Άρθρα Βιβλίο Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: «Η Αινειάδα του Βιργίλιου»

Ο Αινείας φεύγει από τη φλεγόμενη Τροία σηκώνοντας στον ώμο τον πατέρα του γερο-Αγχίση. Ζωγραφικός πίνακας του Federico Barocci, 1598. el.wikipedia.

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

«Η Αινειάδα του Βιργίλιου»

Υπάρχει στην ελληνική γλώσσα η λέξη «αντιπελάργηση», που το νόημά της είναι: η ανταπόδοση ενός τέκνου προς τους γονείς του, κατά την προχωρημένη ηλικία τους, των παροχών που το ίδιο δέχτηκε κατά την ανατροφή του στα πρώτα βήματα της ζωής του, και αποτελεί ένα είδος «οφειλόμενης αντιδωρεάς προς την τρίτη ηλικία». Στις κοινωνίες του αρχαιοελληνικού κόσμου τούτη η υποχρέωση ήταν θεσπισμένη ως νόμος στην Σπάρτη, με τον γνωστό «πελαργικό νόμο», ενώ στην Αθήνα και σε άλλες δημοκρατίες του τότε κόσμου η «αντιπελάργηση» αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την υποψηφιότητα ενός πολίτη για κατάληψης θέσης βουλευτή ή άλλου δημόσιου αξιώματος.

Ο όρος οφείλεται στο ότι τούτη η στάση ζωής των κοινωνιών προς τους ηλικιωμένους και η θέσπισή της διά νόμου, κατ’ ουσίαν αποτελεί… αντιγραφή και μίμηση του τρόπου ζωής των πελαργών προς τους γεννήτορές τους, όταν γερνάνε και είναι γενικά ανήμποροι. Για τους πελαργούς, τα γνωστά μας λελέκια, που μαζί με τα χελιδόνια φέρνουν την άνοιξη, δεν υπάρχει η «αντίληψη» –κυρίαρχη στην εποχή μας και στις κοινωνίες μας– για την τρίτη ηλικία, του «κωλόγερου», με το συμπάθιο, όπως κατά κόρον χαρακτηρίζονται από τις νεότερες γενιές οι το «γέρας» του χρόνου φέροντες συμπολίτες μας και πρόγονοί μας.

Ο Αινείας φεύγει από τη φλεγόμενη Τροία σηκώνοντας στον ώμο τον πατέρα του γερο-Αγχίση

Toύτη η αρχή της «αντιπελάργησης» έκανε τον Αινεία, τον δεύτερο μετά τον Έκτορα ήρωα των Τρώων, να «κουβαλήσει» στην πλάτη του τον γηραιό και ανήμπορο πατέρα του – τον Αγχίση, μετά την άλωση της Τροίας, και να τον πάρει μαζί του κατά την δική του «Οδύσσεια», μέχρι τον πηγαιμό του και την εγκατάστασή του στο «πόδι της Ιταλίας», όπου και έγινε γεννήτορας των Ρωμαίων και Λατίνων. Βέβαια, οι παλαιοί ιστορικοί, ποιητές και μυθολόγοι, δίνουν διάφορες εκδοχές αυτού του περιπετειώδους ταξιδιού του Αινεία, αλλά στο σημερινό μας «Ταξίδι» θα σταθούμε στην ποιητική αφήγηση του Βιργιλίου (70-19 π.Χ.), στην γνωστή σε όλους «Αινειάδα», για δύο λόγους: Ο ένας είναι γιατί σε λίγες μέρες ο «Θεάνθρωπος» θα κουβαλήσει στην πλάτη του τον «σταυρό», ανηφορίζοντας τον «Γολγοθά», και είναι άλλο πράγμα να κουβαλάς τον γεννήτορά σου και άλλο τον σταυρό σου!

Ο άλλος λόγος είναι γιατί ανάλογο γεγονός με αυτό του Αινεία και του Αγχίση βρήκα στα νεότερα χρόνια, μετά την επανάσταση και ολοσχερή καταστροφή των βλαχοχωρίων Καλαρρυτών και Συρράκου τον Ιούλιο του 1821, την πράξη του Ιωάννη Κωλέττη να «κουβαλάει» την μάνα του, μέχρι που βρέθηκε σχετικό μουλάρι στο οποίο «την φόρτωσε» και φόρτωσε μαζί και 85 τόμους βιβλίων του, «κατηφορίζοντας» προς την νότια Ελλάδα να σωθούν μαζί με τους άλλους συμπατριώτες τους. Και, πέραν τούτου, η «μνήμη» του συνοδεύεται από έναν «σταυρό μαρτυρίου» –ψεύδη και ανυπόστατοι ισχυρισμοί για τη «διαδρομή» του, από ιστορικούς κι ιστοριοδίφες, πάντοτε αναπόδεικτα, αλλά καλά εδραιωμένα στην λαϊκή συνείδηση, καθότι είναι προϊόν διδασκαλίας και «μεθοδεύσεων»–, για να τρωθεί το κύρος του συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας», όπως έχει αποδείξει η μαρτυρία που αναφέρει ο Κ. Ν. Σάθας, κύρος που δεν διαθέτουν οι πολέμιοί του που ψάχνουν να βρουν «ντε και καλά» άλλον συντάκτη και συγγραφέα της «Νομαρχίας»!… Αλλά να μην ξεφύγω από το θέμα.

Από τις κυκλοφορούσες εκδόσεις της «Αινειάδας» του Βιργιλίου, σε ελληνική μετάφραση, νομίζω πως αυτή του Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή, έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα 2019, σελ. 498, σχήμα 21 Χ 14, είναι εκείνη που θα ικανοποιήσει περισσότερο τον σημερινό αναγνώστη. Η εκτενής και άκρως κατατοπιστική εισαγωγή του, και η ποιητική απόδοσή της σε «σημερινό λόγο», την καθιστούν εύληπτο ανάγνωσμα, και εξόχως προσιτή στο ευρύ κοινό. Αν συνοδευόταν και με παράρτημα Κυρίων Ονομάτων (Ανθρωπωνυμίων και Τοπωνυμίων), με σύντομα «βιογραφικά», θα γινόταν ακόμα λειτουργικότερη για την μνημόνευση της όλης αφήγησης.

     –Τι είναι η Αινειάδα;

     –Ένα ποιητικό έπος, γραμμένο από τον Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο, όταν ήταν σε ηλικία 40-50 ετών, στο οποίο εξιστορεί τις μυθικές περιπέτειες του τρωαδίτη ήρωα Αινεία, γιου του Αγχίση και της θεάς Αφροδίτης, ο οποίος με ελάχιστους συντρόφους του μετά την άλωση της Τροίας ταξίδεψε στην Ιταλία, θεωρούμενη κοιτίδα των Τρώων, «ίνα πληρωθή το ρηθέν» παλαιού χρησμού μαντείων, και εγκαθιστάμενος εκεί έγινε ο πρόγονος των Ρωμαίων. Το έπος είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο στίχο (στην λατινική γλώσσα), σε παρόμοια στιχουργική φόρμα με τα Ομηρικά έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) από τα οποία δανείζεται μύθους και πρόσωπα, χωρίς βέβαια να μπορεί να συγκριθεί το έργο αυτό με τα έπη του «χρυσού ποιητή» (Ομήρου). Χωρίζεται σε 12 βιβλία, και τα μεν 6 πρώτα βιβλία αφηγούνται τις περιπλανήσεις του Αινεία από την Τροία μέχρι την άφιξή του στην Ιταλία, τα δε άλλα 6 (δεύτερο μισό του έργου) εξιστορεί τον πόλεμο μεταξύ των Τρώων και των Λατίνων.

