Απόψεις Πολιτισμός

“Η βιογραφία της αφήγησης: Ζωρζ Σαρή” Α’ / γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

«Παίρνω στοιχεία από την ίδια τη ζωή, από τα βιώματά μου,
τα “μαγειρεύω”, πλάθω ένα μύθο και μετά κάθομαι και τον γράφω»

[Από συνέντευξη της Ζωρζ Σαρή στην Έμμυ Γεωργαντά το Δεκέμβριο του 1994]
——

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Και όχι η αφήγηση της βιογραφίας… Το συγγραφικό έργο της Ζωρζ Σαρή, πλούσιο και εναργές, διέπεται από αυτοαναφορικότητα. Άλλοτε διατυπώνεται ευθύγραμμα, άλλοτε τεθλασμένα. Η γραφή παρουσιάζεται στέρεη και εξελίξιμη. Κινείται στο γνώριμο πεδίο του ρεαλισμού. Η μυθοπλασία διαπλέκεται με το ιστορικό κλίμα της εποχής. Το κοινωνικό παρόν είναι το αφηγηματικό παρόν. Συνειδητά αδιαμεσολάβητο. Ο λόγος είναι πολιτικός και ευανάγνωστος, όχι όμως βαρύγδουπος, όχι λαϊκίστικα κραυγαλέος. Το ιδεολογικό στίγμα παραμένει σταθερό. Η ίδια φαίνεται αταλάντευτη. Δεν αποκλίνει από τις ορίζουσες μίας αυστηρά προδιαγεγραμμένης πορείας , δεν προβαίνει σε ευκαιριακές τροποποιήσεις ή εκπτώσεις.  Δεν είναι όμως δογματική. Δεν υπερθεματίζει αδιάλλακτα με μονολιθική ακαμψία. Όταν και όπου απαιτείται επιλέγει το δρόμο ή τον τρόπο της κριτικής αποστασιοποίησης.

Ενωμένες Πάντα. Ζωρζ Σαρή (1925 – 2012) και Άλκη Ζέη (1923 – 2020)

Όταν εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα, το 1969, μέσα στη δικτατορία, η Σαρή (Γεωργία Σαρηβαξεβάνη, 1925 – 2012) έχει ήδη διαγράψει μία ενδιαφέρουσα διαδρομή στο θέατρο και το σινεμά. Ενδιαφέρουσα αλλά και άνιση… Με πολλές μεταπτώσεις και επανεκκινήσεις. Σύντονη με τον πολιτικό κραδασμό και τις ωσμώσεις στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου. Άλλωστε η ίδια, κατά δήλωσή της, επέλεξε να απέχει  από την όποια καλλιτεχνική δραστηριότητα σε εκείνη ακριβώς τη φάση. Θα επανέλθει μεταπολιτευτικά, έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με σποραδικές εμφανίσεις στον κινηματογράφο [π.χ «Χάππυ Νταίη» (1976) και «Ελευθέριος Βενιζέλος» (1980) του Παντελή Βούλγαρη, «Γενέθλια πόλη» (1987) του Τάκη Παπαγιαννίδη] και συμμετοχή με μικρούς ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές [«Φανή» (1988) του Χρήστου Παληγιαννόπουλου].

