Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα Συνεντευξεις

Δέσπω Ουζουνίδου. Η 90χρονη μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού θυμάται… / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

“Αυτοί από κει κι εμείς από δω. Αυτοί πολλοί κι εμείς λίγοι. Αυτοί με τα σύγχρονα όπλα, εμείς… Δεν ήταν μάχη στήθος με στήθος αυτή, ήταν μάχη στήθος με σίδερο!” Δέσπω Ουζουνίδου

Συνέντευξη στη  Δήμητρα Σμυρνή

Ψηλή, ευθυτενής, γεροδεμένη, σε τίποτα δε θυμίζει γυναίκες της ηλικίας της. Είναι στα ενενήντα και τα μάτια της λάμπουν. Μόνη της θέλει να συγυρίζει το σπίτι της, όπως λέει η κόρη της Μόρφω, και παντού γύρω η σφραγίδα του χθες. Στο πλεχτό ριχτάρι πάνω στον καναπέ, στις φωτογραφίες στον τοίχο, στις φωτογραφίες που σε κοιτάζουν από παντού.

Η Δέσπω Ουζουνίδου είναι μια από τις τελευταίες φωνές μιας εποχής που κατέγραψε η Ιστορία αλλά και η μνήμη όσων έζησαν τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Κοριτσάκι 14χρονο στην ΕΠΟΝ, 19χρονη μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού στο βουνό αργότερα, μάρτυρας στα συνταρακτικά γεγονότα στο Γράμμο, πολιτική πρόσφυγας στην Τασκένδη, κουβαλά στην κιβωτό της μνήμη της όλα όσα πονούν τη Νεότερη Ελλάδα.

Μιλά στη faretra και στα μάτια της βλέπεις να ζωγραφίζονται εικόνες. Τις ξαναζεί. Άλλοτε ενθουσιάζεται σα να είναι στη μάχη, άλλοτε θυμώνει με την αδικία, άλλοτε ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο με την αίσθηση πως μπορεί η μάχη να χάθηκε, ο πόλεμος όμως όχι.

Δέσπω Ουζουνίδου. Μια φωνή από το χθες, μια δυνατή ψυχή από κείνες τις αλύγιστες, φτιαγμένη από  ξύλο βελανιδιάς, που αντέχει στο χρόνο…  

Με την κόρη της Μόρφω

Ζήσατε σε μια εποχή ταραγμένη και η μαρτυρία σας γι’ αυτήν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού βιώσατε τα γεγονότα της Κατοχής και αργότερα του Εμφυλίου ως πρωταγωνίστρια. Πόσο μεγάλη είστε, όταν μπαίνετε στους λαϊκούς αγώνες;

Στη Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας, όπου γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια, ήμασταν οργανωμένοι στην ΕΠΟΝ. Στο χωριό είχαμε αρκετούς φασίστες. Να φανταστείτε εκεί εκτελέσανε μια ολόκληρη οικογένεια, την οικογένεια Καρυπίδη, τους γονείς και τα τρία από τα τέσσερα παιδιά τους.

Στην ΕΠΟΝ μπήκα, όταν ήμουν 13-14 χρονών. Η μάνα μου ήταν ήδη οργανωμένη συγκεντρώνοντας τρόφιμα για τον ΕΛΑΣ , αλλά και κρύβοντας παράνομους στο σπίτι μας, στελέχη που διαφωτίζανε τον κόσμο. Τρεις γυναίκες στο χωριό μαζεύανε τρόφιμα και τα στέλνανε στους αντάρτες στο Βέρμιο. Είχαμε μπει στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ.

Το πώς γλίτωσε η μάνα μου είναι ένα θαύμα. Γιατί, πέρα από τους παράνομους, έκρυβε στον αχυρώνα μας και όπλα. Μια μέρα πηγαίνοντας να πάρω τα αυγά από τον αχυρώνα, βρίσκω κρυμμένα πιστόλια και αυτόματα ανάμεσα στα άχυρα.

