“Μοντερνικά ρεύματα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία – Με αφορμή τρία ποιήματα”(Α) γράφει ο Αρ. Παπαγεωργίου
Μαρινέττι, Λαρμπώ, Μαγιακόβσκι
Ιστορικά, η περίοδος 1890 – 1920 ταυτίζεται με την πρωτοπορία του μοντερνισμού. Το εγχείρημα είναι ρηξικέλευθο. Η νεοτερικότητα αναζητά την καινοτομία προτείνοντας διαφορετική αισθητική στη σήμανση του καλλιτεχνικού φαινομένου. Εισηγείται νέα ερμηνευτικά σχήματα και κώδικες γραφής προκρίνοντας την πολυσημία και την εναλλακτικότητα (Travers 2005, 196 κε). Επιχειρεί την ανατροπή των κυρίαρχων κανόνων στη γραμματική της εικαστικής σχεδίασης. Ταυτόχρονα επιδιώκει την καθολικότητα (Preisendanz 1998, 69).
Ο μοντερνισμός αναπτύσσεται σε μία φάση ιστορικής μεταβατικότητας: από τη φαινομενική αμεριμνησία της belle époque έως τον τραγικό επίλογο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μία εποχή ρευστή και ετερόκλητη. Ο αισθητισμός και η παρακμή (décadence) σηματοδοτούν καλλιτεχνικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Κατά τον πρώιμο 20ο αιώνα συντελείται η ρήξη με την παράδοση του ρεαλισμού και την πραγματιστική του αντίληψη. Λίγο πριν την έκρηξη του μεγάλου πολέμου, οι κατεστημένες πεποιθήσεις για την ορθολογική ανάλυση του κόσμου υποχωρούν. Επιστημονικές κατακτήσεις θα επιφέρουν ισχυρό κραδασμό στην παντοδυναμία του ρασιοναλισμού. Αναφέρονται ενδεικτικά οι θεωρίες της σχετικότητας (Αϊνστάιν) και των κβάντα (Πλανκ), καθώς και η διατύπωση της φροϋδικής ερμηνευτικής για την ψυχανάλυση. Ομοίως, ο Ανρί Μπερξόν αναλύοντας την έννοια του «ψυχολογικού χρόνου» την οριοθετεί ως αυτόνομο βιωματικό μέγεθος (Γκότση – Προβατά 2000, 114).
Η νεοτερική λογοτεχνία, καθώς αποκρυσταλλώνεται, απορρίπτει συνολικά τη ρεαλιστική συνθήκη και τους κώδικες αξιών της αστικής κουλτούρας. Επανέρχονται ρομαντικές αξίες, όπως είναι η αυτοδυναμία του παραγόμενου καλλιτεχνικού προϊόντος αλλά και η ανεξαρτησία του δημιουργού. Σχεδόν πρόκειται για αναχρονισμό, για έσχατη ανάκληση αλλά και νομιμοποίηση του ρομαντισμού (Ευρωπαϊκά Γράμματα, Τόμος Β΄ (1992, 515 κε).
Ήδη από το 1857, ο Σαρλ Μποντλέρ με την έκδοση της συλλογής του «Τα άνθη του κακού» καθίσταται η πρωθύστερη αλλά και εμβληματική μορφή του νεοτερικού. Ο ποιητής αποθεώνει την υποκειμενικότητα και επιχειρεί να κατακτήσει το απόλυτο. Η συνείδηση, ανεπούλωτα τραυματισμένη και βαθιά αλλοτριωμένη από την πραγματικότητα, βυθίζεται στο ζόφο και την απελπισία. Κατατρύχεται από οδυνηρή μελαγχολία (spleen), πέρα και από αυτά τα όρια της αυτοκαταστροφής. Το ποιητικό υποκείμενο βιώνει την ουτοπία, τη συναισθηματική ρευστότητα, τον ηθικό διχασμό. Αποκηρύσσει το διδακτισμό. Ακόμη και η έννοια του ωραίου παρουσιάζει όψεις αντινομικές. Ακεραιώνεται ως ηθικό ανάστημα και αποτύπωση της αγνότητας. Παράλληλα όμως ευτελίζεται, επειδή ακριβώς αντανακλά το ψευδές και το πρόστυχο∙ καταλήγει να είναι μία νόθα κατάσταση, ένα κίβδηλο άλλοθι, ένα ακόμη άνθος του κακού…
Ο δημιουργός αισθάνεται έγκλειστος και περιχαρακωμένος. Η ποίησή του κατεξοχήν αστική, είναι παράλληλα ντουαλιστική (η αέναη πάλη του καλού με το κακό, του ηθικού με το ανήθικο, της χαράς με τη φρίκη…). Ο ποιητής συλλαμβάνει την ευγένεια των προθέσεων, την ποιητική των πραγμάτων μέσα από την τύρβη της καθημερινότητας, πίσω από τον εκκωφαντικό θόρυβο της μεγαλούπολης. Αφουγκράζεται ήχους διαυγείς. Καταφεύγει στην ονειροπόληση, όπου θα συναντήσει έναν ιδανικό – όσο και εξιδανικευμένο – μικρόκοσμο. Η πραγματικότητα εκχυδαΐζει τα πάντα, πυρπολεί την ελπίδα και θρυμματίζει το εγώ, αλλοτριώνει. Ο ήρωας ζώντας αυτήν την κατακερματισμένη αισιοδοξία, καθίσταται όλο και πιο ανίσχυρος. Δεν μπορεί να αντιπαραταχθεί στην αποτυχία. Αφήνεται λοιπόν μοιραίος και άμοιρος. Παραιτείται αδυνατώντας να υψώσει τον τόνο της φωνής, έστω κι αν πρόκειται για μια φωνή ασθματική και εγγαστρίμυθη…
Ο Μποντλέρ επαναφέρει αλλά και ανασυστήνει το ρομαντισμό σε νέες ορίζουσες. Τα γνωρίσματα της ποιητικής του θα επανακάμψουν στο συμβολισμό. Καταραμένοι ποιητές, όπως ο Ρεμπώ και ο Βερλαίν, θα καταγράψουν την ίδια αίσθηση κόπωσης και άλγους. Το μοτίβο της απελπισίας πρυτανεύει και η διέξοδος προς το φαντασιακό προβάλλει ως το οδυνηρό αντιστάθμισμα. Οι συμβολιστές θα στραφούν προς την ατέρμονη μουσικότητα του ποιητικού λόγου. Ο Στεφάν Μαλλαρμέ θα αναζητήσει την πολυσημία αλλά και την αρμονία των ηχητικών συμβόλων στην ποιητική γλώσσα (Γκότση – Προβατά 2000, 99). Ακόμη και όταν η ποιητική φόρμα είναι ελλειπτική, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται προς την ηχητική ακεραιότητα και την πολυσημία του λόγου.
Όμως και τα επόμενα ρεύματα της avant garde θα επανέλθουν στην αυτή προβληματική από άλλη εστία διάχυσης. Ο εξπρεσιονισμός θα στραφεί προς την εκζήτηση και τις συνειδητά παραμορφωτικές σημάνσεις. Διαπιστώνει (αλλά και διατυπώνει) την ουτοπία και την κατάρρευση, το τέλος εποχής, μέσα από τον παράφορο λυρισμό και τη φραστική ανακολουθία. Ο φουτουρισμός θα αναζητήσει στην τεχνολογική πρόκληση του 20ου αιώνα την αισιοδοξία του μέλλοντος. Διέπεται από ενθουσιασμό, σχεδόν αρχέγονο. Θα καταστρατηγήσει τη φόρμα, θα πραγματευτεί τη συνάφεια ανάμεσα στο κείμενο και το περικείμενό του. Για πρώτη φορά η ολότητα του κειμενικού είδους – ως αυτοτελούς κειμένου αλλά και ως έργου τέχνης – θα διασπαστεί. Σε αυτήν τη λογική της ανάγνωσης η λέξη καθίσταται πλέον εργαλειακή μονάδα (Γκότση – Προβατά, 2000, 116). Η ηχηρότητα πάντοτε όμως κυριαρχεί. Ο Μαγιακόφσκι θα επισφραγίσει με το λυρικό του έργο την αγωνιστικότητα των μπολσεβίκων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ολοκληρωτικά καθεστώτα (πχ αργότερα ο ιταλικός φασισμός) χρησιμοποίησαν τη φουτουριστική αισθητική, για να διατρανώσουν τα επιτεύγματά τους. Στην ίδια γραμμή αντιπαράθεσης με τη ζοφερή πραγματικότητα θα κινηθεί και το νταντά. Με κυριότερο εκπρόσωπο τον Τριστάν Τζαρά θα εστιάσει το ενδιαφέρον του στην απελευθερωτική επενέργεια του παραλόγου. Η γραφή αποκτά οντότητα, εφόσον (ή μάλλον επειδή) ακολουθεί τις επιταγές του αντικειμενικού τυχαίου. Πιο συστηματικά ο υπερρεαλισμός θα αξιοποιήσει τα εκφραστικά μέσα του φουτουρισμού και του ντανταϊσμού. Ταυτόχρονα όμως επικαλείται τεχνικές όπως η αυτόματη γραφή και το μαύρο χιούμορ, ενώ κομβικό σημείο αναφοράς του αποτελεί και η ψυχαναλυτική ερμηνευτική των ονείρων από το Φρόυντ. Το ασυνείδητο απελευθερώνεται και αναζητά πεδίο ορισμού σε μία υπερπραγματικότητα, όπου το όνειρο, η τρέλα και οι αρχέγονες δυνάμεις της ψυχής θα συναιρούνται απόλυτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη σκηνοθετική ανάγνωση του χωροχρόνου, επί παραδείγματι, συνιστά το «θέατρο της σκληρότητας» του Αντονέν Αρτώ. Τέλος, ο κονστρουκτιβισμός θα κινηθεί σε διαμετρικά αντίθετη όψη από το σουρεαλισμό. Η φορμαλιστική αυστηρότητα, που υπάγεται σε μία μαθηματικοποιημένη κανονιστική, καθώς και η βιο – μηχανική αισθητική θα επιχειρήσουν τη μετατροπή του ποιητικού κειμένου σε οπτική κατασκευή.
Όλα τα κινήματα της αισθητικής πρωτοπορίας του μοντερνισμού, παρά τις επιμέρους αποκλίσεις τους στη θέαση των πραγμάτων και την ερμηνεία του κόσμου, συγκλίνουν τουλάχιστον σε μία κοινή αναγωγή: αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα ως ασφυκτική και αδιέξοδη κατάσταση. Οι προτάσεις τους δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά απόπειρες για μία – ελπιδοφόρα ή/και απέλπιδα – απαγκίστρωση. Μάλλον εδώ ανιχνεύεται η συνάφεια προς το έργο του Μποντλέρ και το πνεύμα του ρομαντισμού ευρύτερα.
Το Β’ και τελευταίο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