Σαφώς τη θυμόμαστε ως δευτεραγωνίστρια στο «Τελευταίο ψέμα» (1958) του Μιχάλη Κακογιάννη πλάι στην Έλλη Λαμπέτη και το Γιώργο Παππά αλλά και στον «Άνθρωπο του τρένου», την ίδια χρονιά, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και σενάριο του Γιάννη Μαρή να πλαισιώνει την Άννα Συνοδινού. Το φυζίκ της – γωνιώδες πρόσωπο, έντονο βλέμμα, διαπεραστικά καθαρό, που εκπέμπει αυστηρότητα και ευαισθησία συνάμα – εναρμονιζόταν με τη γραφή του Μαρή και τις όποιες απόπειρες για την δημιουργία φιλμ νουάρ στην Ελλάδα τότε. Αυτό φάνηκε εντονότερα στο «Έγκλημα στα παρασκήνια» (1960) του Ντίνου Κατσουρίδη, οπότε και τιμήθηκε με το βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου στο Α΄ Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως την ηθοποιό χαρακτηρίζει και η διαυγής άρθρωση με εκείνον τον ανεπαίσθητο ρωτακισμό∙ κληρονομιά του Δημήτρη Ροντήρη το πρώτο – από τις αγαπημένες του μαθήτριες στην Κατοχή – και των ιστορικά γαλλόφωνων καταβολών της το δεύτερο… Θα την ξανασυναντήσουμε ακόμη το 1962 σε μεγάλη διεθνή παραγωγή, στη βραβευμένη «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασέν, δίπλα στον Άντονυ Πέρκινς, τη Μελίνα Μερκούρη και το Ραφ Βαλόνε.

Με την Άννα Συνοδινού στον «Άνθρωπο του τρένου» (1958)

Με το πρώτο της μυθιστόρημα το «Θησαυρό της Βαγίας» η Ζωρζ Σαρή καθιερώνεται. Η παιδική και προπάντων η εφηβική λογοτεχνία ορίζουν πλέον το πεδίο αναφοράς. Μάλλον εκεί ξαναβρίσκει τον εαυτό της∙ σε έναν κόσμο, πιο ήσυχο και παρθενικό, σαφώς προσφορότερο από εκείνον του θεάτρου. Η επιτυχία και η αναγνωρισιμότητα διανοίγουν νέα προοπτική. Η συγγραφική παραγωγή, που θα ακολουθήσει, είναι πλούσια και πολυποίκιλη. Οι διακρίσεις πιστοποιούν την επιτυχημένη σταδιοδρομία: υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν το 1988, Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου το 1994, Βραβεία από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου το 1995 και το 1999 αντιστοίχως, διασκευή και μεταφορά έργων της στην τηλεόραση…

H Σαρή συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση ενός λογοτεχνικού είδους δύσκολου, με ιδιάζουσες απαιτήσεις. Στην κρίσιμη δεκαετία του 1970 σημειώνεται μεταστροφή στην εφηβική πεζογραφία. Η ιδεολογική ζύμωση της εποχής απελευθερώνει τον πολιτικό λόγο. Οι δημιουργοί επικοινωνούν στο κοινό τους ζητήματα επίκαιρα, θέματα της τρέχουσας καθημερινότητας. Δεν αρκεί μόνο η φυγή προς το φαντασιακό και η εξωτικότητα. Ούτε πρέπει να εξοβελίζεται η σύγχρονη ιστορία. Παιδαγωγικά προτάσσεται πλέον η κριτική σκέψη, η δημιουργική πρόσληψη. Το λογοτεχνικό είδος εκσυγχρονίζεται θεματικά και μορφολογικά. Αποκτά κύρος και οντότητα. Παύει να είναι πάρεργο ή συγγραφικό παραπλήρωμα. Η Άλκη Ζέη, η Ζωρζ Σαρή και αργότερα η Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου αλλά και η Βούλα Μάστορη θα ταυτοποιήσουν  την παιδική λογοτεχνία σε ό,τι ακριβώς, έως σήμερα, τη νοηματοδοτεί.

Η Σαρή γράφει όμορφα! Αφηγείται άμεσα. Τη διέπει ευγένεια, όχι πειθαναγκασμένος εξευγενισμός. Χειρίζεται, όπου και όταν πρέπει, το διάλογο με δεξιότητα. Είναι προφανής η τριβή με το λόγο αλλά και την πράξη του θεάτρου. Πολλές από τις σελίδες της αποτελούν κόσμημα για την εφηβική λογοτεχνία. Λιτότητα και ρεαλισμός από τη μια, μετρημένος λυρισμός από την άλλη. Περιγραφή μεστή, ύφος ανεπιτήδευτο και ευφρόσυνο, όπου δεσπόζει το βιωματικό βάρος στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η χάρις απλώνεται παντού. Σε μια γραφή γεμάτη αγάπη και ειρήνη, πηγαία και αυθόρμητη. Μια γραφή γεμάτη Ελλάδα!

