Life Περιβάλλον

Πίνοβο: Ανηφορίζοντας για την κορυφή Βίσογκραντ κοντεύαμε στα… σύννεφα

——–

«Δεν ξέρω κανέναν που να έχει φτάσει στην κορυφή χωρίς πολλή δουλειά. Είναι συνταγή.» (Πρωθυπουργός Βρετανίας)

Περιγραφή – φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Αρχές Απρίλη.

Ο βροχερός και με πολλά κρύα «παλουκοκαύτης» Μάρτης παραχώρησε, επιτέλους, τη θέση του στον μήνα με τα λογής-λογής χρώματα στους κάμπους και το άρωμα της άνοιξης περισσότερα αισθητό.

Στο ημερολόγιο έγραφε : 03-04-2022, μέρα Κυριακή.

Συγκεντρωθήκαμε, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης έτοιμοι για μία ακόμη κυριακάτικη ορειβατική μας εξόρμηση.

Τα ρολόγια, εκείνη τη στιγμή, δείχνανε 07.00΄ π.μ.

Ξεκινούσε μια καινούργια μέρα.

Ξεκινούσαμε και εμείς, για ένα ακόμη ραντεβού μας με τη Φύση.

Η πρωϊνή ανοιξιάτικη ψυχρούλα αισθητή.

Ο ουρανός με ελάχιστα σύννεφα.

Η ατμοσφαιρική θερμοκρασία των πρώτων ωρών της μέρας κοντά στο «μηδέν» δεν επέτρεπε την όποια επιπλέον καθυστέρηση.

Έτσι, ετοιμαστήκαμε χωρίς να χάσουμε χρόνο και επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο.

Είπαμε ένα: «γεια!!»…στη βαβούρα της καθημερινότητας, στους κουραστικούς θορύβους της πόλης, στα ανυπόφορα «πρέπει» του κόσμου και φύγαμε παίρνοντας το δρόμο που μάς οδηγούσε στην απόδραση, στην ελεύθερη επιλογή δράσης, στην ικανοποίηση των ‘‘θέλω’’ μας.

Φύγαμε για να βρεθούμε στην…αγκαλιά της αγαπημένης μας με το όνομα Φύση και στην ελεύθερη, πλέον, από προβλήματα γωνιά Της να ξεδιπλώσουμε τις δράσεις μας με σκοπό να ικανοποιήσουμε το ‘‘θέλω’’ της ομάδας που προέβλεπε την: «Ανάβαση στην δεύτερη ψηλότερη κορυφή  του βουνού Πίνοβο, το ‘‘Βίσογκραντ’’ (υψ. 2.150 μ).» (φωτ. 1).

Η πόλη της Βέροιας, που την αφήναμε πίσω μας, ακόμη «κοιμόταν» και ο ανθοστόλιστος κάμπος της Ημαθίας έδειχνε, στη θέα του, σαν να μάς «χαιρετούσε» με τα…απερίγραπτα χρώματά του και τα ευωδιαστά αρώματα των ανθισμένων δένδρων (φωτ. 2 και 3, φωτογραφίες του Bazakas Antonis).

Ακολουθήσαμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Σκύδρα Ν. Πέλλας και από εκεί θα συνεχίζαμε για την κωμόπολη Αριδαία Αλμωπίας.

Φτάνοντας στην Αριδαία όλα στο γύρω τοπίο άρχισαν να χρωματίζονται.

Ο ζωοδότης ήλιος μόλις έκανε την εμφάνισή του πέρα στον ορίζοντα.

Από την κωμόπολη ακολουθήσαμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση  προς το Αετοχώρι.

Οι ενδείξεις στο κοντέρ του αυτοκινήτου «τρέχανε».

Θέλαμε, όμως, κάποια χιλιόμετρα ακόμη  για να φτάσουμε στο πιο πάνω ορεινό χωριουδάκι του οδικού προορισμού μας.

Από τα στροφηλίκια του ανηφορικού δρόμου, που ακολουθούσαμε, μπορέσαμε να δούμε καθαρά ένα τμήμα του ορεινού όγκου της ορειβατικής μας κυριακάτικης δραστηριότητας (φωτ. 4 και 5).

Κοντεύαμε στον οδικό προορισμό μας.

Χρειαστήκαμε μία ώρα οδήγησης και να διανύσουμε οδική απόσταση 90 περίπου χιλιομέτρων για να βρεθούμε από την Βέροια στους πρόποδες του βουνού Πίνοβο και συγκεκριμένα στα 680 μέτρα υψόμετρο, εκεί που «φωλιάζει», περιτριγυρισμένο από μικτής βλάστησης δάσος, το μικρό ορεινό χωριό Αετοχώρι Ν. Πέλλας με τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους του.

Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας πριν το πλακόστρωτο της όμορφα διαμορφωμένης πλατειούλας με τον χαρακτηριστικό υπεραιωνόβιο πανύψηλο πλάτανο στο κέντρο της και στο βάθος της το κτίριο που στεγάζει τον τοπικό Πολιτιστικό Σύλλογο.

Ο πετρόχτιστος οικίσκος, που τα τελευταία χρόνια διαμορφώθηκε σε όμορφο και ζεστό μαγαζάκι εστίασης με το όνομα «CΑΛΟΓΕΡΟC», κλειστός (φωτ. 6).

Το 2018 στην πλατειούλα προστέθηκε και ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο.

