Απόψεις

Ζήσης Ναούμ “Ο Τούρκος”

……………….

Το παρακάτω εξαιρετικό κείμενο γράφτηκε για να δείξει πως οι λαοί δεν έχουν διαφορές μεταξύ τους. Τα ίδια βάσανα, τις ίδιες αγωνίες και τα ίδια όνειρα έχουν κάτω από τον ίδιο ουρανό. Όμως κάποιες φορές οι “ηγέτες” τους τούς οδηγούν στο φανατισμό και στην κτηνωδία των πολέμων, που παίζονται στις μεγάλες “σκακιέρες” των συμφερόντων.

Κάποια στενά, βρώμικα και λαϊκά σοκάκια της Κωνσταντινούπολης δεν έχουν καμιά σχέση με τις λαμπρές επαύλεις των πλουσίων ή τα παλάτια και τις πολεμοχαρείς κραυγές του Ερντογάν.

Διαβάζοντας το κείμενο θυμηθήκαμε το  παλιό τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα από τον δίσκο του “Μικρασία” σε στίχους του Πυθαγόρα να λέει:

“Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ
όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ…”

far

………………….

[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 01.11.21 ]

Δεν θα πω ψέματα. Είχα και ‘γώ κατά νου την εικόνα του αιμοδιψή Τούρκου, μέχρι που ευτυχώς πολύ νέος, τον γνώρισα σε “ουδέτερο” έδαφος κάπου στην Βορειοδυτική Ευρώπη. Η έγνοια του δεν ήταν στην “Γαλάζια πατρίδα”, αλλά στο να στείλει λεφτά πίσω στο χωριό του. Για τα παιδιά του, την ανύπαντρη αδελφή του, το σπίτι που θέλει επισκευές, το χωράφι μην το πάρει ο τοκογλύφος. Λες και άκουγες Έλληνα. Ήπια μαζί του ρακές, χορέψαμε καρσιλαμά και ακούσαμε Καζαντζίδη, Αλεξίου, Διονυσίου και άλλους Έλληνες τραγουδιστές μιας και είχαμε την “πολιτιστική ηγεμονία” τότε.

Τέλη Οκτωβρίου του ’98, έφυγα εσπευσμένα για την Στοκχόλμη, να προλάβω να κλείσω τα μάτια του πατέρα μου. Το μόνο εισιτήριο που βρέθηκε ήταν με τρίωρη αναμονή στην Φρανκφούρτη. Εκεί στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, κάθισα σε μια μπάρα να πιω ένα καφέ, έστω ατσίγαρο. Ο μπάρμαν αφού με σέρβιρε, ρώτησε από που είμαι και του είπα.

“Αα καρντάς γείτονα για πού με το καλό;” ξαναρώτησε και του απάντησα. Συννέφιασε και με ρώτησε αν καπνίζω και αφού του απάντησα πως πολύ θα ήθελα ένα τσιγάρο αλλά… μου έδειξε μια μικρή πόρτα στο πλάι και μπήκα σ’ ένα κουζινάκι.

Μου έφερε τον καφέ και ακούμπησε δίπλα ένα πακέτο τσιγάρα. “Γιαβάς-γιαβάς, δεν θα σ’ ενοχλήσει κανείς” είπε και γύρισε στο πόστο του. Κάθε λίγο έρχονταν να ρωτήσει αν είμαι καλά ή αν θέλω κάτι.

Πέρασε η ώρα σηκώθηκα να φύγω, έκανα να τον πληρώσω, δεν δέχτηκε. “Ευχαριστώ τον Θεό (Αλλάχ) που μου έδωσε την ευλογία, να πάρω λίγο βάρος απ’ την πλάτη σου” είπε. Τον ευχαρίστησα, έκανα να φύγω…

“Εε, καρντάς…” με πρόλαβε… “Άμα το θυμηθείς άναψε ένα κερί, ας είναι και στον δικό σου Θεό. Εγώ τον δικό μου πατέρα, δεν τον πρόλαβα…”.

Στην πτήση για Στοκχόλμη ένα κουβάρι οι σκέψεις μου. Κάποια στιγμή βυθίστηκα και είδα ένα παράξενο όνειρο. Ότι τάχα γίνονταν πόλεμος με τους Τούρκους και ‘γώ ήρθα αντιμέτωπος με τον μπάρμαν και είχα άγχος πριν σκοτωθούμε, να του πω και να με ακούσει μέσα στην αντάρα της μάχης πως δεν το ξέχασα… Το άναψα το κερί.

Με ξύπνησε απότομα ο θόρυβος του αεροπλάνου καθώς προσγειωνόταν στον παγωμένο διάδρομο του αεροδρομίου. Καθώς περίμενα στην σειρά για την αποβίβαση σκεφτόμουν όχι το όνειρο, αλλά αυτό που είχα από καιρό καταλάβει.

Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα παραμείνει ο άνθρωπος, μέχρι να μάθει και να γίνει “αλλιώς”…

Για τον σεισμό που μοιράστηκε η Ελλάδα με την Τουρκία ήταν να γράψω, μα πάλι ξαστόχησα.

artinews.

banner-article

Ροη ειδήσεων

Ο Λόμπο