«Οι κέδροι, οι ελιές, οι συκιές κατέβαιναν συντροφιά ίσαμε το γιαλό, σκαρφάλωναν στις πλαγιές. Είχαμε πολλά κλήματα, μια πράσινη θάλασσα αμπελώνες. Κάθε χρόνο, από το λιμανάκι μας έφευγε διακόσιες χιλιάδες οκάδες σταφύλι – και τι σταφύλι, σαββατιανό και ροδίτης, με ρώγα γερή και γλυκιά. Το μυαλό διατάζει το χέρι, όταν όμως η καρδιά διατάζει το μυαλό, τότε το χέρι διαλέγει το πιο όμορφο τσαμπί και το ρίχνει στο κοφίνι κι ο κόσμος τ’ αγοράζει δυο δραχμές την οκά κι ευλογάει την Αίγινα.

Μέσα στο χωριό, κοντά στα σπίτια μας, δεξιά ζερβά απλώνονταν τα μποστάνια. Το νερό έτρεχε στις αμπολές και πότιζε τις βραγιές με τα ζαρζαβατικά. Οι ντομάτες πρασίνιζαν, κοκκίνιζαν στην ώρα τους. Οι μελιτζάνες βαριές ακουμπούσαν στη γη, οι κολοκυθιές σαν ερπετά τραβούσαν του μάκρου στολισμένες με τις κίτρινες κολοκυθοκορφάδες τους κι είχε ξεχωριστές βραγιές με φασολιές που αγκάλιαζαν τα ψηλά καλάμια κι όλο σκαρφάλωναν, με μπάμιες κι αγγούρια, με μαϊντανό και σέλινο. Το κάθε περιβόλι είχε το σκιάχτρο του. Το δικό μας φορούσε ένα παλιό μαύρο καπέλο του πατέρα, ένα άσπρο ξεσκισμένο πουκάμισο και δυο ξύλινα τεντωμένα χέρια τρόμαζαν τα πουλιά και τα ’διωχναν μακριά από τα λαχανικά μας.

Τα τζιτζίκια όλη μέρα τραγουδούσαν, οι μπούρμπουλοι κολλούσαν πάνω στα κλήματα και τα παιδιάστικα δάχτυλά μας τους τσάκωναν. Δέναμε με μια κλωστή τη χρυσόμυγα κι αυτή πετούσε στρυφογυριστά, βουρ βουρ, πάνω από το κεφάλι μας και γελούσαμε. Τα κοκόρια μας ξυπνούσαν προτού ακόμα φέξει, οι κότες γεννούσαν καθημερινά. Οι κατσίκες μας στέκαν πρόθυμα να τις αρμέξουμε. Κρέας δεν είχαμε στο χωριό. Σφάζαμε τρεις φορές το χρόνο: το Πάσχα, το Δεκαπενταύγουστο και του Χριστού. Το ψάρι ήταν άφθονο. Κάθε πρωί οι βάρκες ξεφόρτωναν τα δίχτυα τους γεμάτα ροφούς, στείρες και κατσούλες, ζαργάνες, μαρίδα χοντρή και ψιλή. Οι αδελφοί Σολωμοί δυο φορές τη βδομάδα, πήγαιναν στο Πασαλιμάνι και πουλούσαν στους δρόμους του Πειραιά και της Αθήνας: «Ψάρια, φρέσκα ψάρια…»

