Απόψεις Ιστορία

“Τα οδωνύμια μιας πόλης ως πηγή της τοπικής ιστορίας: η περίπτωση της Βέροιας (4)” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Όψεις της τοπικής ιστορίας

Τα οδωνύμια μιας πόλης ως πηγή της τοπικής ιστορίας και ως αφετηρία κριτικού προβληματισμού : η περίπτωση της Βέροιας

 Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

            Στα 1860, δηλαδή έξι χρόνια πριν από την ολοκληρωτική ανεξαρτησία της Ρουμανίας, συγκροτήθηκαν ελληνικές κοινότητες με πρωτοβουλία του ηγεμόνα Αλέξανδρου Κούζα. Οι ελληνικές αυτές κοινότητες συνένωσαν όλα αυτά τα ελληνικά στοιχεία… Τότε οι Ρουμάνοι δε χώνευαν τους Έλληνες, που είχαν την προστασία των φαναριωτών ηγεμόνων[1]. […]

            Στα 1889, όταν πήγα στη Ρουμανία, κυκλοφορούσαν στο Βουκουρέστι σε ελληνική γλώσσα δεκαπέντε περιοδικά και έντεκα εφημερίδες[2]. Στο λιμάνι της Κωστάντζας η κοινότητα είχε χίλιους Έλληνες. Η Βραΐλα στα 1889 είχε δέκα χιλιάδες Έλληνες και η ελληνική κοινότητα και ήταν η μεγαλύτερη από όλες τις ξένες κοινότητες, σε σημείο που να θεωρείται η Βραΐλα σαν ένα ελληνικό λιμάνι του Δούναβη, με εφοπλιστές Ποταμιάνους, πλοιάρχους Εμπειρίκους, με δύο ελληνικές αλευροβιομηχανίες αλλά και με φτωχολογιά Ελλήνων, που κατοικούσαν στα παραγκόσπιτα του Καράκιοϊ, που ήταν μαύρο από το κάρβουνο, που διακινούσαν για τα ατμόπλοια…[3] Πολλοί Έλληνες, που είχαν εγκατασταθεί εκεί και παντρεύτηκαν Ρουμάνες, ρίζωσαν για τα καλά, αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους και χάθηκαν για τον ελληνισμό. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γεώργιος Παϊκίδης, ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα μου…    

            Το καραβάνι που ταξιδεύαμε σταμάτησε σ’ ένα χάνι, που ήταν λίγο έξω από το Γιούργεβο, που απείχε σαράντα χιλιόμετρα από το Βουκουρέστι και τρία από το Δούναβη. Οι Ρουμάνοι του είχαν αλλάξει όνομα και το είπαν Giurgiu. Εκεί έστειλε ο θείος μου ένα αμάξι να με πάρουνε. Ήταν ένα λαντόνι που είχε χάμουρα κίτρινα σα χρυσά. Εκτός από το ρουμάνο αμαξά που ήξερε λίγα ελληνικά, ήταν και ένας Έλληνας που ήξερε καλά ρουμανικά. Με πήραν και φύγαμε και σε μια ώρα δρόμο με τ’ αμάξι, δηλαδή τρεις ώρες δρόμο με τα πόδια, φτάσαμε στο χωριό, που ήταν το τσιφλίκι του θείου μου. Εκεί τον πρώτο άνθρωπο δικό μου που είδα ήταν η γιαγιά μου η Πάικαινα Χιόνω, που μου φάνηκε πολύ γριά, καθώς τότε ήταν πάνω από εβδομήντα χρονών, με πρησμένα πόδια. Για να περπατήσει, τη σήκωναν δύο υπηρέτες, γιατί δεν μπορούσε ν’ ανέβει τα λίγα σκαλοπάτια από τον κήπο μέχρι το σπίτι…

