Φώτης Ματσάκας. Ο φωτογράφος και οπερατέρ του Δημοκρατικού Στρατού με τα μάτια του γιου του Νίκου / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ο Φώτης Ματσάκας κατέγραψε με τη φωτογραφική του μηχανή και την κινηματογραφική του κάμερα μια πλευρά της Ελληνικής Ιστορίας, που πόνεσε και δίχασε τους Έλληνες, αυτήν της πορείας του Δημοκρατικού Στρατού πάνω στα βουνά.
Άγνωστος στους περισσότερους, είναι ένας Έλληνας που αγωνίστηκε κατά των Γερμανών στην Αντίσταση, διώχθηκε γι΄αυτό, εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και με τη λήξη του Εμφυλίου πήρε το δρόμο της προσφυγιάς για πολλά χρόνια.
Ο Φώτης Ματσάκας, πέρα από αγωνιστής, ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Τεχνικός αλλά και καλλιτέχνης.
Φοιτώντας, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Τεχνική Σχολή “Ευκλείδης” στη Θεσσαλονίκη, στο τμήμα ηλεκτρολόγων, ασχολείται με τη φωτογραφία και αργότερα με τον κινηματογράφο, και γνωρίζει, πέρα από τις συγκλονιστικές στιγμές των αγώνων του Δημοκρατικού Στρατού, κορυφαίες στιγμές γεγονότων στη Σοβιετική Ένωση, τις οποίες καταγράφει.
Το να μιλά κανείς σήμερα με το γιο του Φώτη Ματσάκα, τον Νίκο, και να έχει μπροστά του τη φωτογραφική μηχανή που τράβηξε εκείνες τις ιστορικές φωτογραφίες, (γερμανική, ίσως και λάφυρο), σίγουρα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Ο Νίκος Ματσάκας, μόνιμος κάτοικος της Βέροιας, πόλη όπου έζησε τα τελευταία χρόνια του και ο πατέρας του, μιλά στη Φαρέτρα γι’ αυτόν, τον άνθρωπο και αγωνιστή, αλλά και τον καλλιτέχνη. Είναι, όμως κι ένας μάρτυρας για το πώς υποδέχθηκαν οι σοσιαλιστικές χώρες τους διωκόμενους Έλληνες, αφού ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε την πρώτη εικοσαετία της ζωής του εκεί. Κρατά στα χέρια του τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα του.
Υπάρχουν άνθρωποι που τάχθηκαν με τη μία πλευρά εκείνη τη δύσκολη εποχή του Εμφυλίου κι άλλοι με την άλλη. Η ζωή του ανθρώπου, όμως, που κατέγραψε με το φακό του τα συγκλονιστικά γεγονότα, την Ιστορία, ενδιαφέρει ίσως όλους.
……………………………………..
Εσύ, Νίκο γεννήθηκες στην Τασκένδη. Άρα τα γεγονότα της πολυκύμαντης ζωής του πατέρα σου τα γνωρίζεις μέσα από τις αφηγήσεις του. Ανέτρεχε συχνά στα γεγονότα εκείνα; Πόσο σφράγισαν και τη μετέπειτα ζωή του;
Ο πατέρας και η μάνα μου, όταν κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση, στο “Παραπέτασμα”, όπως το ονόμαζαν στην Ελλάδα, δεν πήγαν εκεί για να μείνουν. Ήθελαν να γυρίσουν, μόλις τα καταφέρουν, πίσω. Και μάλιστα να ξαναγυρίσουν δυνατότεροι, για να δώσουν πάλι μάχες για μια καλύτερη Ελλάδα, όπως αυτοί την ονειρεύονταν.
Σε μας, τα παιδιά, δεν λέγαν πολλές ιστορίες από το δύσκολο παρελθόν στην Ελλάδα, όταν όμως μαζεύονταν σε σπίτια και εύχονταν το γυρισμό, τότε μεταξύ τους τους άκουγες να μιλούν για κείνα τα χρόνια. Ίσως δεν θέλανε να φορτώσουν εμάς τα παιδιά με τις αναμνήσεις τους. Κι άλλωστε, εμείς εκεί γεννηθήκαμε, έπρεπε να προσαρμοστούμε στην εκεί κατάσταση. Σκέφτονταν, φαντάζομαι, πως μόνοι μας έπρεπε να κατασταλάξουμε για την αλήθεια. Άλλωστε εκεί διδασκόμασταν στο σχολείο Ελληνική Ιστορία. Θα φτάναμε και στα τελευταία γεγονότα.
Ο πατέρας γεννιέται στη Θεσσαλονίκη και ζει με τους πρόσφυγες γονείς του στην Άνω Πόλη. Πόσο δύσκολα είναι εκείνα τα χρόνια της προσφυγικής οικογένειας, πώς τον διαμορφώνουν;
Ο παππούς μου ήταν πολύ καλός μάστορας. Έφτιαχνε ξύλινες εσωτερικές σκάλες σε πλουσιόσπιτα κι έτσι δεν στερήθηκε η οικογένεια. Το ότι θέλανε οι πρόσφυγες γονείς να σπουδάσουν τα παιδιά τους δείχνει το πόσο εκτιμούσαν τη μόρφωση. Ο πατέρας μου έλεγε πως δούλευαν αυτός και οι δύο αδελφές του, για να σπουδάσουν τον άλλο, τον μεγάλο αδελφό, δικηγόρο. Και τον σπούδασαν.
Αλλά και τον πατέρα μου τον στέλνουν στην Τεχνική Σχολή, στον “Ευκλείδη”. Είχε πολύ καλά χέρια. Ηλεκτρολόγος σπούδαζε, αλλά επισκεύαζε τα πάντα στο σπίτι, όχι μόνο τα ηλεκτρολογικά. Ήταν ιδιαίτερα ευφυής. Σπουδάζοντας τον βρήκε ο πόλεμος. Μπήκαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί.
Οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη
Πότε πολιτικοποιείται;
Ο κόσμος των σπουδαστών και των φοιτητών, στον οποίο ανήκε, ήταν κόσμος προοδευτικός. Η νεολαία τότε ήταν πολιτικοποιημένη. Νιώθανε, κι ας μην είχανε τα διαβάσματα των σημερινών νέων, πως έπρεπε να πολεμήσουν τον εχθρό που ήρθε να τους κατακτήσει. Οργανώθηκαν και μπήκαν στο Αντάρτικο Πόλεων. Ο πατέρας μου εντάχθηκε στην ΟΠΛΑ, με το ψευδώνυμο Δούκας Χάρης.
Προσπαθούσαν να προκαλέσουν δολιοφθορές στους Γερμανούς ή να μεταφέρουν προκηρύξεις με κίνδυνο της ζωής τους, αν τους πιάνανε. Πακέτα προκηρύξεων δένονταν στο σώμα. Δένονταν ασφυκτικά με ζώνη κι από πάνω πουκάμισο και δεύτερη σφικτή ζώνη.
Φυσικά στους στόχους της ΟΠΛΑ ήταν και η σύγκρουση με τους δωσίλογους, τους προδότες της εποχής εκείνης. Η ΟΠΛΑ ανήκε στην Εθνική Αντίσταση, στον ΕΛΑΣ, κι από εκεί δίνονταν οι εντολές.
Πώς ανεβαίνει στο βουνό;
Όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι, με το τέλος του πολέμου, δυστυχώς πολλοί δωσίλογοι μπήκαν μέχρι και στην κυβέρνηση. Άρα η ΟΠΛΑ που τους καταδίωκε, (άσχετα αν τα μέλη της έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα κατά των Γερμανώ)ν, κηρύχθηκε παράνομη. Ερήμην καταδίκασαν σε δίκη τα μέλη της ΟΠΛΑ εις θάνατον.
Καθώς τον ειδοποίησαν έγκαιρα κρύφτηκε μαζί με έναν άλλο συναγωνιστή του για δυο νύχτες στα εβραίικα μνήματα στη Θεσσαλονίκη και περίμεναν τον σύνδεσμο, για να τους οδηγήσει στο βουνό.