Στα βουνά μας φύτρωναν άγρια και ήμερα ραδίκια, βρούβες, θυμάρι και ρίγανη, φασκόμηλο και χαμομήλι. Με τα πρωτοβρόχια ξεμύτιζαν τα κυκλάμινα μέσα από τα χαμόκλαδα, ανάμεσα στα λιθάρια, κι ο αγέρας με την ανάσα του κουβαλούσε όλες αυτές τις μυρουδιές και τις σκορπούσε πάνω από τη Βαγία. Μοσκοβολούσε ο τόπος. Ο Θεός είχε κατεβεί από τον ουρανό κι είχε αγγίξει με το χέρι του τη γη μας, τα δέντρα της, τις πέτρες και τα λουλούδια, τα ζώα και τους ανθρώπους. Ένα περιβόλι ήταν η Βαγία. Ένα περιβόλι με έξι σπίτια και καμιά τριανταριά ανθρώπους, με τον ήλιο πάνω από το κεφάλι μας να μετράει το χρόνο.

Οι ξένοι ήταν καλόδεχτοι στο χωριό μας. Είχαμε από τότε «τουρίστες», τους λέγαμε «λόρδους». Τους έφερνε το καλοκαίρι η «Ανεμώνη», ένα κρουαζιερόπλοιο που αγκυροβολούσε στ’ ανοιχτά του λιμανιού, και μεις τα παιδιά, μόλις ακούγαμε τη σειρήνα του, παρατούσαμε τις δουλειές ή το παιχνίδι και κατεβαίναμε πιλάλα με τους γαϊδάρους, για ν’ αγωγιάσουμε.

Σωστό πανηγύρι αυτοί οι «λόρδοι» Γερμανοί, Γάλλοι που μιλούσαν αρχαία ελληνικά και μεις τους απαντούσαμε με «γιες» και «νόου», με «βουί» και «μπονζούρ». Τους ανεβάζαμε στο ναό της Αφαίας. Μας πλήρωναν το αγώγι τάληρο ή δεκάρικο.

Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε κι όλα τα θυμάμαι, σαν να’ ναι χτες. Όσο μεγαλώνεις, τόσο θυμάσαι τα πιο παλιά και ξεχνάς τα κοντινά. Οι αναμνήσεις είναι καταχωνιασμένες μέσα σου, κι όταν κάθεσαι να ξαποστάσεις, ανεβαίνουν στην επιφάνεια ολοζώντανες και σε πλημμυρίζουν, και τότε ξαναζείς την παλιά σου ζωή. Λες και είναι ένας φωτεινός κύκλος. Δίνεις ένα σάλτο και πηδάς μέσα. Ξαναγίνεσαι παιδί, το χτες γίνεται τώρα. Θυμάσαι το ένα, θυμάσαι το άλλο, και το σακούλι με τις αναμνήσεις δεν αδειάζει, όλο και πετάγεται μια μέρα που τη νόμιζες λησμονημένη…»[1]

Ειδολογικά το έργο της Σαρή υπάγεται και κινείται εκ παραλλήλου στο κοινωνικό και το ηθογραφικό μυθιστόρημα. Μόνη ή σε συνεργασία με νεότερους συναδέλφους ασχολήθηκε και με το παιδικό παραμύθι. Κατόρθωσε λοιπόν και εδώ να δώσει νέα πνοή σε ένα παιδαγωγικό είδος παραμελημένο και κάπως σχηματικό. Εκείνο όμως που κατεξοχήν βαραίνει είναι το βιωματικό φορτίο. Η βιωματική στρωματογραφία, πάντα παρούσα και ανιχνεύσιμη, διαπερνά τη γραφή, την επισφραγίζει. Κατευθύνει εν τέλει τη μυθοπλασία. Μόνο που δεν την υποτάσσει. Δεν έχουμε να κάνουμε εν προκειμένω με μία συστηματική καταγραφή, την εξιστόρηση της ζωής σε συνέχειες. Το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο μέρος… και ούτω καθεξής. Άλλωστε τα έργα με βιογραφικό χαρακτήρα δε γράφονται στη λογική της χρονικής ακολουθίας.