«Επαναπατρίστηκε» και τοποθετήθηκε κοντά στο κτίριο του Πολιτιστικού Συλλόγου το ένα από τα δύο ορεινά κανόνια, που απομακρύνθηκαν το 2009 από την κορυφογραμμή του ορεινού όγκου που χωρίζει την Ελλάδα από τα Σκόπια (φωτ. 7).

Παντού η πρωινή ησυχία.

Η ανθρώπινη παρουσία απούσα.

Μόνο κάποια σκυλιά, που μόλις μας αντιλήφθηκαν, ξεπρόβαλλαν από τα δρομάκια και τρέξανε προς τη μεριά μας «καλωσορίζοντάς» μας κουνώντας χαρούμενα τις ουρές τους.

Τα ονομάσαμε, εδώ και χρόνια, σκυλιά-«ορειβάτες»…γιατί έχουν τη συνήθεια να ακολουθούν τις ομάδες ορειβατών που επισκέπτονται την περιοχή.

Ήταν μία όμορφη και ξεχωριστή «υποδοχή» μας στο μικρό οικισμό των μόλις μόνιμων 20 κατοίκων.

Τα χαϊδέψαμε, δείχνοντας την αγάπη μας.

Εξ’ άλλου την επόμενη μέρα θα είχαν την…τιμητική τους, επειδή η ‘‘4η Απριλίου’’ έχει χαρακτηριστεί σαν ‘‘Παγκόσμια Μέρα Αδέσποτων Ζώων’’ (φωτ. 8).

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για τη δική μας πολύωρη ορειβατική δραστηριότητα της μέρας.

Ο καιρός την ώρα εκείνη έδειχνε καλός.

Ο ουρανός με λιγοστά συννεφάκια και η θερμοκρασία περιβάλλοντος κοντά στους 2ο Κελσίου.

Επειδή το βουνό είναι απρόβλεπτο και οι καιρικές συνθήκες στον ορεινό όγκο μεταβάλλονται από τη μια στιγμή στην άλλη, συμπληρώσαμε στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα.

Ενεργοποιήσαμε τα GPS, για την καταγραφή της διαδρομής και την αποθήκευση στοιχείων που θα μάς ήταν χρήσιμα μελλοντικά.

Άνοιξα τον ασύρματο για κάθε ενδεχόμενο και αφού ετοιμαστήκαμε, περιμέναμε το νεύμα του 84χρονου αρχηγού μας για το ξεκίνημα.

Μόλις ο Τοτός έκανε την χαρακτηριστική κίνηση που τόσο περιμέναμε, «πιάσαμε» από το χεράκι τις κοπελιές μας με τα υπέροχα ονόματα: ‘‘Διάθεση’’, ‘‘Δράση’’, ‘‘Προσπάθεια’’, ‘‘Υπομονή’’, ‘‘Επιμονή’’ και ξεκινήσαμε «διαγράφοντας» από το…μυαλό μας…όλες εκείνες τις άχρηστες προηγούμενες σκέψεις, που το βάραιναν, και το «θέσαμε» σε ετοιμότητα να «δεχτεί», στον ελεύθερό του πλέον χώρο, όλες εκείνες τις όμορφες στιγμές που θα βιώναμε και όλες εκείνες τις εικόνες που θα αντικρίζαμε κατά τη διάρκεια της ορειβατικής μας δραστηριότητας.

Μαζί μας και τα δύο σκυλιά-«ορειβάτες».

Περάσαμε δίπλα από το μεγαπλάτανο της πλατείας και το κτίσμα του Πολιτιστικού Συλλόγου, που ακόμη ανακαινιζόταν.

Φτάνοντας στον μισογκρεμισμένο πέτρινο τοίχο στα δεξιά μας, ακολουθήσαμε τα σημάδια της σήμανσης του μονοπατιού. Ακολουθήσαμε, δηλαδή, τα σημάδια εκείνα με το κίτρινο χρώμα και τα άλλα με το κόκκινο πλαίσιο και την κίτρινη βούλα στο κέντρο του.

Στον πιο πάνω τοίχο που συναντήσαμε υπάρχει μία ενημερωτική μεταλλική πινακίδα, κίτρινου χρωματισμού, που έχει τοποθετηθεί από τον Ορειβατικό Σύλλογο Αριδαίας.

Έχει αναγραφόμενες πληροφορίες για τα υψόμετρα των ψηλότερων κορυφών του βουνού και τον απαιτούμενο χρόνο ανάβασης προς αυτές.

Για την κορυφή του προορισμού μας έγραφε: «Κορυφή ‘‘Βίσογκραντ’’…υψόμετρο 2.150 μ…χρόνος ανάβασης 4 ώρες» (φωτ. 9).

Προχωρήσαμε έχοντας τον χρόνο αυτόν σαν μέτρο σύγκρισης με εκείνον, το «δικό μας», που θα μάς χρειαζόταν προκειμένου να πραγματοποιήσουμε την ανηφορική διαδρομή από το Αετοχώρι μέχρι τα 2.150 μέτρα υψόμετρο.

Βγαίνοντας από το χωριό ακολουθήσαμε το χωμάτινο δρόμο, που ήταν η αρχική κοινή διαδρομή για τις ψηλότερες κορυφές του ορεινού όγκου.

Οδηγούς είχαμε τα σημάδια σήμανσης του κοινού αυτού μονοπατιού.