21/6 49. Υπουργοί της Ελεύθερης Ελλάδας επισκέπτονται μια νέα ταξιαρχία
Ανεβαίνει, καταθέτοντας το βιογραφικό του κι εκεί και τον στέλνουν, (σύμφωνα με τις γνώσεις του και το ταλέντο του που διακρίνουν), για κάποιους μήνες στην Πράγα, για να ενημερωθεί πάνω στην τότε κινηματογραφική τέχνη, ώστε να τον εντάξουν στην κινηματογραφική ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού. Επιστρέφει στο βουνό το 1948.
Στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα έλεγε:
«Βασικά στον καιρό της Κατοχής άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή, δηλαδή να ξεχωρίζω την αδικία, την εκμετάλλευση. Η γερμανική κατοχή με αγανακτούσε, οι φυλακές, τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις, οι πουλημένοι στους Γερμανούς, η πείνα, ανεργία, γύμνια ήταν αυτά που μου δημιούργησαν το μίσος στο καθεστώς, το φασισμό, την προδοσία. Τα δελτία, ο Τύπος του ΕΑΜ, του Κόμματος με βγάλαν από την αδιέξοδο αυτή, δηλαδή μου δείξαν τι να κάνω, πώς να βοηθήσω, να αγωνιστώ ενάντια σ’ αυτά.
Ύστερα από συζητήσεις που έκανα με μεγαλύτερους από εμένα συντρόφους και οι οποίοι μου μιλούσαν για την ΕΠΟΝ, το ΚΚΕ, τη δράση των ανταρτών, το τι αυτοί επιδιώκουν, μα και απ’ όσα έβλεπα μόνος, τους αγώνες των κομμουνιστών στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά και στη διάρκεια της Κατοχής, είχα καταλάβει την ανάγκη να παλέψω και εγώ. Ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος της Σοβιετικής Ένωσης μού δυνάμωνε την πίστη στη νίκη μας, στη Νίκη του Κομμουνισμού».
Ποιο το πόστο του στον αγώνα;
Αναλαμβάνει ως κάμεραμαν, ως οπερατέρ. Υπήρχαν δύο κάμερες. Μία του πατέρα μου και μία του Απόστολου Μουσούρη. Παράλληλα πάντα μαζί του και η φωτογραφική μηχανή, αυτή που κρατώ αυτήν τη στιγμή εγώ στα χέρια μου και κατέγραψε τόσα γεγονότα.
Εκείνη την εποχή η κάμερα μπορούσε να τραβήξει το πολύ – πολύ 10 λεπτά και ίσως λιγότερο. Το να τραβήξουν για παράδειγμα αεροπλάνα που περνούσαν χρειαζόταν η κάμερα, για τα υπόλοιπα δούλευε η φωτογραφική μηχανή.
Οι κάμερες της εποχής ήταν δύσχρηστες, έπρεπε να διαλέξεις το σωστό σημείο, για να τραβήξεις, είχαν μικρή διάρκεια λήψης και επιπλέον η επεξεργασία γινόταν σε Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, εκεί έφευγαν τα φιλμ.
Γι’ αυτό και χάθηκαν πάρα πολλά ντοκουμέντα εκείνης της ταραγμένης εποχής. Και το περίεργο είναι πως, όταν αναζητήθηκαν τα αρχεία για να καταγραφεί η Ιστορία του Δημοκρατικού Στρατού, αποκαλύφθηκε ότι πολλά έφυγαν σε ιδιωτικές συλλογές. Και δύσκολο να βρεθούν, αλλά και και κάποια που βρέθηκαν ανήκαν πια σε ανθρώπους που ζητούσαν, για να τα δώσουν πίσω, υπέρογκα ποσά.
Εκεί, στο βουνό, γνωρίζεται και με τη μητέρα σου. Πώς η Ναουσαία Έλλη Καραπέτσα βρέθηκε στο βουνό;
Μετά τη μάχη της Νάουσας, πολλοί νέοι, αγόρια και κορίτσια, ακολούθησαν με τη θέλησή τους τους αντάρτες στο βουνό. Ανάμεσά τους η μάνα μου. Ανήκε σε αριστερή οικογένεια, οι δωσίλογοι είχαν προδώσει τον αδελφό της, που τον εκτέλεσαν, γιατί δεν ήθελε ως στρατιώτης να πολεμήσει εναντίον των αδελφών του, του Δημοκρατικού Στρατού. Αυτό την έκανε να στραφεί στο βουνό.
Είναι μικρό κοριτσάκι και πολεμάει στην πρώτη γραμμή. Της δώσανε ένα αυτόματο, που δεν μπορούσε καν να του κουβαλήσει μικρή κοπελίτσα καθώς ήταν.
Οι μάχες ήταν πολύ σκληρές και ο αγώνας άνισος για το Δημοκρατικό Στρατό. Πολυάριθμοι οι αντίπαλοι και πάνοπλοι, ενισχυμένοι από τους Άγγλους. Επιπλέον εναντίον των μαχητών του ΔΣΕ δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά και οι βόμβες Ναπάλμ. Η μάνα μου τραυματίστηκε, από μια οβίδα που έσκασε δίπλα της, στο γοφό.
Δυο μέρες την είχαν φορτωμένη πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι για να την παραδώσουν στους υπεύθυνους, που θα αντιμετώπιζαν το τραύμα της. Εφιαλτικό και αφόρητο, όπως μας διηγόταν. Σώζουν τη ζωή της, αλλά δεν μπορούν με τα μέσα που είχαν να βγάλουν το βλήμα, που έμεινε στο σώμα της μέχρι να πεθάνει.
Επιστρέφοντας δεν την ξαναστέλνουν στο μέτωπο, αλλά την κρατούν στα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Στρατού, μετά από μεσολάβηση του Γιώργου Σεβαστίκογλου, του σπουδαίου αργότερα σκηνοθέτη για την Ελλάδα.
Ο Σεβαστίκογλου είχε στο βουνό μια θεατρική ομάδα. Η μάνα μου ήταν πολύ ωραία κοπέλα και επιπλέον είχε τελειώσει στη Νάουσα και το γυμνάσιο, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή. Μπορούσε, λοιπόν, να πάρει στα χέρια της κάποιο θεατρικό κείμενο, να το μελετήσει και να το μάθει. Έτσι έγινε ηθοποιός στη θεατρική ομάδα του Βουνού.
Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες, ειδικά το χειμώνα. Έσκαβαν λαγούμια, έμπαιναν μέσα και σκεπάζονταν με φύλλα.Ήταν συγκινητικό! Μαζεύονταν οι αντάρτες στα βράχια γύρω, όταν ο καιρός το επέτρεπε, και βλέπανε τις παραστάσεις τους. Ήταν εμψυχωτικό για τους πολεμιστές! Ήταν μοιραίο να συναντηθούν με τον πατέρα μου, αφού ο ίδιος κινηματογραφούσε και φωτογράφιζε κι εκείνη έπαιζε.
Ο πατέρας σου συνειδητοποιούσε ότι κατέγραφε γεγονότα που θα αποτελούσαν κατόπιν σελίδες της Ιστορίας;
Πιστεύω ότι γενικά δεν είχαν την αίσθηση ότι έγραφαν Ιστορία. Ούτε ο πατέρας μου. Άλλωστε ήταν πολύ νέος. Εκείνο που συνειδητοποιούσαν ήταν πως πολεμούσαν για μια καλύτερη Ελλάδα κι εκεί ήταν συγκεντρωμένοι, σ’ αυτόν τον στόχο. Έδινε ο καθένας ό,τι μπορούσε σ’ αυτόν τον αγώνα. Το όπλο του πατέρα μου ήταν η φωτογραφική του μηχανή και η κάμερα λήψης.
Μετά την άνιση σύγκρουση και την ήττα, οι αγωνιστές καταφεύγουν κατά χιλιάδες έξω. Δεκαπέντε χιλιάδες μόνο στην Τασκένδη. Μαζί τους ο πατέρας σου και η μητέρα σου. Πώς αφηγούνται την υποδοχή που τους έγινε εκεί; Πώς τακτοποιήθηκαν;
Οι άνθρωποι που κατέφυγαν εκεί δεν είχαν συνειδητοποιήσει το γιατί τους εγκατέστησαν εκεί και παραπονιόντουσαν για την τεράστια απόσταση που τους χώριζε από την πατρίδα.
Υπήρχαν δυο λόγοι. Έπρεπε να πάνε κάπου, όπου το κράτος θα μπορούσε να τους δώσει σπίτι και δουλειά. Πώς υπήρχαν εκεί και τα δύο; Στον πόλεμο οι Ρώσοι υποχωρούσαν, καθώς προχωρούσαν οι Γερμανοί, μεταφέροντας και τα εργοστάσιά τους πίσω από τα Ουράλια. Στην Τασκένδη είχε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, εργοστάσια για τανκς, για αεροπλάνα. Καθώς είχαν μετακινηθεί οι εργάτες στον πόλεμο, εκεί χρειαζόντουσαν χέρια. Οι πρόσφυγες εξυπηρέτησαν αυτήν την ανάγκη.
Τους έδωσαν τους χώρους διαμονής των παλιών εργατών και πολλοί Έλληνες χτίσαν μόνοι τους και κάποιες παράγκες. Το κυριότερο ήταν πως τους έδωσαν δουλειά. Η μάνα μου δούλευε στον τόρνο, έγινε τορναδόρος.
Σιγά-σιγά, όμως, άρχισαν τους Έλληνες, εφόσον μπορούσαν να ανταποκριθούν, να τους βάζουν σε σχολές, σε Πανεπιστήμια, αφού, βέβαια, προηγουμένως μάθαιναν σε σεμινάρια τη ρωσική γλώσσα.
Ανθρώπους σαν τον Σεβαστίκογλου, τον Σταύρο και την Κατίνα Ζορμπαλά, (γονείς της Μαργαρίτας Ζορμπαλά), τους επιλέγουν για το Πανεπιστήμιο. Δίναν στους φοιτητές 30% του βασικού μισθού, για να σπουδάσουν και 50%, αν κανείς ήταν αριστούχος.
Με τον Σταύρο Ζορμπαλά, (πατέρα της Μαργαρίτας Ζορμπάλα, ερμηνεύτριας των τραγουδιών του Θεοδωράκη)
Φυσικά και η ζωή δεν ήταν άνετη εκεί. Ελάχιστη επίπλωση, η αναγκαία, αλλά δεν νοιαζόμασταν κιόλας για πολυτέλειες. Αρκεί που είχαμε τη σιγουριά του σπιτιού και της δουλειάς.
Το πολύ καλό για εμάς ήταν το ότι ήμασταν πολλοί μαζί, χιλιάδες, αποτελώντας την ελληνική κοινότητα. Είχαμε τη δική μας Λέσχη, ένα τετραώροφο κτήριο, δίπλα θεατρική στέγη, σαν τη δική μας Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών εδώ στη Βέροια. Εκεί κάναμε τις θεατρικές μας παραστάσεις και τις γιορτές μας, 25η Μαρτίου και όλες τις άλλες. Ελληνική χορωδία, σχολή χορού…
Επιπλέον το κλίμα έμοιαζε με της Ελλάδας. Τεράστια πεδιάδα ανάμεσα στα βουνά. Είχαμε ροδάκινα, κεράσια, όπως εδώ.
Γιορτή της Ελληνικής Κοινότητας στην Τασκένδη για το ΟΧΙ του ’40
Ποιες ευκαιρίες δόθηκαν στον πατέρα σου να ξαναφτιάξει εργασιακά τη ζωή του εκεί;
Τον πατέρα μου τον πήραν σε στρατιωτική σχολή και αποφοίτησε ως αξιωματικός Πυροβολικού. Συμφοιτητής του ήταν και ο Σταύρος Ζορμπαλάς. Εκεί τους πρότεινε να φοιτήσουν το Κόμμα, γιατί στο μέλλον πίστευαν πως θα γύριζαν πίσω να πολεμήσουν. Φύγανε από την Ελλάδα αναγκαστικά, όχι γιατί το θέλανε.
Τελειώνει αριστούχος από τη Στρατιωτική Σχολή, αλλά δεν εντάσσεται στο ρωσικό στρατό, γιατί κανένας Έλληνας δεν είχε την ρώσικη υπηκοότητα. Είχε πράσινη κάρτα παραμονής. Αυτό συνέβαινε και με εμάς, τα παιδιά, που δεν υπηρετήσαμε στο στρατό.
Η κλίση του πατέρα μου ήταν στην κινηματογράφηση, το είχε κάνει στο Δημοκρατικό Στρατό με επιτυχία. Σχολές σχετικές δεν υπήρχαν. Έπρεπε να πας κοντά σ’ έναν παλιό οπερατέρ και μετά από 2-3 χρόνια, εφόσον ήσουν καλός, να γίνεις κι εσύ οπερατέρ.
Ο Φώτης Ματσάκας κινηματογραφεί στην Τασκένδη
Επειδή ήταν πολύ καλός, χάρη στην προηγούμενη εμπειρία του κι επειδή έμαθε πολλά πλάι στον οπερατέρ στον οποίο ήταν βοηθός, παίρνει το τίτλο με τον βασικό μισθό. Η μάνα μου έπαιρνε περισσότερα από τον πατέρα μου. Οι οικοδόμοι επίσης. Οι χειρωνακτικές δουλειές αμείβονταν καλύτερα από τις καλλιτεχνικές.
Στην κρατική κινηματογραφική εταιρεία, που γύριζε ταινίες και ντοκιμαντέρ, στην Ουζμπέκ Φιλμ, δουλεύει για πολλά χρόνια. Εκεί γυρίζει και δικά του ντοκιμαντέρ, αλλά δουλεύει και σε ταινίες άλλων ως οπερατέρ. Το κακό ήταν πως έλειπε συνέχεια από το σπίτι, γιατί άλλοτε ήταν στη Μαύρη θάλασσα, άλλοτε στη Μόσχα, άλλοτε στη Σιβηρία.
Εντωμεταξύ, γεννιέμαι εγώ, η μάνα μου παίζει στο Θέατρο, (έχει τελειώσει πανεπιστημιακή θεατρική σχολή), ο πατέρας λείπει, και κάποιες φορές με κουβαλάει μαζί της, όταν την τοποθετούν βοηθό σκηνοθέτη σε παιδική εκπομπή στην τηλεόραση. Βέβαια, υπήρχαν και παιδικοί σταθμοί 24ωρης βάσης, αλλά ήθελε κάποιες ώρες να με βλέπει.
Όταν γεννιέται, όμως, και ο αδελφός μου, αναγκάζεται ν’ αφήσει την τηλεόραση και μετά από ειδικό σεμινάριο τοποθετείται σε παιδικό σταθμό, έχοντας μαζί και τον αδελφό μου.
Η Έλλη Καραπέτσα – Ματσάκα σε γιορτή στην Τασκένδη
Επειδή δεν μπορούσε πια να τα βγάλει πέρα με δύο παιδιά μόνη, ο πατέρας αναγκάζεται ν’ αφήσει την Ουζμπέκ Φιλμ και να μετακινηθεί στην τηλεόραση, όντας πια κοντά μας. Κάλυπτε τις ειδήσεις. Ερχόταν στο αεροδρόμιο ο Φιντέλ Κάστρο, ο Χρουτσώφ, ο Ποπόβιτς ο αστροναύτης, ο όποιος σπουδαίος τέλος πάντων, ο Φώτης Ματσάκας ήταν εκεί. Κι εγώ ήμουν ο μικρός που συνήθως πρόσφερα την ανθοδέσμη!
Πώς είναι η ζωή σας εκεί, στην Τασκένδη, ως παιδιών και εφήβων; Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων;
Άνετα. Παιδικοί σταθμοί 24ωροι, εστιατόρια στα σχολεία από το δημοτικό μέχρι και το Γυμνάσιο, Σαν φοιτητές, αν συνεχίζαμε, παίρναμε ένα 30% του βασικού μισθού, όπως ήδη είπα.
Η τροφή ήταν φτηνή. Ακριβά ήταν τα έπιπλα ή τα ηλεκτρικά είδη, για παράδειγμα το ψυγείο. Αλλά ψυγεία με ζωή 40 χρόνων! Και φυσικά ακριβά ήταν και τα αυτοκίνητα. Όσοι δουλεύαν στις οικοδομές παίρναν πολλά λεφτά. Και δεν απαγορευόταν μετά τη δουλειά να κάνουν και κάποιο μεροκάματο.
Για τη μόρφωσή μας, αν και ξαναμίλησα, είχαμε ένα 10% στις εισαγωγικές στα Πανεπιστήμια. Δηλαδή παίρνανε και 10% Έλληνες, έστω κι αν δεν είχαν πιάσει τη βάση.
Είχαμε ειδικά προνόμια οι Έλληνες και στις κατασκηνώσεις. Κατασκηνώσεις με πισίνες για κολύμπι, γήπεδα τένις, αλλά επέλεγες και με τι άλλο ήθελες να ασχοληθείς εκεί. Για παράδειγμα με τη ζωγραφική; Είχες την ευκαιρία. Εγώ ασχολήθηκα με τη φωτογραφία. Μηχανή, τράβηγμα, εμφάνιση. Είχε πολύ ενδιαφέρον η κατασκήνωση. Όχι μόνο δεν υπήρχαν διακρίσεις σε βάρος μας, αλλά είχαμε και προνόμια.
Το 1976, μετά από 27 χρόνια, οι γονείς επιστρέφουν στην Ελλάδα κι εσείς τα παιδιά μαζί. Γιατί ο πατέρας αποφασίζει την επιστροφή, ενώ η ζωή εκεί του προσφέρει την καταξίωση, μετά από τόσες περιπέτειες και διώξεις;
Μα ποτέ δεν σκέφτηκαν να μείνουν μόνιμα εκεί. Η νοσταλγία σε όλους τους Έλληνες ήταν έντονη. Κάθε Πρωτοχρονιά για τόσα χρόνια σήκωναν το ποτήρι και εύχονταν όλοι “Και του χρόνου στην πατρίδα!”
Τι αντιμετωπίζει στην επιστροφή; Μπορεί να ασχοληθεί με όσα είχε πετύχει στην προσφυγιά;
Ενώ είχε βρεθεί σε κινηματογραφικά διεθνή φεστιβάλ με Έλληνες κινηματογραφιστές και του υποσχέθηκαν βοήθεια, οι υποσχέσεις δεν πραγματοποιήθηκαν. Έκαναν ότι δεν τον ήξεραν, όταν γύρισε. Πολιτικοί λόγοι, αλλά και ανταγωνισμοί λειτούργησαν αρνητικά.
Η πρώτη δουλειά που βρήκε ήταν φύλακας σε μισοτελειωμένη οικοδομή. Έπρεπε να την φυλάγει, για να προστατευτούν παιδιά που έπαιζαν στη διπλανή παιδική χαρά. Έβγαζε ίσα-ίσα ένα κομμάτι ψωμί.
Μετά προέκυψε μια θέση σε ιδιωτική σχολή οπερατέρ, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, όμως δεν διέθεταν ούτε μηχανή. Πώς να διδάξει; Ήταν κοροϊδία. Έφυγε.
Τελικά καταφέρνει να προσληφθεί σε μεγάλη βιομηχανία γεωργικών φαρμάκων, αρχικά σαν αποθηκάριος. Η ευφυΐα και η εργατικότητά του τον αναβαθμίζουν και γίνεται τελικά υπεύθυνος για τις αποθήκες και τις αποστολές. Απ’ αυτήν τη δουλειά παίρνει τη σύνταξή του. Οι χημικοί παράγοντες, όμως, της δουλειάς επηρέασαν την υγεία του. Πεθαίνει στα 70 του από καρκίνο του πνεύμονα
Ήσουν κοντά του, εδώ στη Βέροια, όπου ζούσε μαζί σου τα τελευταία χρόνια και όπου πέθανε. Τον άκουσες ποτέ να μετανιώνει για όσα δύσκολα έζησε, επειδή είχε ταχθεί ολόψυχα σ’ εκείνον τον άνισο, αλλά ωραίο αγώνα;
Ήταν λογικός, ζύγιζε το κάθε τι και πάντα προσπαθούσε να βρει τις αιτίες πίσω από τα γεγονότα. Δεν τον άκουσα ποτέ να παραπονιέται ούτε για τις δυσκολίες του αγώνα, ούτε για τα χρόνια της προσφυγιάς. Είχε μια περηφάνια που ξάφνιαζε. Κι εδώ στη Βέροια, που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε τη γενική εκτίμηση. Πρόεδρος των πολιτικών προσφύγων στην πόλη, περνούσε πάντα στους δρόμους με τη μάνα μου κι έβλεπα πόσο τον εκτιμούσε ο κόσμος! Μου το έλεγαν!
Πώς αξιοποιήθηκε το υλικό, φωτογραφικό και κινηματογραφικό; Το είχε στα χέρια του; Πού κατέληξε;
Όσο ζούσε παραπονιόταν πως χάθηκε πολύ υλικό. Κάποια αρχεία χάθηκαν στα χέρια του Σεβαστίκογλου. Πεθαίνοντας έμεινε όλο το υλικό στα δικά μου χέρια.
Η ζημιά, όμως, που παθαίνει το “Σπίτι του Λαού” στον Περισσό από πλημμύρα το 1994, κάνει το ΚΚΕ να αναλάβει έναν αγώνα να περισώσει τα αρχεία του. Εθελοντές απ’ όλη την Ελλάδα ήρθαν να βοηθήσουν, δημιουργείται ειδικό εργαστήριο επαναφοράς του μισοκατεστραμμένου υλικού κι έτσι προκύπτει και ενδιαφέρον για την αξιοποίηση των αρχείων του πατέρα μου.
Τα παραδίδω, λοιπόν, στο Κόμμα, αφού έψαξαν και με βρήκαν. Παρέδωσα πάνω από τέσσερις χιλιάδες φωτογραφίες. Πολλές απ’ αυτές υπάρχουν στο Επιμορφωτικό Κέντρο “Χαρίλαος Φλωράκης”, στο Χαλάνδρι. Εκεί με κάλεσαν μαζί με την κόρη του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Συγκινητική στιγμή.
Επειδή όλοι έχουμε στο μυαλό μας την εικόνα του δικού μας πατέρα, πώς θα μπορούσες, Νίκο, να τον χαρακτηρίσεις με λίγα λόγια, όπως τον κρατάς ακέραιο στη μνήμη σου και την ψυχή σου;
Άνθρωπος περήφανος, ευφυής, με κριτική ικανότητα, ήρεμος, καλλιεργημένος, πάντα ταγμένος με το σωστό και το δίκιο.
Σαν πατέρας, όμως, νιώθω πως μου στέρησε, όσο ήμουν μικρό παιδί, την παρουσία του. Το ένιωσα έντονα αυτό τα τελευταία χρόνια που ήμασταν μαζί, πριν πεθάνει.
Έκανα όσα ήθελα ως παιδί, μου έδινε την αυτονομία που κάθε παιδί θα ήθελε, καλλιεργούσε την πρωτοβουλία μου, αλλά… Αλλά μου έλειψε ως πατέρας με τη δουλειά που είχε να γυρίζει σ’ όλον τον κόσμο και να μην είναι κοντά μου…
Με τον μικρό γιο τους Νίκο στην Τασκένδη
……………………………………………………..
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Νίκου Ματσάκα
……………….
Ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Φώτης Ματσάκας στην Τασκένδη, όπου περιγράφεται η ζωή της Ελληνικής Κοινότητας εκεί. Αρχείο Νίκου Ματσάκα.
…………………….
(Πολλές από τις φωτογραφίες του Αρχείου του Νίκου Ματσάκα είναι ανέκδοτες και αποτυπώνουν μια εποχή)
……………………..