Φαίνεται πως μέχρι και στα χρόνια του Βιργιλίου απασχολούσε τους Λατίνους και Ρωμαίους το θέμα της «ταυτότητας», διότι –ως γνωστόν– η Ιταλική χερσόνησος, ήταν γεμάτης από ποικίλα «έθνη», εντόπια και «πελασγικά» και «ελληνικά», μετά από αποικισμούς και εποικισμούς που έγιναν προ της αλώσεως και μετά την άλωση της Τροίας. Και έχω την εντύπωση ότι αυτό το θέμα της «ταυτότητας» ταλανίζει ακόμα και τους σύγχρονους Ιταλούς. Ο Βιργίλιος, όμως, έδωσε μια… διέξοδο «ταυτότητας» στους Λατίνους, και δη στους εξουσιάζοντες, η οποία υπήρξε στη συνέχεια βάθρο επεκτατικών πολέμων και γενεσιουργός παράγων της ίδρυσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

     Από την εισαγωγή των 130 σελίδων του Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή, αντιγράφω ορισμένα αποσπάσματα, ώστε να διαπιστώσει ο αναγνώστης την θεώρηση και την προσέγγιση του Βιργίλιου από τον πανεπιστημιακό δάσκαλο του ΑΠΘ:

     «Μετά την άλωση της πόλης του, ο Τρωαδίτης Αινείας, με εντολή των θεών, πρέπει να οδηγήσει τα απομεινάρια του λαού του σε νέα πατρίδα, στην ιταλική Εσπερία. Ο προορισμός αποκαλύπτεται βαθμιαία μέσα από χρησμούς και θεϊκές παρεμβάσεις, καθώς οι πρόσφυγες περιπλανώνται στα πελάγη της Μεσογείου αλλά και στις ακτές της βόρειας Αφρικής μέχρι, στο τελικό στάδιο της διαδρομής, να φτάσουν από τη Σικελία στην ιταλική ακτή, στην περιοχή της Νάπολης. Είμαστε περίπου στα μισά του έπους και εδώ Αινείας θα κατέβει στον Άδη, όπου ο πατέρας του, ο Αγχίσης, που έχει πεθάνει στη διάρκεια των περιπλανήσεων, θα υποδεχθεί τον Αινεία στα Ηλύσια Πεδία με ένα υπερθέαμα ηρώων που μέλλουν να θεμελιώσουν και να δοξάσουν το ρωμαϊκό έθνος, όχι όμως πριν ο Αινείας, στο δεύτερο μέρος του έπους, κάμψει τη λυσσαλέα αντίσταση των τοπικών ιταλικών φύλων και σκοτώσει το πρώτο παλικάρι της αντίστασης, τον Τύρνο. Το μελλούμενο έθνος θα είναι φυλετικό χαρμάνι από τρωαδίτες πρόσφυγες και υποταγμένους ντόπιους. Αυτό είναι και το επίσημο ανακοινωθέν μετά από τη συμφωνία του Δία, εγγυητού του πεπρωμένου, και της Ήρας που σε όλο το έπος, για τους δικούς της λόγους, ενεργεί ως απηνής διώκτρια του Αινεία και των Τρώων του.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Αινείας είναι σύγχρονος των ομηρικών ηρώων και σύμφωνα με τη συμβατική χρονολόγηση αποβιβάζεται σε ιταλικό έδαφος κάπου τέσσερις αιώνες πριν από την ίδρυση της ιστορικής Ρώμης, το 753 π.Χ. , και μάλιστα την 21η Απριλίου εκείνου του έτους. Κι αυτό σημαίνει ότι ο Αινείας, ένας Τρωαδίτης που μεταλλάσσεται σε πρωτο-Ρωμαίο, είναι ο μυθικός προπάτορας του ρωμαϊκού έθνους.

Το ότι η Αινειάδα είναι απόσταγμα από τον ομηρικό αμπελώνα το ήξεραν καλά και όσοι φιλοτεχνούσαν γκράφιτι με στίχους από αυτό το έπος στους τοίχους της αρχαίας Πομπηίας – βλέπετε ότι η επιγραφή στο Memorial της 11/9 έχει μακρά προϊστορία. Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι τα πρώτα έξι βιβλία της Αινειάδας, όπου ο Αινείας περιπλανάται μέχρι να φθάσει στην Ιταλία, αντιστοιχούν στον περιπλανώμενο Οδυσσέα, ενώ τα τελευταία έξι, όπου οι Τρώες πολεμούν με τα ιταλικά φύλα, αποτελούν τη βιργιλιανή Ιλιάδα. Με άλλα λόγια, ο Αινείας είναι και Οδυσσέας και Αχιλλέας. Γυμνός οφθαλμός αρκεί για να δει ότι όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στην Αινειάδα από κάτω είναι Όμηρος. Θαυμαστόν, αλλά ακόμη πιο θαυμαστόν αυτό που είδε ένας Γερμανός πριν από μερικές δεκαετίες όταν έβαλε την Αινειάδα στον αξονικό τομογράφο του φιλολογικού εργαστηρίου του: εδώ όλος ο οργανισμός της Αινειάδας, από την εξωτερική στιβάδα της επιδερμίδας μέχρι την κυτταρική σύσταση των ζωτικών της οργάνων, απεικονιζόταν ομηρικός.

Αν έπρεπε να δώσω λεπτομέρειες γι΄ αυτή τη σχέση ανάμεσα στα ομηρικά έπη και την Αινειάδα, τουλάχιστον τρεις φορές θα ξημέρωνε η μέρα στην Αμερικής 3 πριν προλάβω να πω τα ουσιώδη για το κειμενικό φαινόμενο το οποίο οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες της Θεωρίας της Λογοτεχνίας (κυρίως της παρισινής ποικιλίας) το ονομάτισαν «διακειμενικότητα». Αυτό που προλαβαίνω να πω είναι ότι, στην περίπτωσή μας, η διακειμενική σχέση δεν είναι απλώς φόρος τιμής και σεβαστική γονυκλισία μπροστά στον ομηρικό ογκόλιθο αλλά ένας μεταβολικός μηχανισμός υψηλής τεχνολογίας τελικό προϊόν του οποίου είναι μια αφήγηση 10.000 στίχων περίπου που από λογοτεχνική, πολιτισμική, ιδεολογική και γεωπολιτική άποψη παραμένει καταστατική, παραδειγματική και «κλασική» για την Ευρώπη και τη Δύση.

Το μέγα χρονικό αυτής της σχέσης και των συνεπειών της θέλω να συμπιέσω στα επόμενα λεπτά, και θα αρχίσω τη δειγματοληψία μου με κάτι ελαφρύ και εύπεπτο, ένα απεριτίφ. Η ομηρική αφήγηση δεν μας λέει ποτέ ότι ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, μετά την οφθαλμολογική επέμβαση στον Πολύφημο και αναχωρώντας εσπευσμένα από το νησί των Κυκλώπων, ξεχνούν εκεἰ κάποιον από το τσούρμο τους. Στο νησί των Κυκλώπων, δηλαδή στη Σικελία, θα προσορμιστούν κάποια στιγμή και οι Τρώες του Αινεία και εκεί θα εμφανιστεί μπροστά τους ο ξεχασμένος σύντροφος Αχαιμενίδης, μια αποστεωμένη, ρακένδυτη φιγούρα με μακριά γενειάδα. Αν ο Βιργίλιος είχε διευκρινίσει το μήκος της, θα μπορούσαμε ίσως να υπολογίσουμε πόσο καιρό σέρνει την ερημική ύπαρξή του ανάμεσα στους Κύκλωπες ο Αχαιμενίδης και, συνεπώς, πόσες μέρες ή μήνες μετά τον Οδυσσέα φτάνει στο νησί ο Αινείας.

Πάντως, αυτός ο «Ροβινσώνας Κρούσος» αφηγείται με το νυ και με το σίγμα όλα τα συμβάντα στη σπηλιά του Πολύφημου, και τα αφηγείται σαν κάποιος που έχει μελετήσει και αποστηθίσει την ομηρική αφήγηση. «Χίλιες φορές καλύτερα να πάω από ανθρώπινο χέρι» τους λέει «παρά να ζω βίο αβίωτο ανάμεσα στα τέρατα. Είμαι Έλληνας, εχθρός σας, σκοτώστε με ή πάρτε με μαζί σας, πάντως μην καθυστερείτε σε τούτο το εφιαλτικό ακρογιάλι». Και, ιδού, εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο Πολύφημος, προφανώς σε διαδικασία μετεγχειρητικής αγωγής, να ξεπλένει με θαλασσινό νερό το μάτι που ακόμα αιμορραγεί – οι Τρώες σε πανικόβλητο απόπλου, μαζί με τον Αχαιμενίδη, ο Πολύφημος τους αντιλαμβάνεται, αρχίζει, μάταια, να βάλλει εναντίον των πλοίων τους με βράχια, και ταυτόχρονα στην ακτή εμφανίζεται απειλητική όλη η κυκλώπεια αδελφότητα.

Τι συμβαίνει εδώ; Θα πω επιγραμματικά ότι πρώτον, ο Βιργίλιος υφαίνει ένα τερπνό σίκουελ με κλωστές που τάχα τις άφησε να κρέμονται η ομηρική αφήγηση· δεύτερον, αναθέτει στον επινοημένο Αχαιμενίδη να αφηγείται σε δραματικό επίπεδο τα συμβάντα αλλά σε μεταποιητικό επίπεδο να επιδεικνύει τη γνώση του ομηρικού κειμένου σε έναν διττό ρόλο: και ως ομηρομαθής Βιργίλιος και ως ιδεώδης αναγνώστης που διαβλέπει το ομηρικό κείμενο μέσα από το βιργιλιανό· τρίτον, κρατάει τον Αινεία και τους Τρώες μακριά από οποιαδήποτε άμεση επαφή με τον Πολύφημο, ορίζοντας έτσι την απόσταση της δικής του αφήγησης από ένα αρχαϊκό παραμύθι, που είναι προσφυές στον κόσμο της Οδύσσειας αλλά όχι και τόσο προσφυές σε ένα έπος που προαναγγέλει την ιστορική Ρώμη. Στην Αινειάδα ο Πολύφημος και η χορεία των Κυκλώπων είναι ένα «Τζουράσικ Παρκ», το οποίο επισκέπτονται σχεδόν τουριστικά οι Τρώες. Θα έλεγα ότι εδώ η διακειμενικότητα είναι όχημα ενός λίγο πολύ φορμαλιστικού παιχνιδιού.

Αλλού, όμως, διακυβεύονται πολύ σημαντικότερα πράγματα. Στην Ιλιάδα, η πάντα ανήσυχη για τον γιο της, τον Αχιλλέα, Θέτιδα παραγγέλνει ασπίδα στον Ήφαιστο. 125 στίχοι περιγράφουν λεπτομερώς τις παραστάσεις που φιλοτεχνεί ο σιδεράς θεός στην εξωτερική της επιφάνεια: ένα πανόραμα της φυσικἠς πραγματικότητας, μια πόλη στην ειρηνική καθημερινότητά της και μια άλλη που πολιορκείται από εχθρικά στρατεύματα. Εξίσου ανήσυχη για τον γιο της, τον Αινεία, η Αφροδίτη παραγγέλνει ασπίδα από το ίδιο σιδηρουργείο. Αυτή τη φορά ο Ήφαιστος θα τορεύσει στην εξωτερική της επιφάνεια ένα μεγάλο μέρος της ρωμαϊκής μυθολογίας και Ιστορίας, αρχίζοντας από τον Ρώμο και τον Ρωμύλο στη γνωστή στάση θηλασμού από τη λύκαινα, τοποθετώντας στο κέντρο την εμφύλια ναυμαχία του 31 π.Χ. στο Άκτιο, όπου ο Οκταβιανός βυθίζει οριστικά τα εξουσιαστικά όνειρα του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, και κορυφώνοντας την παράσταση με τον θριαμβευτή ΟκταβιανόΑύγουστο ως πλανητάρχη στον οποίο υποβάλλει τα σέβη της μια υποταγμένη στη Ρώμη ανθρωπότητα.

Ο Ήφαιστος του Βιργιλίου έχει περάσει από την ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία στη στρατευμένη σιδηρουργία, και η ασπίδα που κατασκευάζει τώρα παραπέμπει (διακειμενικά) στο διάσημο ομηρικό της προηγούμενο μόνο και μόνο για να αναδείξει την κρίσιμη διαφορά μέσα στην προφανή ομοιότητα. Δεν πρόκειται απλώς για σιδηρουργικό αριστούργημα αλλά για το οικόσημο της μελλούμενης Ρώμης. Όπως αντιλαμβάνεσθε, πρόκειται για παράσταση-προφητεία· και πρόκειται για μιαν από τις περιπτώσεις μέσα στην Αινειάδα όπου η πραγματική Ιστορία, την οποία επωάζει ο τρωικός μύθος, εκκολάπτεται και όπου το ιστορικό παρόν της αυγούστειας Ρώμης του Βιργιλίου σπάζει το κέλυφος του αινειαδικού μυθολογικού παρελθόντος. Η ασπίδα του Αχιλλέα αφηγείται τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα στην υπαρξιακή τους γενικότητα και οικουμενικότητα· η ασπίδα του Αινεία είναι η αναγγελία μιας εθνογένεσης και η προφητεία για το ρωμαϊκό imperium· και η οικουμενικότητά είναι ταυτισμένη μόνο με τη σφαίρα επιρροής της ρωμαϊκής υπερδύναμης. Και ακόμη: η ασπίδα της Ιλιάδας έχει παραλήπτη έναν ήρωα η πολεμική δράση και όρεξη του οποίου ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον γρανιτώδη εγωισμό του, έναν πολέμαρχο που, όπως όλοι ή σχεδόν όλοι οι ομηρικοί πολέμαρχοι, ιεραρχεί το προσωπικό του κύρος πάνω από οποιαδήποτε αίσθηση συλλογικής ευθύνης. Αλλά την ασπίδα της Αινειάδας θα τη σηκώσει ένας ήρωας που δεν μπορεί ακόμη να συλλαβίσει καθαρά τον προφητικό της διάκοσμο, ένας ήρωας με αποστολή και βαθιά συνείδηση συλλογικής ευθύνης, ένα ενεργούμενο του Πεπρωμένου και της ιστορικής μοίρας. Πώς το λέει ο ποιητής για τον Αινεία; ανίδεος τι είναι, με χαρά κοιτάζει τις εικόνες και σηκώνει / στον ώμο του παιδιών και εγγονών υπόληψη, τιμή και πεπρωμένο. Ο Αινείας μοιάζει πολύ περισσότερο με τον βιβλικό Αβραάμ παρά με τους ήρωες του κοινού μυθολογικού δικαίου.»

Στο πλαίσιο του ίδιου δικαίου, αλέ ρετούρ κατάβαση στον Άδη παραχωρήθηκε μόνο σε V.I.P., όπως ο Ηρακλής ή ο Ορφέας. Στην ομηρική Νέκυια, ο Οδυσσέας κατεβαίνει μεν αλλά όχι πολύ πιο πέρα από το θυρωρείο, όπου όμως παρελαύνουν από μπροστά του κάμποσοι από τους παλιούς γνωστούς (ανάμεσά τους και η μάνα του), με τους οποίους πιάνει κουβέντα του τύπου «τι κακό είναι αυτό που σε βρήκε, στρατηγέ Αγαμέμνων;», «Μάνα, πότε πέθανες, και τι γίνεται στο σπίτι;». Και φυσικά, οι ψυχές, με πρώτη αυτή του Αχιλλέα, τον πληροφορούν ανάλογα, προσθέτοντας έντονα παράπονα για την έλλειψη ανέσεων, και κυρίως τον κακό φωτισμό, στις αιώνιες μονές. Διαβατήριο για τον Άδη, όπως προανέφερα, έχει και ο Αινείας, αλλά οι 600 τόσοι στίχοι που αφιερώνει στην Κατάβασή του ο Βιργίλιος, εκτός του ότι αποτελούν την πιο μνημειώδη και υποβλητική αποτύπωση του εσχατολογικού τοπίου της κλασικής μυθολογίας, καταθέτουν και τα διαπιστευτήρια εκείνα του ποιητή που έκαναν τον Δάντη να τον πάρει για οδηγό και ξεναγό στην Κόλαση και το Καθαρτήριο της δικής του χριστιανικής εσχατολογικής φαντασμαγορίας. Οδηγός του Αινεία είναι η προφήτισσα Σίβυλλα, η οποία, αφού τον ξεναγήσει στον ποινικό τομέα του Άδη θα τον αποθέσει τελικά στα παραδεισιακά Ηλύσια Πεδία, όπου έχει εντολή να συναντήσει τον μακαριστό πατέρα του. Και ανάμεσα σε άλλα, ο Αγχίσης, σα διευθυντής του Ρωμαϊκού Ιστορικού Αρχείου, θα του παρουσιάσει άφθονο οπτικό υλικό με ψυχές που αναμένουν την ώρα της ενσάρκωσής τους, ψυχές των πολιτικών και στρατιωτικών μεγιστάνων που είναι προορισμένοι να οδηγήσουν τους ρωμαίους απογόνους του Αινεία στα υψηλά πεπρωμένα τους. Πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα, και ανάμεσά τους, για άλλη μια φορά, παράκλητος του imperium και ευλογημένος ο Ερχόμενος, ο Οκταβιανός Αύγουστος.

Τα Ηλύσια Πεδία του Ομήρου και της ελληνικής μυθολογίας είναι τόπος χλοερός, λειμών ακύμαντης γαλήνης, για μείζονες στοχαστές και διαπρεπή ηθικά αναστήματα· μέσα σ’ αυτό το γαληνότατο και αγγελικά πλασμένο Επέκεινα, ο Βιργίλιος θα εγγράψει το διαχρονικό στρατιωτικοπολιτικό επιτελείο της πλανητάρχισσας Ρώμης. Το διακείμενο της ομηρικής εσχατολογίας στεγάζει τώρα τη λεγεώνα της εξουσιαστικής ρωμαϊκής ιδεολογίας. Η ομηρική εσχατολογία γίνεται μέρος της τελεολογίας του imperium. Είμαστε στο ανοιχτό πέλαγος της ρωμαϊκής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, 20.000 λεύγες μακριά από την αμμουδιά του Ομήρου, και η ομηρική φρεγάτα πλέει τώρα υπό ρωμαϊκή σημαία και είναι αμιγώς ρωμαϊκών εθνικών συμφερόντων.»

Όπως κατά κόρον ελέγετο στα ομηρικά κλαμπ ήδη από την Αρχαιότητα, στο πλουσιοπάροχο τραπέζι του Ομήρου υπάρχουν γεύσεις, προγεύσεις και συνταγές για όλα τα καλά και ωραία πράγματα που έμελλαν να αποτελέσουν το διαιτολόγιο της λογοτεχνίας, και όχι μόνο του επικού είδους. Σύμφωνοι, αλλά, όπως είπε κάποτε ο Maurice Bowra, στο αρχαϊκό και πρωτογενές έπος της ηρωικής εποχής υπάρχει η δόξα και η μιζέρια του πολέμου, υπάρχουν ηρωικές αριστείες, υπάρχουν οι δαίδαλοι της ύπαρξης σε καιρούς ειρηνικούς ή όχι, αλλά δεν υπάρχει το ένα και κρίσιμο εκείνο γεγονός που δίνει στην Ιστορία σχέδιο και συγκεκριμένη κατεύθυνση, που ιδεολογικοποιεί τη ροή της, που ωθεί τα υποκείμενά της να σκαριφήσουν εκδοχές εθνικής ταυτότητας, που τα κατηχεί στην ιδέα μιας εξουσιαστικής επιβολής με γεωπολιτικές και πολιτισμικές αξιώσεις. Ο τρωικός πόλεμος και η άλωση της Τροίας (η άλωση άλλωστε δεν είναι μέρος του ιλιαδικού σεναρίου) δεν πληροί τις προδιαγραφές ενός τέτοιου γεγονότος, αλλά η ίδρυση της Ρώμης που μέλλεται να αποκτήσει οικουμενική εξουσία δίχως τέλος είναι ένα τέτοιο γεγονός. Και το σχέδιο που αποκτά η Ιστορία, επεξεργασμένο από την πολιτική ρωμαϊκή ιδεολογία, αρδευόμενο από το φιλοσοφικό ρεύμα της Στοάς και αποδεκτό ακόμη και από έλληνες «πεμπτοφαλαγγίτες», σαν τον ιστορικό Πολύβιο και τον φιλόσοφο Ποσειδώνιο – το σχέδιο αυτό δεν είναι άλλο από την κορύφωση της Ιστορίας με το ρωμαϊκό imperium και την οριστική σίγαση της ιστορικής κίνησης, τουτέστιν το Τέλος της Ιστορίας, με την έννοια του Φράνσις Φουκουγιάμα. Με άλλα λόγια, ρωμαϊκά τα τέλη της Ιστορίας ημών, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά.

Και για του λόγου το αληθές, ιδού τι λέει στον γιο του ο μακαριστός γέρων, μετά το τέλος της Παρέλασης των Ηρώων:

Άλλοι με του χεριού τη μαστοριά σε χάλκινες μορφές πνοή θα δώσουν,
 άλλοι, πιστεύω, όψεις ζωντανές στου μάρμαρου την ύλη θα δουλέψουν,
ρήτορες και τεχνίτες πιο δεινοί, με το ραβδί θα πουν του αστρονόμου
ποιες οι τροχιές στο θόλο τ’ ουρανού και πότε ανατέλλουνε τ’ αστέρια.
Εσύ, Ρωμαίε, κοίτα τους λαούς να κυβερνάς, δική σου τέχνη είναι
να είσαι της ειρήνης χορηγός, του νόμου επιβάλλοντας την τάξη,
επιεικής για τους υποτελείς και τιμωρός εχθρός των αλαζόνων.

Η υπερδύναμη ως οικουμενικός χωροφύλακας, εξαγωγέας δικαιοσύνης και εγγυητής της παγκόσμιας τάξης. Οι άλλοι, οι των τεχνών και γραμμάτων, είναι, όπως αντιλαμβἀνεστε, οι Έλληνες. Στο urbi et orbi διάγγελμα του Αγχίση, οι Ρωμαίοι ξέρουν να κυβερνούν, οι Έλληνες μπορούν να συνεχίζουν να διαλογίζονται. Ανεκδοτολογικά σας υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με την παλαιά ρωμαϊκή πατριδογνωσία, οι Έλληνες είναι φαφλατάδες της διανόησης και λαπάδες της ποίησης. Στα σοβαρά επισημαίνω ότι η αντιδιαστολή εθνικών χαρακτήρων που κάνει ο Αγχίσης είναι πυρηνικό στοιχείο της αφήγησης περί ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, από τότε μέχρι, τηρουμένων των αναλογιών, και σήμερα. Και επίσης να προσθέσω ότι ο Αγχίσης απλώς επιβεβαιώνει τις εγγυήσεις για τη ρωμαϊκή υπερδύναμη που εκφώνησε η ανώτατη αρχή, ο Δίας , ήδη στην αρχή της Αινειάδας:

Και δεν ορίζω σύνορο γι’ αυτούς, μήτε στο χώρο μήτε και στο χρόνο:
τους έδωσα εξουσία ες αεί. Κι ακόμα, τούτη η Ήρα που αγριεύει,
που από φόβο θάλασσες, στεριές και ουρανοί δε στέργει να ησυχάσουν
θα το σκεφτεί καλύτερα κι αυτή, μαζί μου θα συνδράμει τους Ρωμαίους
τους κυριάρχους πανταχού της γης, το μέγα έθνος το τηβεννοφόρον.

Μιλάει ο ομηρικός Δίας, που τώρα αναβαθμίστηκε και από ειρηνοδίκης στον Όλυμπο έγινε Διευθυντής του Ρωμαϊκού Γεωπολιτικού Ινστιτούτου στο Καπιτώλιο.

Η Αινειάδα είναι μια συντεταγμένη πολιτική, ιδεολογική και γεωπολιτική αφήγηση, το είδος της «μεγάλης αφήγησης» που, σύμφωνα με την ετυμηγορία της μετανεωτερικότητάς μας, δεν είναι πλέον εφικτή σε καιρούς ρευστοποίησης και σχετικοποίησης όλων των παραδοσιακών σταθερών. Αλλά δεν θα προτρέξω. Πριν από αυτή τη μετανεωτερικότητα, η Αινειάδα ἐγινε εγκόλπιο τόσο για πνευματικές όσο και για εγκόσμιες αυτοκρατορίες.»

Μπαίνω στον πειρασμό να καταθέσω δείγμα της μετάφρασης της «Αινειάδας του Βιργιλίου» από το Πρώτο Βιβλίο, του σπουδαίου μας ποιητή Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912), σε μία ωραιότατη και ρέουσα δημοτική γλώσσα, απαράμιλλη, που μυεί τον αναγνώστη καλύτερα από τον οποιονδήποτε άλλο στο σπουδαίο λατινικό έπος, και ας απέχει έτη φωτός από τα Ομηρικά έπη:

Ἐγὼ ποῦ πρὶν μὲ τρυφερὴ φλογέρα ἐτραγουδοῦσα
καὶ ἀπὸ τὰ δάση βγαίνοντας τὰ πρόσκερα χωράφια
στένεψα καὶ ‘ς ἀχόρταγον ζευγᾶ βουλὲς νὰ στρέξουν,
ἔργο ἀρεστὸ στοὺς γεωργούς, τ’ ἄσπλαχνου τ’ Ἄρη τώρα

τ’ ἄρματα καὶ τὸν ἥρωα ψάλλω, ποῦ, ὡς τὸ ‘χε ἡ Μοῖρα,
ἀπὸ τῆς Τροίας φεύγοντας τὴ γῆ, ‘ς τὴν Ἰταλία,
‘ς τοῦ Λαβινίου τοὺς γιαλοὺς πρωτόρθε, ἀφ’ οὗ ἀπὸ θεία
συνέργει’ αὐτὸς παράδειρε πολὺ στεριᾶς πελάγου,
γιὰ τὴν ἀκοίμητην ὀργὴ τῆς θυμωμένης Ἥρας, [5]
καὶ ἀφ’ οὗ πολλὰ ‘ς τὸν πόλεμον ὑπόφερε, ὣς νὰ χτίσῃ
τὴ χώρα καὶ ‘ς τὸ Λάτιο νὰ φέρῃ τοὺς θεούς του·
ὅθε κρατοῦν οἱ Ἀλβανοὶ πατέρες, τῶν Λατίνων
τὸ γένος, τὰ τειχόκραστα τῆς δοξασμένης Ῥώμης.
Μοῦσα, σ’ ἐμὲ τὲς ἀφορμὲς μελέτησε, γιὰ τίνος [10]
θελήματος ἀψήφημα, γιὰ ποιὸ δικό της ἄχτι
ἀνάγκασ’ ἡ βασίλισσα τῶν ἀθανάτων ἄντρα
περίσσια θεοφοβούμενον τόσο νὰ πάθῃ, τόσο
νὰ παραδείρῃ; Τέτοια ὀργὴ χωράει στὰ οὐράνια σπλάχνα;
Ἦταν μιὰ χώρα παλαιά, ποῦ Τύριοι τὴν οἰκίσαν, [15]
‘ς τὴν Ἰταλί’ ἀντίκρυ, ἐμπρὸς ‘ς τὸ Θύμβριο στόμα πέρα,
ἡ Καρχηδόνα πάμπλουτη σὲ δύναμες καὶ ‘ς ἔργα
πολεμικὰ δεινότατη, ποῦ ἀγάπα, ὡς λέν, ἡ Ἥρα
μοναδικὰ παρ’ ἄλλη γῆ, κάλλιο ἀπ’ τὴν ἴδια Σάμο·
ἐκεῖ ‘χε ἁμάξι, ἄρματα ἐκεῖ· ‘ς αὐτὴν τὴ βασιλεία [20]
νὰ δώσῃ ἐπάνω ‘ς τοὺς λαούς, ἂ θὰ ἐσυγχώρειε κἄπως
ἡ μοῖρα, ἐπάσκιζε ἡ θεὰ κ’ ἐφρόντιζε ἀπὸ τότε. –
Ἀλλ’ ἄκουσ’ ὅτι γενεὰ θἄβγῃ ἀπὸ Τρώων αἷμα
τὰ Τύρια κάστρα ἕναν καιρὸ νὰ ρίξῃ, θἄρθῃ ἐκεῖθε
λαὸς μεγαλοκράτορας τρανὸς γιὰ τοὺς πολέμους [25]
ποῦ θἀφανίσῃ – ἔτσι ἔκλωσαν οἱ Μοῖρες – τὴ Λιβύα.
Αὐτὸ τὴν κόρη ἐφόβιζε τοῦ Κρόνου κ’ ἐθυμότουν
πῶς γιὰ τ’ ἀγαπημένο της Ἄργος ‘ς τὴν Τροία πρώτη
πρὶν πολεμοῦσε· – οὔτ’ εἶχε βγοῦν ἀκόμ’ ἀπ’ τὴν ψυχή της
τῆς ὄργητάς της οἱ ἀφορμὲς μηδὲ οἱ σκληρές της πίκρες· [30]
στὸ θεῖο νοῦ της φυλαχτὴ τοῦ Πάρη μέν’ ἡ κρίση,
τῆς καταφρονεμένης της εἰδῃς ἡ ἀτιμία,
κ’ ἡ μισητὴ γενιὰ καὶ πῶς τιμήθηκε κλεμμένος
ὁ Γανυμήδης· – ἄναψε γι’ αὐτὰ κ’ ἐκράταε πέρα
τοὺς Τρῶες ἀπ’ τὸ Λάτιο, ποῦ παραδέρναν ‘ς ὅλο [35]
τὸ πέλαγ’ ὅσοι ἀπ’ τὴν ὀργὴ τῶν Δαναῶν γλυτῶσαν
κι’ ἀπ’ τὸν ἀνήμερο Ἀχιλλιᾶ· κι’ αὐτοὶ πλανιῶνταν ‘ς ὅλες
πολυχρονῆς τὲς θάλασσες φερμένοι ἀπὸ τὲς Μοῖρες.
Τόσα ἐχρειαστῆκαν νὰ φτειαχτῇ τὸ ἔθνος τῶν Ρωμαίων.
Μόλις ἀπὸ κατάγναντα τῆς γῆς τῆς Σικελίας [40]
πρόσχαροι ἀνοῖγαν κι’ ἄσκοναν τῆς ἅρμης τὴν ἀφρίλα
μὲ τὰ χαλκωματένια τους καράβια κ’ εἶπ’ ἡ Ἥρα
μόνη, μ’ ἀγιάτρευτη πληγὴ’ ς τὸν κόρφο. «Νικημένη
ν’ ἀφήσω ἐγ’ ὅ,τι σκόπευα καὶ ἀπὸ τὴν Ἰταλία
τὸ βασιλέα τῶν Τευκρῶν νὰ μὴ μπορῶ νὰ διώξω; [45]
Τ’ ἀρνιέται ἡ Μοῖρα· ναί! μὰ πῶς νὰ κάψῃ τῶν Ἀργείων
τὸ στόλο ἠμπόρεσε ἡ Ἀθηνᾶ βουλιάζοντάς τους μόνο
γιὰ τ’ Οϊλιάδη Αἴαντα τὸ κρίμα καὶ τὴ λύσσα;
Ἡ ἴδια ‘πὸ τὰ σύγνεφα τὴ γλήγορη τοῦ Δία
ρίχνοντας φλόγα ἐξέκαμε τὰ πλοῖα καὶ μ’ ἀνέμους [50]
τὰ πέλαγ’ ἀνακάτωσε καὶ αὐτὸν ποῦ ἀπ’ τὸ σκισμένο
στῆθος του ἀνάδινε φωτιές, ‘ς τὸ σίφουνα τὸν πῆρε
ψηλὰ καὶ ‘ς ἕνα μυτερὸ τὸν κάρφωσε κοτρῶνι.
Κ’ ἐγὼ προβαίνω τῶν θεῶν βασίλισσα, τοῦ Δία
μαζὶ γυναῖκα κι’ ἀδερφὴ καὶ μ’ ἕνα γένος μόνο [55]
μάχομαι τόσα χρόνια! Ποιὸς τῆς Ἥρας τὴ θεότη
πλειὰ θὰ λατρέψ’ ἢ ‘ς τοὺς βωμοὺς τιμὲς θὰ δώσ’ ἱκέτης;»
Τέτοια κλωθόστριφε ἡ θεὰ ‘ς τὸ φλογεσμένο στῆθος
μόνη καὶ ‘ς τῶν ἀνεμορπῶν ἐπῆγε τὴν πατρίδα,
σὲ τόπους ποῦ νοτιὲς παντοῦ μανίζαν, ‘ς τὴν Αἰολία. [60]
Ὁ βασιλέας Αἴολος σὲ μιὰ σπηλιὰ μεγάλη
κεῖ τοὺς ἀνέμους μ’ ἐξουσιὰ βαρένει, ποῦ παλεύουν,
καὶ τὲς φορτοῦνες ποῦ βροντοῦν καὶ τοὺς ἀλυσοδένει
καὶ φυλακίζει τους καὶ αὐτοὶ ‘ς τὰ κλείσματά τους γύρου
μὲ τρανὸ βόγγο τοῦ βουνοῦ βουΐζουν βαργομῶντας. [65]
Σὲ πύργ’ ὁ Αἴολος καθιστὸς ψηλὸ κρατεῖ τὰ σκῆπτρα
καὶ μαλακόνει τὲς ψυχὲς καὶ τὲς ὀργὲς πρααίνει.
Ἂν δὲν τὸ ἔκανε στεριὲς καὶ θάλασσες θἁρπάζαν
καὶ τὸ βαθὺ στερέωμα κι’ ἀλήθεια θὰ τὰ σέρναν
μὲ τοὺς ἀέριδες γοργά, μονὲ μ’ αὐτὸν τὸ φόβο [70]
σὲ μαῦρα ὁ παντοδύναμος τοὺς ἔκρυψε πατέρας
σπήλια καὶ ἀπάνου τους ψηλῶν βουνῶν ἐσώριασ’ ὄγκο
καὶ βασιλιᾶ τοὺς ἔδωκε, ποῦ μ’ ὡρισμένο νόμο
νὰ ξέρῃ, σἄμπως διαταχτῇ, νὰ χαλινώσῃ ἀνέμους
ἢ ν’ ἀπολύσῃ. Τοῦτον τότ’ ἱκέτεψ’ ἔτσ’ ἡ Ἥρα· [75]
«Αἴολε (ὅτι τῶν θεῶν ‘ς ἐσὲ ‘δωκε ὁ πατέρας
καὶ τῶν ἀνθρώπων βασιλιᾶς τὸ κῦμα νὰ ἡμερόνῃς
καὶ νὰ φουσκόνῃς μ’ ἄνεμο) τοὺς νικημένους φέρνει
Πενάτες καὶ τὸ Ἴλιο στὴν Ἰταλία γένος
ἐχτρό μου, ποῦ ‘ς τῶν Τυρρηνῶν τὴ θάλασσ’ ἁρμενίζει. [80]
Δὸς τῶν ἀνέμων δύναμη, βούλιαξε, θάψ’ τὰ πλοῖα
ἢ χώρισ’ τους καὶ σκόρπισε τὰ λείψανα ‘ς τὸν πάτο.
Ἑφτὰ κ’ τὰ μὲ διαλεχτὸ κορμὶ ποτάζω νύμφες·
τὴ Δηϊόπει’, ἀπὸ εἰδὴ τὴν ὀμορφήτερή τους
σὲ γάμο ἀδιάλυτον ἐγὼ θὰ δέσω, γιὰ δική σου [85]
θὰ σ’ τὴν χαρίσω, πάντοτε νὰ ζῇ μ’ ἐσὲ γιὰ τούτη
τὴ χάρη κι’ ὄμορφων παιδιῶν πατέρα νὰ σὲ κάμῃ.»
Ὁ Αἴολος ἀπάντησε· «Βασίλισσα, δικό σου
ἔργο νὰ βρῇς τὶ θὰ ζητᾷς, δικό μου χρέος εἶναι
θελήματα νὰ δέχωμαι· σὺ τὸ βασίλειο τοῦτο, [90]
ὅποιο καὶ ἂν εἶναι, τοῦ Διὸς τὴ χάρη, σὺ τὰ σκῆπτρα
μοῦ προβοδᾷς, σὺ δίνεις μου ‘ς τοὺς θείους ν’ ἀκκουμπάω
δείπνους καὶ κάνεις μὲ τρανόν ‘ς ἀνεμορπὲς καὶ μπόρες.»
Αὐτὰ ‘πε καὶ μ’ ἀνάποδη τὴν τρίαινα τὸ κούφιο
βουνὸ βαρεῖ κατάρραχα κ’ οἱ ἀνέμοι, σὰν ἀσκέρι, [95]
σιφούνι’ ἀπ’ τ’ ἄνοιγμα χουμοῦν ‘ς τὴ γῆ φυσομανῶντας·
‘στὸ πέλα’ ὁρμοῦν, τὰ τρίσβαθα τοῦ ἀνακατόνουν ὅλα
ὁ Νότος, ὁ Εὗρος καὶ ὁ συχνὸς ‘ς ἀνεμοζάλες λίβας,
καὶ κύματα θεώρατα κυλοῦν κατὰ τὲς ξέρες.
Θρῆνος ἀντρῶν καὶ σφούριγμα ξαρτιῶν ἀκολουθάει. [100]
Ξάφνου τὰ σύγνεφα οὐρανὸ καὶ μέρ’ απὸ τὴ βλέψη
τῶν Τρώων κρύβουν, τὸ γιαλὸ πλακόνει μαύρη νύχτα.
Βροντοῦν οἱ πόλοι, μὲ συχνὲς φωτιὲς ἀστράφτει ὁ αἰθέρας
καὶ θάνατ’ ὅλ’ ἀφεύγατον ‘ς τοὺς ἄντρες φοβερίζουν.
Λυοῦνται μὲ μιᾶς τὰ ἥπατα τοῦ Αἰνεί’ ἀπὸ τὸ ρῖγος· [105]
βογγάει καὶ ‘ς τ’ ἄστρ’ ἁπλόνοντας τὲς δυὸ παλάμες τέτοια
φωνάζει· «Ὦ τρεῖς καὶ τέσσερες φορὲς μακαρισμένοι
ὅσ’ ηὗραν θάνατο μπροστὰ ‘ς τὰ μάτια τῶν γονέων
κάτου ἀπ’ τῆς Τροίας τὰ ψηλὰ τειχιά! Νὰ μὴ μπορέσω
νὰ πέσω ἐγὼ ‘ς τοῦ Ἴλιου τοὺς κάμπους καὶ νὰ χύσω [110]
τὸ αἷμα μου ἀπὸ χέρι σου, κεῖ ποῦ ἀπ’ τ’ Αἰακίδη
τὴ σαγιττιὰν ὁ Ἔχτορας ὁ τρομερὸς ξαπλώθη,
Τυδείδη, ὦ δυνατώτατε ‘ς τὸ ἔθνος τῶν Ἀργεῖων,
κι’ ὁ Σαρπηδόνας ὁ τρανός, κεῖ ποῦ ὁ Σιμόεις τόσα
σκουτάρι’ ἁρπάζοντας ἀντρῶν καὶ περικεφαλαῖες [115]
καὶ τ’ ἀντρειωμένα τους κορμιὰ ‘ς τὰ ρέμματα κυλάει!»
Αὐτά ‘λεε μὲ παράπονο καὶ τὸ παννὶ τοῦ δέρνει
ἐνάντια μπόρ’ ἀπ’ τὸ Βοριᾶ σφουρίζοντας κι’ ὣς τ’ ἄστρα
τὸ κῦμ’ ἀσκόνει· τὰ κουπιὰ σποῦν· γέρνει τότ’ ἡ πλώρη
καὶ ‘ς τὸ γιαλὸ τὸ πλάϊ βουτᾷ· βουνὸ νεροῦ πλακόνει [120]
σωρὸς καὶ ἀπάνου τους σκορπᾷ· ‘ς τὴν ἄκτη τοῦ κυμάτου
κρέμονται, ἀνοίγ’ ἡ θάλασσα καὶ δείχνει τους τὸν πάτο·
μὲς τὰ νερὰ τὸ χόχλασμα τὸ βοῦρκο ἀνακατόνει.
Τρία καράβι’ ἁρπάζοντας στρήφει ὁ Νοτιᾶς ‘ς τὲς πέτρες,
ποῦ οἱ Ἰταλοὶ λέγουν τὲς βωμούς, καὶ φοβερή ‘ναι ξέρα [125]
στὴν κορυφὴ τῆς θάλασσας κρυμμένη μὲς τὸ κῦμα·
κι’ ὁ Εὗρος τρί’ ἀπ’ τὰ ψηλὰ νερὰ ‘ς τὲς σύρτες σπρώχνει
καὶ ‘ς τ’ ἄβαθα, τσακίζει τα (λυπητερὴ θεωρία)
‘ς τὲς ρῆχες καὶ κουλουμιαστὰ τὰ περιζώνει μ’ ἄμμο.

Ἕνα ποῦ οἱ Λύκιοι ἀρμένιζαν μὲ τὸν πιστὸν Ὀρόντη [130]
ἐμπρὸς ‘ς τὰ μάτια τουτουνοῦ τὸ πέλαγο ‘ς τὴν πλώρη
πελώριο δέρνει το ἄνουθε· ξετιναγμένος γέρνει
πίκουπα ὁ ναύκληρος μ’ ἐμπρὸς τὴν κεφαλή, μὰ ἐκεῖνο
‘ς τὸν ἴδιον τόπο τρεῖς φορὲς τὸ ρέμμα τὸ γυρίζει
στριφτὰ καὶ χάφτει το γοργὴ ‘ς τὸ πέλαγο ἡ ρουφήχτρα. [135]
Φαίνονται ἀριὰ μὲς τὸν πλατὺ βυθὸ κολυμπιστάδες,
ἄρματ’ ἀντρῶν. σανίδια πλὲν καὶ τρωϊκὸ λογάρι
πάει! τοῦ Ἰλιονέα τὸ γερὸ καράβι καὶ τοῦ ἀντρείου
Ἀχάτη, αὐτὸ ποὺ ἀρμένιζεν ὁ Ἄβαντας, κ’ ἐκεῖνο
τοῦ Ἀλήτη τοῦ πολύχρονου τὰ ἐνίκησε ἡ φουρτοῦνα. [140]
Ἀπ’ τὲς σκανταλισμένες τους κλείδωσες δέχοντ’ ὅλα
τὸ ἐχτρικὸ ρέμμα χάσκοντας ἀπὸ τὲς χαραμάδες.
Ὡστόσο ν’ ἀναδέβεται μὲ βόγγο μέγα ὁ πάτος
καὶ νὰ ξεσπά’ ἡ χειμωνιὰ καὶ ἀπ’ τ’ ἄκωλά τους βύθη
ν’ ἀνηφοροῦν τ’ ἀκίνητα νερά, βαρυαιστημένος [145]
ὁ Ποσειδῶνας ἔνοιωσε καὶ ‘ς τὸ γιαλὸ κυττῶντας
ἔβγαλε ἀπάνου ἀπ’ τὸν ἀφρὸ τὸ γαληνὸ κεφάλι·
σκόρπιον παντοῦ ‘ς τὰ πέλαγα τὸ στόλο εἶδε τοῦ Αἰνεία,
ζάλη καὶ οὐράνιος χαλασμὸς τοὺς Τρῶες νὰ πλακόνῃ.
Καὶ τοῦ ἀδερφοῦ δὲν ξέφυγαν δόλοι κι’ ὀργὲς τῆς Ἥρας. [150]
Τὸν Εὗρο καὶ τὸ Ζέφυρο κράζει κι’ αὐτὰ τοὺς λέει·
«Ἔχετε τόσα θάρρητα ‘ς τὸ γένος τὸ δικό σας;
Καὶ ἀποκοτᾶτε οὐρανό, γῆς ἀθέλητά μου, ἀνέμοι,
νὰ σμίξετε σηκόνοντας τόσο μεγάλους ὄγκους;
Θὰ σᾶς – μὰ κάλλιο τὰ νερὰ νὰ στρώσω τ’ ἀφρισμένα· [155]
στερνὰ μ’ ἀνήκουστη ποινὴ τὸ κρῖμα θὰ πλερῶστε.
Γλήγωρα φύγετε καὶ αὐτὰ τοῦ βασιλιᾶ σας πέστε·
μέν’ ἀπ’ τὴν Τύχη, ὄχι ἐκεινοῦ τῆς θάλασσας ἐδόθη
ἡ βασιλεία κ ἡ φοβερὴ τρίαινα· μεγάλους βράχους
κατέχει αὐτός, τὰ σπίτια σας, Εὗρε, ‘ς αὐτὰ ἂς καυχιέται [160]
ὁ Αἴολος τὰ μέγαρα καὶ μέσα ‘ς τῶν ἀνέμων
τὲς σφαλισμένες φυλακὲς ἂς εἶναι βασιλέας.»
Ἔτσ’ εἶπε καὶ ἀπ’ τὸ λόγο του πλιὸ γλήγωρα εἰρηνεύει
τὰ φουσκωμένα πέλαγα, διώχνει τὰ μαζωμένα
σύγνεφα ξαναφέρνοντας τὸν ἥλιο· ἡ Κυμοθόη [165]
ἀντάμα μὲ τὸν Τρίτωνα μὲ κόπο τὰ καράβια
ἀπὸ τὲς ξέρες ξεκολλοῦν τὲς μυτερές· σηκόνει
ὁ ἴδιος μὲ τὴν τρίαινα τὲς τριςμεγάλες σύρτες
καὶ ἀνοίγει τες πραένοντας τὸ πέλαο καὶ γλυστράει
μὲ τοὺς ἀνάλαφρους τροχοὺς ‘ς τὴν ἄκρη τῶν κυμάτων. [170]
Καὶ ὡς σὲ λαοῦ πλῆθος πολύ, σὰν ἡ ἀνταρσία ξανάψῃ
καὶ ‘ς τὲς ψυχὲς ἡ πρόστυχη φρενιάσῃ ὀχλαγωγία,
πέτρες, δαυλιὰ πετοῦν κ’ ἡ ὀρφὴ τἄρματα κιόλας βρίσκει
τότε ἂν ἐμπρός τους ἄντρα ἰδοῦν ἄξιον καὶ τιμημένον
σιγοῦν καὶ στέκονται μ’ αὐτιὰ προσεχτικὰ κ’ ἐκεῖνος [175]
τὸ νοῦ μιλῶντας κυβερνᾷ καὶ τὲς καρδιὲς γλυκαίνει:
ἔτσι ἔπεσε ὅλη μονομιᾶς κ’ ἡ ἀντάρα τοῦ πελάγου
ἀφ’ οὗ ὁ γονιὸς προβάλλοντας ἐτήραξε κ’ ἐβγῆκε
μὲς τὸν ξεσκέπαστο οὐρανὸ καὶ τ’ ἄλογα ὁδηγῶντας
πετᾷ, ἀπολνῶντας τὰ λουριά, ‘ς τἀσπέδιστό του ἁμάξι. [180]
Παίρνοντας δρόμο βιαστικὰ κατάκοποι οἱ Αἰνειάδες
ζητοῦν στὰ πλιὸ σιμωτινὰ νὰ φτάσουν ἀκρογιάλια
καὶ πλώρη κατὰ τὲς στεριὲς ἐβάλαν τῆς Λιβύας.
Εἶναι ἕνας τόπος ξέχωρα πολύ· λιμάνι φτιάνει
τὲς ἄκρες του ἀντικρύζοντας ὅπου σπᾷ κάθε κῦμα [185]
ἀπ’ τ’ ἀνοιχτὰ καὶ κόβεται σὲ κύκλους ποῦ σμικραίνουν.
Ἐδῶ κ’ ἐκεῖ βράχοι τρανοὶ κ’ ἕνα ζευγάρι πρώνια
ψηλόνουν ὣς τὸν οὐρανό, ποῦ κάτου ἀπ’ τὴν κορφή τους
τὸ πέλαο ἀκίντυνο σιγᾷ πλατύ.

Ο σημερινός αναγνώστης οφείλει να γνωρίσει τους κλασικούς δημιουργούς-ποιητές των οποίων η ποιητική τους δόξα δεν ήταν αποτέλεσμα  «παρεών και δημοσίων σχέσεων», αλλά απότοκο της εύνοιας των θεών και των μουσών, και αξεπέραστης πηγαίας έμπνευσης που τους οδήγησε στο να απογειώσουν το ταπεινό στο πιο υψηλό σημείο της ανθρώπινης νόησης, και να το κάνουν μεγάλο και αιώνιο! Και σε αυτήν την χορεία ανήκει αναμφίβολα και ο Βιργίλιος.

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ

banner-article

Ροη ειδήσεων