Όρβηλος: Ανηφορίζοντας τον ορεινό όγκο για τον “Τσολιά” των συνόρων

Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
———–
‘‘Στα βουνά που ορειβατούμε αναπνέουμε τον αέρα τους, αισθανόμαστε απελευθερωμένοι από την άχαρη καθημερινότητα, ζούμε το κάθε τι που αυτά κρύβουν στον ορεινό τους όγκο και βιώνουμε όλες τις εκπλήξεις που αυτά μας επιφυλάσσουν.
Αυτός είναι ο κόσμος μας και όταν βρεθούμε στις κορυφές τους…τότε είναι η μοναδική στιγμή που όλος ο υπόλοιπος απλώνεται κάτω από τα πόδια μας.’’
Μάης μήνας.
Ξημέρωνε Κυριακή.
Στο ημερολόγιο έγραφε: 11-05-2025.
Συγκεντρωθήκαμε εμείς ‘‘ΟΙ ΟΡΕΣΙΒΙΟΙ’’, μία παρέα φίλων ορειβατών από Βέροια, στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης με σκοπό να αναχωρήσουμε για την καθιερωμένη κυριακάτικη εξόρμησή μας στο βουνό της επιλογής μας.
Έτοιμοι να βρεθούμε εκεί που θα ζούσαμε άλλη μια περιπέτεια, θα βιώναμε άλλη μία εμπειρία την οποία θα προσθέταμε, στην ολοκλήρωση του σκοπού μας, στο «ορειβατικό βιογραφικό μας».
Το πρόγραμμα της κυριακάτικης δραστηριότητάς μας προέβλεπε: «Ανάβαση στην κορυφή ‘‘Τσολιάς’’ του βουνού Όρβηλος, ξεκινώντας από το ρέμα ‘‘Κοιμισμένο’’ που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το χωριό Αχλαδοχώρι Ν. Σερρών» (φωτ. 1 [παλιότερη]).
Η επιλογή του πιο πάνω ορεινού όγκου προέκυψε μετά από «έρευνα», την οποία είχε αναλάβει εδώ και μέρες ο Μπάμπης (Χαράλαμπος Παπαδόπουλος), ο συντονιστής και…«μετεωρολόγος»…της παρέας μας.
Η έρευνα αυτή αποδείχτηκε απαραίτητη, γιατί σε ολόκληρο σχεδόν τον Ελλαδικό χώρο ο καιρός, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ε.Μ.Υ., θα ’ταν άστατος με σημάδια επιδείνωσης στις περισσότερες περιοχές της χώρας.
Παρακολουθώντας, ιντερνετικά, τις μεταβολές των καιρικών συνθηκών από περιοχή σε περιοχή και μελετώντας εκείνες που προβλέπονταν για τη μέρα της Κυριακής, κατέληξε στον ορεινό όγκο του βορειοανατολικού τμήματος του Νομού Σερρών, που βρίσκεται κοντά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, εκεί δηλαδή που οι προγνώσεις της Μετεωρολογικής «έδειχναν» κάπως καλύτερες συνθήκες.
Η επιλογή του, μεταξύ άλλων δύο βουνών που είχαμε στο μυαλό μας, μάς βρήκε σύμφωνους.
Σύμφωνους μάς βρήκε και η πρότασή του να ξεκινήσουμε την ανάβασή μας από το πιο «παρεξηγημένο», το λιγότερο επιλέξιμο από τους ορειβάτες, σημείο εκκίνησης…εκείνο δηλαδή από το ‘‘Ρέμα Κοιμισμένο’’ που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το χωριό Αχλαδοχώρι Σερρών.
[ Για την ενημέρωση: υπάρχει και άλλη μία διαδρομή ανάβασης για τις ψηλότερες κορυφές του ορεινού όγκου, η περισσότερο επιλέξιμη, εκείνη δηλαδή που ξεκινά από το ‘‘Βαθύρεμα’’, τη ρεματιά που βρίσκεται έξω από τον οικισμό Κατάφυτο.]
Τα ρολόγια δείχνανε 04.45΄ π.μ..
Όλοι μας ήμασταν συνεπείς στην ώρα μας και έτοιμοι να ξεκινήσουμε να παραβγούμε με το βουνό και να αντιμετωπίσουμε τις όποιες αντιξοότητες..
Έξω το απόλυτο σκοτάδι.
Η πρωινή ψυχρούλα ανεκτή, η θερμοκρασία κοντά στους 15ο Κ.
Δεν χρειάστηκε να καθυστερήσουμε περισσότερο, έπρεπε να εκμεταλλευτούμε το κάθε λεπτό.
Φορτώσαμε τα σακίδιά μας στα τζιπ και φύγαμε.
Η Βέροια ακόμη κοιμόταν.
Το οδικό ταξίδι μας στο τμήμα της Εγνατίας Οδού: «Βέροια-Θεσσαλονίκη» γινόταν με σκοτάδι.
Καθ’ οδόν έβρεχε και οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν στο φουλ.
Μπαίνοντας στην «Ε79» με κατεύθυνση προς Προμαχώνα το σκοτάδι άρχισε να υποχωρεί, το ίδιο και η βροχή.
Όλα στα γύρω τοπία άρχιζαν να σχηματίζονται, να παίρνουν μορφή, και να χρωματίζονται με το πρώτο φως της μέρας.
Βλέπαμε, επιτέλους, αρκετά πιο πέρα από τα φώτα των προβολέων του τζιπ.
Στους ορεινούς όγκους του Νομού Σερρών, που αντικρίζαμε μπροστά μας, και στα ψηλότερα τμήματά τους τα σύννεφα αλλού πυκνά και σε κάποιους άλλους αραιά.
Το Μπέλλες από τη μιά και ο Όρβηλος από την άλλη.
Με αυτές τις εικόνες και με τη συζήτηση δεν καταλαβαίναμε πως περνούσαν τα λεπτά του δίωρου και πλέον οδικού ταξιδιού μας.
Πολύ πιο πριν τη Συνοριακή Διέλευση: «Προμαχώνας – Κουλατα» βγήκαμε από την «Ε79» και κατευθυνθήκαμε προς το Σιδηρόκαστρο.
Δεν περάσαμε μέσα από την κωμόπολη με τον απόκρημνο γρανιτένιο βράχο «Ισσάρι», στην κορυφή του οποίου δεσπόζει το βυζαντινό Κάστρο στο οποίο οφείλει την ονομασία του (σιδηρό κάστρο).
Αλλά, πήραμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στο Αχλαδοχώρι.
Ο δρόμος στενός και με πολλά στροφηλίκια.
Περνά δίπλα ακριβώς από τα μονοπάτια «Ε4» και «Ε6», καθώς και τον ποταμό «Κρουσοβίτης» με τα τρεχούμενα νερά του να κυλάνε αντίθετα με την πορεία μας.
Τον πιο πάνω ποταμό τον βλέπαμε στο μεγαλύτερο κομμάτι της οδικής διαδρομής μας.
Κάποια στιγμή τη ματιά μας την «τράβηξαν», σαν μαγνήτες, οι δεκάδες εσοχές στους γκριζωπούς απότομους βράχους.
Αριστερά και δεξιά του ασφαλτόδρομου βλέπαμε τις λογής-λογής σπηλιές διάφορων σχηματισμών και βαθουλωμάτων.
Τις σπηλιές αυτές εάν τις επισκεφτεί κανείς θα διαπιστώσει πως έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπινο χέρι (φωτ. 2 και 3, [παλαιότερες]).
Από κάποια σημεία του δρόμου καταφέρναμε να δούμε τμήματα του ορεινού όγκου των συνόρων, του Όρβηλου, που χωρίζει την Ελλάδα από τη Βουλγαρία.
Η κορυφογραμμή του «κρυμμένη» πίσω από την γκριζωπή…κουρτίνα…δεν διακρινόταν και οι κορυφές της, που δεν φαίνονταν, μάς δίνανε την εντύπωση ότι έχουν «τρυπήσει» και είχαν «μπει» μέσα στα γεμάτα βροχή σκουρόχρωμα σύννεφα που ολοένα απομακρύνονταν.
Χρειαστήκαμε 20 χιλιόμετρα οδικής πορείας από το Σιδηρόκαστρο για να φτάσουμε στο Αχλαδοχώρι Ν. Σερρών με την εκκλησία του Προφ. Ηλία, που κτίστηκε το 1870 στην κορυφή ενός λόφου, να δεσπόζει στο κέντρο του χωριού των περίπου 600 μονίμων κατοίκων.
Περάσαμε μέσα από τους δρόμους του και πριν βγούμε από το ορεινό χωριό, που μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κρούσοβο, αφήσαμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς το Καρυδοχώρι και μπήκαμε στον αμέσως πρώτο χωμάτινο, που συναντήσαμε στα αριστερά μας.
Ο αγροτικός χωματόδρομος έτσι και έτσι μετά τις βροχές.
Σε πολλά τμήματά του ήθελε προσοχή στο οδικό πέρασμά του.
Γύρω μας τα αγροτοχώραφα του χωριού, άλλα χέρσα και άλλα με καλλιέργειες σιτηρών.
Και μπροστά μας, πέρα στο βάθος, ορθωνόταν ο ορεινός όγκος της ορειβατικής μας επιλογής, που πλέον φαινόταν καθαρά, και οι ρεματιές του να κάνουν τη διαφορά στο αντίκρισμα τους.
Κατευθυνθήκαμε σε εκείνη με την τοπωνυμία: «Ρέμα Κοιμισμένο», που απέχει από το Αχλαδοχώρι 4 περίπου χλμ. (φωτ. 4).
Ο χωμάτινος δρόμος που ακολουθήσαμε μας οδήγησε μέσα στο ρέμα.
Από την είσοδό μας κιόλας στο ρέμα είδαμε τη διαφορά από τα προηγούμενα χρόνια των ορειβατικών μας εξορμήσεων στην περιοχή.
Η κοίτη της ρεματιάς είχε δουλευτεί, διευρυνθεί, διαμορφωθεί.
Ο λόγος της όλης αυτής αλλαγής…η διευκόλυνση της προσέγγισης των πυροσβεστικών οχημάτων και των βυτιοφόρων μεταφοράς νερού στο σημείο για την κατάσβεση της φωτιάς του 2024 στην περιοχή.
Προχωρήσαμε με τα τζίπ στο εσωτερικό του ρέματος για ένα ακόμη χιλιόμετρο, μέχρι να καταλήξουμε στον κατάλληλο χώρο να τα παρκάρουμε με ασφάλεια.
Έτσι κερδίζαμε κάποιες εκατοντάδες μέτρων πεζοπορικής πορείας και μειώναμε τον χρόνο, κατά κάποια λεπτά της ώρας, δράσης μας στον ορεινό όγκο.
Χρειαστήκαμε 2,5 ώρες προσεκτικής οδήγησης και να διανύσουμε μία απόσταση 206 χλμ. από τη Βέροια για να φτάσουμε στο σημείο με το πλάτωμα, που το επιλέξαμε στα 950 μέτρα υψόμετρο.
Παρκάραμε τα τζίπ και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για μία ακόμη δική μας περιπέτεια στο βουνό.
Ήμασταν 6 άτομα αυτή τη φορά, μία γυναίκα και 5 άνδρες.
Ήμασταν η ευέλικτη, δηλαδή, παρέα φίλων ορειβατών που νιώθαμε ότι μπορούσαμε και είχαμε όρεξη να κάνουμε τα πάντα στον ορεινό όγκο που με το ένα πόδι μας θα πατούσαμε τις περιοχές της Ελλάδας και με το άλλο τις περιοχές της Βουλγαρίας.
Η θερμοκρασία κάτω των 10ο Κελσίου.
Μια τελευταία ματιά προς τον συννεφιασμένο ουρανό και αρχίσαμε να συμπληρώνουμε τα σακίδια με τα πιο απαραίτητα για κάθε αντιξοότητα που τυχόν μας παρουσιαζόταν.
Στα ήδη υπάρχοντα προσθέσαμε: γκέτες, γάντια, σκουφιά, αντιανεμικές μεμβράνες, αδιάβροχα.
Ενεργοποιήσαμε τα GPS’s, για την καταγραφή της πορείας και τη συλλογή χρήσιμων στοιχείων.
Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας για κάθε ενδεχόμενο.
Αφού όλα ήταν έτοιμα φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και περιμέναμε το νεύμα του συντονιστή να ξεκινήσουμε να «ξεδιπλώνουμε» τα «θέλω» μας (φωτ. 5).
Το: ‘‘Πάμε ομαδάρα !!’’ του Μπάμπη, δεν άργησε.
Ξεκινήσαμε.
Εκείνη τη στιγμή «κάναμε ‘‘delete’’» στις περιττές σκέψεις της άχαρης καθημερινότητας, που «βάρυναν» το μυαλό μας, «δημιουργώντας» έτσι αρκετό χώρο για να μπορεί να «δεχτεί» εντυπώσεις και να «φιλοξενήσει» εικόνες που θα αποκομίζαμε κατά την διάρκεια της δράσης μας στον ορεινό όγκο του βουνού της επιλογής μας.
Η πορεία μας, αρχικά, πάνω στο πετρώδες δρόμο που δημιουργήθηκε μετά τη διάνοιξή της κοίτης του ‘‘Ρέματος Κοιμησμένο’’.
Προχωρούσαμε όλοι μαζί, σαν ένα μπουλούκι, ο ένας δίπλα στον άλλον.
Το επέτρεπε εξ’ άλλου η αναγκαία διαμόρφωση της ρεματιάς.
Οι συζητήσεις και τα πειράγματα διέκοπταν την πρωϊνή σιωπή του δάσους, που στο άκουσμά μας σιγά-σιγά «ξυπνούσε».
Δεν κάναμε παραπάνω από 20 βήματα και ακούσαμε τον Θάνο να φωνάζει έκπληκτος: ‘‘Κοιτάξτε εδώ παιδιά!!! Παντού μανιτάρια μορχέλες !!’’ (φωτ. 6).
Πράγματι, όπου και να κοιτούσαμε χαμηλά βλέπαμε δεκάδες μανιτάρια ιδιαίτερου σχήματος που το «καπέλο» τους έχει μορφή κωνική και κατασκευή κυψελωτή, κούφιο δηλαδή εσωτερικά.
Οι μορχέλες ή κουκουμέλες είναι νοστιμότατα μανιτάρια και έχουν ένα υπέροχο άρωμα, σύμφωνα με τον γνώστη συνοδοιπόρο μας.
Με την εικόνα αυτή των σκόρπιων παντού πολυκύτταρων αυτών μυκήτων, με την ξεχωριστή χαρακτηριστική απόληξη, συνεχίζαμε την πορεία μας.
Δεν αργήσαμε να βρεθούμε στο σημείο που η διάνοιξη δεν προχωρούσε άλλο.
Η ρεματιά στένευε αρκετά και οι βράχινες πλαγιές της δεν επέτρεπαν τη συνέχιση της όποιας παρέμβασης.
Στο σημείο, ω δια μαγείας, «συναντήσαμε κοπελιές – συνοδοιπόρους» !!
Ήταν: η ‘‘Τόλμη’’, η ‘‘Θέληση’’, η ‘‘Προσπάθεια’’, η ‘‘Επιμονή’’.
«Βλέποντάς» τες, πήραμε βαθιές ανάσες, «γεμίσαμε» τα πνευμόνια με ενέργεια και μπήκαμε στο μονοπάτι.
Ήταν το κλασικό (φωτ. 7).
Εδώ, αναγκαστήκαμε να «σπάσουμε» το μπουλούκι και να προχωρήσουμε ο ένας πίσω από τον άλλον.
Μπροστά μας οι…«απρόσμενες κοπελιές» και ακολουθούσαμε εμείς.
Ο Μπάμπης, ο Ηλίας, ο Θάνος, ο 88χρονος Τοτός (Θεόδωρος Σαρόγλου), η Χρύσα και τελευταίος εγώ, η «σκούπα» της παρέας.
Το τοπίο ανοιξιάτικο.
Η υγρασία μετά τη βροχή της προηγούμενη μέρας αισθητή και στα ρουθούνια μας έφτανε η μυρουδιά του υγρού χώματος.
Στα περάσματά μας αποφεύγαμε να ακουμπάμε τα γεμάτα σταγόνες νερού φυλλώματα των θάμνων – δένδρων της πυκνής μεικτής γύρω βλάστησης.
Το μονοπάτι ευδιάκριτο, καθαρό, με καλή σήμανση.
Οι μορφολογικές εναλλαγές του σε κάθε βήμα μας και η γύρω χλωρίδα που άλλαζε από επίπεδο σε επίπεδο ανεβαίνοντας υψομετρικά κάνανε τις διαφορές.
Είναι απαιτητικό λόγω κλήσης, αλλά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στην αρχή του.
Απαιτούσε γερά πνευμόνια και δυνατά πόδια για την ανάβασή του (φωτ. 8).
Η πορεία μας «ζιγκ-ζαγκ».
Ανεβαίναμε σιωπηλοί.
Ακούγονταν μόνο οι ανάσες μας.
Απολαμβάναμε την ομορφιά της εικόνας του ανοιξιάτικου καταπράσινου γύρω τοπίου.
Η ψυχρή ατμόσφαιρα μάς αναζωογονούσε και οι βαθιές εισπνοές γέμιζαν τα πνευμόνια μας με καθαρό αέρα δύναμης.
Συνεχίζαμε.
Κάποια στιγμή, στα ρουθούνια μας έφτασε η μυρουδιά καμένου.
Κοντεύαμε στο σημείο από το οποίο θα βλέπαμε στη συνέχεια την απογοητευτική εικόνα των καμένων δένδρων και όλων εκείνων που η καταστρεπτική φωτιά, του 2024, άφησε στο πέρασμά της σιγοκαίγοντας για εβδομάδες τα πάντα γύρω της (φωτ. 9).
Την στενάχωρη πιο πάνω εικόνα την διαδέχτηκε το πετρώδες στένωμα της κοίτης από το οποίο θα έπρεπε να περάσουμε υποχρεωτικά (υψ. 1.100 μ.).
Ο απότομος, σε κάποιο σημείο του στενώματος, υγρός βράχος απαιτούσε πολλή προσοχή στο ανέβασμά του.
Χρησιμοποιήσαμε το λεπτόκορμο δενδρύλλιο για «βοηθητικό σχοινί» ή το μπατόν του συνοδοιπόρου μας για πιάσιμο (φωτ. 10, 11 και 12).
Μετά το σύντομο «σκαρφάλωμα», συνεχίσαμε.
Περάσαμε στην απέναντι πλαγιά του ρέματος και μετά από λίγα λεπτά ξαναβρεθήκαμε στη δεξιά του.
Κοντεύαμε στα 1.350 μέτρα υψόμετρο, στο σημείο δηλαδή που υπάρχει η μοναδική πηγή με νερό.
Φτάνοντας, μετά από ανηφορική πορεία μιας ώρας, διαπιστώσαμε πως από το σωλήνα, που υπάρχει στη βάση του κορμού ενός κωνοφόρου δένδρου, δεν έσταζε ούτε μία σταγόνα νερού.
Νερό όμως συναντήσαμε λίγο χαμηλότερα από το σημείου που βρεθήκαμε.
Έτρεχε μέσα σε αυλακάκι πιο κάτω.
Ήταν άλλη μια ακόμη φορά που την πηγή τη βλέπαμε χωρίς νερό.
Δεν υπήρχε εκείνο το τρεχούμενο νεράκι που κάποτε μάς ξεδιψούσε και μάς δρόσιζε (φωτ. 13).
Από το σημείο με το νερό και μετά συνεχίζαμε ακολουθώντας το μονοπάτι, που περνούσε μέσα από δάσος πανύψηλων κωνοφόρων δένδρων, της δεξιάς πλαγιάς του ρέματος.
Ήταν 50νηντάμετρα σε ύψος.
Τα βλέπαμε πυκνά φυτρωμένα μεταξύ τους και ανάμεσά τους διακρίναμε κάποιους κορμούς με σημάδια φωτιάς που πέρσι τα σιγόκαιγε.
Δεν έλειψαν και οι στιγμές που αναγκαζόμασταν να περάσουμε πάνω από πεσμένους τεράστιους κορμούς (φωτ. 14).
Εικόνες λύπης, που μας «έσφιγγαν» τη ψυχή στο αντίκρισμά τους.
Το δάσος άρχισε να αραιώνει.
Βγαίναμε από τη ρεματιά.
Κοντεύαμε στην πλαγιά της συνορογραμμής, σε ένα ξέφωτο με υποαλπικά χορτολίβαδα.
Εκεί που τα κωνοφόρα είναι χαμηλότερα σε ύψος, σκόρπια ή λιγότερο πυκνά μεταξύ τους.
Αφήνοντας το ρέμα συναντήσαμε φρέσκα σημάδια σήμανσης μονοπατιού.
Η φωτιά «ανάγκασε» τα άτομα που πάλευαν για την κατάσβεσή της να ακολουθήσουν το νέο «χαραγμένο» μονοπάτι.
«Δημιουργήθηκε» δεξιότερα, όπως ανεβαίνουμε, από το παλιό που οδηγούσε στο πυργάκι των συνόρων με αριθμό ‘‘92’’.
Το μονοπάτι εκείνο το ακολουθούσαμε παλιότερα συνεχίζοντας την ανάβασή μας δίπλα στο σκαμμένο από ανθρώπινο χέρι συνεχές αυλάκι των συνόρων.
Το καινούργιο είναι αρκετά απαιτητικό, σε πλαγιά με μεγάλη κλήση.
Πατούσαμε καρβουνιασμένο λασπώδες χώμα ή περνούσαμε μέσα από πυκνά γεμάτα υγρασία ψηλά χόρτα.
Περνούσαμε ανάμεσα από καμένα δένδρα.
Συναντήσαμε και ένα πέτρινο κτίσμα, ένα μάλλον παλιό Στρατιωτικό Φυλάκιο (υψ. 1.450 μ.).
Χρειαστήκαμε 18 λεπτά ανάβασης από την μοναδική πηγή για να φτάσουμε στο σημείο αυτό.
Στο εσωτερικό του υπάρχουν ξυλοκατασκευές…όπως, πάγκοι και κρεβάτι.
Οι υπάρχουσες ρωγμές έχουν καλυφθεί με το αφρώδες υλικό επιδιόρθωσης.
Το μικρό αυτό κτίσμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν Καταφύγιο Ανάγκης (φωτ.15, 16 και 17).
Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το αυλάκι που είχε σκαφτεί σε όλο το μήκος της συνορογραμμής.
Ήταν το σημείο που το μονοπάτι που ακολουθήσαμε συναντά το παλιό.
‘‘Για δες, ένα απλό αυλάκι χωρίζει την περιοχή σε δύο κράτη.’’, αναρωτηθήκαμε.
Από το σημείο εκείνο το δάσος άρχιζε να αραιώνει αισθητά.
Τα πεύκα και τα έλατα που συναντούσαμε τα βλέπαμε αλλού σε συστάδες και αλλού μεμονωμένα.
Και κάπου-κάπου διακρίναμε και κανένα ρόμπολο (το ακέφαλο μεγαλόσωμο κωνοφόρο), να ξεχωρίζει με το επιβλητικό μέγεθός του και το κατασκευαστικό σχηματισμό του.
Όλες αυτές οι εναλλαγές τοπίων και εικόνων που αντικρίζαμε, από την αρχή της πορείας μας μέχρι εδώ, μού φέρανε στο μυαλό ένα κομμάτι της περιγραφής του Γιώργου Σφήκα για τον Όρβηλο.
Έγραψε το 1980: «…Στις πλαγιές του βουνού υπάρχουν δάση από διάφορα είδη ελάτων και ορεινών πεύκων. Αλλά και στα γυμνά μέρη η βλάστηση είναι πλούσια. Τους καλοκαιρινούς μήνες τα λιβάδια του Όρβηλου γεμίζουν από κάθε λογής αγριολούλουδα που μοιάζουν με κήπους…».
Ακολουθούσαμε το αυλάκι που χώριζε το βουνό σε δύο κράτη και για σημάδια είχαμε τους πέτρινους κούκους (πέτρες τοποθετημένες τη μία πάνω στην άλλη σε σχήμα «πύργου») και τις αριθμημένες πυραμίδες συνόρων, που από τη μια πλευρά έχουν το ‘‘Ε’’ = Ελλάδα και από την άλλη το ‘‘НРБ’’ = Βουλγαρία (φωτ. 18).
Το μονοπάτι αρκετά απαιτητικό.
Με βαθιές ανάσες και τις «μηχανές μας» στο…φουλ προχωρούσαμε με αργά αλλά σταθερά βήματα.
Είχαμε μεγάλα αποθέματα δύναμης και τα «θέλω» μας μάς δίνανε περισσότερο κουράγιο.
Ήταν και η «συνοδοιπόρος» μας ‘‘Επιμονή’’ που τη «βλέπαμε» συνέχεια μπροστά μας και «θέλαμε» να την παραβγούμε.
Φτάσαμε στην πυραμίδα με αριθμό ‘‘93’’ ( υψ. 1.658 μ. ) [φωτ. 19].
Ολιγόλεπτη στάση για ανάσα, για ανασύνταξη και την απαραίτητη φωτογραφία ανάμνησης.
Δεν καθυστερήσαμε πολύ.
Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδια και κοιτάξαμε ψηλά «διαγράφοντας» με τη ματιά μας τη διαδρομή ανάβασης..ντερέκι.
Το «ταξίδι» αυτό της ματιάς όλο απορία: ‘‘Τι πάει να κάνει αυτή η παρέα κομάντο για να ολοκληρώσει το σκοπό της φτάνοντας στον «Τσολιά» ;;!!’’
Η ματιά δεν «έχανε» το δρόμο της…γιατί «ακολουθούσε» τους πύργους που διακρίνονταν ακόμη και από μακριά (φωτ. 20).
Βαθιές ανάσες και φύγαμε.
Σύντομη απότομη κατηφόρα και στη συνέχεια;;
Ανάβαση ντερέκι !!
Η κλήση αρκετά μεγάλη και η πορεία «ζιγκ-ζαγκ».
Κοντεύαμε στον πύργο με αριθμό ‘‘94’’ (υψ. 1.850 μ.) [φωτ. 21 και 22].
Ο καιρός με τα παιχνίδια του, η ομίχλη και τα σύννεφα πηγαινοέρχονταν.
Ευτυχώς δεν έβρεχε, σε αντίθεση με τις περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας.
Βρισκόμασταν πάνω από τα…σύννεφα !!
«Γίναμε»…αετοί και «πετάξαμε» πολλή ψηλά….βλέπαμε κάμπους, δάση και βουνά ( φωτ. 23).
Προχωρούσαμε απτόητοι, αδιαφορώντας για τα παιχνίδια του καιρού.
Έτσι κι αλλιώς γνωρίζαμε ότι στους ορεινούς όγκους τα πάντα είναι απρόβλεπτα και ήμασταν έτοιμοι γι αυτό.
Πυραμίδες: ‘‘95’’ → ‘‘96’’ → ‘‘97’’ → ‘‘98’’.
Κορυφή ‘‘Βαμπραν Βράχος’’ (‘‘Шабран’’ στα βουλγάρικα, υψ. 2.160 μ.) [ φωτ. 24].
Φωτογραφία και συνεχίσαμε.
Αφήσαμε τη δασωμένη πλαγιά και φτάσαμε πλέον στο γυμνό από δένδρα κομμάτι του ορεινού όγκου.
Παντού γύρω μας τα απέραντα αλπικά χορτολίβαδα.
Αν και απουσίαζαν θάμνοι και δένδρα εμείς πατούμε ακόμη καρβουνιασμένο χώμα (φωτ. 25).
Σε αυτό το γυμνό της…άπλας…και χωρίς πολλά ενδιαφέροντα κομμάτι, δεν βοηθούσε και το πήγαινε-έλα της ομίχλης να δούμε πέρα στο βάθος, ακολουθούσαμε το αυλάκι που χωρίζει λαούς και προκαλεί αντιπαλότητες μεταξύ τους.
Για μας όμως όλα φαίνονταν ενιαία…χωρίς να υπάρχει καμιά διαφορά.
Πράγματι, πόσο όμορφα θα ζούσαμε όλοι μαζί χωρίς αυτές τις διαχωριστικές γραμμές !!
Να, όμως, που υπάρχουν.
Ο Βασίλης Τσιακμάκης το 1997 έγραψε: «…δεν υπάρχει συγκλονιστικότερη εμπειρία, από το να δημιουργείς φίλους πάνω σ ένα αυλάκι (μονοπάτι) που έγινε για να χωρίζει δυο λαούς και που τυπικά δεν ανήκει σε κανέναν ή ίσως και στους δύο. Σαν να ήταν αυτή η στενή λουρίδα γης το μόνο πράγμα, που ενώνει τους δυο κόσμους εκατέρωθεν…».
Βαδίζαμε με το…ρυθμό του παιδικού παιχνιδιού… «το κουτσό»!!!
Με το ένα πόδι μας πατούσαμε περιοχές της Βουλγαρίας και με το άλλο εκείνες της Ελλάδας.
Περάσαμε και δίπλα από χαλάσματα παλιών Στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Πάνω από τα 2.000 μέτρα υψόμετρο άρχισε να φυσάει, να κάνει ψυχρούλα.
Φορέσαμε τα αντιανεμικά μας και συνεχίσαμε.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε και το μεγαλύτερο σε βάθος αυλάκι, το όρυγμα, που σκάφτηκε κοντά στο χείλος του απότομου της μεριάς προς Ελλάδα (φωτ. 26 και 27).
Η πορεία με ανεβοκατεβάσματα.
Ανεβαίναμε μία κορυφή, την κατεβαίναμε…ανεβαίναμε την επόμενη κορυφή και την κατεβαίναμε… και πάει λέγοντας.
Από τη πλευρά της Ελλάδας είχαμε το..χάος, την απότομη πλαγιά του ορεινού όγκου.
Και από την άλλη, εκείνη της Βουλγαρίας, είχαμε την κάπως επίπεδη με ομαλή κλήση.
Κατά διαστήματα, όσο μάς το επέτρεπε η ομίχλη φυσικά, βλέπαμε την κορυφή του προορισμού μας…την ψηλότερη εκείνη στον Ελλαδικό χώρο.
[ Η ακόμη ψηλότερη όλου του ορεινού όγκου, με υψόμετρο 2.914 μ., βρίσκεται επί Βουλγαρικού εδάφους.]
Βλέποντάς την είχαμε την εντύπωση ότι μπορούσαμε να την «ακουμπήσουμε» απλώνοντας το χέρι μας, κι όμως…θέλαμε κοντά στην ώρα πορείας ακόμη για να την κατακτήσουμε.
Προχωρούσαμε.
Η ανάβαση αυτή τη φορά γινόταν σε ομαλή, από κλήση, πλαγιά.
Μπροστά μας η κύρια κορυφή να μάς «περιμένει» και πίσω μας ένα τμήμα της απαιτητικής διαδρομής που διανύσαμε (φωτ. 28 και 29).
Κοντεύαμε στην κορυφή του προορισμού μας.
Δεν αργήσαμε να την «πατήσουμε» μετά από μία πολύωρη απαιτητική ανάβαση.
Εγώ, η «σκούπα», ακολουθώντας τον 88χρονο Τοτό χρειάστηκα 4,5 ώρες πορείας.
Ενώ οι προπορευόμενοι τέσσερις φτάσανε στην κορυφή ‘‘Τσολιάς’’ ή ‘‘Αλή Μποτούς’’ (βουλγαρικά: ‘‘Гоцев връх’’ = ‘‘Βράχος Γκότσεφ’’) 20 λεπτά νωρίτερα.
Βρεθήκαμε, επιτέλους, στα 2.212 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 30 και 31).
Τα συναισθήματα ανάμεικτα.
Τα καταφέραμε, όλα πήγαν καλά.
Κι όμως;;!!
Μπορεί να είχαμε τον ήλιο με τον ουρανό με ελάχιστα σύννεφα αλλά, δεν μπορούσαμε να δούμε, λόγω της ομίχλης χαμηλά, πέρα στον ορίζοντα.
Δεν μπορούσαμε να δούμε το βουνό ‘‘Φαλακρό’’, το ‘‘Παγγαίο’’, το ‘‘Μενοίκιο’’, την κορυφή του ‘‘Άθωνα’’ κ.α. κοιτάζοντας προς τη μεριά της Ελλάδας.
Και ρίχνοντας τη ματιά μας στη μεριά της Βουλγαρίας θα βλέπαμε ένα τμήμα της οροσειράς του ‘‘Πιρίν’’ και εκείνο της οροσειράς της ‘‘Ρίλα’’.
Για θέα και εικόνες χαμηλά…δεν γίνεται λόγος.
Ψάξαμε για απάνεμα σημεία να κολατσίσουμε.
Τα βρήκαμε και τα αξιοποιήσαμε.
Αφού ξεκουραστήκαμε, αποφασίσαμε να «επισκεφτούμε» και τη ‘‘Δίδυμη του Τσολιά’’, που ήταν όλο…πρόκληση και πρόσκληση μαζί.
Αφήσαμε τα σακίδιά μας και προχωρήσαμε.
Η διαδρομή σύντομη.
Δεν αργήσαμε να βρεθούμε στην κορυφή, που συναγωνίζονταν σε ύψος τον ‘‘Τσολιά’’ (φωτ. 32).
Από τη ‘‘Δίδυμη’’ εικόνες δεν είχαμε.
Μόνο, κάποια στιγμή καταφέραμε να διακρίνουμε την κορυφογραμμή της άλλης διαδρομής από τον οικισμό Κατάφυτο.
Ο ερχομός της πυκνής ομίχλης μάς ανάγκασε να μην καθυστερήσουμε.
Πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής για τον ‘‘Τσολιά’’ ( φωτ. 33).
Φτάνοντας στα 2.212 μέτρα υψόμετρο φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας στα αυτοκίνητα.
Η διαδρομή γνώριμη, την κάναμε ανηφορίζοντας.
Τα ανεβοκατεβάσματα αρκετά.
Οι εικόνες ελάχιστες λόγω του πήγαινε-έλα της ομίχλης.
Κάποια στιγμή καταφέραμε να δούμε από ψηλά ένα χωριά της Βουλγαρίας ( φωτ. από 34 έως και 39).
Η κατηφορική πορεία μας 3 ωρών και 15 λεπτών με καθυστερήσεις.
Φτάσαμε στα αυτοκίνητά μας.
Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της άλλη μία Κυριακάτικη εξόρμησή μας στο βουνό.
Άλλη μία δραστηριότητα προστέθηκε στο «ορειβατικό βιογραφικό» μας.
Με την σκέψη της όμορφης εμπειρίας που βιώσαμε και με τις αμέτρητες εικόνες στο μυαλό μας αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας.
Μόλις ετοιμαστήκαμε ρίξαμε μία τελευταία ματιά στην γύρω περιοχή που «ετοιμαζόταν» για την απογευματινή της ξεκούραση.
Στη συνέχεια επιβιβαστήκαμε στα τζιπ και φύγαμε.
«Κατόρθωμα δεν είναι μόνο τι πέτυχες…αλλά, και τι ξεπέρασες.» ( Άγνωστος )
Απολογισμός:
Διαδρομή: ‘‘Ρέμα Κοιμισμένο’’ (υψ. 950 μ.) → κορυφή ‘‘Τσολιάς’’ ή ‘‘Αλή Μποτους’’ (υψ. 2.212 μ.) → κορυφή ‘‘Δίδυμη’’ → επιστροφή
Υψομετρική διαφορά: 1.500 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα, ένδειξη GPS)
Απόσταση: 18,5 χλμ. ( ένδειξη GPS)
Χρόνος: 8 ώρες και 30 λεπτά ( συνολικός χρόνος)