Αθλητικά Απόψεις

Τζορτζ Μπεστ: Ο άνθρωπος που θα μπορούσε να γίνει “βασιλιάς”. Γράφει ο Νίκος Καψάλης

Στις  25 Νοεμβρίου 2005, έφυγε από τη ζωή μια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα, ο Τζορτζ Μπεστ

Μαραντόνα ή Πελέ; Σε κάθε φίλο του ποδοσφαίρου τίθεται αυτό το ερώτημα, πάντοτε έχοντας να διαλέξει επιλέγοντας τον έναν και αποκλείοντας τον άλλο. Συχνά στις συγκρίσεις αυτές δίνονται και από τους ειδικούς διάφορα στατιστικά στοιχεία, τρόπαια και διακρίσεις, προσπαθώντας να κάνουν την επιλογή στο δίλημμα πιο αντικειμενική και δίκαιη. Πέρα όμως από τα διλήμματα, ο Μαραντόνα, ο Πελέ, ο Κρόιφ και ο Ζιντάν είναι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, που ο καθένας στην εποχή του και παίζοντας σε καλές ομάδες και δουλεύοντας με αυταπάρνηση, έδειξαν τις ικανότητές τους, ξεχώρισαν για τις επιδόσεις τους, έβαλαν σημαντικά και δύσκολα γκολ και έφεραν πολύ κόσμο κοντά στο ποδόσφαιρο στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας τους.

Αν θυμάμαι καλά, με κανέναν από τους φίλους μου δεν ξεκινήσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο μαγεμένοι από την απονομή ενός κυπέλου ή ενός πρωταθλήματος. Συνήθως μας γοήτευε μία περίτεχνη ντρίμπλα, ένα όμορφο γκολ ή και μία δύσκολη απόκρουση. Η μεμονωμένη ενέργεια ενός ποδοσφαιριστή είναι εκείνη που σε κάνει να θες να κλωτσήσεις μία μπάλα – ή κάτι που να μοιάζει με μπάλα – και όχι ένα όμορφο καλοδουλεμένο σύνολο. Η Εθνική Ολλανδίας της δεκαετίας του ’70 μπορεί να προξένησε το θαυμασμό στους φίλους του ποδοσφαίρου, όμως δεν πρόσθεσε νέους φιλάθλους στο άθλημα. Αυτό ίσως να το έκανε ο Γιόχαν Κρόιφ με τις ικανότητές του. Το ίδιο και η Δυναμό Κιέβου του Λομπανόφσκι, που όμως έχει σαν σημείο αναφοράς τον Όλεγκ Μπλαχίν, η Γαλλία του ’98 με τον Ζιντάν, η Βραζιλία του 2002 με τον Ριβάλντο, τον Ρονάλντο και τον Ροναλντίνιο…. Η ομορφιά του ποδοσφαίρου αποτυπώνεται στην ολότητά της από τους χαρισματικούς ποδοσφαιριστές.

Αν υπάρχει κάποιος ποδοσφαιριστής που συνέβαλε ίσως περισσότερο από όλους, στην διάδοση του ποδοσφαίρου σε ένα ευρύτερο κοινό, δεν είναι άλλος από τον Τζορτζ Μπεστ (1946 – 2005). Ξεκινώντας από το Μπέλφαστ στα 17 του χρόνια, κατάφερε να ξορκίσει την κατάρα της Manchester Utd που είχε λαβωθεί από το αεροπορικό δυστύχημα του Μονάχου to 1958. Ο Μπεστ κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Αγγλίας και ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών με την Manchester United, το πρώτο για βρετανικό σύλλογο. Σε προσωπικό επίπεδο, κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα το 1968 και ήρθε τρίτος στην ίδια ψηφοφορία του 1971, πίσω από τον Κρόιφ, την ίδια χρονιά που ο Μίμης Δομάζος ερχόταν 13ος. Ήταν ο πρώτος που κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα και δεν έπαιξε ποτέ σε μουντιάλ, καθώς το επίπεδο της Βόρειας Ιρλανδίας ήταν χαμηλό και δεν κατάφερε ποτέ να προκριθεί σε μεγάλους αγώνες.

Ο Μπεστ όμως ήταν μοναδικός. Ήταν ο χορογράφος και ο πρωταγωνιστής χορευτής σε παραστάσεις μπαλέτου μέσα στη λάσπη. Έμοιαζε να κρατάει ένα μαγικό ραβδί και να κατευθύνει με αυτό τη μπάλα και τα σώματα των αντιπάλων αμυντικών. Σε μία εποχή που οι αμυντικοί δεν είχαν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την συναδελφικότητα και δεν δυσκολεύονταν ιδιαίτερα να σπάσουν και κανένα πόδι, ο Μπεστ δείχνοντας άγνοια κινδύνου έκανε σλάλομ ανάμεσά τους αδιαφορώντας για τις δυνατές κλωτσιές. Τα πόδια του ήταν γρήγορα σαν τα χέρια ενός πορτοφολά, ο έλεγχος της μπάλας κάτω από ασφυκτική πίεση μοναδικός. Οι κινήσεις και οι προσποιήσεις του δεν είχαν προηγούμενο, όπως και η αίσθηση του χώρου. Ήταν μια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα που δεν κατάφερε να ελέγξει.

Σε 466 αγώνες με την Μάντσεστερ σημείωσε 179 γκολ παίζοντας ως εξτρέμ και όχι στην κορυφή της επίθεσης παραμένοντας εκεί μέχρι τα 27 του. Όμως όσο ανέβαινε η φήμη του, τόσο εκείνος βυθιζόταν στην αυτοκαταστροφή. Ο Μπεστ ονομάστηκε ο “5ος Μπιτλ”, απολαμβάνοντας εκείνη την εποχή την ίδια δημοφιλία με το συγκρότημα από το Λϊβερπουλ. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής για τον οποίο κυκλοφόρησε ποδοσφαιρικό παπούτσι με το όνομά του. Οι γυναίκες ξεκίνησαν να πηγαίνουν στο γήπεδο για να τον δουν. Τα πάρτυ δεν ξεκινούσαν χωρίς εκείνον και τις περισσότερες φορές τελείωναν και εκείνος ακόμα συνέχιζε. Μοιραία πολύ πριν τα 30 χρόνια του έμοιαζε με παλαίμαχο ποδοσφαιριστή παρά τις υποσχέσεις που είχε αφήσει στην αρχή της καριέρας του, όταν στα 22 του χρόνια είχε κατακτήσει τα πάντα.

Τα προβλήματα με το αλκοόλ και η ασταθής συμπεριφορά του θα τον οδηγήσουν επανειλημμένα στη φυλακή ενώ το 2002 θα υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος. Η εξάρτησή του δεν σταμάτησε μετά την εγχείρηση και συνέχισε να πίνει μέχρι το θάνατό του, στις 25 Νοεμβρίου 2005. Έχοντας επίγνωση της κατάστασής του ζήτησε λίγο πριν το τέλος, να δημοσιευθεί η τελευταία του φωτογραφία από το νοσοκομείο με το μήνυμά του: “Μην πεθάνεις σαν εμένα”. Έχοντας χάσει και τη μητέρα του από το αλκοόλ θα ακολουθήσει την δική της πορεία.

Μέσα στην τραγικότητά της κατάστασής του έλεγε μια ιστορία, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 βρισκόταν σε ένα ξενοδοχείο, αγκαλιά με την τότε Μις Κόσμος μέσα σε μία στοίβα χαρτονομισμάτων που είχε κερδίσει τζογάροντας, πίνοντας σαμπάνια. Τότε ο υπάλληλος που του έφερε το πρωινό τον ρώτησε: “Τζωρτζ, τι δεν πήγε καλά;” Όλοι γύρω του έβλεπαν την φθορά του, εκτός από τον ίδιο. Όπως έλεγε ο ίδιος:

“Ξόδεψα το 90% των χρημάτων μου σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα.”

Πελέ ή Μαραντόνα; Ο πρώτος δήλωνε ότι ο Μπεστ ήταν ο καλύτερος παίκτης που είχε δει ως τότε και ο δεύτερος ότι υπήρξε το ίνδαλμά του. Ο ίδιος ο Μπεστ όμως είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του και έχασε την ευκαιρία να μπει σε τέτοιες συγκρίσεις:

“ Αν με ρωτούσες αν θα προτιμούσα να βγω στον αγώνα, να περάσω τέσσερις αμυντικούς και να βάλω γκολ από τα 25 μέτρα στη Λίβερπουλ ή να βρεθώ στο κρεβάτι με τη Μις Κόσμος, θα ήταν μια πολύ δύσκολη επιλογή. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να μπω σε τέτοιο δίλημμα”

 imerodromos

banner-article

Ροη ειδήσεων