Κοιτάζοντας ψηλά από το σημείο που βρισκόμασταν βλέπαμε να ξεπροβάλλει, εκεί πέρα στο βάθος και πάνω από το πυκνό δάσος, ένα τμήμα της μεγάλης σε μήκος κορυφογραμμής του φυσικού συνόρου που χωρίζει την Ελλάδα από την γειτονική χώρα των Σκοπίων.

Ένα κομμάτι της κορυφογραμμής εκείνης θα το περπατούσαμε για να φτάσουμε στην κορυφή του προγραμματισμένου κυριακάτικου προορισμού μας (φωτ. 10).

Η απόσταση που διανύσαμε από την πλατειούλα του χωριού μέχρι το κίτρινο βέλος στον κορμό μιας βελανιδιάς, που συναντήσαμε στα δεξιά μας, δεν ήταν μεγάλη.

Στο σημείο εκείνο εγκαταλείψαμε τον χωματόδρομο και μπήκαμε, ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια, στο ανηφορικό μονοπάτι που περνούσε μέσα από μεικτό δάσος με επικρατέστερα τα δρυόδενδρα (φωτ. 11).

Το πέρασμά μας μέσα από θάμνους και βελανιδιές σύντομο.

Χρειαστήκαμε ελάχιστα μόλις λεπτά της ώρας για να συναντήσουμε το χωματόδρομο, που ξεκινούσε από το χωριό και κατέληγε στις ορεινές βοσκές εκεί ψηλά στο βουνό.

Υπάρχει, στο σημείο εκείνο, «πέτρινος κούκος» -πέτρες δηλαδή που είναι τοποθετημένες, από ανθρώπινο χέρι, η μία πάνω από την άλλη – (είναι ένας άλλος τρόπος σήμανσης μονοπατιού).

Βγαίνοντας από το μονοπάτι, αντικρίσαμε μπροστά μας ένα μισογκρεμισμένο κτίσμα.

Θα ήταν, μάλλον, ένα Στρατιωτικό Φυλάκιο κάποτε (φωτ. 12).

Το προσπεράσαμε και ακολουθήσαμε το χωμάτινο δρόμο με κατεύθυνση προς τις κορυφές.

Στη συνέχεια προσπεράσαμε και το μονοπάτι, στα δεξιά του δρόμου, που οδηγούσε στο τοπωνύμιο ‘‘Θεοτόκος’’, σύμφωνα με την ένδειξη της ξύλινης πινακίδας-βέλος.

Συντροφιά μας και οι τετράποδοι «συνοδοιπόροι», που συνέχιζαν να μάς ακολουθούν (φωτ. 13).

Συνεχίσαμε την ανηφορική πορείας μας ακολουθώντας τη σήμανση του μονοπατιού.

Λίγο πιο πάνω συναντήσαμε μία μεταλλική μπάρα, κίτρινου χρωματισμού, που κάποτε θα χρησίμευε για τον έλεγχο από τους συνοριακούς φύλακες των διερχόμενων, από το σημείο εκείνο, αυτοκινήτων (φωτ.14).

Η διαδρομή μας μέχρι το ρυάκι στο ‘‘Παραμαγούλα Ρέμα’’ είχε εναλλαγές: χωματόδρομος – κοφτό μονοπάτι – χωμάτινος δρόμος.

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής εγκαταλείψαμε τον χωματόδρομο και μπήκαμε στο σύντομο μονοπάτι.

Στο βραχώδη εκείνο κομμάτι του κοφτού μονοπατιού περάσαμε δίπλα από έναν χαρακτηριστικό ογκώδη βράχο, πυραμιδοειδούς σχήματος, με μία διαμπερή σπηλιά ανοιγμένη από ανθρώπινο χέρι (φωτ. 15, 16, 17).

Το άνοιγμα της εισόδου στη σπηλιά μεγάλο. Στο εσωτερικό της χωράνε δεκάδες άτομα και στο τέρμα της έχει ένα μικρό άνοιγμα που βλέπει προς τον κάμπο της Αλμωπίας.

Ξαναμπήκαμε σε χωματόδρομο.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τον χαρακτηριστικό βράχο με τη σπηλιά και περάσαμε μέσα από ένα στένωμα του δρόμου, που το σχημάτιζαν ο σχεδόν κάθετος επιβλητικός βράχος από τη μεριά της απότομης πλαγιάς του βουνού και η ψηλή σκουριασμένη, από τον φθοροποιό χρόνο, περίφραξη από τη μεριά της ρεματιάς (φωτ. 18).

Η πορεία μας στο χωμάτινο δρόμο κατηφορική και σύντομη.

Φτάσαμε στο ρυάκι του ‘‘Παραμάγουλα Ρέματος’’.

Το περάσαμε και λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα συναντήσαμε τον «πέτρινο κούκο», μία στήλη από πέτρες τοποθετημένες την μία πάνω από την άλλη.

Στο σημείο υπάρχουν και κόκκινα σημάδια στους βράχους.

Ο «κούκος» αυτός και τα κόκκινα σημάδια, στα δεξιά του δρόμου, σηματοδοτούσαν την είσοδο στο μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσουμε.

Έτσι, βγήκαμε από το χωμάτινο δρόμο και μπήκαμε στο μονοπάτι (φωτ. 19).

Η πορεία μας πλέον ανηφορική και απαιτητική.

Η κλίση του μονοπατιού ολοένα μεγάλωνε και η γεωμορφολογία του μεταβαλλόταν όσο το ανεβαίναμε.

Το πέρασμά του απαιτούσε κουράγιο, επιμονή και δύναμη στα πόδια.

Βρεθήκαμε μέσα σε πυκνή βλάστηση ενός μεικτού δάσους.

Κέδρα, θάμνοι, φτέρες, φυτικά τούνελ. Πραγματική ζούγκλα (φωτ από 20 μέχρι και 24).

Τα σημάδια της άνοιξης άρχιζαν να γίνονται εμφανή.

Συναντήσαμε στη διαδρομή μας ανθισμένες κρανιές και δεκάδες πρίμουλες που κάνανε τη διαφορά «χρωματίζοντας» το γκριζωπό γύρω τοπίο (φωτ. 25 και 26).

Φτάσαμε στο δεύτερο ρέμα, εκεί που υπάρχει πηγή με τρεχούμενο νερό.

Η πηγή αυτή ευχαριστεί με το γάργαρο δροσερό νερό του και ξεδιψά τον κουρασμένο οδοιπόρο τους καλοκαιρινούς μήνες

Τα νερά που κατέβαζε η ρεματιά πολλά και ορμητικά. Έπρεπε να τα περάσουμε.

Το πέρασμά μας προσεκτικό. Οι πέτρες που πατούσαμε δεν ήταν σταθερές και γλιστρούσαν (φωτ. 27 και 28).

Το μονοπάτι που ακολουθούσαμε εξακολουθούσε να είναι ανηφορικό. Τα επίπεδα κομμάτια απουσίαζαν παντελώς.

Ανεβαίναμε υψομετρικά.

Βρεθήκαμε σε πυκνό δάσος με πανύψηλες οξιές.

Ήταν σιωπηλό. Παντού η απόλυτη ησυχία.

Τα κελαηδίσματα των πουλιών δεν ακούγονταν.

Μία σιωπή που μάς έκανε να θέλουμε να βλέπουμε μόνο και να μη μιλάμε.

Το θρόισμα των πεσμένων χρυσοκίτρινων φύλλων από το πέρασμά μας και ο ήχος που προκαλούσε το μεταλλικό μπατόν, ακουμπώντας σε βράχο ή σε πέτρα, κάνανε τη διαφορά στο όλο σιωπή γύρω σκηνικό.

Το δάσος, όμως, έδειχνε όμορφο και ας έλειπε το καταπράσινο φύλλωμα των δένδρων.

Την φθινοπωρινή εικόνα του φώτιζαν και χρωμάτιζαν μόνο οι ακτίνες του ήλιου.

Το μονοπάτι στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής φανταστικό, καθαρό, πολυπερπατημένο και με πυκνή σήμανση.

Εικόνες, εικόνες, εικόνες παντού. Αμέτρητες και διαφορετικές σε κάθε μας βήμα (φωτ. 29, 30, 31).

Συνεχίζαμε.

Μάς ακολουθούσε, ακόμη, το ανοικτόχρωμο μεγαλόσωμο σκυλί.

Κάποια στιγμή βρεθήκαμε στο πιο δύσκολο και το πιο απαιτητικό κομμάτι της πλαγιάς με μεγάλη κλίση.

Βρεθήκαμε εκεί που το μονοπάτι το κατέστρεψαν τα φαρδιά τρακτερωτά λάστιχα κάποιου μηχανήματος  μεταφοράς των κομμένων μεγαλόκορμων δένδρων.

Το κάποτε μονοπάτι και στενό πλέον δρομάκι, δημιούργημα των υλοτόμων, ήταν κυριολεκτικά οργωμένο και το χώμα του σε άλλες συνθήκες είναι τόσο αφράτο που το πόδι βουλιάζει πολύ στο πάτημά του.

Το είχαμε βιώσει την προηγούμενη φορά που επισκεφτήκαμε την περιοχή και δυσκολευτήκαμε αρκετά στο κομμάτι εκείνο.

Ανεβαίναμε υψομετρικά.

Η ανάβαση απαιτητική. Τα βήματά μας αργά και οι ανάσες μας βαθιές.

Η δυσκολία του, όμως, δεν μάς…γονάτιζε.

Αντιθέτως, πεισμώναμε περισσότερο και συνεχίζαμε.

Θέλαμε οπωσδήποτε να ολοκληρώσουμε τον σκοπό της κυριακάτικής μας δραστηριότητας και να φτάσουμε στον τελικό μας στόχο.

Επιτέλους, κάποια στιγμή το «μαρτύριο» έφτασε στο τέλος του.

Βγήκαμε στο δασικό δρόμο με τους στοιβαγμένους κορμούς κομμένων δένδρων και αποφασίσαμε να σταματήσουμε για μία ανάσα (φωτ. 32).

Δεν καθυστερήσαμε καθόλου, μάς περίμενε η πολύωρη συνέχεια μέχρι την κορυφή του προορισμού μας.

Εγκαταλείψαμε το δασικό δρόμο και ξαναμπήκαμε στο μονοπάτι-δρόμο υλοτόμων, στα δεξιά μας (φωτ. 33).

Ανηφορίζαμε.

Το μονοπάτι απαιτητικό, με μεγάλη κλίση και με γεωμορφολογικές εναλλαγές.

Οι κουβέντες μας λιγοστές, καθώς το πνεύμα γαλήνευε και συντονιζόταν με το περιβάλλον του δάσους.

Ήμασταν μακριά από το κάθε τι της πόλης και θέλαμε να χαρούμε αυτό που ζούσαμε εκείνη τη στιγμή.

Απαλλαγμένοι από το βάρος των σκέψεων της άχαρης καθημερινότητας και ζώντας όλο αυτό που μας περιτριγύριζε δεν αισθανόμασταν βάρος στα πόδια μας και ας ανηφορίζαμε κοντά δύο ώρες.

Χρειαστήκαμε δύο ώρες και 5 λεπτά απαιτητικής ανηφορικής πορείας για να βρεθούμε από το Αετοχώρι στα 1.356 μ. υψόμετρο.

Φτάσαμε στο ξέφωτο με τη σάρα σε μια πλαγιά με μεγάλη κλίση.

Στο σημείο εκείνο το υποχρεωτικό πέρασμά μας ήθελε αρκετή προσοχή, γιατί το μονοπάτι στην απότομη  πλαγιά  ήταν πολύ στενό και το έδαφος υποχωρούσε σε κάθε πάτημα ( φωτ. 34, 35, 36).

Περάσαμε και αυτό το φυσικό εμπόδιο και ξαναμπήκαμε σε δάσος οξιάς.

Συναντήσαμε το πρώτο χιονάκι.

Η ατμοσφαιρική ψυχρούλα άρχιζε να γίνεται περισσότερο αισθητή.

Μάς δρόσιζε, εκείνη τη στιγμή, τα σπλάχνα και μάς ξυπνούσε το νου.

Η προστασία των αντιανεμικών ήταν πλέον απαραίτητη (φωτ. 37 και 38).

Το πέρασμά μας από το κομμάτι εκείνο του δάσους οξιάς σύντομο.

Τα δένδρα όσο ανεβαίναμε άρχιζαν να αραιώνουν, να λιγοστεύουν και οι πρώτοι βράχοι άρχιζαν να ξεπροβάλλουν υπενθυμίζοντάς μας πως από δω και πέρα μπαίναμε στο βασίλειο των βράχων, των αλπικών λιβαδιών και των ανέμων (υψ. 1.475 μ) [ υψ. 39].

Αφήνοντας πίσω μας το δάσος οξιάς  και ανεβαίνοντας ψηλότερα το σκηνικό άλλαζε.

Δεν ξέραμε προς τα που να κοιτάξουμε και τι να πρωτοθαυμάσουμε.

Οι φωτογραφικές «πήραν» φωτιά και τα «κλικ» της λήψης ασταμάτητα.

Όσο πλησιάζαμε προς την αλπική ζώνη του βουνού, ένα κατάμαυρο και θεόρατα βράχινο τοίχος άρχιζε να ορθώνεται επιβλητικά στα αριστερά μας.

Ο όγκος του, η σχεδόν κάθετη πλαγιά του και η επιβλητικότητά του τράβηξαν τα βλέμματά μας πάνω του.

Ήταν ο ‘‘Μαύρος Βράχος’’ που μας εντυπωσίαζε στη θέα του ( φωτ. 40).

Συνεχίζαμε την ανηφορική πορεία μας.

Όσο προχωρούσαμε, τόσο τα αλπικά λιβάδια απλώνονταν γύρω μας.

Εδώ, πλέον, συστάδες δένδρων δεν υπάρχουν.

Σε όλη την πλαγιά επικρατεί η ποώδης βλάστηση.

Βλέπαμε νερά που τρέχανε παντού και μικρά ρυάκια που δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν.

Το χορταριασμένο έδαφος ήταν υγρό (φωτ. 41).

Στο κομμάτι αυτό του απέραντου αλπικού λιβαδιού ακολουθούσαμε τα κίτρινα σημάδια της σήμανσης του μονοπατιού, που τα συναντούσαμε στους βράχους..

Εκτός από τα πάμπολλα ρυάκια βλέπαμε γύρω μας και τους αμέτρητους, σκορπισμένους παντού, ογκόλιθους διάφορων μεγεθών.

Το όλο σκηνικό του τοπίου στα 1.500 περίπου μέτρα υψόμετρο το συμπλήρωναν και οι δεκάδες πανύψηλοι ογκώδεις βράχοι παράξενων σχημάτων.

Κοντεύαμε σε έναν από αυτούς.

Ήταν ο σκουρόχρωμος με το χαρακτηριστικό πυραμιδοειδή σχήμα του, που τον βλέπαμε μπροστά μας (φωτ. 42).

Στη βάση του βράχου αυτού, εκεί που διασταυρώνεται το μονοπάτι που ακολουθούσαμε με ένα άλλο που οδηγεί προς το τοπωνύμιο ‘‘Πευκάκια’’, υπάρχει η τελευταία πηγή της αλπικής ζώνης.

Χρειαστήκαμε να κάνουμε μία συνεχή απαιτητική ανηφορική πορεία διάρκειας τριών ωρών (συνολικός χρόνος),  για να φτάσουμε από το Αετοχώρι στα 1.564 μέτρα υψόμετρο, στο σημείο δηλαδή με την τελευταία πηγή (φωτ. 43).

Ολιγόλεπτη στάση και συνεχίσαμε.

Περάσαμε τον βράχο με την πηγή, που τον είχαμε στα δεξιά μας, και ανηφορίζαμε με την εικόνα του χιονισμένου βραχώδη τοίχου της κορυφογραμμής με τις μυτερές απολήξεις των κορυφών, που τον βλέπαμε στα αριστερά μας.

Βρισκόμασταν ακόμη στην ‘‘Κοιλάδα των Βράχων’’, στην περιοχή δηλαδή του βουνού με τους σκορπισμένους ογκόλιθους παντού.

Κοιτάζοντας δεξιότερα του ‘‘Μαύρου Βράχου’’  βλέπαμε το χιονισμένο ορεινό όγκο που ορθωνόταν επιβλητικά στα αριστερά μας, λες και ήθελε να «ακουμπήσει» τον ουρανό.

Καταφέραμε, στο κομμάτι αυτό του ορεινού όγκου που βλέπαμε, να διακρίνουμε την δεύτερη σε ύψος κορυφή με το τοπωνύμιο ‘‘Βίσογκραντ’’ (υψ.  2.150 μ.).

Από κάποιο σημείο του μονοπατιού κοιτώντας το χιονισμένο αυτό τμήμα του βουνού «περπατήσαμε» με τη ματιά μας τη διαδρομή που θα έπρεπε να κάνουμε για να φτάσουμε τελικά στην πιο πάνω κορυφή του κυριακάτικου προορισμού μας (φωτ. 44 και 45).

Φωτογραφίες και ξεκινήσαμε για την τελευταία και την πιο απαιτητική ανάβαση της διαδρομής σε μια βραχώδη πλαγιά με την αρκετά μεγάλη κλίση.

Εκείνης δηλαδή που απαιτούσε θέληση, κουράγιο, υπομονή, επιμονή και δύναμη στα πόδια.

Πήραμε βαθιές ανάσες  και με τα λόγια ενός σοφού στο μυαλό μας: « Όταν τα πάντα σου φαίνονται βουνό…σκέψου την καταπληκτική θέα που θα αντικρίσεις από την κορυφή», ξεκινήσαμε για το τόλμημά μας στην χιονισμένη εκείνη απότομη πλαγιά.

Η πορεία μας «ζιγκ-ζαγκ», τα βήματα αργά και οι ανάσες μας βαθιές.

Κοντεύαμε στα 1.850 μέτρα υψόμετρο, εκεί που διασταυρώνονται μονοπάτια.

Κοιτάζοντας πίσω μας βλέπαμε τα «ζιγκ-ζαγκ» πατήματα που «αφήσαμε» στο χιόνι ανεβαίνοντας, το κομμάτι της διαδρομής που κάναμε στην ‘‘Κοιλάδα των Βράχων’’ και πέρα στο βάθος, χαμηλά, τον κάμπο της Αλμωπίας Νομού Πέλλας.

Μπορέσαμε να διακρίνουμε και το βουνό Πάϊκο (φωτ. 46).

Φτάσαμε στη διασταύρωση μονοπατιών, στα 1.850 περίπου μέτρα υψόμετρο.

Τα σύννεφα στον ουρανό με τα παιχνίδια τους και τα μποφόρ άρχιζαν να γίνονται αισθητά.

Αφήσαμε το μονοπάτι, στα δεξιά μας, εκείνο δηλαδή που οδηγούσε προς την κορυφή ‘‘Καλόγερος’’, την τρίτη σε ύψος του βουνού, και ακολουθήσαμε το κλασικό, με πορεία αριστερά, που οδηγούσε στο διάσελο του  ‘‘Βίσογκραντ’’ και στη συνέχειά του στην ψηλότερη κορυφή, την ‘‘Κορφούλα’’ (υψ. 2.156 μ.) [φωτ. 47].

Μας ακολουθούσε ακόμη ο χαριτωμένος ασπρούλης, το μεγαλόσωμο σκυλί του χωριού.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τη διασταύρωση μονοπατιών και εγκαταλείψαμε αυτό που ακολουθούσαμε.

Στο σημείο εκείνο αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε την χιονισμένη πλαγιά με την αρκετά μεγάλη κλίση και να περάσουμε μέσα από το απότομο λούκι, ένα στένωμα μεταξύ γιγάντιων βράχων, για να μειώσουμε κατά πολύ την απόσταση της κλασικής διαδρομής για την κορυφή ‘‘Βίσογκραντ’’.

Το στένωμα εκείνο το ονομάζουμε ‘‘Πόρτες’’.

Για να κατορθώσουμε το τόλμημά μας αυτό θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε…«αντιολισθητικές αλυσίδες».

Έτσι, σταματήσαμε για να κουμπώσουμε τα κραμπόν στα άρβυλά μας.

Όταν ετοιμαστήκαμε, «τρέξαμε» με τη…ματιά μας τη διαδρομή που θα έπρεπε να κάνουμε και κοντοσταθήκαμε για κάποια δεύτερα της ώρας στη θέα της.

Τότε, «ακούστηκαν» τα λόγια της ‘‘Τόλμης’’, της ομορφούλας κοπελιάς-«συνοδοιπόρου» μας: «Όταν τολμάς, χάνεις για λίγο το βήμα σου. Όταν δεν τολμάς χάνεις για πάντα τον εαυτό σου

Στο «άκουσμά» τους πήραμε μία βαθιά ανάσα, «πετάξαμε» από πάνω μας το βάρος του…προβληματισμού και με την ασφάλεια πλέον των…«καρφιών» στα άρβυλα…ξεκινήσαμε για την ανάβαση της απότομης χιονισμένης πλαγιάς (φωτ. 48).

Το χιόνι αρκετό και η ποιότητά του ικανοποιητική. Δεν ήταν παγωμένο και το κυριότερο…το πόδι δεν βούλιαζε πολύ.

Φτάσαμε στις ‘‘Πόρτες’’.

Από δω και πέρα έπρεπε να ανεβαίνουμε κυριολεκτικά…σκαρφαλώνοντας (φωτ. από 49 μέχρι και 52).

Κάποια στιγμή βγήκαμε από το στένωμα και συνεχίζοντας φτάσαμε στην κορυφογραμμή.

Χρειαστήκαμε 30 λεπτά απαιτητικής ανηφορικής πορείας, χρησιμοποιώντας κραμπόν και πιολέ, για να φτάσουμε από την είσοδο στις ‘‘Πόρτες’’ στα Ελληνοσκοπιανά σύνορα.

Συνεχίσαμε.

Ανεβαίναμε την χιονισμένη κόψη της ράχης.

Τα κολωνάκια της συνορογραμμής δεν φαίνονταν, τα είχαν καλύψει τα χιόνια.

Η θέα από τα 1.990 περίπου μέτρα υψόμετρο καταπληκτική.

Η τραγουδίστρια Μαρίνα «ευχόταν» κάποτε στο τραγούδι της, που το ακούγαμε στα νιάτα μας: «Να ’μουν αητός να πέταγα πολύ ψηλά…να ’βλεπα κάμπους, πολιτείες και βουνά!!!»

Εμείς με το τόλμημά μας βρεθήκαμε ψηλά, «αισθανθήκαμε» για κάποια λεπτά …αετοί.

Έτσι, βλέπαμε από τη μια πλευρά του βουνού τις περιοχές της Ελλάδας και από την άλλη, εκείνες της γειτονικής χώρας.

Πίσω μας οι κορυφές: ‘‘Δοκάρι’’, ‘‘Μεγάλη Τζένα’’, ‘‘Μικρή Τζένα’’ και κάποιες των ορεινών όγκων των Σκοπίων.

Κοιτάζοντας χαμηλά, διακρίναμε τη συνέχεια της συνορογραμμής και σε κάποιο σημείο της το μισογκρεμισμένο Στρατιωτικό Φυλάκιο της πρώην Γιουγκοσλαβίας (φωτ. 53 και 54).

Συνεχίζαμε.

Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, τόσο «κοντεύαμε» στα…σύννεφα!!! (φωτ. 55, 56, 57).

Κα να την!!!

Φάνηκε κάποια στιγμή η κορυφή του προορισμού μας.

Μπροστά μας η δεύτερη σε ύψος κορυφή του βουνού, το ‘‘Βίσογκραντ’’.

Την έβλεπα από εκεί που βρισκόμουν και μπορούσα να διακρίνω καθαρά τον τετράποδο ασπρούλη «συνοδοιπόρο» μας από το χωριό μαζί με τον αρχηγό της ομάδας μας, τον Τοτό, που είχαν φτάσει πρώτοι στο τριγωνομετρικό κολωνάκι της ΓΥΣ (Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού) [φωτ. 58 και 59].

Φτάσαμε και οι υπόλοιποι.

Χρειαστήκαμε 6 ολόκληρες ώρες ανηφορικής και, σε πολλά κομμάτια της διαδρομής, αρκετά απαιτητικής πορείας για να βρεθούμε στα 2.150 μέτρα υψόμετρο και να «ακουμπήσουμε» τα…σύννεφα!!! (φωτ. 60 και 61).

Παραβγήκαμε με το βουνό, δοκιμάσαμε τις δυνατότητες και τις αντοχές μας και…νικήσαμε.

«Προσπαθήσαμε να ανεβούμε στην κορυφή για να δούμε τον…Κόσμο και όχι για να μάς δει ο…κόσμος.» και τα καταφέραμε!!!

Αναμετρηθήκαμε και με τον χρόνο.

Κάναμε 2 επιπλέον ώρες ανάβασης από τον αναγραφόμενο χρόνο στην κίτρινη πινακίδα του Ορειβατικού Συλλόγου Αριδαίας, που την συναντήσαμε στο μισογκρεμισμένο πέτρινο τοίχο βγαίνοντας από το χωριό Αετοχώρι και μπαίνοντας στο μονοπάτι που ακολουθήσαμε για την κορυφή.

Οι υποχρεωτικές στάσεις λόγω συνθηκών, που συναντήσαμε, και ο απαιτούμενος χρόνος για την κατάλληλη προετοιμασία μας ήταν οι λόγοι του επιπλέον χρόνου που κάναμε.

Στα 2.156 μέτρα υψόμετρο, επιφωνήματα χαράς, ανακούφισης, ικανοποίησης, θαυμασμού, της επιτυχίας του τολμήματος.

Τα συναισθήματα δεκάδες.

Η θέα από τα ψηλά…φανταστική.

Γύρω μας αμέτρητες όμορφες εικόνες. Ένα απερίγραπτο «ταξίδι…ματιάς».

Βλέπαμε, κοιτάζοντας προς τα κάτω χαμηλά, τον κάμπο της Αλμωπίας, το χωριό Νότια, το χωριό Αετοχώρι και πάνω από τον κάμπο να ορθώνονται οι ορεινοί όγκοι της ‘‘Τζένα’’, του ‘‘Πάϊκου’’, του ‘‘Βόρρα’’ (‘‘Καϊμάκτσαλαν’’).

Φυσούσε αέρας. Τα σύννεφα πηγαινοέρχονταν. Ο καιρός άρχιζε να χαλάει.

Δεν ήταν να καθυστερήσουμε περισσότερο.

Εξ’ άλλου δεν μπορούσαμε να καθίσουμε πουθενά. Τα πάντα τα κάλυπτε το χιόνι

Αποφασίσαμε, λοιπόν, να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής.

Ξεκινήσαμε.

Μαζί μας και το σκυλί-«ορειβάτης». Μάς ακολουθούσε ακόμη!!

Το μονοπάτι γνώριμο, το περπατήσαμε ανηφορίζοντας.

Οι εικόνες γνωστές. Διέφεραν μόνο ως προς τη γωνία φωτισμού τους (φωτ. από 62 μέχρι 67).

Κατεβαίναμε υψομετρικά.

Τα σύννεφα άρχιζαν να συγκεντρώνονται και να πυκνώνουν. Τα βλέπαμε σκουρόχρωμα και στην εικόνα τους με μεγάλο…φορτίο που ετοιμάζονταν να το «ξεφορτωθούν»

Φτάνοντας στη διασταύρωση μονοπατιών, στα 1.850 μέτρα υψόμετρο, αισθανθήκαμε το σπυρωτό χιονάκι να πέφτει με φόρα, σαν…σκάγια, στα ακάλυπτα σημεία του σώματος.

Μπράβο στον «μετεωρολόγο» της ομάδας, τον Θανάση. «Έπεσε» μέσα.

Μάς είχε ενημερώσει ότι, ο καιρός προς το μεσημέρι θα χάλαγε και θα αναγκαζόμασταν να περπατάμε με βροχή ή με χιονόπτωση.

Στην ‘‘Κοιλάδα των Βράχων’’ απαλλαγήκαμε από το βάρος των κραμπών στα πόδια μας.

Συνεχίζαμε.

Ο καιρός με τα παιχνίδια του. Ευτυχώς δεν έβρεξε. Το σπυρωτό χιονάκι δεν μάς παρουσίαζε προβλήματα.

Κοντά στην είσοδο στο δάσος οξιάς συναντήσαμε μια ομάδα 4ων νεαρών και μιάς κοπελιάς που απολάμβαναν το κολατσιό τους.

Τους χαιρετήσαμε και συνεχίσαμε.

Μάθαμε ότι φτάσανε μέχρι την πηγή στον βράχο και επέστρεφαν (φωτ. 68).

Η διαδρομή της επιστροφής μας στο υπόλοιπό της γνώριμη.

Η πορεία κατηφορική. Ήθελε δύναμη στα γόνατα (φωτ. 69 και 70).

Μετά από μία πολύωρη κατηφορική πορεία φάνηκαν τα πρώτα σπίτια του χωριού.

Κατεβήκαμε από τα 2.150 μέτρα υψόμετρο στα 680.

Χρειαστήκαμε 3,5 ώρες πορείας για να φτάσουμε από την κορυφή ‘‘Βίσογκραντ’’ στην πλατειούλα του χωριού.

Μάς «αποχαιρέτησε» ο τεράποδος-«συνοδοιπόρος».

Κοντά στο αυτοκίνητό μας υπήρχαν και δεκάδες άλλα σταθμευμένα.

Από το μαγαζάκι εστίασης ακουγόταν μουσική.

Εικόνα και ατμόσφαιρα τελείως διαφορετική από εκείνη των πρωϊνών ωρών.

Φτάνοντας στο αυτοκίνητο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.

Τη στιγμή εκείνη έφτανε στο τέλος της η κυριακάτικη δραστηριότητά μας στον ορεινό όγκο του βουνού ‘‘Πίνοβο’’.

Ετοιμαστήκαμε και φύγαμε από το Αετοχώρι με το «δημοσιογραφικό» μου μπλοκάκι γεμάτο από αμέτρητες στιγμές που βιώσαμε κατά την διάρκεια της πολύωρης πορεία μας στο βουνό και τη μνήμη της ψηφιακής φωτογραφικής μου μηχανής γεμάτη από εικόνες που αντικρίσαμε.

Άλλη μία ορειβατική μας εξόρμηση προστέθηκε στις εκατοντάδες του «ορειβατικού μας βιογραφικού».

«Ψηλά σαν τύχει ν’ ανεβείς

  αργά…αργά ανέβα.

  Τ’ αχνάρια να μπορείς να βρεις

  όταν σου πουν κατέβα…» (Άγνωστος)

 Απολογισμός:

Διαδρομή:  Αετοχώρι (υψ. 680 μ.) → κοινό μονοπάτι για τις κορυφές → ‘‘Κοιλάδα των Βράχων’’ → κλασικό μονοπάτι προς την ψηλότερη κορυφή → κόψη ‘‘Πόρτες’’ (στένωμα μεταξύ βράχων) → συνορογραμμή → κορυφή ‘‘Βίσογκραντ’’ (υψ. 2.150μ.) – επιστροφή.

Υψομετρική διαφορά: 1.500 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα )

Χρόνος: 9 ώρες και 45 λεπτά ( συνολικός χρόνος)

banner-article

Ροη ειδήσεων