Απόψεις Πολιτισμός

“Της Αγίας Κυριακής της ντόπιας” γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος

——-

Βασίλης Νιτσιάκος

7 Ιουλίου 1988. Κάπου στην ενδοχώρα του Λέριν. Πανηγύρι σ’ ένα σχεδόν έρημο χωριό. Ποιο δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο την παρέα. Κάποιους ευαίσθητους του τόπου. Σχεδόν με συνωμοτικό τρόπο μου είπαν για ένα πανηγύρι. Σαν να ήταν παράνομο. Είχα μια ιδέα για το τι συνέβαινε με αυτά τα πανηγύρια.

Παρόλα αυτά ξαφνιάστηκα όταν συνειδητοποίησα ότι πηγαίναμε σε πανηγύρι σαν να κάναμε κάποια παρανομία. Φτάσαμε κάπως αργά τη νύχτα. Ήσυχα τα πράγματα, Μια μπάντα έπαιζε σκοπούς δίχως λόγια, Τα γνωστά, Τραγούδια που δεν είχαν λόγια και είχαν ελληνικούς τίτλους.” Λεβέντικος” ” Κόρη Ελένη” και άλλα τέτοια που “κάνουν μπαμ” ότι είναι μεταφράσεις, Μεταφράσεις μιας γλώσσας που δεν είναι γλώσσα. Ένα σλαβικό ιδίωμα. Που το μιλούν κάποιοι “σλαβόφωνοι”. Κάποιοι που συχνά αυτοσαρκαζόμενοι αυτοαποκαλούνται “μουγκοί”. Κάποιοι που κάποιοι άλλοι διπλανοί τους όχι σπάνια τους αποκαλούν “Σκοπιανούς” και τα τραγούδια τους ” σκοπιανά”….

Η ώρα περνά. Κάποιοι μεσήλικες σηκώνονται για χορό. Στρωτά και ταπεινά. Στον αέρα κάτι παράξενο. Απροσδιόριστο. Πάντως όχι κάτι που ταιριάζει σε πανηγύρι. Έχεις την αίσθηση ότι κάτι περιμένουν όλοι. Η ώρα περνά. Ένα πανηγύρι χωρίς παλμό. Σαν κανείς να μην είναι εκεί για το πανηγύρι. Η ώρα περνά. Ώσπου μετά τα μεσάνυχτα, ξαφνικά κάτι αλλάζει.

Καμιά εικοσαριά λεβέντες πιάνονται σε κύκλο. Δίνουν το σύνθημα στη μπάντα. Στη μπάντα που ξαφνικά αποκτά και τραγουδιστή. Ακούω τη γλώσσα. Τη μη γλώσσα. Κάτι “μακεντόνσκι” “σοκόλ πίε”. Πιάνω λέξεις ονόματα και φράσεις γνωστές. Όλα αλλάζουν. Λύτρωση. Αρχίζουν να πετούν τα ρούχα στο κέντρο του κύκλου ένα ένα. Μένουν γυμνοί χορεύοντας εκστασιασμένοι. Γυμνοί ανάβουν φωτιά γύρω από τα ρούχα. Η μουσική και οι μουσικοί ανεβαίνουν. Νομίζω ότι ονειρεύομαι.

Έχουν ρωτήσει για μένα. Μήπως είμαι της ασφάλειας. Έχοντας βεβαιωθεί με τραβούν στο χορό. Γίνομαι ένα. Χάνω την αίσθηση. Και του χώρου και του χρόνου, Ως εκ τούτου δεν θυμάμαι. Ούτε τη συνέχεια, ούτε πώς βρέθηκα το πρωί στο σπίτι όπου ήμουν φιλοξενούμενος.

Η αίσθηση που έμεινε; Της ανοησίας, του κρετινισμού των υπηρεσιών και μηχανισμών της επιτήρησης. Είναι αυτό που πληρώνουν διαχρονικά αυτοί οι συμπολίτες μας και βέβαια αυτό που στιγματίζει και ντροπιάζει την πατρίδα. Αυτό που κάνει αυτούς τους συν- πατριώτες να νιώθουν ξένοι στον τόπο τους.
Ελπίζω κάποια στιγμή, έστω και τώρα αυτό να αλλάξει. Για να μην υπάρχουν δικοί μας “άλλοι”. Για να μην είναι η πατρίδα τους μητριά…

banner-article

Ροη ειδήσεων