτα του»- γιατί είναι πάντα ένας ταξιδιώτης, που πετά πάνω από κήπους μυστικούς και αισθήματα- καταθέτει με την ποίησή του τη μοναδική βεβαιότητα στην οποία καταλήγει πως:
Ποιητής είναι ο ακολουθών το αέναο φως
* Το εξώφυλλο του βιβλίου φιλοτεχνήθηκε από τον εικαστικό Κώστα Αρώνη
Διαβάστε επίσης:
Σούλης Λιάκος – Όταν η έµπνευση… «εφηµερεύει»