Σε θυμάμαι το 1922 ν΄ αποκαλείς “τουρκόσπορους” τους πρόσφυγες της Μικρασίας , του Πόντου , της Θράκης , της Καππαδοκίας.
Σε θυμάμαι την περίοδο της Κατοχής να χαίρεσαι, όταν οι ναζί εξολόθρευαν τον Εβραίο γείτονά σου και την οικογένεια του. Βλέπεις, ήταν ευκαιρία να βάλεις στο χέρι το μαγαζάκι του.
Σε θυμάμαι και λίγο αργότερα, τότε που κυνηγούσες τη γυναίκα και τα παιδιά του αντάρτη συγχωριανού σου , για ν’ αρπάξεις τ΄ αμπέλι ή το λιοχώραφο του.
Σε θυμάμαι να φουσκώνεις σα γάλος, την περίοδο της Χούντας ,δίπλα στον ενωμοτάρχη, στις επετείους της “επαναστάσεως”.
Έπειτα σε θυμάμαι να τρέχεις σε βουλευτικά γραφεία , πότε μπλε , πότε πράσινου χρώματος, να φιλάς κατουρημένες ποδιές, για να κάνεις τη “δουλειά” σου.
Τώρα, σε βλέπω να ξιφουλκείς πάλι εναντίον ανθρώπων που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, για να σωθούν απ΄ τη φωτιά του πολέμου.
Ουρλιάζεις , βρίζεις , απειλείς και λες , λες και τι δε λες… Κοιτάς το ντορό και δε βλέπεις το λύκο που στέκεται δίπλα σου, έτοιμος να σε κατασπαράξει. Φοβάσαι μην τυχόν και γίνεις μουσουλμάνος. Πόσο γελοίο επιχείρημα !
Το θέμα είναι να βρεθεί τρόπος να γίνεις Άνθρωπος!
Και μέσα σ’ όλα αυτά, θυμάμαι μια από τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή μου .Την κυρα-Λένη , τη γιαγιά μου.
Μέσα στο μικροκαμωμένο της κορμί έκρυβε δύναμη που θα ζήλευαν εκατό άντρες. Με το μυαλό της ” έβλεπε” από μίλια μακριά πράγματα που άλλοι δεν μπορούσαν να δουν ούτε στο ένα μέτρο. Και ο λόγος της, λιτός και κοφτός, έκοβε σα σπαθί.
Αντί για παραμύθια μού μιλούσε για την πατρίδα της, την Γκιόλε του Καυκάσου.
Καύκασος, το μυθικό βουνό. Εκεί που ο Ήφαιστος αλυσόδεσε τον Προμηθέα, γιατί παρά τις διαταγές του Δία, γνωρίζοντας τι τον περίμενε, έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους.
Κορυφαία πράξη αλληλεγγύης και αλτρουισμού, που την πλήρωσε με το φοβερό μαρτύριο, στο οποίο καταδικάστηκε.
Κοριτσόπουλο η κυρα – Λένη με τους δικούς της άφησαν πίσω τη γη τους, διέσχισαν τον Καύκασο με τα πόδια και τους αραμπάδες, για να φτάσουν μετά από εβδομάδες στο Βατούμι της Γεωργίας.
Μου μίλησε για κείνους που χάθηκαν στο δρόμο, για το καράβι που τους έφερε από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου στη Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνάκι.
Μου μίλησε για τις πρώτες της μέρες στην Ελλάδα, στο Λοιμοκαθαρκτήριο. Κάθε μέρα έβλεπε γύρω της να πεθαίνουν βρέφη, παιδιά, νέοι, γέροι. Ο θάνατος ήταν παντού. Και πάντα έκλεινε την αφήγηση της λέγοντας: «τρανόν κακόν ο πόλεμος, πουλόπο μ’» .
Ποτέ δε σε ξέχασα κυρα -Λένη , αλλά βλέποντας τις εικόνες με τους πρόσφυγες, μού έρχεσαι συνέχεια στη σκέψη…
Υ.Γ Αν σιχαίνομαι μια φορά το φασιστάκο, σιχαίνομαι εκατό φορές το φασιστάκο που έλκει την καταγωγή του από προσφυγική γενιά.