Αναγνώστες Λογοτεχνία Πολιτισμός Τοπικά

Ανδρέας Μαρολαχάκης “Ο κύριος Ασημάκης – Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία”

Τον κύριο Ασημάκη τον γνώρισα την εποχή που ήμουν βιοτέχνης παιδικών ενδυμάτων. Εκείνη την περίοδο της ζωής μου ταξίδευα τακτικά σ’ όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα για την προώθηση των προϊόντων που κατασκεύαζα.

Ο κύριος Ασημάκης διατηρούσε αποθήκη ετοίμων ενδυμάτων στο κέντρο της Αθήνας, δηλαδή αγόραζε σε χονδρική τιμή εμπορεύματα απ’ τους κατασκευαστές και τα διέθετε στα μαγαζιά λιανικής. Ήταν αρκετά μεγαλύτερος από μένα, συνήθως ατημέλητα ντυμένος, με ρούχα που δεν είχαν καμία σχέση με τη μόδα. Συνήθως ήταν σκυθρωπός και δεν θυμάμαι καμιά φορά να τον είδα να χαμογελάει, ιδιαίτερα όταν μ’ έβλεπε.

Δεν θυμάμαι ποιος μου τον σύστησε, αλλά πολλοί συνάδελφοι μού είπαν ότι ήταν δύσκολος πελάτης και κάποιοι τον χαρακτήρισαν γρουσούζη και γκρινιάρη. Η αλήθεια είναι πως μετά από αρκετό χρόνο στην εργασία είχα κι εγώ περίπου την ίδια γνώμη. Αυτό, γιατί ενώ τα εμπορεύματα που έπαιρνε από μένα τα πουλούσε σχετικά εύκολα, όταν ερχόταν η ώρα της πληρωμής γκρίνιαζε και προσπαθούσε να με πείσει ότι τα προϊόντα μου πουλιόταν, επειδή αυτός ήταν καλός έμπορος και το μαγαζί του βρισκόταν σε επίκαιρη θέση στο κέντρο της Αθήνας. Όταν πήγαινα να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας, με υποδεχόταν κατσούφης κι αφού με ρωτούσε πόσες μέρες θα μείνω, φρόντιζε να μου κλείσει ραντεβού την τελευταία μέρα της παραμονής μου στην Αθήνα.

Η διαπραγμάτευση για το ποιες επιταγές θα μου δώσει ήταν πολύ σκληρή, γιατί πάντα φρόντιζε να μου δίνει επιταγές πελατών, οι οποίες ήταν μακράς διάρκειας και μόνο μετά από πίεση τις υπέγραφε από πίσω. Ο λόγος που απέφευγε να οπισθογράψει τις επιταγές που μου έδινε ήταν για ν’ αποφύγει πιθανές ευθύνες σε περίπτωση που η επιταγή δεν θα είχε αντίκρυσμα. Αυτό βέβαια ήταν αντιεπαγγελματικό και κανείς απ’ τους συναδέλφους του δεν το έκανε εσκεμμένα. Ο τζίρος που μου έκανε, όμως, ήταν αρκετός και ο μόνος λόγος ίσως που ανεχόμουν την γκρίνια του.

Όταν πήγαινα για δειγματισμό, για να μου δώσει κάποια παραγγελία, άφηνε τις πωλήτριες να κάνουν την επιλογή των μοντέλων κι αυτός όριζε τις ποσότητες. Μοιραία, πολύ γρήγορα, άρχισα να έχω κάποια οικειότητα με τις κοπέλες και ν’ αστειεύομαι μαζί τους. Αυτό βέβαια δεν άρεσε καθόλου στον ιδιοκτήτη και μας κοίταζε πάντα με καχυποψία. Τα κορίτσια φρόντιζαν πάντα να μ’ενημερώνουν για την ψυχολογική κατάσταση του κυρίου Ασημάκη, για να είμαι έτοιμος να τον αντιμετωπίσω καλύτερα.

