Άρθρα Ιδεοδρόμιον Πολιτισμός

Η Ποίηση και οι Αναγνώστες / γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος

  *Αφιέρωμα σε τρεις Τρικαλινούς Ποιητές  επ΄ ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης

«Ο ποιητής είναι φύσει λοξίας και η ποίηση έντονα ψυχικό φαινόμενο που σχετίζεται τόσο με το θυμικό του, όσο και με την άποψη ότι ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται διαφορετικά και το ορατό και το αόρατο. Σίγουρα την πρώτη θέση στην έμπνευσή μου έχει η εικόνα, ακολουθούν ο λόγος, όσα διαβάζω και ακούω, ένα συμβάν, οι καταστάσεις που βιώνουν οι άνθρωποι και η κοινωνία, έχοντας ως φόντο το φυσικό περιβάλλον ή το αστικό τοπίο ή πολύ σπάνια μια σουρεαλιστική κατάσταση» (Κ. Πουλιανίτης).

   “Οδύνη είναι στο αδιέξοδο / παράδοση στη μοναξιά τ΄απείρου, / πρόκριμα κι αγλάισμα της προσδοκίας, / αρχέγονη της ουτοπίας ρήτρα, / υψιπετές της ψυχής λευτέρωμα / και της συνείδησης εναγκαλισμός. / Γι αυτό και δεν διαβάζεται / παρά ομολογείται” (“Ποίηση”, Γ. Αλεξανδρής). 

“Μία προτροπή, μία ευχή, μία οργή, ένα δάκρυ, μία πτώση, μία ανάταση, μία σιωπή, μία διαμαρτυρία, μία κραυγή, ένας σεβασμός, ένα όνειρο, ένα ψέμα, το αφόρητο κενό, μα και το «λίγο ψηλότερα» και που σε αυτά όλα επωάζεται και η ζωή μας” (Θωμάς Κατσόγιαννος).

Πολλοί είναι αυτοί που διαφωνούν με την καθιέρωση μιας Παγκόσμιας Ημέρας για ένα πλήθος γεγονότων και θεμάτων. Κι αυτό γιατί αυτές οι «Ημέρες» ενώ στοχεύουν στην ενημέρωση και στην ευαισθητοποίηση των πολιτών στο τέλος με την πάροδο του χρόνου εκφυλίζονται είτε σε μία φολκλορική εκδήλωση είτε σε μία υποκριτική και σχηματοποιημένη επίδειξη γνώσης και ενδιαφέροντος.

Δεν λείπουν κι εκείνοι που εκμεταλλεύονται αυτές τις Ημέρες για να προβληθούν είτε συμμετέχοντας σε κάποια εκδήλωση είτε με ψηφίσματα και άρθρα που κατακλύζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και μετά τι; Επιστροφή στην καθημερινότητα, στις συμβατικές κοινωνικές σχέσεις και στον αυτοεγκλωβισμό στα στεγανά τείχη ενός φοβισμένου και ναρκισσιστικού εγώ.

Ωστόσο υπάρχουν Παγκόσμιες Ημέρες που πραγματικά «αγκαλιάστηκαν» από τους πολίτες και συμβάλλουν στη γνώση κάποιου θέματος – γεγονότος και στην ευαισθητοποίησή τους. Σε αυτές τις Ημέρες ανήκει και η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης στις 21 Μαρτίου. Κι αυτό γιατί ο καθένας μας – φανερά ή κρυφά –κρύβει έναν μικρό ποιητή μέσα του.

Όλοι σε κάποια στιγμή της ζωής μας συγκινηθήκαμε ακούγοντας έναν στίχο, ενθουσιαστήκαμε, ονειρευτήκαμε, δακρύσαμε ή και νιώσαμε μία ανάταση συναισθηματική και πνευματική. Πολλές φορές διαβάζοντας ένα ποίημα μπορέσαμε και είδαμε την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας ή νιώσαμε βαθιά μέσα μας μία αγαλλίαση από την αισθητική πληρότητα και τον νοηματικό πλούτο των στίχων.

Μία λέξη, ένας στίχος, μία ρίμα ή ένα ποίημα ολόκληρο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αντανάκλαση των δύο δομικών στοιχείων του ανθρώπου που συγκροτούν την ύπαρξή του, τον αγώνα και την αγωνία του.

«Ο αγώνας και η αγωνία του ανθρώπου συμπυκνώνονται στην προσπάθειά του να κατανοήσει το περιβάλλον και τον εαυτό του και να βρει τρόπους υπέρβασής τους. Οι πεπερασμένες δυνάμεις και δυνατότητές του δεν τον απογοητεύουν ούτε τον καθηλώνουν στο γήινο και στο εφικτό. Αναζητά διεξόδους σε χώρους άλλους – ιδεατούς και επιθυμητούς – και με εφόδιο τη φαντασία και την δημιουργικότητα πλάθει όχι μόνον την ουτοπική πραγματικότητα, αλλά και το ευκταίο νόημα ζωής.

Χρήσιμος πλοηγός σε αυτήν του την προσπάθεια ο ποιητικός λόγος που έχει την δύναμη να ανατρέπει τα «τείχη» της συμβατικότητας και της κοινωνικής προσαρμογής. Κι αυτό γιατί η Ποίηση επωάζεται σε όλα τα πεδία και τους χώρους προσωπικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου – οικία, καφενεία, λιμάνια, δρόμοι, νοσοκομεία, εργασία – και τα τέκνα της διακονούν όλες τις παραμέτρους της υλικής και πνευματικής του ύπαρξης. Εξάλλου αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης γενικότερα. Να τίκτεται – γεννιέται από όλα τα ερεθίσματα και να θεραπεύει ή να δίνει προοπτική σε κάθε ανθρώπινη επιθυμία που οι κοινωνικές συμβάσεις την έχουν φυλακίσει.

Με την Ποίηση ο άνθρωπος αποδεσμεύεται από το παρελθόν, διαχειρίζεται ελεύθερα και τολμηρά το παρόν και φαντασιώνεται το μέλλον. Μπορεί να αποτύχει, μπορεί να διαψευστεί, αλλά τουλάχιστον θα παρηγορείται με την ιδέα ότι προσπάθησε. Εξάλλου αυτό είναι και το «απόλυτο» νόημα της ζωής και ο στόχος-λειτουργία της ποίησης. Ο αγώνας για κάτι υπερβατικό…” (Πρόλογος από το βιβλίο-συλλογή ποιημάτων “Μακριά θέλω να βλέπω” του Θωμά Κατσόγιαννου) .

Η λογοτεχνική παραγωγή και ιδιαίτερα η ποιητική των Τρικάλων είναι πλούσια και γι’ αυτό σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, θα δώσω το βήμα σε τρεις συντοπίτες μου ποιητές που ο καθένας με την δική του «τέχνη και τεχνική» ανατέμνουν τα εμφανή και αφανή της ζωής του ανθρώπου.

Τον ποιητή τον γνωρίζεις μέσα από την ανάγνωση κάποιου ποιήματος ή ακόμη και κάποιων στίχων που ξεχωρίζουν και όχι υποχρεωτικά από μία επισταμένη ανάγνωση του όλου της ποιητικής τους δημιουργίας. Με βάση αυτό το δεδομένο θα παρουσιαστούν οι τρεις ποιητές χωρίς η παρούσα καταγραφή κάποιων σκέψεών μου ή εντυπώσεών μου να έχει τη μορφή βιβλιοπαρουσίασης ή βιβλιοκριτικής.

                              Γιώργος Αλεξανδρής

«Έλεγε: / «Θα γκρεμίσω τα είδωλα, απέναντι να / περάσω, / θ’ αποκαθηλώσω τα σύμβολα πίσω να τους / αφήσω / και θ’ αμφισβητήσω λογικές το νου μου να / λυτρώσω». / Μου φάνταζε τόσο μόνος και τον πίστεψα! / «Έλεγε: «θ’ αφεθώ ελεύθερος και απρόβλεπτος για / να δημιουργώ/ θα χαράξω τη δική μου πορεία για τον κοινό / σκοπό / σε ασύλληπτα όρια και ασύλητα περιθώρια». / Μου φάνηκε πως είχε αρχές και τον / φοβήθηκα» («ΕΙΔΩΛΑ και ΣΥΜΒΟΛΑ» από την συλλογή ποιημάτων “Ποιήματα, Ανατολικά της -Ω” ).

 

Είναι διαπιστωμένο πως εκείνα τα στοιχεία των πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών που θάμπωσαν, προκάλεσαν το ενδιαφέρον και θαυμάστηκαν από τον λαό ή τον όχλο (σύμφωνα και με τη θέση του Λε Μπον), ήταν: Η αμφισβήτηση, η αποδόμηση των μύθων και των συμβόλων του παρελθόντος, η υπέρβαση της τρέχουσας λογικής και φυσικά το «γκρέμισμα» των παραδοσιακών ειδώλων (όχι υποχρεωτικά με τη Νιτσεϊκή άποψη όπως αυτή εκφράζεται στο έργο του «Το Λυκόφως των ειδώλων»).

Στα παραπάνω στοιχεία που καθιστούν τους πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες ξεχωριστούς και «γοητευτικούς» είναι και το ελεύθερο πνεύμα απέναντι στις συμβατικότητες και στα στεγανά του παρελθόντος. Είναι, επίσης, η αδάμαστη θέληση για τη σμίλευση του νέου, η αυτόνομη πορεία, η δημιουργικότητα και η πρόκριση του κοινού σκοπού και συμφέροντος έναντι του προσωπικού.

Πάντοτε η πορεία και το όραμα των ξεχωριστών και των ηγετών ήταν γνωρίσματα της μοναχικότητας και της μοναδικότητάς τους και γι’ αυτό συγκινούσαν τα πλήθη και δημιουργούσαν – επώαζαν οπαδούς. Τα πλήθη πάντοτε αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά με ανάμικτα συναισθήματα που ακολουθούν την πορεία ενός εκκρεμούς: Από τον θαυμασμό και τη λατρεία έως τον φόβο και τον τρόμο.

Τα πλήθη προβάλλουν στους ξεχωριστούς μέσα από τους ασυνείδητους αμυντικούς μηχανισμούς όλα εκείνα τα φαντασιακά τους στοιχεία που συγκροτούν το ιδανικό τους Εγώ.

                               Κώστας Πουλιανίτης

«Ο άνθρωπος στη ζωή του / μόνος του γεννιέται και πεθαίνει. / Η μοναξιά του δεδομένη, / η συντροφιά του αμφίβολη. / Δύο ευκαιρίες δικαιούται, συνήθως τη μια την κλωτσά / και την άλλη την χάνει. Τρία φιλιά τον σημαδεύουν, / της γέννησης από τη μητέρα, / το πρώτο φιλί της αγάπης, και ο τελευταίος ασπασμός. / Δυο άσματα είναι δικά του / το πρώτο του κλάμα, και ο επιθανάτιος ρόγχος του». («Η Ζωή του Ανθρώπου» από τη συλλογή ποιημάτων, ¨Η Βαριά Φανέλα”)

Ο ποιητής με ένα ξεχωριστό τρόπο αποτυπώνει τη μοναξιά του ανθρώπου στις πιο κορυφαίες στιγμές της ζωής του, τη γέννηση και το θάνατο. Είναι οι στιγμές που κάποιοι άλλοι αποφασίζουν για την αρχή (γονείς) και το τέλος (πεπρωμένο) της ζωής μας. Η θνητότητα και η περατότητά μας δεν τίθεται εν αμφιβόλω από καμία ανθρώπινη επινόηση και δύναμη. Γι’ αυτό και η μοναξιά μας σ’ αυτές τις στιγμές είναι η μόνιμη «συνοδός» μας.

Ωστόσο τη θλιβερή μοναξιά την αντισταθμίζουν τρεις καθαρά ανθρώπινες και συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές. Τα τρία φιλιά (μάνα, αγάπη, θάνατος) συγκροτούν τον ανθρώπινο ιστό της ζωής μας. Είναι τα φιλιά αυτά οι αντιπρόσωποι τριών κορυφαίων στιγμών που το ανθρώπινο στοιχείο ξεχειλίζει και αποτυπώνουν με καθαρότητα τον τρόπο που ο ανθρώπινος περίγυρός μας εκφράζει την αποδοχή και τη συμπάθεια στο πρόσωπό μας. Γέννηση – Έρωτας – Θάνατος.

Ευρηματική θεωρείται και η αναφορά στο κλάμα και στον επιθανάτιο ρόγχο που ο συγγραφέας ευφυώς τα χαρακτηρίζει ως «άσματα». Το πρώτο άσμα – κλάμα είναι η επιβεβαίωση της ζωής και το δεύτερο άσμα, ο επιθανάτιος ρόγχος, το τέλος ενός ταξιδιού και η μετάβαση σε έναν άλλο άγνωστο κόσμο. Και τα δύο αυτά άσματα είναι συνυφασμένα σε απόλυτο βαθμό με τις δίδυμες δυνάμεις Ζωή – Θάνατος και σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος μιας «περιπέτειας».

Στα ενδιαφέροντα από μορφολογικής και νοηματικής πλευράς στοιχεία αυτού του ποιήματος του κ. Κ. Πουλιανίτη είναι η σύνδεση των αριθμών (1, 2, 3) με αντίστοιχα γνωρίσματα – γεγονότα του ανθρώπινου βίου: Τη μοναξιά (1, γέννηση/θάνατος), Τα δύο (2) άσματα (κλάμα και επιθανάτιος ρόγχος) και Τα τρία (3) Φιλιά (Μάνα, Αγάπη, ασπασμός).

                           Θωμάς Κατσόγιανος

«Του αετού πήρα τη γνώμη, για να φτιάξω δυο φτερά, / σαν ο κόσμος με πληγώνει, / να πετάω πολύ ψηλά. / Όλη μέρα να πετάω / στον γαλάζιο ουρανό, / να γελώ, να τραγουδάω, / τους καημούς μου να ξεχνώ. / Στα ουράνια ν’ ανεβαίνω, / σαν ο άνεμος φυσά/ και στη γη σαν κατεβαίνω, / πάλι να κοιτώ ψηλά». («Θέλω να κοιτώ ψηλά», από τη συλλογή ποιημάτων “Μακριά θέλω να βλέπω”).

«Το ύψος άλλους τρομάζει και άλλους γοητεύει. Το σεφερικό «λίγο ακόμα να σηκωθούμε… ψηλότερα», έγινε ο παιάνας της αέναης αναζήτησης ενός ψηλότερου στόχου ζωής. Κι αυτό όχι ως μία λύση φυγής από τη φρίκη της καθημερινότητας, αλλά γιατί ως άνθρωποι είμαστε «φτιαγμένοι» για το «άνω» σύμφωνα και με το «έτυμον» της λέξης: άνω + θρώσκω = Άνθρωπος.

Σίγουρα στον αγώνα της ζωής θα γνωρίσουμε ή θα βιώσουμε και την οδύνη της αποτυχίας και της πτώσης. Ίσως – ίσως νιώσουμε λίγο το «ατελέσφορον» αίσθημα του Σίσυφου. Αυτό, όμως, συνιστά την ευτυχία και την δικαίωσή μας.

Αγωνιζόμαστε και κουβαλάμε το βαρύ φορτίο του «άρρητου», του «αδόμητου», του «επέκεινα», του «απόλυτου». Ο καθένας δεν κρίνεται από την «πτώση» του, αλλά από την εμμονή του να ξαναδοκιμάσει κάτι που είναι προδιαγεγραμμένο ως ανέφικτο.

Οι δειλοί της ζωής παραιτούνται από την πρώτη αποτυχία. Κάποιοι άλλοι ξαναδοκιμάζουν, αποτυγχάνουν και αποσύρονται. Οι ξεχωριστοί συνεχίζουν να ανεβαίνουν κι ας γνωρίζουν πως δεν έχουν φτερά. Όχι από αβελτηρία ανθρώπινη, αλλά γιατί πιστεύουν πως για αυτό υπάρχουν. Να κατακτούν «τα ύψη» και όταν πέφτουν να μην νοιάζονται για τα «κατάγματά» τους, αλλά να κοιτάζουν πάλι ψηλά. Έτσι προχώρησε ο κόσμος, έτσι χτίστηκε η πρόοδος, έτσι ολοκληρώνεται ο άνθρωπος.

Να νιώθει πάντοτε αετός και ασυμβίβαστος με τις γήινες ρίζες του». (Οπισθόφυλλο από το βιβλίο «Μακριά θέλω να βλέπω» του Θωμά Κατσόγιαννου).

Σε ένα άλλο ποίημά του ο κ. Θ. Κατσόγιανος («Το τίμημα της Ελευθερίας») – που τα ποιήματά του προορίζονται για να γίνουν τραγούδια καθ’ ομολογίαν του ίδιου – τονίζει πως η «φτεροφόρα μοίρα» είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους (άτολμους και τολμηρούς). Ωστόσο η διαφορά ανάμεσά τους βρίσκεται στον τρόπο που επιλέγουν να «φύγουν».

              «αλλιώς φεύγουν οι δειλοί / και αλλιώς οι τολμηροί».

ΙΔΕΟπολις

banner-article

Ροη ειδήσεων