Γιούργεβο

           Ο θείος μου, εγκατεστημένος στη Ρουμανία, όπου πήγε στα 1858, παντρεύτηκε μια μοναχοθυγατέρα ενός μεγάλου τσιφλικά και καθώς ήξερε καλά γράμματα και ήταν εργατικός, έγινε πολύ πλούσιος… Τα ρούχα του ήταν φράγκικα, φορούσε γραβάτα και πάντοτε καπέλο, το χειμώνα γούνινο σκούφο, και ρεπούμπλικα όταν πήγαινε με τα’  αμάξι στο Γιούργεβο, όπου είχε τα γραφεία του και όπου έγινε δήμαρχος. Όπως με είπε ο Λεωνίδας Παπασιώπης, που ήταν καθηγητής στη Ρουμανία μέχρι το 1945, υπήρχε και δρόμος στο Giurgiu με το όνομα Giorgie Paikides.

            Αφού έμεινα δύο εβδομάδες, τάχατις να ξεκουραστώ από το ταξίδι, εν Giurgiu΄εγώ γύριζα όλη μέρα στα χωράφια και τ’ αλώνια, αποφάσισε ο θείος μου – μια και στο Γιούργεβο δεν είχε ελληνικό σχολείο – να με στείλει σε ρουμάνικο, αφού πρώτα το καλοκαίρι θα έκανα μαθήματα με δάσκαλο. Εγώ τότε του είπα τα χαιρετίσματα από το δεσπότη Ευγένιο και την προσταγή του να μη μείνω μόνιμα στη Ρουμανία, όπως έμενε ο θείος μου. Ο Γώργιος Παϊκίδης τότε έσκυψε το κεφάλι, δάγκωσε λίγο το κάτω χείλι και δεν είπε τίποτα.

Κωστάντζα

            Σε λίγες μέρες μου είπε ότι πρέπει να μάθω τη γλώσσα του τόπου, για να συνεννοούμαι με τους ντόπιους, και να μάθω και αριθμητική, γιατί στην αριθμητική ήμουν καλός και τα ρουμάνικα είχα αρχίσει να τα καταλαβαίνω και να συνεννοούμαι με τους εργάτες του κτήματος. Έτσι σε λιγότερο από έξι μήνες έμαθα να μιλώ ρουμάνικα, να συνεννοούμαι αρκετά καλά, αλλά δεν έμαθα να γράφω, γιατί δεν είχα κανονικό δάσκαλο και οι Ρουμάνοι είχαν άλλο, μπερδεμένο αλφάβητο. Περνούσα αρκετές ώρες με τη γιαγιά τη Χιόνω, που με ρωτούσε για τον έναν και τον άλλο στην Κοζάνη, αλλά μέχρι τότε δε μιλούσε σε κανέναν και καθόταν αμίλητη στην καρέκλα της. Αυτή δεν είχε μάθει ούτε λέξη ρουμάνικη μέχρι που πέθανε! Ο θείος μου είχε τρία κορίτσια, τα δύο παντρεμένα, και οι γαμπροί με κοιτούσαν λοξά, νομίζοντας ότι θα πάρω ένα μέρος της περιουσίας του θείου μου, που αποφάσισε, μια και δεν ήμουν καλός στα γράμματα, να μάθω τις διάφορες δουλειές στις επιχειρήσεις. […]

            Ο θείος μου με μάθαινε πολλά πράγματα. Έτσι έμαθα για το ρουμάνικο καλαμπόκι, που ενώ στην Κοζάνη η κάθε ρίζα έβγαζε μια ρόκα, το ρουμάνικο έβγαζε τρεις ή τέσσερις, αλλά ήθελε πολύ πότισμα. Το στάρι τους έδινε περίπου εκατόν πενήντα οκάδες αλλά έφερναν σπόρο από την Ουγγαρία, όπου είχε γίνει αληθινή γεωργική επανάσταση με τους γεωπόνους και λένε ότι με το στάρι πλούτισαν οι Ούγγροι, ήθελαν δικό τους βασιλιά και τελικά πήραν για βασιλιά τη γυναίκα του αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας [= η Ελισάβετ της Αυστρίας, γνωστή και με το όνομα Σίσυ, που είχε δολοφονηθεί στη Γενεύη ένα χρόνο πριν, το 1898]…

Όλα τα μάθαινα, τα καταλάβαινα αλλά χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη στο θείο μου, που με υπομονή μ’ εξηγούσε το καθετί, αν και ήμουν δώδεκα χρονών. Εκείνο που δεν καταλάβαινε ο θείος μου κι εγώ ήταν, όταν βρέθηκε πετρέλαιο, καθώς έκαναν μια πιο βαθιά γεώτρηση, για να βρουν νερό για πότισμα. Όταν βρέθηκε το πετρέλαιο, ο θείος μου από πλούσιος έγινε δυο φορές πλουσιότερος αλλά έπεφτε σε βαθιά συλλογή, καθώς έβλεπε ότι με το πετρέλαιο χάνονταν χωράφια καλλιεργήσιμα. Ο τόπος βρωμούσε και ο θείος μου δεν ήθελε να χαλάσει το κτήμα. Είχαν διαφωνίες με τα κορίτσια και τους γαμπρούς του, που ήθελαν το εύκολο χρήμα από την άντληση του πετρελαίου. Τελικά, ένα μέρος του κτήματος χάθηκε, καθώς δόθηκε για τρία – τέσσερα πηγάδια πετρελαίου και τα χωράφια που ήταν ψηλά έμειναν για γεωργική παραγωγή.

            Οι διπλανοί μεγαλοτσιφλικάδες άνοιξαν περισσότερα πηγάδια πετρελαίου, έπαιρναν πολλά χρήματα που τα ξόδευαν στα καζίνα και στα καφέ – σαντάν με τραγουδίστριες και χορεύτριες που έφερναν τότε στο Βουκουρέστι από το Παρίσι, γι’ αυτό τότε λέγαν το Βουκουρέστι «Παρίσι των Βαλκανίων».

Βουκουρέστι

            Στα 1892 πέθανε στη Ρουμανία ο Κωνσταντίνος Ζάππας και η ρουμάνικη κυβέρνηση κατέσχεσε τη μεγάλη του περιουσία στη Ρουμανία, που, όπως έγραφε στη διαθήκη του, έπρεπε να σταλεί στην Ελλάδα, για να γίνουν σχολεία. Τότε διεκόπησαν οι σχέσεις της Ρουμανίας με την Ελλάδα, πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν φύγουν ή να γίνουν ρουμάνοι πολίτες. Τότε είχε φουντώσει και η ρουμάνικη προπαγάνδα, για να γίνουν οι Βλάχοι της Μακεδονίας Ρουμανόβλαχοι. Έτσι στα 1894 αποφασίστηκε να γυρίσω πίσω και περιμέναμε να έρθει πατέρας μου, ο Μήκας, να με πάρει στην Κοζάνη, γιατί ο δρόμος με τα καραβάνια από τη Βουλγαρία είχε κλείσει από τους κομιτατζήδες και επομένως έπρεπε να γυρίσω με πλοίο. Στο Βουκουρέστι πήγα αρκετές φορές, πάντοτε με το θείο μου και όταν πήγαινα ήταν Κυριακή, για να πάμε σε ελληνική εκκλησία να κοινωνήσω. Έτσι είδα πολλά από το Βουκουρέστι, θυμάμαι μεγάλα σπίτια με τέσσερα και πέντε πατώματα, φαρδείς δρόμους με δέντρα στα πλάγια. Ακόμα θυμάμαι την ελληνική εκκλησιά.

            Μια φορά με πήγε ο θείος μου στη Βραΐλα με πλοίο του Δούναβη και εκεί, καθώς ήμουν καλοντυμένος για την περίσταση, με πήγε σε Έλληνες, που είχαν ατμοκίνητο αλευρόμυλο, στους οποίους πουλούσαμε και εμείς στάρι από το κτήμα. […] Γυρίσαμε από τη Βραΐλα με αμάξι και στο δρόμο, κοντά στο Βουκουρέστι, είδα για πρώτη φορά αυτοκίνητο να τρέχει με μηχανή, χωρίς άλογα, και να περνά τα’ άλλα αμάξια. Ήταν το 1894, λίγο πριν γυρίσω από τη Ρουμανία.

Βράιλα

            Τα χρόνια, που πέρασα εκεί πέρα ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο, ήταν σα να πήγα σε πανεπιστήμιο, καθώς έμαθα τα πάντα για πολλά πράγματα. Το κυριότερο απ’  όλα ήταν ότι πήγα στη Ρουμανία σαν κοζανίτης υπήκοος του σουλτάνου και εκεί συνειδητοποίησα ότι ήμουν Έλληνας κι εγώ από τη Μακεδονία, τη σκλαβωμένη στους Τούρκους.

            Καθώς πέθανε η γιαγιά μου η Χιόνω, ήρθε από την Κοζάνη ο πατέρας μου ο Μήκας, άλλο που δεν ήθελε για ένα ακόμα ταξίδι στη Ρουμανία, να με πάρει πίσω στην Κοζάνη, για να μη με φάει η ξενιτιά και μαραζώσει η μάνα μου.

            Στο γυρισμό πήραμε από τη Βραΐλα καράβι με ρωσική σημαία αλλά με έλληνες ναύτες από την Κεφαλλονιά. Περάσαμε το Βόσπορο νύχτα και δεν είδα τίποτα από την Κωνσταντινούπολη, την πόλη του μαρμαρωμένου βασιλιά, που τώρα ήταν πρωτεύουσα του σουλτάνου. Δεν είδα την Αγιά Σοφιά ούτε τα παλάτια των σουλτάνων, καθώς εκείνη την ώρα κοιμόμουνα βαθιά.

            Καθώς ξημερώσαμε στα Δαρδανέλια, ρωτούσα να δω τους εφτά λόφους της Τροίας, για τους οποίους είχα μάθει ότι κάνουν ανασκαφές και βρήκαν το θησαυρό του Πριάμου [= ανακαλύφθηκε το 1873 από το Σλήμαν]. Δεν είδα τίποτε, αν και περίμενα να δω τα ψηλά τείχη της Τροίας.

Θεσσαλονίκη 1863. Η παλαιότερη σωζόμενη φωτογραφία της πόλης[4]

            Την άλλη μέρα περάσαμε ανάμεσα Θάσο και Καβάλα, όπου ποδίσαμε. Πάλι νύχτα περάσαμε ανοιχτά από τον Άθωνα, όπου ήταν πολλά μοναστήρια αλλά πάλι τίποτε δε φαινόταν. Έτσι φτάσαμε με πολύ καλό καιρό στη Σαλονίκη, που, όπως την είδα απότομα, καθώς το πλοίο πέρασε το Καραμπουρνού, μου φάνηκε σαν ονειρεμένη πόλη, με το Λευκό Πύργο στη θάλασσα και πάνω στην κορυφή του λόφου το κάστρο. Δε χόρταινα να τη θαυμάζω με τους μιναρέδες και τα καμπαναριά της ανακατωμένα. Με ψηλούς τρούλους, που λαμποκοπούσαν στον καλοκαιρινό ήλιο και πρόβαλαν πάνω από τα σπίτια της νύφης του Θερμαϊκού.

1895

            Ο δεσπότης Ευγένιος είχε πεθάνει και στη θέση του αρχικά ήρθε ο Κωνστάντιος, που ήταν παλιά δάσκαλος στην Κλεισούρα και αργότερα χειροτονήθηκε και ήταν το δεξί χέρι του δεσπότη. Έμεινε δύο χρόνια, τον μετέθεσε αλλού το πατριαρχείο και φέραν το Γεράσιμο. Ο κόσμος, υποκινούμενος από τους τσορμπατζήδες, δεν ήθελε το Γεράσιμο, που έμεινε δυο χρόνια, και από τις ταραχές και διαδηλώσεις ήθελε κι αυτός (όταν γύρισα το 1894 από τη Βλαχιά) να φύγει. Στις αποκριές του 1896 στα καρναβάλια και τους φανούς, καθώς λέγαν πάντοτε λόγια αισχρά, ο λαός τραγουδούσε:

                        Του Κωστάντιου το κόμμα

                        θέλει ένα σκατό στο στόμα

            Καρναβάλια γίνονταν τότε στην Κοζάνη και τα Θεοφάνεια [= ραγκουτσάρια]. Τότε ζώναν τα κουδούνια στη μέση και γύριζαν τις πόρτες κάνοντας φασαρία. Εγώ έζωσα πολλά κουδούνια, ως σαράντα οκάδες, και τα χτυπούσα κουνώντας τη μέση. Αυτοί που φορούσαν κουδούνια βάφονταν με μαύρη μπογιά σαν καλλικάντζαροι. Εμένα μ’ έβαψαν οι άλλοι αλλά είχα τότε ξανθό μαλλί και όλοι με καταλάβαιναν κάτω από το σκούφο, γιατί λίγα ήταν τα ξανθά παιδιά. Καθώς γιόρταζε η μάνα μου των Θεοφανείων κι εγώ είχα βαφτεί καλλικάντζαρος, θυμάμαι ότι έφαγα για τελευταία φορά ξύλο, επειδή γέμισα με μαυρίλες το σπίτι και περιμέναμε κόσμο για τη γιορτή. […]

            Σ’ ένα μήνα, στις 23 του Απρίλη 1895, του Αγίου Γεωργίου, πήγαμε ξανά με το θείο μου και τους άλλους εκεί απ’ όπου φαινόταν όλη η Πίνδος ανάμεσα στο Σινιάτσικο [= Άσκιον όρος] και το Μπούρινο. Μόλις βγήκε ο ήλιος, καθώς φυσούσε και ανοιξιάτικο αεράκι από την Πίνδο προς εμάς, ακούσαμε καθαρά τα κανόνια που βροντούσαν στην Κέρκυρα, εκατόν πενήντα χιλιόμετρα ευθεία γραμμή, για τη γιορτή του βασιλιά της Ελλάδος. Ακούγονταν αρκετά καθαρά και μετρήσαμε τέσσερις, πέντε, έξι, οχτώ κανονιές και όλοι μαζί άρχισαν να φωνάζουν «Ζήτω η Ελλάδα», «Ζήτω ο βασιλιάς Γεώργιος», «Ζήτω η επανάσταση» και γινόταν τέτοια φασαρία, που δεν άκουγες πια τα κανόνια. Όταν σταμάτησαν να φωνάζουν και ησύχασαν όλοι, ένας άρχισε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας, που όλοι τον ήξεραν εκτός από μένα. Καθώς ντρεπόμουν, για να μη με πάρουν χαμπάρι ότι δεν τραγουδούσα, εγώ άνοιγα το στόμα μου κάνοντας ότι τραγουδώ… Σα φτάσαμε σπίτι ό θείος μου με είπε χοντροκέφαλο, ότι τον έκανα ρεζίλι που δεν ήξερα τον εθνικό ύμνο και αμέσως κάθισε και μου τον έμαθε. Η μάνα μου με δικαιολόγησε στον αδελφό της λέγοντας ότι το παιδί ήταν στη Ρουμανία και δεν πήγε στο σχολείο στις τελευταίες τάξεις, γιατί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας τον μάθαιναν τα παιδιά της σκλαβωμένης Κοζάνης στις τελευταίες τάξεις του σχολείου. Εγώ μέχρι το βράδυ τραγουδούσα συνέχεια τον εθνικό ύμνο, που τον έμαθα στα δεκαέξι μου χρόνια… 

1905

            Το καλοκαίρι αυτό του 1905 έγινε απογραφή των πληθυσμών κατά εθνικότητες (μιλιέτια). Στην αρχή θέλαν να δηλώσουν ότι ήμασταν γκιαούρ Μουσλίμ αλλά εμείς επιμέναμε και δηλώσαμε όλοι στην Κοζάνη ως orthodoxe. Με την απογραφή όλοι οι Κοζανίτες γράφτηκαν με ελληνικά ονόματα. Έτσι το Μήκας έγινε Δημήτρης, το Λιόλιος έγινε Γιώργος, ο Νάνος είναι Γιάννης αλλά το Πάικος έμεινε Πάικος… Τον Ιούνιο έγινε στη Βέροια μεγάλη συγκέντρωση ορθόδοξου λαού εναντίον των βουλγαρικών θηριωδιών

1936

            Με τη δικτατορία του ο Μεταξάς είχε διατάξει τη χωροφυλακή να εφαρμόζει σκληρά τους νόμους. Έτσι εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το οκτάωρο των εργαζομένων. Αν ο χωροφύλακας έπαιρνε είδηση ότι ο εργοδότης κρατά σε εργαστήρι παπουτσιών, καπνών, ραφτάδικο, τους εργάτες πάνω από το οκτάωρο, πήγαινε τον εργοδότη στο αστυνομικό τμήμα για ένα βράδυ. Την άλλη μέρα το δικαστήριο, για πρώτη φορά, τον συγχωρούσε αλλά μόνο μια φορά. Οι εργάτες, που πληρώνονταν κάθε Σάββατο βράδυ, είχαν μάθει να εργάζονται πάνω από το οκτάωρο και λέγαν «Ας είναι μερα Σάββατο και ας έχει δέκα ώρες». Ένα τραγούδι που λέγαν στο ραμμάτιασμα των καπνών ήταν: «Σήμερα είναι Σάββατο, πληρώνονται οι εργάτες, τ’ αφεντικό και η κυρά, κοιτούνται σαν τις γάτες».

            Οι χωροφύλακες παρακολουθούσαν τα σπίτια που παίζαν χαρτιά. Έμπαινε ο χωροφύλακας στο σπίτι χωρίς ένταλμα, έβρισκε κόσμο και τραπέζι με πράσινη τσόχα. Έπαιρνε στο τμήμα τους καλοντυμένους κυρίους και κυρίες, φορτωμένους με το τραπέζι και τις τράπουλες, αφού τους περνούσε μέσα από την αγορά για ρεζιλίκι.

Ακόμα διέταξε ο Μεταξάς στο παζάρι να μιλούν μόνο ελληνικά. Απαγορεύτηκαν τα τούρκικα των προσφύγων και τα σλαβομακεδονικά, που μιλούσαν χωριάτες στα Καϊλάρια και στο Σόροβιτς [= Αμύνταιο]. Ειδικά για τα σλαβομακεδονικά ο χωροφύλακας τους έβαζε στο κρατητήριο. Όλα τα χωριά, που στο 1927 – 28 είχαν αλλάξει το τουρκικό όνομα σε ελληνικό, υποχρεώθηκαν να βάλουν ταμπέλες με ελληνικά καινούργια ονόματα, γιατί όλοι είχαν συνηθίσει και χρησιμοποιούσαν τα παλιά… 

Σημείωση Φαρέτρας: Μπορείτε να διαβάσετε τα άλλα μέρη κάνοντας κλικ στους αντίστοιχους αριθμούς  2  3 

Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α

 

  • Β. Γ. Αυδίκος, (1993) Η αποτύπωση των ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων στην ονοματοθεσία των οδών της Πρέβεζας, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, εκδ. Δήμου Πρέβεζας
  • Βέροια- Βυζαντινή πόλη, (1997) Εκδ. Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού Βέροιας
  • Θ. Γ. Γαβριηλίδης, (1999) Η Βέροια στους αιώνες, Βεργιώτικα (sic) σημειώματα, Βέροια
  • Β. Δημητριάδης, (1973) Η κεντρική και δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, εκδ. ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη
  • Γ. Ευδοκιμόδης, (1997) Ανατολικά του Βαρδάρη – Περιηγήσεις, Εφημερίδα «Το Βήμα», 26-1-1997
  • Ε Χ Κάρ, (1984) Τι είναι η ιστορία, (μτφρ Φρίντας Λιάππα) εκδ. Πλανήτης, Αθήνα
  • Α. Κυριακίδου – Νέστορος (1975) Λαογραφικά μελετήματα, εκδ, Ολκός, Αθήνα
  • Τ. Κωστόπουλος (2008) Η απαγορευμένη γλώσσα – Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική  Μακεδονία, Βιβλιόραμα, Αθήνα
  • Φ. Λαπατά (2002) Οι κόρες του νερού, Καστανιώτης, Αθήνα
  • Γ. Λεοντσίνης – Μ. Ρεπούση, (2001) Η τοπική ιστορία ως πεδίο σπουδής στο πλαίσιο της σχολικής ιστορίας, εκδ. ΟΕΔΒ, Αθήνα
  • Μ. Μερακλής, (1984) Ελληνική λαογραφία – Κοινωνική συγκρότηση, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα
  • Γ. Μίντσης,  (1997) Εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας, εκδ Ηρόδοτος, Αθήνα
  • Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου (1978) Οι βαλκανικοί λαοί – Από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση (14ος – 19ος αι.), Ιωάννινα
  • Β. Παναγιωτόπουλος, (1985) Αγροτική έξοδος και σχηματισμός της εργατικής δύναμης στην ελληνική πόλη, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας –   Νεοελληνική πόλη, Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος, Αθήνα – Ερμούπολη
  • Πάπυρος –  Λαρούς – Μπριτάνικα Εγκυκλοπαίδεια (1993), Αθήνα
  • Α. Πετρονώτης, (2002) Παλαιοί οικοδόμοι μαστόροι στο Βελεστίνο, Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου «Φέραι–Βελεστίνο–Ρήγας», Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης  Φερών–Βελεστίνου–Ρήγα, Αθήνα
  • Η. Πετρόπουλος, (1995) Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα
  • Γ. Πλουμίδης, (1981) Γεωγραφία της ιστορίας του νεοελληνικού χώρου, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών 151, εκδ. ΔΝ Καραβία, Αθήνα
  • Ι.Δ. Ράικος, (1970) Ιστορικοί περίπατοι στους δρόμους των Αθηνών, εκδ. Αστυνομικά Χρονικά, Αθήνα
  • Β. Ρόκκου, (1983) Συμβολή στη μελέτη της κοινωνίας του κτηνοτροφικού χωριού, Διδακτορική Διατριβή, Γιάννενα
  • Β. Ρόκκου, (1985) Η ορεινή πόλη της κτηνοτροφίας, πόλη της υπαίθρου. Τρία ηπειρωτικά παραδείγματα. Μοσχόπολη–Μέτσοβο–Συρράκο, εκδ.. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα
  • Ν. Σβορώνος (19859) Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, Αθήνα
  • Α. Ταμπάκη (2005) Το νεοελληνικό θέατρο (18ος – 19ος αι.) Ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Δίαυλος, Αθήνα
  • Π. Π. Τσούμης (1998) Ο Πάικος, Κοζάνη 1878 – 1958, Μυθιστορία, εκδ. Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, Κοζάνη

[1]               Το μεταρρυθμιστικό έργο του Κούζα συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του σύγχρονου ρουμανικού κράτους μετά την εθνική αποκατάσταση και τη συνένωση της Βλαχίας με τη Μολδαβία σε βασίλειο το 1866. Πρβλ. σχετικά Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου (1978, 173 κε). Είναι αξιοσημείωτη η ιστορική ευθυκρισία, με την οποία διατυπώνει τις εκτιμήσεις του εδώ ο Πάικος.

[2]               Για το πνευματικό κλίμα καθώς και την εκκόλαψη της σκηνικής εμπειρίας στο Βουκουρέστι, το Ιάσιο και τα άλλα αστικά κέντρα των παραδουνάβιων ηγεμονιών  κατά το 18ο και 19ο αι. βλ. Ταμπάκη (2005, 134 κε).

[3]               Πρβλ. το μυθιστόρημα της Φιλομήλας Λαπατά (2002) «Οι κόρες του νερού» (Καστανιώτης, Αθήνα).

[4]              Πρβλ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Έκθεση στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μ.Ι.Ε.Τ, Βίλα Καπαντζή, Θεσσαλονίκη Απρίλιος 2014

banner-article

Ροη ειδήσεων