Αντιθέτως, εντοπίζονται ασυγχρονίες και πρωθύστερα. Ναι, τα γεγονότα προσδιορίζουν το πλαίσιο βίου. Ναι, οι εμπειρίες εγγράφονται στο υποσυνείδητο και συνιστούν οργανικό στοιχείο  του αφηγηματικού είναι. Μόνο που πρόκειται ακριβώς για αυτό: τη βιογραφία της αφήγησης, όχι την αφήγηση της βιογραφίας. Η γραφή συμβαδίζει με το ιστορικό γίγνεσθαι. Φορτίζει και διαστέλλεται. Η συνείδηση του ενεργού πολίτη αφυπνίζεται και υπομνηματίζει. Το πολιτικό πλαίσιο καταγράφεται αφήνοντας καίριες αιχμές. Σημαίνεται ευδιάκριτα. Άλλοτε υπαινικτικά, άλλοτε καταγγελτικά. Πολλές οι πτυχές της ανθρώπινης περιπέτειας στο χρόνο. Η νεότητα πάλλεται. Δεν κλονίζεται όμως. Αντιστέκεται σθεναρά, δίνει ανυποχώρητη τη μάχη μέχρις εσχάτων. Η οδύνη και η πείνα στις μαύρες μέρες της Γερμανικής Κατοχής, η ένταξη στο χώρο της στρατευμένης Αριστεράς, η τριβή με τις ανακολουθίες και τις αντεγκλήσεις του κινήματος, τα Δεκεμβριανά και η έκρηξη του Εμφυλίου, η αγωνιστικότητα και η ήττα, ο στιγματισμός και η φυγή στο εξωτερικό, η επιρροή της Διδώς Σωτηρίου, προπάντων η σχέση ζωής με τη συμμαθήτρια και παιδική της φίλη, την Άλκη Ζέη[2].

Παρέα με το Μίκη Θεοδωράκη στα χρόνια του ’60

Ζωή πολύπτυχη, εξωθημένη κάποτε στα άκρα. Πώς τη διαβάζω τώρα ή τι διαβάζω ακριβώς; Και κυρίως τι συγκρατώ από αυτήν την ακατάσχετη ροή; Τι μένει τελικά στη μνήμη, στις δικές μου προσλαμβάνουσες; Πλέον μπορώ να το πω. Είναι αυτό που, ωριμάζοντας ως φιλόλογος, προπάντων ως αναγνώστης,  ονομάζω τώρα πλάγιες ματιές – υποκείμενες αναγνώσεις

Καταρχάς είναι οι καταβολές. Εάν η γραφή της Ζωρζ διέπεται από λανθάνοντα κοσμοπολιτισμό, αυτό εν πολλοίς οφείλεται στις ρίζες της οικογένειάς της. Δεν είναι πρόθεση γραφής ή ιδεολογία, είναι νοοτροπία βαθιά ριζωμένη, εγγεγραμμένη στο υποσύνειδητο. Καθορίζεται από ένα ποικιλόχρωμο, πολυπολιτισμικό background. Η μητέρα, η Έμμα, Γαλλίδα από την αφρικανική αποικία της Σενεγάλης, μια προγιαγιά γηγενής Αφρικανή. Ο πατέρας, ο Γεώργιος Σαρηβαξεβάνης, Μικρασιάτης από το Αϊβαλί και καθηγητής γαλλικών, ξεκινά κάποια στιγμή από την Κωνσταντινούπολη. Θα παιδευτεί να την κατακτήσει, να την κάνει γυναίκα του. Αρχικά θα τον αντιμετωπίσουν με δυτικοευρωπαϊκή υπεροψία. Δεν τον θέλουν τον «Τούρκο» στην οικογένεια. Τελικά θα πάρει την έγκρισή τους. Θα εγκατασταθούν αρχικά στην Πόλη («Νινέτ», 1993). Μετά το γάμο, το ζευγάρι θα παιδευτεί να ορθοποδήσει. Τα εμπόδια σοβαρά, οι δυσκολίες χρονίζουν. Έρμαιο της ιστορικής συγκυρίας θα ακολουθήσουν τα πεπρωμένα πολλών οικογενειών της διασποράς, μέσα στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και κατά τον ταραχώδη Μεσοπόλεμο. Ζωές σα μυθιστόρημα.

