Απόψεις Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα

“Τα οδωνύμια μιας πόλης ως πηγή της τοπικής ιστορίας: η περίπτωση της Βέροιας (2)” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Όψεις της τοπικής ιστορίας 

Τα οδωνύμια μιας πόλης ως πηγή της τοπικής ιστορίας και ως αφετηρία κριτικού προβληματισμού : η περίπτωση της Βέροιας[2]

Παρατηρήσεις και διαπιστώσεις

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Η Βέροια είναι μία από τις αρχαιότερες πόλεις του ελλαδικού χώρου με συνεχή κατοίκηση in situ στην ιστορική της πορεία. Το άφθονο επιγραφικό υλικό (με αναφορές στο ρόλο της πόλης ως διοικητικού και θρησκευτικού κέντρου, ιδίως κατά την ελληνιστική εποχή και την πρώιμη ρωμαιοκρατία – Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας), οι ιστορικές και φιλολογικές μαρτυρίες (Όμηρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Πολύβιος, Τίτος Λίβιος), τα διασωθέντα μεσαιωνικά χειρόγραφα, η καλλιτεχνική δημιουργία (η σπουδαιότερη έκφανσή της αποτυπώνεται στα μνημεία της αρχαιότητας και προπαντός στους ιστορημένους, χριστιανικούς ναούς κυρίως της υστεροβυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου), η αξιοπρόσεχτη λαϊκή και αστική αρχιτεκτονική από την εποχή της Τουρκοκρατίας (όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τα κατάλοιπα της, τα οποία επιβιώνουν σήμερα αναπαλαιωμένα), οι αρχειακές πηγές (το τοπικό Ιστορικό Αρχείο θεωρείται από τα πιο πλούσια και ενδιαφέροντα στις αναφορές του), όλα αυτά πιστοποιούν τη συγκεκριμένη εκτίμηση. Η Βέροια υπήρξε ανέκαθεν εύρωστο αστικό κέντρο. Τα εύφορα εδάφη, η φυσικά οχυρή της θέση, το ευπρόσιτο territorium, που ευνοεί τη συγκοινωνιακή της γεωγραφία και η γειτνίαση με τη Θεσσαλονίκη διαμόρφωσαν την αστική φυσιογνωμία της πόλης, επέτρεψαν τις μετακινήσεις και εγκαταστάσεις πληθυσμών και συντέλεσαν – ιδίως κατά τους νεότερους χρόνους – στη δημιουργία μίας πολυπολιτισμικής κοινότητας  με ευδιάκριτες τις κοινωνικές ιεραρχήσεις. Η πληθυσμιακή πανσπερμία αποτυπώνεται σαφώς στη φυλετική γεωγραφία της πόλης: γηγενείς κάτοικοι, επείσακτοι πληθυσμοί κυρίως από τις περιοχές της δυτικής Μακεδονίας, ισχυρό προσφυγικό στοιχείο που ζυμώθηκε με τους εντόπιους πληθυσμούς και εμπλούτισε την οικονομική, την κοινωνική και πολιτισμική δραστηριότητα της πόλης (Πόντιοι, Μικρασιάτες, Καραμανλήδες, Θρακιώτες), Βλάχοι, Εβραίοι και μικρότερες ομαδώσεις (πχ Αρβανίτες) με ευδιάκριτη όμως παρουσία. Ασφαλώς οι ποικίλες εθιμικές εκδηλώσεις – έστω και με τη μορφή του folklore, της τεχνητής δηλαδή αναβίωσης του παραδοσιακού πολιτισμού – που λαμβάνουν χώρα σε τακτά διαστήματα ετησίως, οι πολυάριθμοι σύλλογοι τοπικού χαρακτήρα (πχ των Κρητικών, των Γρεβενιωτών κά), η σταθερά εναλλασσόμενη παρουσία των δημοσίων λειτουργών σηματοδοτούν το ενεργό γίγνεσθαι της πόλης σε συνάφεια με τη διαχρονική της οντότητα. Σήμερα, ακολουθώντας τα δεδομένα που καθορίζουν οι οικονομικοί συσχετισμοί και οι πολιτικές επιλογές του νεοελληνικού κράτους, η Βέροια  είναι ένα αστικό κέντρο μεσαίας δυναμικής, με ήπιους ρυθμούς ανάπτυξης, θεμελιωμένους κατεξοχήν στις προοπτικές και τα ενδεχόμενα της αγροτικής οικονομίας.

         Η ονοματοθεσία των οδών, ως γενικό αξίωμα, απηχεί σαφείς ιδεολογικές επιλογές και από κάθε άποψη είναι ενδιαφέρουσα πηγή για την ιστορική διαδρομή κάθε πόλης και αφετηρία κριτικού προβληματισμού. Τα πορίσματα είναι πάντοτε ενδιαφέροντα σε επίπεδο και της ιστορικής γεωγραφίας αλλά και της ιστορίας των νοοτροπιών. Στην περίπτωση της Βέροιας – ενδεχομένως και στις λοιπές ελληνικές πόλεις, μεγαλύτερες ή μικρότερες – η αριθμητική υπεροχή των προσώπων στα οδωνύμια είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή. Τα ονόματα των προσώπων επικρατούν σε ποσοστό σχεδόν 70%, δηλαδή σε αναλογία υπερδιπλάσια με τις οδοσημάνσεις του χώρου και πολλαπλάσια με εκείνες του χρόνου. Είναι προφανής η τάση να τιμηθούν πρόσωπα με αξιοσημείωτη παρουσία και δραστηριότητα σε όλες τις περιόδους του ιστορικού βίου. Η συγκεκριμένη επισήμανση αφορά και στην ελληνική ιστορία συνολικά και στην τοπική ιστορία ειδικότερα (πρόσωπα – φορείς  δράσης σε τοπικό επίπεδο). Η προσωποποίηση της ιστορικής δυναμικής δύναται να νοηθεί μάλλον ως απότοκο της επίδρασης που εξακολουθεί να ασκεί ο ιστορικός θετικισμός του  Leopold von Ranke και των επιγόνων του (Chatelet, Παπαρρηγόπουλος). Η κυρίαρχη αντίληψη της παραδοσιακής ιστοριογραφίας για την ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι είναι σημαντική και στην ονοματοθεσία. Προτάσσεται ο ρόλος των ηγετών στη διαμόρφωση της ιστορικής φυσιογνωμίας κάθε εποχής. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης η προβολή των προσώπων στα οδωνύμια απορρέει από την αναγκαιότητα προβολής προτύπων. Αφηρημένες συμπεριφορές προσωποποιούνται, μετατρέπονται σε πρακτικές δράσης και αξίες ζωής αναγνωρίσιμες και αναγνώσιμες, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση υγιούς νοοτροπίας. Η επιλογή αυτή είναι πολιτικό ζήτημα αλλά και ζητούμενο. Σε αυτήν την εκδοχή ερμηνείας η ονοματοθεσία συνάδει με το κοινό αίσθημα της ιστορικής αυτοσυνειδησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα αυταρχικά καθεστώτα – από την περίοδο του Οκταβιανού έως και την εποχή του Τσαουσέσκου στη μεταπολεμική Ρουμανία – εξαναγκάζουν, με την  επενέργεια ενός απόλυτου προπαγανδιστικού μηχανισμού, σε μετονομασίες, χρησιμοποιούν ως επιχείρημα την damnatio memoriae (καταδίκη της ιστορικής μνήμης) και μοιραία προκαλούν την ιστορική λήθη.

         Η Βέροια έχει προβληθεί τις τελευταίες δεκαετίες ως βυζαντινή πόλη – και όχι άδικα. Άλλωστε αυτό είναι και το βασικό μότο που υποδέχεται τους επισκέπτες, αναγεγραμμένο σε πινακίδες στην είσοδο της πόλης. Τα μνημεία όλων των φάσεων της βυζαντινής τέχνης – ιδίως της ύστερης και της μεταβυζαντινής περιόδου – αφθονούν. Ωστόσο το μεσαιωνικό στοιχείο σε επίπεδο χωροχρόνου και προσώπων στην ονοματοθεσία παρουσιάζεται μάλλον υποτονικό, αν όχι υποβαθμισμένο. Αντιπροσωπεύει ένα ποσοστό χαμηλότερο του 6%. Αντιθέτως, τα ονόματα περιοχών και προσώπων, που συνδέονται με το μύθο και την ελληνική αρχαιότητα υπερτερούν σημαντικά (σε ποσοστό 30,6% επί του συνόλου των οδωνυμίων).  Το ιδεολόγημα για αρραγή συνέχεια του ελληνισμού, όπως εμπνεύστηκε και καθιερώθηκε την εποχή του νεοελληνικού διαφωτισμού και οδήγησε σε υπερβάλλουσα αρχαιοπρέπεια και προγονοπληξία, είναι γνωστό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως αυτό το ενδεχόμενο ελέγχεται, καθώς είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι οι οδοί, στις οποίες δόθηκαν αρχαία ονόματα, δημιουργήθηκαν σε νεόδμητες συνοικίες της πόλης (με «ζωή» μικρότερη της εικοσαετίας). Πιθανόν μία τάση εθνικού νεορομαντισμού να είναι ανιχνεύσιμη εδώ.

         Το νεοελληνικό στοιχείο κυριαρχεί. Εκτός από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, τα περισσότερα οδωνύμια είναι αφιερωμένα σε δύο γεγονότα καίριας σημασίας, ιδίως για μία πόλη της Μακεδονίας: στο Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αναμφίβολα, τα ονόματα πανελλήνιας εμβέλειας επικρατούν αλλά είναι αξιοσημείωτη και η παρουσία του τοπικού παράγοντα. Αντιμετωπίζεται με σεβασμό και αναγνωρίζεται η προσφορά των αγωνιστών, που κατάγονταν από τη Βέροια και την καταξίωσαν με τη δράση τους. Ομοίως επιλέγονται αρκετά ονόματα που καταγράφουν την ιστορική περιπέτεια του ελληνισμού αλλά και της πόλης κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης. Η ονοματοθεσία σε σχέση με το χρόνο παρουσιάζει εδώ και τη μεγαλύτερη αντιπροσώπευση. Τα προσωπωνύμια της περιόδου 1940-44 εμφανίζονται σε περιοχές της πόλης νεόχτιστες και πάντως όχι με παρουσία μακρότερη της εικοσαετίας. Αντικατοπτρίζεται σε αυτήν την περίπτωση ο ιδεολογικός προσανατολισμός της πολιτικής εξουσίας και η νοηματοδότηση των κριτηρίων στην ιστορική αξιολόγηση. Γενικότερα, στην ονοματοθεσία των οδών μίας πόλης καταγράφεται ανάγλυφα η πολιτική βούληση και οι ιδεολογικές προσλαμβάνουσες που κατά προτεραιότητα ενεργοποιούνται σε κάθε εποχή. Σηματοδοτείται, επομένως, ιστορικά η περιπέτεια των ιδεών, η επιλογή της εκάστοτε εξουσίας να τιμήσει ή και να παραγκωνίσει γεγονότα και πρόσωπα, που έδρασαν στο ιστορικό προσκήνιο. Σε κάθε ιστορική φάση  μεσαίας ή μικρής διάρκειας είναι εμφανής η τάση για σήμανση του χώρου με κριτήρια άλλοτε πιο συντηρητικά και ουδέτερα (ή εξουδετερωμένα) και άλλοτε πιο επιθετικά και προοδευτικά με την προβολή ονομάτων αιχμής. Συνακόλουθα ανιχνεύονται και πολιτικές «μόδες», ενώ δεν είναι σπάνιο να εμφιλοχωρούν και κριτήρια πολιτικού λαϊκισμού, με πρόσχημα τη στρεβλή αντίληψη περί ικανοποίησης του λαϊκού αισθήματος. Κατ’ ανάλογο τρόπο παρατηρούμε ότι ο αγώνας και η τραγωδία του κυπριακού ελληνισμού σημαίνεται στην ονοματοθεσία. Αναμφισβήτητα το ενδιαφέρον εστιάζεται και στις χαμένες πατρίδες, όχι μόνο στα οδωνύμια που προβάλλουν το χώρο αλλά και τα πρόσωπα. Ιδίως σε σχέση με τον ποντιακό ελληνισμό, διαπιστώνεται ότι επιλέγονται πρόσωπα, τα οποία διαδραμάτισαν ρόλο σημαντικό στις εξελίξεις. Είναι θεμιτό το γεγονός ότι γνωστοποιείται η δράση αυτών των προσώπων στις επερχόμενες γενιές, επειδή ακριβώς η γνώση είναι περιορισμένη. Άλλωστε οι μαθητές διδάσκονται κατά βάση νεότερη και σύγχρονη ελλαδική ιστορία, ενώ η παράλληλη νεοελληνική ιστορία της διασποράς δεν παρουσιάζεται και παραμένει σχετικώς άγνωστη.

         Η ανάδειξη του τοπικού στοιχείου αποτελεί μία ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρο. Το ποσοστό δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό, κρίνεται όμως αρκετά αντιπροσωπευτικό. Αν συμπεριληφθούν και τα ονόματα οδών που είναι αφιερωμένα σε άγνωστα πρόσωπα, τα οποία και καταμετρούνται, τότε η προβολή του τοπικού παράγοντα ενισχύεται. Είναι σαφής η πρόθεση να τιμηθούν πρόσωπα με δράση στην τοπική κοινωνία κατά την εμπόλεμη αλλά και την ειρηνική περίοδο. Αναγνωρίζεται η ανάγκη να προβληθεί το τοπικό στοιχείο, να τιμηθεί η προσφορά του και να συνδεθεί με τα δρώμενα της νεοελληνικής ιστορίας συνολικά. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να διερευνηθούν τα κριτήρια επιλογής με γνώμονα τις μαρτυρίες των αρχείων (πχ πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, δράση και προτάσεις τοπικών Συλλόγων κά)[1]. Πολλά από τα ονόματα αυτά διατηρούνται ως οικογενειακά επώνυμα στη σύγχρονη κοινωνία της Βέροιας δηλώνοντας σχέσεις κατιούσας συγγένειας. Λειτουργούν ως πρότυπα στον τοπικό πληθυσμό και προπαντός η εμβέλεια της τοπικής ιστορίας διευρύνεται.

  Η τοπική κοινωνία αναγνωρίζει την προσφορά των πνευματικών ανθρώπων και των καλλιτεχνών. Αποτίνει μάλιστα φόρο τιμής σε όσα πρόσωπα σηματοδοτούν την πνευματική ιστορία της πόλης διαχρονικά (πχ ο Ιωάννης Κωττούνιος ή ο Δημήτριος Βικέλας). Αντιστοίχως, οι ευεργέτες και οι δωρητές – θεμελιωτές πνευματικών ιδρυμάτων, βιβλιοθηκών κά αντιπροσωπεύονται ικανοποιητικά. Η παρουσία προσωπικοτήτων των γραμμάτων και της τέχνης στα οδωνύμια της πόλης σε ένα ποσοστό 7,4% είναι ενθαρρυντική. Αντανακλά τις ιδεολογικές ζυμώσεις ως προς τα κριτήρια επιλογής και την κουλτούρα της τοπικής κοινωνίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι και οι προσωποποιημένες έννοιες αποτελούν μία  ενδιαφέρουσα απεικόνιση στην ονοματοθεσία. Συσχετίζονται με ιστορικά γεγονότα ως αφηρημένη εξεικόνισή τους (πχ δημοκρατία, δόξα κλπ) ή απλώς ως ανθρώπινες προσδοκίες και αξίες (πχ ευτυχία, αρετή κτό). Εάν έχει σημασία η ταξική ταυτότητα της ονοματοθεσίας, τότε είναι ενδεικτικό ότι αυτά τα ονόματα συσσωρεύονται στην περιοχή, όπου έχουν εγκαθιδρυθεί οι εργατικές κατοικίες της πόλης.

   Ο χώρος αντιπροσωπεύεται στην καταχώριση των οδωνυμίων σε ποσοστό 28,7%. Ειδικότερα οι ονομασίες οδών με περιοχές τοπικής σημασίας εγγράφονται στο 4,1%. Είναι χαρακτηριστικό ότι μνημονεύονται περιοχές, οι οποίες συνδέονται με ιστορικά γεγονότα, πολιτικές πραγματικότητες ή παρεμφερή δρώμενα. Συνεπώς πρόκειται για ονοματοθεσία χωροχρονικής συνάφειας. Στις επαρχιακές πόλεις κυρίως, η σύνδεση με το χώρο αποτελεί κοινό τόπο στην επιλογή ονομάτων. Τα «σημάδια του τόπου» είναι εμφανέστερα στις οδούς με ονόματα αγίων, στη μνήμη των οποίων είναι αφιερωμένες και οι ομώνυμες εκκλησίες της περιοχής. Συχνά τα οδωνύμια εξυπηρετούν ανάγκες προσανατολισμού στην πόλη και αποκτούν χωροταξική σημασία. Καθίστανται σημεία αναφοράς για την παρουσία δημόσιων κτιρίων και ιδρυμάτων, έχουν λειτουργική σημασία για τον επισκέπτη της πόλης και διασώζουν ιστορικές αναφορές για τη χωροσήμανση[2]. Τα τοπωνύμια και τα προσωπωνύμια, τα οποία σχετίζονται με τις χαμένες πατρίδες κυρίως επιχωριάζουν σε περιοχές που ιδρύθηκαν οι πρώτοι προσφυγικοί συνοικισμοί της πόλεις μετά την καταστροφή του 1922. Τέλος, η πόλη της Βέροιας δεν πέρασε ποτέ στο στάδιο της συστηματικής εκβιομηχάνισης (όπως συνέβη πχ με τη γειτονική Νάουσα) και παρέμεινε ως βάση της οικονομικής ανάπτυξης και της παραγωγικής διαδικασίας η αγροτική δραστηριότητα – ακόμη και με τη μορφή της βιομηχανικής κατεργασίας και συσκευασίας των γεωργικών προϊόντων. Συνεπώς εμφανίζονται ονόματα οδών, τα οποία παραπέμπουν στον αγροτικό χώρο και χρόνο.

—————————————–

[1]               Πρβλ. Β Κ Δαλκαβούκη, Τα οδωνύμια της Βέροιας – Προσεγγίσεις στη φυσιογνωμία μιας επαρχιακής πρωτεύουσας στη μεταπολεμική περίοδο, Πολιτιστικά Δρώμενα, αριθμ. έκδ. 32, Βέροια 2004. Ο συγγραφέας πραγματεύεται διεξοδικά τις προδιαγραφές ονοματοθεσίας στους δρόμους της πόλης κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Καταγράφει συστηματικά τις πληροφορίες του αρχειακού υλικού επιχειρώντας την ερμηνευτική τους αξιολόγηση με κριτήρια ιστορικής δεοντολογίας.

[2]               Επί παραδείγματι η κατασκευή του Δημαρχείου της Βέροιας τοποθετείται στην όψιμη τουρκοκρατία. Συγκεκριμένα παραδόθηκε αποπερατωμένο το 1906, προς το τέλος της τουρκικής κατοχής στην πόλη. Το κτίριο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη από τη Θεσσαλονίκη εγκαινιάστηκε το 1908, παρουσίᾳ των επίσημων οθωμανικών αρχών. Στη θέση του παλαιότερα σωζόταν ημικατεστραμμένο το ιερό της ιεράς μονής του 14ου αιώνα, αφιερωμένης στον Άγιο Νικόλαο Σφραντζή. Πρόκειται για μία περίοδο πολλαπλών ανακατατάξεων στο παρακμασμένο τουρκικό κράτος. Η Οθωμανική αυτοκρατορία επιχειρεί – κάπως αδόκιμα – να εκσυγχρονιστεί και να παρουσιάσει ένα νέο αισθητικό προφίλ, εφάμιλλο με εκείνο πολλών ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Σε αυτήν την απόπειρα αστικού «εξευρωπαϊσμού» εμπίπτουν και πρωτοβουλίες, που μεταμόρφωσαν δραματικά την όψη της Θεσσαλονίκης, κατά το ίδιο διάστημα: επέκταση και διαπλάτυνση της λεωφόρου Χαμιδιέ (ιστορική Εγνατία Οδός), γκρέμισμα των θαλάσσιων τειχών της πόλης (σημ. Οδός Νίκης) και τοποθέτηση της μαρμάρινης κρήνης (Σιντριβάνι) στο σημερινό χώρο της Διεθνούς Έκθεσης. Ο μεσαιωνικός χαρακτήρας της πόλης αισθητά αλλοιώθηκε. Αντιστοίχως ο ιταλός αρχιτέκτονας Βιταλιάνο Ποζέλι θα προσδώσει έναν τόνο μορφικής εναλλακτικότητας με κατασκευές υβριδικού νεοκλασικισμού (πχ το κτίριο του σημερινού Υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης). Στη Βέροια σε σχέδιο του Ποζέλι σώζεται η οικία Βλαχογιάννη – σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Τέλος, όσον αφορά τη σύγχρονη ρυμοτομία της πόλης της Βέροιας σε σχέση με την ομόλογη χωροταξία του ιπποδάμειου συστήματος κατά την αρχαιότητα βλ. το πρόσφατο και πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Δημήτρη Μάρτου στα «Πολιτιστικά Δρώμενα», Τεύχος 50, ISSN 11065354.

Αυτό που παραμένει εντυπωσιακό για το σύγχρονο επισκέπτη της πόλης είναι η αρμονική συνύπαρξη οικοδομημάτων από όλες τις κουλτούρες και τις εποχές. Τα δημόσια αυτά κτίρια, όντας ανθρώπων έργα, «συνομιλούν» μεταξύ τους και πιστοποιούν βιωμένη πολυπολιτισμικότητα. Επί παραδείγματι, σε ακτίνα μικρότερη του χιλιομέτρου μέσα στην πόλη, βρίσκονται, σχεδόν δίπλα το ένα στο άλλο, το χριστιανικό Βήμα του Απόστολου Παύλου, το οθωμανικό ιεροδιδασκαλείο (Μεντρεσέ Τζαμί), η Μητρόπολη του 11ου αιώνα και το κτίριο της εβραϊκής συναγωγής (Χάβρα). Μεταξύ άλλων το υλικό αυτό αξιοποιήθηκε στη διδακτική πράξη αργότερα, για την υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού project με τίτλο: «Διαχρονική ανάγνωση του αστικού χώρου – Προσεγγίζοντας την τοπική ιστορία της Βέροιας» (5ο Γενικό Λύκειο Βέροια, Σχολικός Έτος 2011 – 12). Πρβλ:

https://drive.google.com/file/d/1f5WOVKRQeclC6vdB23V7EoUxGj3dLUbS/view?usp=sharing αλλά και

https://drive.google.com/file/d/1JEfrrqLy3Sfbnf4sMUHQ-Gk7vK3FtaLH/view?usp=sharing

Σημείωση Φαρέτρας: Το 3ο  από τα τέσσερα μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου      

 Μπορείτε να διαβάσετε τα άλλα μέρη κάνοντας κλικ στους αντίστοιχους αριθμούς   3  4

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας