Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός Ρεπορτάζ

Γράμμος / Στο Μνημείο – Μουσείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Εκεί, όπου η μνήμη κατοικεί ακοίμητη…

Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, εκείνο που χτυπιέται μεθοδικά και αλύπητα είναι η μνήμη. Τα ιστορικά γεγονότα μετατρέπονται επετειακά τις περισσότερες φορές σε φιέστες – εξαρτάται, βέβαια, πάντα από κείνους που τα προσεγγίζουν –  και οι αποδέκτες τους, οι νέοι άνθρωποι που δεν τα έζησαν, γίνονται κοινωνοί μιας «αλήθειας», προσαρμοσμένης στους στόχους εκείνων που επιδιώκουν να την φέρουν στα δικά τους μέτρα ή να τη θάψουν βαθιά στα σκοτάδια της λήθης.

Απέναντι σ’ όλην αυτήν την τακτική υψώνεται περήφανο μέσα στη λιτότητά του και τη δική του αλήθεια το Μνημείο – Μουσείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στους πρόποδες του Γράμμου. Θα το συναντήσει κανείς πηγαίνοντας για την Κόνιτσα.

Ο Βασίλης Νιτσιάκος, Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, την προηγούμενη μέρα, μετά από μια συνέντευξη που του ζήτησε η Φαρέτρα και δόθηκε στην Κόνιτσα, μας ανεβάζει στο Γράμμο και μετά στο χωριό του την Αετομηλίτσα, στρατηγείο του Μάρκου Βαφειάδη και της Κυβέρνησης του Βουνού.

Η μνήμη είναι παντού παρούσα, καθώς ανεβαίνουμε. Τα δέντρα  είναι εκείνα τα ίδια που είδαν, που άκουσαν  τα γεγονότα, τους κρότους από τις μάχες, τις ιαχές, τα βογκητά των πληγωμένων, τον ήχο των βομβαρδιστικών αεροπλάνων… «Όμως εμείς δεν είχαμε…» λέει ο Ελύτης στο «Άξιον Εστί» του, κι ας αναφέρεται σε άλλα ιστορικά γεγονότα, προγενέστερα…

Εκεί, στο Γράμμο, πολέμησαν «οι νέοι που τους έλεγαν αλήτες»  ή, όπως τους έλεγαν οι  «άλλοι»,  πολέμησαν οι «συμμορίτες». Νέοι δεκαεξάχρονοι μπήκαν στον αγώνα και χάθηκαν για μια ιδέα, για έναν άλλο, καλύτερο κόσμο.

Σταματάμε στο σημείο που ο Γάλλος ποιητής Πωλ Ελυάρ μίλησε τότε στους άντρες του Δημοκρατικού Στρατού. Εκεί υπάρχει τώρα μια βρύση. Ο Βασίλης Νιτσιάκος σκύβει και πίνει. Μας καλεί να τον ακολουθήσουμε. Προχωρούμε. Μας ενημερώνει πως  εδώ γυρίστηκε το «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη. Έχει πέσει μια γκρίζα ομίχλη, αρχίζει να βρέχει. Βροχή σιωπηλή. Τη σταματούν τα ψηλά δέντρα που σχηματίζουν  θόλους. Προσκύνημα στο χαμένο αγώνα…

Στους πρόποδες του βουνού η επίσκεψη στο Μουσείο του Δημοκρατικού Στρατού συμπληρώνει τις προηγούμενες εικόνες. Τα συναισθήματα έχουν ξυπνήσει.

Μας περιμένει στην πόρτα ο Τάκης Σδούκος. Μας συνοδεύει ο Βασίλης Νιτσιάκος. Θέλει να έχουμε μια όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα για τα γεγονότα εκεί, που τον σημάδεψαν ως παιδί, αν και δεν τα έζησε. Ο απόηχός τους όμως σφράγισε και το χωριό του κι εκείνον.

Το χωριό λέγεται Θεοτόκος. Έξω από το Μουσείο  ένα τεράστιο Δέλτα, αυτό που ήταν κεντημένο και στα δίκωχα των αγωνιστών, δεσπόζει συμβολίζοντας τον στόχο του αγώνα, όπως εκείνοι τον έβλεπαν . «Δ», Δημοκρατία, Δημοκρατικός Στρατός.

Γύρω του πλάκες λευκές έχουν χαραγμένα τα ονόματα των νεκρών κατά χωριό και κατά οικογένεια. «Ήμασταν 300 οικογένειες στην Αετομηλίτσα, λέει ο Βασίλης Νιτσιάκος, και τελικά μείναμε 30. Άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν.»

Το Μουσείο δεν έχει τίποτα το επιβλητικό έξω. Μοιάζει σπίτι, λαϊκό και ζεστό, όπως οι ψυχές των απλών ανθρώπων.

Και μέσα στον μικρό αλλά συγκινητικό χώρο του το πρώτο πράγμα που αντικρίζουμε μπαίνοντας είναι μια σκουριασμένη ξιφολόγχη και μια αντιασφυξιογόνα μάσκα. «Μα υπήρχαν χημικά τότε;» Στην απορία μας ο Τάκης Σδούκος απαντά «Στο Γράμμο δοκιμάστηκαν τα πάντα. Ο στρατός  έριχνε κάτι σαν αυγά που απελευθέρωναν αέρια. Στον Περισσό φυλάγονται τέτοια δείγματα.»

Στα δεξιά η γωνία των δωρητών. Ο μπάρμπα Χρήστος Ζούνης και η γυναίκα του, η κυρά Λένη, μας κοιτάζουν μέσα από την κορνίζα τους. Τα μπαστουνάκια και των δυο εκεί. Αλλά και το συγκινητικότερο… Η βαλίτσα και το ράντζο για την εξορία,  εξορία που δεν συνέβη μόνο μια φορά, κι αυτά εκεί, σήματα κατατεθέντα μιας εποχής, όπου η βαρβαρότητα ήταν συνεχώς παρούσα αλλά και η αντοχή και το πείσμα από την άλλη μεριά την αντιμάχονταν.

Το οικόπεδο και το σπίτι του μπάρμπα Χρήστου δωρίστηκε από τα παιδιά του στο ΚΚΕ, κι εκεί, αποκλειστικά με εθελοντική εργασία των μελών του Κόμματος, μέσα σε δύο μήνες στήθηκε το Μουσείο.

Εκείνο που εντυπωσιάζει στη συνέχεια είναι τα χειρουργικά εργαλεία του Αγώνα. Απίστευτο πώς μ’ εκείνα τα μέσα αντιμετωπίζονταν βαθιές πληγές ή  ακρωτηριασμοί… Ψυχή βαθιά… Σε φωτογραφία γυναίκες του Αγώνα σηκώνουν στα χέρια τους ένα πληγωμένο παλικάρι σε φορείο και προχωρούν. Θα ζήσει; Θα πεθάνει;

Αλλού φωτογραφίες γυναικών με το δίκωχο λοξά στο κεφάλι και το όπλο στο χέρι. Αλλού μικρών κοριτσιών με την αθωότητα της νιότης στο πρόσωπο. Η ίδια λάμψη στο βλέμμα… Η απόφαση και το όνειρο για το καλύτερο αύριο. Παντού φωτογραφίες. Χάρτες. Έγγραφα, κείμενα παράνομων εφημερίδων…

Ο Τάκης Σδούκος μιλά για ένα βρέφος που σώθηκε σ’ έναν σκληρό βομβαρδισμό αμάχων. Η οικογένεια σκοτώθηκε μέσα στο σπίτι, η κούνια, η σαρμάντζα, όπως την είπε, αναποδογύρισε μέσα στον πανικό και το έσωσε. Παιχνίδια της τύχης και αγριότητες των ανθρώπων…

Στο ισόγειο, κατεβαίνοντας, όπλα της εποχής. Πολυβόλα, γεμιστήρες, χειροβομβίδες. Σκουριασμένα. Με τη σκουριά του χρόνου που πονά. Ο Βασίλης Νιτσιάκος συμπληρώνει την εικόνα με την παιδική του μνήμη «Να, με τέτοιες χειροβομβίδες παίζαμε εμείς παιδιά, τις βρίσκαμε παντού γύρω από το χωριό.»

Ο Τάκης Σδούκος δεν μπορεί να μην συγκρίνει τον αγώνα του μικρού Δαυίδ με τον Γολιάθ. «Από τη μια η αστική τάξη της εποχής, οι Άγγλοι, οι Αμερικάνοι, οι παλιοί συνεργάτες των Γερμανών, Χίτες και Ταγματασφαλίτες, πάνοπλοι, κι από την άλλη ο φτωχόκοσμος, που σκοτώνονταν για έναν καλύτερο κόσμο. Νικήθηκαν, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Το γιατί σκοτώθηκαν. Η σύγκρουση ήταν ταξική!»

Ξενάγηση μικρή, αλλά ουσιαστική. Χώρος μικρός, αλλά  γεμάτος εικόνες, ιδέες και φωνές από το παρελθόν. Ο Γράμμος πάνω μας πανύψηλος, φορτωμένος μνήμες και Ιστορία, μάρτυρας ενός αδελφοκτόνου πολέμου…

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε –
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

Γιάννης Ρίτσος «Ρωμιοσύνη»

…………..

Φωτογραφίες: faretra.info

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