«Χάππυ Νταίη» του Παντελή Βούλγαρη, 1976

Μετά τη γέννηση της πρώτης κόρης τους της Μαρίας – Ελένης – όλοι την αποκαλούν Νινέτ – ο Γιώργος θα διοριστεί στην Εμπορική Σχολή της Οδησσού. Φαίνεται ότι εκεί διανοίγονται καλύτερες προοπτικές. Η οικογένεια εγκαθίσταται στη Ρωσία. Αργότερα, μετά από ένα ταξίδι τους στη Γαλλία, για να γνωρίσει το παιδί τους παππούδες του, ο Γιώργος αφήνει για λίγο την Έμμα στο Παρίσι. Το σχέδιο της επιστροφής ανατρέπεται βίαια («Γράμμα από την Οδησσό», 2008). Θα εγκλωβιστεί στη Ρωσία το 1914, μέσα στη δίνη του Α΄Παγκόσμιου Πολέμου. Ο χωρισμός θα είναι οδυνηρός για το νέο ζευγάρι, κάθε επικοινωνία αδύνατη. Γράφονται εδώ σελίδες γεμάτες βότκα, προεπαναστατική ένταση, άδειες σκέψεις κι απελπισία, εξωσυγικές προκλήσεις για το νεαρό άντρα, και ερωτικές επιστολές. Πολλές επιστολές. Και όλες ανεπίδοτες…

Η Έμμα και ο Γιώργ ος θα ξανασμίξουν. Το ζευγάρι θα παραμείνει τελικά στην Οδησσό έως το 1919. Σε πλάγια αντανάκλαση, μέσα από την οπτική της μικρής Νινέτ, περιγράφονται οι ανήσυχες εκείνες μέρες που άλλαξαν τον κόσμο. Εύστοχη επιλογή να αποτυπωθεί η κοσμογονία της επανάστασης του 1917 με το βλέμμα, το αθώο και ανυποψίαστο, ενός παιδιού. Οι συνθήκες είναι αντίξοες, η ατμόσφαιρα εμφυλιοπολεμική. Τα καράβια με προορισμό την Κωνσταντινούπολη και τη Μεσόγειο σπανίως πιάνουν ντόκο στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Ο βόρειος Εύξεινος και η Χερσόνησος  της Κριμαίας τελούν υπό διάλυση. Οι πρόσφυγες αφήνονται έρμαιο της μοίρας τους. Μέσα στον ορυμαγδό οι Σαρηβαξεβάνηδες θα καταφέρουν να (ξε)φύγουν. Αφήνουν πίσω τους σχεδόν τα πάντα. Μπαρκάρουν αρχικά για τη Θεσσαλονίκη, όπου και θα εγκατασταθούν για λίγο. Τελικός τους προορισμός η Αθήνα. Στην πρωτεύουσα θα φιλοξενηθούν από τους συγγενείς τους σε ένα μικρό ημιυπόγειο διαμέρισμα. Η ζωή συνεχίζεται, η ζωή τους ξαναρχίζει…

——————–

Σημείωση Φαρέτρας: Το Β’ και τελευταίο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

——————-

[1]  «Τα στενά παπούτσια», Κέδρος, Αθήνα 1979

[2]  Βλ. σχετικά και: monopoli.gr

Σαφώς και Ζωρζ Σαρή «Ε.Π», Πατάκης, Αθήνα 1995 αλλά και Άλκη Ζέη «Με μολύβι Φάμπερ Νούμερο Δύο», Μεταίχμιο, 2013.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας