Λογοτεχνία

Ελισάβετ Τάρη “Η φιλόλογος”

Helene Schjerfbeck 1933

Η φιλόλογος

Ελισάβετ Τάρη

Η κυρία Καίτη ήταν μια από τις φιλολόγους που δίδασκαν στο 1ο Γυμνάσιο  θηλέων της Θεσσαλονίκης. Η φήμη της ήταν γνωστή σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα της πόλης. Αφοσιωμένη στο έργο της. Παθιασμένη με τη διδασκαλία. Αυστηρή, αλλά και δίκαιη. Με ένα ιδιαίτερο χιούμορ που τότε, παιδιά ακόμα, δεν το καταλαβαίναμε. Δεν  συγχωρούσε εύκολα τα λάθη και περίμενε πολλά από τις μαθήτριές της. Ήμουν τυχερή που υπήρξα μια από αυτές.

Ψηλή, με λεπτή φιγούρα και στο πρόσωπό της εντύπωση έκαναν τα μεγάλα κοκάλινα γυαλιά μυωπίας.  Φορούσε μια καστανή περούκα για να κρύβει τα λιγοστά μαλλιά της και στους διαδρόμους περπατούσε σκυφτά. Παρόλα αυτά, στα δικά μου μάτια η κ. Καίτη φάνταζε μια εντυπωσιακή γυναίκα. Κρεμόμουν από τα χείλη της όταν δίδασκε καθώς, για να τραβήξει την προσοχή μας, ξεκινούσε πάντα το μάθημα με αφορμή έναν στίχο γνωστού ποιήματος ή ένα αρχαίο ρητό. Ίσως ήταν αυτό που με έκανε να αγαπήσω από παιδί ακόμα τα αρχαία κείμενα, τους ποιητές και τη λογοτεχνία.

Αν και η άρθρωση της δεν ήταν τόσο καθαρή, ενώ ψεύδιζε κιόλας, θυμίζοντας κάτι από την προφορά της Έλης Λαμπέτη, η φωνή της ένιωθες να σε ταξιδεύει. Τη θυμάμαι να μπαίνει στην τάξη πάντα με γοργό βήμα και φυσικά όλες, από σεβασμό, σηκωνόμασταν όρθιες, όπως το επέβαλαν εκείνα τα χρόνια οι απαράβατοι κανόνες του σχολείου. Ανέβαινε στην έδρα φορτωμένη με ένα σωρό βιβλία του Παπαδιαμάντη, του Ξενόπουλου, του Βενέζη, του Καβάφη, του Παλαμά και άλλων μεγάλων λογοτεχνών. Μας έμαθε να κοιτάμε με δέος τον θησαυρό που μας έφερνε και να τον ανακαλύπτουμε μαζί της.

Συνήθιζε να διαβάζει ολόκληρα αποσπάσματα αφιερώνοντας αρκετό χρόνο από τη διδακτική ώρα, λες και ήθελε να βάλουμε καλά μέσα στο μυαλό μας όλο τον πλούτο της λογοτεχνίας. Ήταν τόση η αγάπη της για τη λογοτεχνία που ακόμα και στην ώρα των αρχαίων Ελληνικών, στο τέλος του μαθήματος αφιέρωνε λίγο χρόνο και συνήθιζε να λέει: «Τώρα ας βάλουμε στην άκρη τον Θουκυδίδη και τη μετάφραση και ας πάμε στη λογοτεχνία. Να μπούμε στον υπέροχο κόσμο της τέχνης του λόγου, της μυθοπλασίας και της φαντασίας». Μας το έλεγε με μια θεατρικότητα στις κινήσεις και χαμηλώνοντας ταυτόχρονα τη φωνή της για να μας κάνει να την προσέξουμε ακόμα περισσότερο. Και ξεκινούσε να απαγγέλει την «Ιθάκη» του Καβάφη χωρίς να ρίχνει ούτε ματιά στο βιβλίο. Το βλέμμα της χανόταν στον απέναντι τοίχο της αίθουσας, λες και βρισκόταν σε μια κατάσταση έκστασης, περπατώντας μαζί με τον μεγάλο ποιητή στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Κι ύστερα, μας έβαζε στο κλίμα του ποιήματος σκάβοντας βαθιά στις λέξεις και στα νοήματα, ψάχνοντας αλήθειες και προκαλώντας μας να προβληματιστούμε.

Πολλά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησα πως όλα αυτά που μας μετέδιδε με τόσο πάθος και αγάπη είχαν σκοπό να μας κάνουν να αγαπήσουμε τη λογοτεχνία και ειδικά την ποίηση. Το κατόρθωσε είναι αλήθεια σ’ έναν μεγάλο αριθμό μαθητριών κι αυτό ήταν η ικανοποίησή της.

Όλα αυτά με έκαναν να την θαυμάζω και να θέλω να γνωρίζω περισσότερα για την προσωπική της ζωή. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι δεν είχε αποκτήσει παιδιά, αλλά, όπως συνήθιζε να μας λέει «εσείς είστε τα παιδιά μου». Έμενε μάλλον μακριά από το κέντρο της πόλης, αφού ερχόταν με το λεωφορείο που έκανε στάση ακριβώς απέναντι από το σχολείο μας, στην Εθνικής Αμύνης, που τότε λεγόταν Βασιλίσσης Σοφίας. Κατέβαινε πάντα φορτωμένη με μια μεγάλη πάνινη τσάντα και μόλις την βλέπαμε από την είσοδο του σχολείου τρέχαμε με χαρά να τη βοηθήσουμε.

Την κ. Καίτη τη συνάντησα μετά από πολλά χρόνια, τυχαία σε έναν εμπορικό δρόμο της πόλης. Περπατούσε αργά και πολύ σκυφτά, σχεδόν διπλωμένη στα δύο, κρατώντας στο ένα χέρι μπαστούνι και υποβασταζόμενη από μια κυρία που τη συνόδευε. Πίστευα ότι δε θα με αναγνώριζε και απλά κοντοστάθηκα και την κοιτούσα επίμονα. Ήμουν έτοιμη να προχωρήσω, όταν ξαφνικά άκουσα την ιδιαίτερη αλλά και τρεμάμενη πια φωνή της να με φωνάζει με το μικρό μου όνομα. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα. Την αγκάλιασα, τη φίλησα και πιάσαμε την κουβέντα.

Θυμόταν τα πάντα από τη σχολική μας ζωή και με ρωτούσε γεμάτη ενδιαφέρον για τη ζωή και τη δουλειά μου. Μου μίλησε με  λεπτομέρειες για άλλες συμμαθήτριές μου που δεν φανταζόμουν πως θα θυμόταν μετά από τόσα χρόνια. Ήθελα με τη σειρά μου να τη ρωτήσω πολλά για τη ζωή της, αλλά ασυναίσθητα δίστασα. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας, μεγαλώνουν συνήθως και οι θλίψεις τους και δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Με αποστόμωσε όμως με αυτά που μου είπε στο τέλος της σύντομης συζήτησής μας. « Χαίρομαι να συναντώ τις παλιές μου μαθήτριές. Σας θυμάμαι όλες με τα μικρά σας ονόματα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σας. Ζούσα και ανέπνεα μόνο για την πρόοδό σας και να σας δω να πετυχαίνετε στη ζωή. Εγώ έζησα όλα μου τα χρόνια μόνη. Δεν έκανα οικογένεια.  Η ζωή μου όλη ήταν  η διδασκαλία. Το όνειρό μου ήταν να σας μεταδώσω όσα ήξερα και πολλές φορές, ομολογώ, ήμουν αυστηρή και απαιτητική. Το έκανα όμως από αγάπη και μόνο».

Συγκινήθηκα με τα λόγια της, αλλά προσπάθησα να μην το δείξω. Καθώς έσκυψα να τη φιλήσω, μύρισα το  χαρακτηριστικό άρωμα πούδρας στο πρόσωπό της. Και ήταν αυτό το άρωμα που αποτυπώθηκε μέσα μου, μαζί με τους στίχους της ποίησης που χρόνια πάσχιζε να κρατήσουμε στη μνήμη μας.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας