Απόψεις Πολιτισμός

“Θεάτρου… καλοκαιρινές γεύσεις” γράφει ο Λευτέρης Κορυφίδης

Αναμφίβολα ένα από τα σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα του καλοκαιριού είναι οι συναντήσεις του κοινού με περιοδεύοντες θιάσους. Την τιμητική του έχει το Αρχαίο Δράμα. Το κοινό συναντά τους τραγικούς και κωμικούς ήρωες κάτω από τον έναστρο νυχτερινό ουρανό στη μαγεία του ανοιχτού θεάτρου και μέσα από το ταξίδι των μύθων φιλτράρει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Και είναι μια άσκηση πνευματική και κοινωνική το Θέατρο που αναπτύσσει τις ευαισθησίες των ανθρώπων. Και κάθε παράσταση ένας ζωντανός οργανισμός που πάλλεται και αναδιπλώνει τα μηνύματα του κάθε έργου στις ψυχές των θεατών.

Να σταθούμε σε δύο από τις φετινές παραστάσεις που σηματοδοτούν και τη δυναμική παρουσία των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ στα καλοκαιρινά θεατρικά δρώμενα. Μια κωμωδία, “Βάτραχοι” του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου (από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις Μαροσούλη), και μια τραγωδία, “Αγαμέμνων” του Αισχύλου σε σκηνοθεσία του Τσέζαρις Γκραουζίνις (σε συνεργασία των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βέροιας και Κοζάνης).

Ένα κοινό στοιχείο των δύο αυτών έργων είναι ότι δεν έχουν ιδιαίτερη δράση, δεν επιδιώκουν να κερδίσουν την προσοχή του θεατή με σεναριακές ανατροπές, αλλά κινούνται περισσότερο σε ένα πλαίσιο ιδεολογικής αναζήτησης το καθένα με τη δική του προβληματική. Οι “Βάτραχοι” με την πάλη των παλαιών και νέων ηθών, ο “Αγαμέμνων” με το παιχνίδι της εξουσίας (πάσης φύσεως). Στους “Βάτραχους”, αν εξαιρέσει κανείς την πορεία του Διόνυσου και του υπηρέτη του προς τον Άδη, το περισσότερο μέρος του έργου επικεντρώνεται στον Αγώνα Λόγου ανάμεσα στους δύο τραγικούς ποιητές, τον Ευριπίδη και τον Αισχύλο, για τη διεκδίκηση της επαναφοράς τους στον κόσμο των βροτών. Ωστόσο με ευφυή σκηνικά τεχνάσματα ο σκηνοθέτης κατόρθωσε να διανθίσει το έργο και να στήσει ατμόσφαιρες μετατρέποντας σημεία, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν βαρετά, σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Εξαιρετική, λοιπόν, η σκηνογραφική και ενδυματολογική εργασία χωρίς να βιάζει το κωμικό αίσθημα με υπερβολές που συνήθως εντοπίζουμε σε παραστάσεις της αρχαίας κωμωδίας κατά καιρούς ως … εύκολη λύση. Να υπογραμμίσουμε ως μέτοχο στο αξιόλογο αυτό εγχείρημα και την πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα που μετέφερε στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα τον αριστοφανικό λόγο με συνέπεια στο κείμενο χωρίς όμως να του στερήσει τη φρεσκάδα που επιβάλλει το επιθεωρησιακό ύφος της αρχαίας κωμωδίας. Ο Χορός υπέροχος. Οι ηθοποιοί απέδωσαν τους ρόλους με επιτυχία (αν και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν απέφυγαν κάποιες … “τηλεοπτικές” μανιέρες). Οφείλω να επαινέσω το Διόνυσο της κας Φιλιππίδου η οποία με λιτό και ανεπιτήδευτο τρόπο υπηρέτησε τους υποκριτικούς της στόχους. Εξαιρετικοί ο κος Λαζόπουλος και ο κος Καφετζόπουλος στην σκηνή της λογομαχίας.

Βέβαια, να σημειωθεί ότι η παράσταση άργησε να βρει το ρυθμό της. Ίσως ευθύνονται οι άστατες καιρικές συνθήκες εκείνης της ημέρας που κατά το πρώτο τέταρτο (περίπου) φάνηκε να έχουν… αποσυντονίσει τους ηθοποιούς.

Και ερχόμαστε στον “Αγαμέμνονα”. Στα έργα του Αισχύλου δεν υπάρχει δράση. Ας ξεκινήσουμε από εδώ. Το ζητούμενο στο  σκηνικό ανέβασμα μιας αισχύλειας τραγωδίας είναι ο σύνθετος και έντονα λυρικός χαρακτήρας του λόγου του ποιητή της να μην αποτελέσει τροχοπέδη στην κατανόησή του, καθώς το κοινό δεν είναι στο σύνολό του εκπαιδευμένο να ακούει (και να κατανοεί αυτόματα) τέτοιου είδους κείμενα. Στην προκειμένη παράσταση ο αισχύλειος λόγος θεωρώ ότι έφτασε με αμεσότητα στο κοινό το οποίο από τις αντιδράσεις του έδειξε να εκτιμά το εγχείρημα του σκηνοθέτη. Και αυτό για ένα κείμενο…στατικό, όπως ο “Αγαμέμνων”, είναι σπουδαίο ζητούμενο. Βέβαια, σε αυτό συνετέλεσε και η εξαιρετική (θεατρική) μετάφραση του κου Μπλάνα.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών υπηρέτησαν με δυναμισμό το κείμενο. Η Κλυταιμνήστρα της κας Πρωτόπαππα ανέδειξε τις λεπτές αποχρώσεις ενός ρόλου που συνήθως (δυστυχώς) παίζεται μονοδιάστατα. Ειδικά, στην “απολογία” η ηθοποιός άγγιξε υψηλά επίπεδα υποκριτής.  Ο κος Στάνκογλου πολύ καλός στο διττό ρόλο (αν και τον προτίμησα ως Αίγισθο). Εύστοχο σκηνοθετικό εύρημα η απόδοση από έναν υποκριτή των δύο ρόλων, του συζύγου και του εραστή, για να καταδειχθεί ίσως η μοιραία αναζήτηση της Γυναίκας σε ένα alter ego του Ανδρός ως κάλυψη των ερωτικών ή λοιπών απωθημένων (πάθος για εξουσία). Η Κασσάνδρα της κας Φραγκάτου ακολούθησε το κείμενο, αν και πιο …λιτή από όσο θα έπρεπε (δεν παρουσιάστηκε έντονα η προφητική της τρἐλα). Ο Χορός αξιοπρεπής, αλλά τον ήθελα πιο ευρηματικό και …ιδίως μελωδικό (έχουμε να κάνουμε με χορικά, ειδικά του Αισχύλου). Τα σκηνικά λιτά και λειτουργικά. Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για την ενδυματολογική εργασία (το κοστούμι της Κασσάνδρας ειδικά το οποίο παρέπεμπε σε…ξωτικό δάσους και όχι σε ιέρεια).

Και φυσικά (ως ένα πλεονέκτημα της συγκεκριμένης παράστασης) να υπογραμμίσουμε ότι ο σκηνοθέτης ανέδειξε σχολαστικά τη βασική ιδέα της κάθαρσης στον Αισχύλο (που αποτελεί και τον πυρήνα ειδικά του συγκεκριμένου έργου) τονίζοντας ιδιαίτερα τα σημεία του κειμένου (και δεν είναι λίγα) όπου δηλώνεται η παρουσία του Θείου στη ζωή των θνητών (το μάτι του Θεού-Δαίμονα) και έχει σχέση με το θεϊκό σχέδιο της εξόντωσης του θνητού μέσα από τη νομοτελειακή κατάσταση του τετράπτυχου άτη-ύβρις-νέμεσις-τίσις (ή το γνωστό Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι). Αυτή για τον Αισχύλο είναι η μόνη κάθαρση η οποία μπορεί να υπάρξει. Αν, βέβαια, βλέπαμε Σοφοκλή θα παρακολουθούσαμε την κάθαρση που υπαγορεύει η ηθική ισορροπία και αν βλέπαμε Ευριπίδη, αυτή που εμπνέεται από το μετερίζι του Ανθρώπινου Πάθους. Και σε κάθε περίπτωση, ένας σκηνοθέτης οφείλει να αναδείξει μέσα στα άλλα τις κατευθύνσεις αυτές.

Λευτέρης Κορυφίδης, φιλόλογος

banner-article

Ροη ειδήσεων