Απόψεις

“Ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, κάποτε και σήμερα” γράφει ο Δημήτρης Βύζας

Δημήτρης Βύζας

Η Εξουσία πάντοτε με τον τρόπο της σπέρνει το φόβο για το αύριο στο λαό και εκείνος διαλέγει τον δρόμο της υποταγής ή της πάλης για καλύτερες συνθήκες ζωής. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, που μάλλον είναι παγκόσμια, βλέπουμε γύρω μας κατήφεια και απελπισία. Δεν συναντάμε εύκολα χαρούμενους ανθρώπους. Έχει επιβληθεί με τα μνημόνια μια φτώχεια που δεν ξεπερνιέται εύκολα και μερικοί την θέλουν κιόλας.

Το κοκκαλιάρικο άλογο δεν κόβει ποτέ το σχοινί που το έχουν δεμένο, λέει μια παροιμία. Με τέτοιο χρέος ποτέ δεν θα είμαστε ελεύθεροι. Τον προηγούμενο αιώνα η ανθρωπότητα, μαζί και οι Έλληνες, πέρασαν δυσκολότερα χρόνια με πολέμους και καταστροφές με μια ίσως μεγάλη διαφορά. Πίστευαν ότι κάποτε θα ερχόταν μια άσπρη μέρα και γι’ αυτούς. “Άμα τελειώσει ο πόλεμος, μη με ξεχάσεις” τραγουδούσαν.

Στα τέλη του Α’ Παγκοσμιου Πολέμου, τον Οκτώβρη του 1917, προέκυψε η Επανάσταση στη Ρωσία. Αυτή έδωσε για πάνω από  70 χρόνια  δύναμη και πλάτη στους αγωνιζόμενους λαούς του κόσμου που ξετίναξαν τα δεσμά της δουλείας και της αποικιοκρατίας, ανεξάρτητα που κάποιοι δεν ήθελαν φανερά να αναγνωρίσουν. Οι κρατούντες παντού όλο και έκαναν παραχωρήσεις μπροστά στα αιτήματα των λαών τους στο δικαίωμα εργασίας, ελευθερίας, υγείας, μόρφωσης κλπ. Έδιναν κάτι για να μην τα χάσουν όλα.

Όλα αυτά τέλειωσαν μετά το ”αναποδογύρισμα” του συστήματος των Σοσιαλιστικών Χωρών στην Ευρώπη. Όλα τα δικαιώματα παίρνονται σιγά-σιγά πίσω, πολύ δε περισσότερο στην Ελλάδα μας που έγινε πειραματόζωο. Χάθηκε το όραμα και η ελπίδα. Κάποιοι διαλέγουν τη μετανάστευση, που δεν είναι πάντοτε η καλύτερη λύση.

Και τώρα να δικαιολογήσω την αιτία που γράφω το σημερινό κείμενο μου.

Ο μεγάλος ρώσος συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκυ στην εποχή του αντιμετώπιζε τους ομολόγους του, ανάλογα με την απάντηση που έπαιρνε στο βασικό ερώτημα του:

Περιοδικό “Πνευματική Ζωή” τεύχος 25, Φεβρουάριος 1990, σελ. 106.

“Ε, αφέντες της Τέχνης και του Πνεύματος. Με ποιά μεριά ταχτήκατε; Με την πρόοδο ή την καθυστέρηση; Με το φως ή το σκοτάδι; Με την Ειρήνη ή τον πόλεμο; Με τους εργαζόμενους ανθρώπους ή με τους καταπιεστές;”

Ο παγκόσμια γνωστός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης είχε ταχθεί με την πρόοδο, την ειρήνη και τους ανθρώπους του μόχθου. Στά πολλά βιβλία του ακολουθεί πάντοτε ξεχωριστούς δρόμους. Δεν βάζει τον εαυτό του σε καλούπια. Στο έργο του πίσω από κάθε ήρωα, κρύβεται και άλλος Καζαντζάκης. Την επιτάφιο του επιγρραφή παρήγγειλε ο ίδιος και λέει πολλά:
“Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος”

Η βαθύτερη δικαιολογία που αναφέρομαι στον Καζαντζάκη είναι που βρήκα έναν επίκαιρο διάλογο ανάμεσα στον Ν. Καζαντζάκη και τον Παναΐτ Ιστράτη. Ο τελευταίος ήταν ελληνορουμάνος συγγραφέας και φίλος του Καζαντζάκη με κεφαλονίτικη καταγωγή. Ο Καζαντζάκης φώναζε τον Ιστράτη Κεφαλονίτη και ο Ιστράτης τον Καζαντζάκη Κρητικό.
Βιβλιοκριτικοί, γύρω στο 1928 που διεξάγεται ο παρακάτω διάλογος, τους θεωρούσαν “βάρδους των Βαλκανίων”. Όταν κάποια στιγμή χώρισαν ψυχραμένοι οι δύο φίλοι μετά από έντονη συζήτηση με θέμα την πορεία της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Καζαντζάκης είπε στον Ιστράτη:

“Ε! εσύ Κεφαλλονίτη. Ας ορκιστούμε ότι δεν θα σηκώσουμε ποτέ το χέρι μας εναντίον του μπολσεβικισμού, ακόμα και αν μια μέρα μας ρίξει στη φυλακή. Σ’ αυτόν θα χρωστά μια μέρα η Ανθρωπότητα την ολοκληρωτική της απελευθέρωση. Ο μπολσεβικισμός δεν θα πραγματοποιήσει παρά ελάχιστα απ’ ότι υπόσχεται. Αλλά υπόσχεται όλα, ακόμη και το αδύνατο και να η τόλμη που χρειάζεται στο δειλό αιώνα μας”.
Η τελευταία φράση είναι πολύ επίκαιρη μέσα στο φόβο και την παγωμάρα του σήμερα.

banner-article

Ροη ειδήσεων