Το μεγαλύτερο μέρος του χωριού – που οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν πόντιοι πρόσφυγες- ήταν οργανωμένο  στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ. Δεν έλειπαν όμως και οι άλλοι, που ήταν συνεργάτες των Γερμανών. Στην Κατοχή χωριστήκαμε, λοιπόν, σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Ποιος ήταν ο δικός σας ρόλος στην ΕΠΟΝ;  Είχε αποκαλυφθεί η δράση σας;     

Κι εμείς οι μικρότεροι, που ήμασταν οργανωμένοι στην ΕΠΟΝ, φροντίζαμε για την τροφοδοσία. Βέβαια τίποτα δε μένει κρυφό.

Θυμάμαι, το ’46, καθώς ερχόμασταν από το χωράφι με φορτωμένη την πλατφόρμα καρπούζια, μπαίνοντας στο χωριό τραγουδούσα αντάρτικα τραγούδια. Κάποιος από την αντίθετη πλευρά με προδίδει στην αστυνομία. Μας πάνε, λοιπόν, στου Πρόεδρου το σπίτι για ανάκριση.

Δεν φοβόμουν καθόλου και, καθώς μου λέει ο Διοικητής γιατί τραγουδούσα αντάρτικα τραγούδια, ενώ είναι απαγορευμένα, του απαντώ: «Αυτούς που υποστηρίζουν τους αντάρτες που πολέμησαν τους Γερμανούς τους καταδικάζετε, κι αυτούς που υποστήριξαν τους Γερμανούς, τους αφήνετε ελεύθερους. Δεν είναι άδικο; Τραγουδούσα και θα τραγουδώ αντάρτικα τραγούδια!»

Με αρπάζει από τα μαλλιά και με το μικρό ξίφος που είχε στη ζώνη του μου τα κόβει. Ήταν και μακριά μαλλιά…

Η μάνα μου ορμάει μέσα, καθώς εγώ είχα βάλει τα κλάματα, και του λέει τα ίδια και χειρότερα: «Εμείς πολεμήσαμε τους Γερμανούς και μας κυνηγάτε, κι αγκαλιάζετε τώρα τους συνεργάτες των Γερμανών;» Δεν τιμωρήθηκα, πέρα από το κόψιμο των μαλλιών, αλλά το σπίτι μας το παρακολουθούσαν στη συνέχεια.

Πώς βγαίνετε, λοιπόν, στο βουνό; Με ποια αφορμή;

Ο πατέρας της καλύτερης φίλης μου της Όλγας Κετόγλου, που αργότερα τον σκοτώσανε, ήταν οργανωμένος στο Κίνημα και είχε επικοινωνία με τον Καπετάν Νύχτα και τον Καπετάν Βαρδάρη.

Η οργάνωση είχε αποφασίσει γενική επιστράτευση. Ήρθαν η ώρα 12 τη νύχτα, Αύγουστο του ’47, στελέχη του χωριού και μας πήρανε. Ανεβήκαμε στο βουνό. Εγώ και η Όλγα πήγαμε με τη θέλησή μας.

Τασκένδη 1952

Μέσα στη νύχτα φορώ ένα φουστάνι, πέδιλα στα πόδια μου, και τρέχουμε να ενωθούμε με τους αντάρτες, που είχαν έρθει για να μας πάρουν. Είμαι τότε 19 χρονών και μπαίνω στο Δημοκρατικό Στρατό στο Βέρμιο.

Μια από τις κοπέλες που ξεχώρισα τότε ήταν η Σοφία Κωνσταντινίδου, αργότερα Σπάλα, από την Πτολεμαΐδα, που έχασε το φως της σε μάχη το ‘48. Φεύγοντας αργότερα στη Ρωσία, αν και τυφλή, σπούδασε ρωσική φιλολογία και έγραψε και ποιήματα. ( Μου δείχνει συγκινημένη φωτογραφία της σε εφημερίδα).

Πώς οργανώνεστε στο Δημοκρατικό Στρατό; Πώς είναι η καθημερινή ζωή στο βουνό; Πώς σας αντιμετωπίζουν οι άντρες, εσάς τις γυναίκες;

Στο Βέρμιο είχαμε αρχηγούς τον Μπέρσο και τον Λιόλιο. Όταν δεν πολεμούσαμε είχαμε καθοδήγηση, ασκήσεις για τις μάχες, ανοίγαμε χαρακώματα τρία μέτρα βάθος για την ασφάλεια μας, χτίζαμε πολυβολεία και ό,τι άλλο χρειαζόταν.

Τρόφιμα μάς έστελναν,  όπως είπα, από τα γύρω χωριά, και αργότερα στο Γράμμο από τις σοσιαλιστικές χώρες μέσω Αλβανίας. Όσο για το νερό, το παίρναμε από τα ρέματα και τα ποτάμια.

Υπήρχαν αντάρτες που έπαιζαν μουσικά όργανα (ακορντεόν, ζουρνάδες, κιθάρες ) και οργανωμένες μπάντες που διασκέδαζαν πολλές φορές και τους τραυματίες. Εμείς τα κορίτσια είχαμε απόλυτη πειθαρχία και οι άντρες συναγωνιστές μάς φέρονταν σαν αδέλφια.

Κινδυνέψατε καθόλου, όταν ήσασταν στο Βέρμιο;

Το ’48 γίνονταν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και κατεβαίναμε από το Βέρμιο προς τα Πιέρια. Ο στρατός μάς είχε στημένη ενέδρα στον Αλιάκμονα. Θέλαμε να μετακινηθούμε, γιατί το Βέρμιο δεν είχε κρυψώνες ούτε δάση πολλά. Μας περίμεναν με τα πολυβόλα. Τραυματίστηκαν και σκοτώθηκαν κάποιοι από μας. Η αποστολή μας είχε προδοθεί!

Εγώ, όταν έφυγα για το βουνό, έφυγα μ’ ένα κουκουλάρικο φουστάνι και με πέδιλα. Νόμιζα πήγαινα στο πανηγύρι! Τότε ήμουνα ακόμα με τα ίδια πέδιλα, Οκτώβρη-Νοέμβρη μήνα!

Μπήκαμε στο ποτάμι, κάπου 50-60 άτομα, τα πέδιλα έμειναν στο νερό κι εγώ, αφού κατάφερα να περάσω, βαδίζοντας ξυπόλυτη όλη τη νύχτα – έχασα όσους σώθηκαν-  έφτασα κοντά στον Πολύμυλο. Σώθηκα! Ανέβηκα ψηλά κι ύστερα πήρα τον κατήφορο. Όλμοι, πολυβόλα, χαλούσε ο κόσμος!

Ήμουν κρυμμένη σε μια σπηλιά και κοντά μου ένας τσοπάνος φύλαγε τα πρόβατα. Λίγο πιο πάνω από μένα υπήρχαν άλλοι αντάρτες, σύνδεσμοι από Κοζάνη και Πτολεμαΐδα, εγώ όμως δεν το ήξερα. Όταν τελικά συναντηθήκαμε, τους είπα για τις εκκαθαριστικές, ώστε να μην πάνε για την Τσερκόβια, που ήταν ο προορισμός τους.

Αποφασίσαμε, λοιπόν, να βαδίσουμε προς τα Πιέρια. Βλέπουμε από μακριά στρατό να ψάχνει για ξεκομμένους αντάρτες. Πέρασαν ακριβώς από κάτω μας χωρίς να μας πάρουν είδηση. Στο δρόμο βρήκαμε κι άλλους αντάρτες ξεκομμένους, ενωθήκαμε μαζί τους και περάσαμε επιτέλους στα Πιέρια.

Εκεί συναντούμε την ομάδα του Λιακόπουλου, που ήταν ταξίαρχος, και πάμε για τα Ούτσιανα, χωριό κοντά στην Πτολεμαΐδα. Κρατούσα στα χέρια μου αυτόματο, ένα Στεν. Αργότερα στο Γράμμο είχα πιστόλι, αφού ήμουν πια ανθυπολοχαγός του Δημοκρατικού Στρατού. Εδώ χάσαμε το λοχαγό μας, τον Τάσο, από τη Βέροια, τους είχαν στήσει ενέδρα.  Συναντούμε στο δρόμο τον Μάρκο Βαφειάδη και τη γυναίκα του. Με άλλους συντρόφους βαδίζουμε για το Γενικό Αρχηγείο, με αρχηγό το Λιακόπουλο

Αυτός μας μεταφέρει στο Γράμμο. Εκεί παίρνω το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πήρα το βαθμό, γιατί έπαιρνα μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις, όπου και διακρίθηκα. Παράλληλα παρακολούθησα και σχολή για την περίθαλψη των τραυματιών.

Έτσι, από μαχήτρια με κρατούν τώρα στην περίθαλψη, αφού είχα περάσει κι από τη σχολή. Εκεί στο Γράμμο έχουμε τη  Μεραρχία του Παλαιολόγου και άλλες δύο που ήρθαν από το Βίτσι.

Τασκένδη 1953

Τι θυμάστε από κείνη την άνιση σύγκρουση στο Γράμμο, με εκατό χιλιάδες στρατό από τη  μια μεριά και δέκα χιλιάδες από την άλλη;

Στο ύψωμα Ταμπούρι που πολεμούσαμε γινότανε κατακλυσμός. Αεροπλάνα στον αέρα, όλμοι, πολυβόλα… Νοσοκόμα εγώ και τι να πω για κείνες τις μέρες… Τραυματίες μέσα στις χαράδρες και οι τραυματιοφορείς να μην μπορούν να τους μαζεψουν από ‘κει. Εμείς οι γυναίκες δεν μπορούσαμε να τους κουβαλήσουμε από τις χαράδρες, ήταν αδύνατον. Ήταν τόσο επικίνδυνα τα πράγματα, που ο φόβος δεν άφηνε τους άντρες τραυματιοφορείς να δράσουν.

Ανεβαίνω ψηλά και εκεί συναντώ τον Λιακόπουλο και τον Ασπρίδη τραυματισμένους. Δένω τις πληγές τους, τους περιποιούμαι. Με αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό.

Ανάμεσα στους γιατρούς που συνεργάστηκα, εκεί στο πρόχειρο νοσοκομείο μας, ήταν ο Γούσιας, ο Χουζούρης και ο Κόκαλης.

Εγώ στο Γράμμο ήμουν στη Χελώνα. Στη Χελώνα και την Αλεβίτσα έγιναν οι μεγάλες μάχες. Άλλο να το λες, άλλο να το δεις κι άλλο να το περάσεις! Τι γινόταν! Ανεμοθύελλα από τους βομβαρδισμούς… Σύγχρονα όπλα, Ναπάλμ! Χτυπούσαν από πάνω κι από γύρω. Έλεγες άραγε από δω μέσα θα βγει ζωντανή ψυχή;

Αυτοί από κει κι εμείς από δω. Αυτοί πολλοί κι εμείς λίγοι. Αυτοί με τα σύγχρονα όπλα, εμείς… Δεν ήταν μάχη στήθος με στήθος αυτή, ήταν μάχη στήθος με σίδερο!

Και τι δεν ρίχνανε πάνω μας. Κάποια από τα παιδιά που βγήκαν ζωντανά από το Γράμμο τρελαθήκανε μετά απ’ όσα έγιναν εκεί.

Ακολουθούνε σκληρές μάχες στο Βίτσι, καθώς οπισθοχωρούμε. Εκεί χάνει το φως της και η Σοφία Κωνσταντινίδου που ανέφερα πριν.

Οπισθοχωρώντας νικημένοι φτάνουμε στην Αλβανία. Ο Δημοκρατικός Στρατός, όσοι σωθήκαμε από κείνο το μεγάλο μακελειό, μπαίνουμε στα πλοία, γιατί η Αλβανία δεν μπορούσε να μας κρατήσει όλους. Μας είχανε στα αμπάρια εμπορικών καραβιών από σοσιαλιστικές χώρες  και για ένα μήνα ταξιδεύαμε βγαίνοντας στο κατάστρωμα μόνο τη νύχτα, για να μην μας καταλάβουν. Κάναμε όλο το γύρο της Ελλάδας και αφού περάσαμε τα Δαρδανέλια και την Κωνσταντινούπολη, φτάσαμε στην Τασκένδη

Αποχαιρετισμός πριν από την επιστροφή στην πατρίδα. Τασκένδη 1962

Πώς σας υποδέχτηκαν εκεί;

Παρόλο που η χώρα είχε χτυπηθεί άγρια από τους χιτλερικούς – χάθηκε στρατός, έμειναν τα παιδιά τους ορφανά- εμάς μας υποδέχτηκαν με σπίτια στρωμένα, με εστιατόρια και με σχολές για να μορφωθούμε. Μας δώσανε δουλειά και ανοίξανε τα πανεπιστήμιά τους για μας. Εκεί συνάντησα κάποια στιγμή και τον Ζαχαριάδη.

Γνωρίζω τον Γιώργο Ουζουνίδη -το πατρικό μου ήταν Πασχαλίδου-  και τον παντρεύομαι. Μας γνώρισε ο Βασίλης Οικονόμου, ο δικηγόρος. Το ’54 παντρεύομαι και το ’55 γεννιέται η πρώτη μου κόρη, η Μόρφω. Το Μάρτιο του ’62 γυρίζουμε πίσω στην Ελλάδα, μετά από αιτήματα συγγενών μας.

Εδώ γεννιούνται και οι άλλες δύο μου κόρες. Εδώ δυσκολευτήκαμε πολύ με τα χαρτιά που μας λείπανε, ταυτότητες, διαβατήρια…

Ποια Ελλάδα βρίσκετε μετά την επιστροφή σας;

Στην Τασκένδη, όπου έζησα 13 χρόνια, ήταν όλα ελεγχόμενα. Δεν υπήρχε περίπτωση να αδικηθεί εργάτης. Δουλειά για όλους, το παιδί σου στον παιδικό σταθμό, και όλες οι σπουδές μέχρι και το Πανεπιστήμιο ήταν ευθύνη του κράτους. Βέβαια, και τότε υπήρχαν και κάποιοι που δεν ήταν εντάξει μέσα στο Σύστημα, που αν τους έπαιρναν είδηση όμως τους τιμωρούσαν σκληρά.

Γυρνώντας στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε την ανεργία και τη φτώχεια. Στο χωριό του άντρα μου, στο Ελεύθερο Γρεβενών, λάσπες, γκαζόλαμπα, η Μόρφω  χωρίς τσάντα στο σχολείο, με λαστιχένια παπούτσια … Δύσκολα, πολύ δύσκολα.

Ερχόμαστε στη Βέροια και ο άντρας μου φεύγει στη Γερμανία μετανάστης. Εγώ μένω στην Ελλάδα, για να σπουδάσουν τα τρία μου κορίτσια. Καταφέρνω να τα σπουδάσω και τα τρία. Η Μόρφω γίνεται αρχιτέκτονας και οι μικρότερες ψυχίατρος και νοσηλεύτρια.

Κι ας πάμε στο σήμερα. Σήμερα ζούμε πολύ δύσκολες καταστάσεις όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά, αφού οι ξένοι μάς συμπεριφέρονται σαν να είμαστε επαρχία τους. Γιατί ο κόσμος σήμερα δεν αντιδρά, ενώ εσείς τότε για μια ολόκληρη δεκαετία  αγωνιζόσασταν; Τι φταίει; Τι λέει η πολύτιμη πείρα σας;

Ο κόσμος πιστεύει εύκολα ό,τι του λένε. Παρασύρεται από τα ταξίματα. Όταν τους λέγανε πάρτε δάνεια, δεν τους εξηγούσαν πώς θα τα δώσουνε. Τον παγίδεψαν τον κόσμο και του βάλανε τη θηλειά στο λαιμό.

Και τώρα πάλι, που κατάλαβαν τι έπαθαν, δεν αντιδρούν, γιατί τους δίνουν ελπίδες.  Βλέπεις το λύκο και ψάχνεις το ντορό;

Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, μετανιώσατε γι’ αυτά που ζήσατε; Θα ξαναπαίρνατε τον ίδιο δρόμο;

Εμείς ανεβήκαμε στο βουνό, για να πετύχουμε το σοσιαλισμό. Θα το πω με σιγουριά πως δε μετάνιωσα. Μέσα απ’ αυτούς τους αγώνες άνοιξαν τα μάτια μου. Όταν δεν έχεις πρόβλημα με το σπίτι σου, τη δουλειά σου, τη μόρφωσή σου, τι άλλο θέλεις;

Γι’ αυτόν το σοσιαλισμό αγωνιστήκαμε. Για ένα ιδανικό σύστημα, που δεν εφαρμόστηκε ίσως ακριβώς, όπως το ονειρευτήκαμε. Έγιναν πολλά λάθη. Μην ξεχνάμε όμως και πόσα πρόσφερε, έστω και έτσι, σ’ όλον τον κόσμο, σ’ όλη τη γη.

Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Δέσπως Ουζουνίδου

banner-article

Ροη ειδήσεων