Οι γιορτές των Χριστουγέννων ήταν η περίοδος που κατέβαινα στην πρωτεύουσα, για να εισπράξω τα χρωστούμενα απ’ τους πελάτες μου. Είναι γνωστό πως λόγω των εορτών η κατανάλωση σ’ όλα τα προϊόντα είναι μεγαλύτερη κι αυτό μου έδινε την ευκαιρία να εισπράξω μεγάλο μέρος απ’ το αντίτιμο της δουλειάς μου.

Ήμουν ήδη τέσσερις μέρες στην Αττική και προσπαθούσα να κλείσω όσο περισσότερους λογαριασμούς μπορούσα. Είχα τελειώσει τις συναλλαγές με όλους μου τους πελάτες και ο συνήθως τελευταίος, ο κύριος Ασημάκης, μου έδωσε ραντεβού για την τελευταία στιγμή, την παραμονή των Χριστουγέννων. Στο κενό, που είχα μέχρι το τελευταίο ραντεβού, πήγα σε μεγάλο σουπερμάρκετ της περιοχής και ψώνισα διάφορα τρόφιμα που δύσκολα θα τα έβρισκα στη Βέροια. Αγόρασα επίσης και τα γλυκά που μου είχανε παραγγείλει τα παιδιά μου από ένα μοναδικό μαγαζί που έφτιαχνε γλυκά της Πόλης.

Εκεί προμηθεύτηκα ένα είδος από μελομακάρονα που ήταν γνωστά σαν Isli Όπως είναι φυσικό, όταν πάνε καλά οι εισπράξεις, έχεις την ευχέρεια κι εσύ να γίνεις καταναλωτικό ον λόγω των ημερών και να ψωνίζεις χωρίς πρόγραμμα πράγματα χρήσιμα, αλλά και περιττά. Εγώ πάντα ήμουν απ’ τους ανθρώπους που ψώνιζα όχι μόνο αυτό που χρειάζομαι, αλλά οτιδήποτε μου “γυάλιζε” στο μάτι. Αφού ψώνισα τα τρόφιμα και τα δώρα για την οικογένειά μου, περίμενα να έρθει η ώρα για να συναντήσω τον κύριο Ασημάκη.

Το μαγαζί του ήταν ήδη μισοσκότεινο και τα κορίτσια είχαν φύγει, για να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους. Τον συνάντησα στο πατάρι του καταστήματός του και πολύ γρήγορα, χωρίς γκρίνιες κλείσαμε με τον καλύτερο τρόπο το υπόλοιπο του λογαριασμού μας. Την ώρα που ετοιμαζόμουν να τον αποχαιρετήσω και να του ευχηθώ, με ρώτησε αν έχω το αυτοκίνητο μαζί μου. Όταν του απάντησα καταφατικά, με ρώτησε μ’ ευγενικό τρόπο, που ήταν έκπληξη για μένα, αν θα μπορούσα να τον πάω κάπου. Φυσικά δεν μπορούσα να του αρνηθώ και πολύ γρήγορα τον είδα να παίρνει κάποιες σακούλες μαζί του και να τις βάζει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μου.

Με καθοδηγούσε μ’ ευχέρεια, για να πάμε μέσα απ’ τους πολυσύχναστους δρόμους στην περιοχή που ήθελε. Δεν θυμάμαι ποια περιοχή ήταν, αλλά θυμάμαι πολύ καλά τον κόσμο να περπατάει βιαστικός με τσάντες στα χέρια . Σε κάθε γωνιά υπήρχαν «αυτοσχέδιες» χορωδίες που έψαλλαν τα κάλλαντα. Σε πολλά μαγαζιά μπροστά στο πεζοδρόμιο είχαν στηθεί ψησταριές και περαστικοί ή και πελάτες τσιμπολογούσαν κουβεντιάζοντας. Ο δήμος της Αθήνας είχε φροντίσει για την εορταστική διακόσμηση της πόλης και παντού υπήρχαν λαμπιόνια με ευχές και σε κάθε πλατεία φάτνες και Αγιοβασίλιδες.

Με την προσοχή μου μοιρασμένη ανάμεσα στην οδήγηση και στις χριστουγεννιάτικες εικόνες που έβλεπα, σε λίγο φτάσαμε στον προορισμό μας. «Κατέβα και κλείδωσε το αυτοκίνητο», μου είπε. Πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ για οτιδήποτε, είχε πάρει ήδη τις σακούλες του και απ’ ότι κατάλαβα θα έπρεπε να τον βοηθήσω στη μεταφορά. Χωρίς να του πω τίποτα, κατέβηκα, κλείδωσα το αυτοκίνητο, πήρα τις μισές σακούλες απ’ τα χέρια του και τον ακολούθησα. Διασχίσαμε κάθετα 2-3 δρόμους και φτάσαμε σε μια πολύβουη πλατεία. Μικροπωλητές διαλαλούσαν την πραμάτεια τους ελπίζοντας να ξεπουλήσουν και να πάνε γρήγορα στο σπίτι τους. Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν κρατώντας τα είδη που είχαν αγοράσει κι έψαχναν για μια τελευταία ευκαιρία.

Στις γωνίες της πλατείας υπήρχαν μουσικοί, που έπαιζαν Χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Παιδιά παρακαλούσαν τους γονείς τους για κάποια τελευταία χάρη και κοίταζαν τα δρώμενα με τους καλλιτέχνες του δρόμου. Σε μια γωνία ένα παιδάκι 11 χρόνων περίπου με τη συνοδεία ενός άνδρα που έπαιζε ακορντεόν τράβηξε την προσοχή μου. Τραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια με εκπληκτικά όμορφη φωνή! Είδα τον κύριο Ασημάκη να μπαίνει σ’ ένα λαϊκό εστιατόριο κι εγώ βρήκα ευκαιρία ν’ ακούσω δυο τρία τραγούδια απ’ τον μικρό με την εκπληκτική φωνή! Ο κος Ασημάκης βγήκε πάλι στον δρόμο και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω, πράγμα που μ’ έκανε να δυσανασχετήσω, γιατί όσο απομακρυνόμουν η ακοή μου έχανε την επαφή με την κρυστάλλινη φωνή του μικρού, που τραγουδούσε εκείνη την στιγμη τον «μικρό τυμπανιστή».

Μπήκαμε σ’ ένα δρόμο με αρκετά εγκαταλειμμένα και μισογκρεμισμένα σπίτια. Έκπληκτος τον είδα ν’ ανεβαίνει τα βρώμικα σκαλοπάτια μιας παλιάς μονοκατοικίας, που σίγουρα θα είχε δει καλύτερες μέρες πολλές δεκαετίες πριν! Η σπασμένη σε πολλά σημεία πόρτα απ’ τη μια πλευρά ήταν στερεωμένη στον μεντεσέ, ενώ η επάνω της πλευρά στηριζόταν στο κούφωμα μ’ ένα σκουριασμένο σύρμα. Σκουπίδια και άδεια πλαστικά μπουκάλια νερού ήταν πεταμένα στο πλατύσκαλο.

Ο κος Ασημάκης έσπρωξε την πόρτα που έτριξε μ’ ένα περίεργο τρόπο και μπήκε μέσα στο σπίτι με μια άνεση που με παραξένεψε. Τον ακολούθησα σε μικρή απόσταση προσέχοντας ιδιαίτερα το πού πατώ και τι ακουμπώ. Μπήκαμε σ’ ένα χώρο που κάποτε θα ήταν το σαλόνι της οικογένειας που κατοικούσε σ’ αυτό το σπίτι. Τώρα ήταν ένας ενιαίος χώρος με τους τοίχους φθαρμένους να έχουν τρύπες σε πολλά σημεία, ενώ απουσίαζε κάθε έννοια καθαριότητας. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο υπήρχαν πολλά άτομα κακοντυμένα και βρώμικα. Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να ζεσταθούν δίπλα σε μια παλιά σόμπα που έκαιγε παλιά ξύλα από παντζούρια και κουφώματα ενώ κάπνιζε μέσα στον χώρο από τρία σημεία τουλάχιστον . Κοντά στη σόμπα υπήρχαν λίγα σκισμένα και βρώμικα στρώματα, που πάνω τους ξάπλωναν άτομα, που ήταν φανερό πως ήταν άρρωστα.

Όπου κι αν κοίταζα αντίκριζα φτώχεια, εγκατάλειψη και θλίψη. Άτομα χωρίς προοπτική, που είχαν χάσει κάθε θέληση για τη ζωή και είχαν παραδοθεί στη μοίρα τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, μόλις είδαν τον κύριο Ασημάκη, έβγαλαν μικρά επιφωνήματα ανακούφισης. Αυτός, αφού πρώτα τους χαιρέτησε εγκάρδια, άρχισε να τους μοιράζει απ’ τις σακούλες που είχαμε φέρει εσώρουχα, κάλτσες και διάφορα άλλα ρούχα που είχε πάρει απ’ το μαγαζί του.

Εκείνη τη στιγμή μπήκαν στον χώρο δύο άτομα, που ήταν φανερό ότι ήταν γκαρσόνια, με τεράστιες σακούλες κι άρχισαν να τοποθετούν πάνω στο φαγωμένο από σαράκι τραπέζι πλαστικά πιάτα με φαγητά και εδέσματα. Κατάλαβα οτι τα ειχε παραγγείλει, οταν μπήκε προηγούμενως στο εστιατόριο . Ο κύριος Ασημάκης παρότρυνε τους παρευρισκόμενους να πλησιάσουν στο τραπέζι και ν’ απολαύσουν τα φαγητά που τους πρόσφερε. Τα φαγητά ήταν αρκετά για όλους κι ίσως να έφταναν και για την επόμενη μέρα. Όλοι είχαν πιάσει τα πλαστικά πιρούνια και κουτάλια και έτρωγαν με ευχαριπστηση ρίχνοντας ματιές ευγνωμοσύνης και στους δυο μας. Βρέθηκαν δυο κασόνια και τα χρησιμοποιήσαμε σαν καθίσματα και σε λίγο σαν μια παρέα τρώγαμε μαζί τους!

«Κάποτε ήμουν άστεγος κι εγώ», μου ψιθύρισε στ’ αυτί. Γύρισα και τον κοίταξα έκπληκτος! Δεν το φανταζόμουν αυτό! Εκείνη τη στιγμή, σαν να μ’ έσπρωξε κάτι, του είπα ότι θα πάω μια στιγμή μέχρι το αυτοκίνητο και θα γυρίσω. Έφυγα σχεδόν τρέχοντας, πήγα στο αυτοκίνητό μου, πήρα τις σακούλες με τα γλυκά και γύρισα στο σπίτι που έμεναν οι άστεγοι. Ο Ασημάκης με κοίταξε ερωτηματικά κι εγώ του είπα: «Μετά από ένα καλό γεύμα χρειάζεται κι ένα επιδόρπιο». Άφησα τα isli στο τραπέζι στη διάθεση των αστέγων !Αυτός μου χαμογέλασε πικρά. Δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να σκεφτόταν!

Τα γλυκά σίγουρα δεν έλειψαν απ’ την οικογένειά μου. Η σχέση μου με τον κύριο Ασημάκη από κείνη τη μέρα και μετά ήταν πολύ διαφορετική. Δεν γκρινιάζαμε ποτέ ο ένας στον άλλον και οι δοσοληψίες μας γινόταν με βάση την εκτίμηση που είχαμε ο ένας για τον άλλο. Έγινε συνήθεια να πηγαίνουμε πάντα στις γιορτές και να δίνουμε στους άστεγους μια μικρή, ελάχιστη χαρά. Πριν από λίγο καιρό έμαθα ότι ο κύριος Ασημάκης έχει φύγει απ’ τη ζωή.

Καλές γιορτές σε όλους

banner-article

Ροη ειδήσεων

Ο Λόμπο