Απόψεις Λογοτεχνία

“Νίκος Γκάτσος, ο υπερρεαλισμός και το στιχούργημα” (γ’) γράφει ο Λευτέρης Κορυφίδης

 

Λευτέρης Κορυφίδης

Μελετώντας κανείς τα στιχουργήματα του Νίκου Γκάτσου (τα πολυάριθμα και πολυποίκιλα σε σχήματα και θεματική) είτε σε άμεση σύνδεση με την τραγουδιστική τους υπόσταση είτε ως ανεξάρτητες – ως προς τη μουσική τους επένδυση – ποιητικές φόρμες διακρίνει στοιχεία που κυριαρχούν ιδιαίτερα, μοτίβα που επαναλαμβάνονται, κοινούς τόπους που αφορούν στην τεχνική της γραφής και της οργάνωσης του ποιητικού του κόσμου, στη θεματολογία και στις διαθέσεις του απέναντι στα όρια της Τέχνης του.

Αυτό που  αντικατοπτρίζεται άμεσα σε μια πρώτη ανασκόπηση είναι η προβολή του ελληνισμού μέσα από τους αγώνες του για ερωτική, κοινωνική και πολιτική – με την ευρεία έννοια του όρου – σύνδεσή του με το παρελθόν, τις μηχανικά ταχείες ανακατατάξεις του παρόντος και την (άλλοτε μοιρολατρική, άλλοτε ελπιδοφόρα και άλλοτε καυστική) ενατένιση των μελλοντικών καιρών.

Με μια πιο προσεχτική ματιά στο βάθος των νοημάτων θα διακρίνουμε την οικουμενική διάσταση του ασίγαστου πόθου ενός παγκοσμιόμορφου λαϊκού συναισθήματος και αιτήματος για αναπροσαρμογή όσων κατεστημένων αρχών επικράτησαν βίαια στην ψυχοσύνθεσή του και είναι παράταιρες στην αρχέγονη ανθρώπινη σκέψη και νοοτροπία του. Η πνοή στο έργο του είναι ένας άκρατος ανθρωπισμός που διαποτίζει το ύψος των νοημάτων με την ταυτόχρονη υπογράμμιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην πιο αγνή της μορφή, αυτή που αντιστοιχεί στην παιδική αθωότητα των πρώτων βημάτων. Την ιδιότητα αυτή προσδίδει στην ποίηση του Γκάτσου ο Σταύρος Ξαρχάκος, όταν σε ένα κείμενό του αφιερωμένο στην καλλιτεχνική δράση του ποιητή (δημοσιευμένο στο περιοδικό Οδός Πανός) ονοματίζει τα στιχουργήματα του ποιητή (ως άμεση συνέχεια της Αμοργού) με τον τίτλο Αμοργιανά και ανάμεσα στα άλλα αναφέρει πως ο Γκάτσος με τα τραγούδια του συνέχισε «τη, μετά την Αμοργό, ελληνοανθρώπινη ποιητική του αναζήτηση και προσφορά με το τραγούδι, που τρέφει την ψυχή του λαού και διατηρεί ζωντανή την ευαισθησία του ανθρώπου»[1].

Πρόκειται για δημιουργήματα μιας ανεξάντλητης ποιητικής φλέβας που κατέχει με γερή γνώση τη λειτουργικότητά της στο χώρο και στο χρόνο κερδίζοντας με το ήθος και τη συνέπεια της αισθητικής της απόδοσης τη διαχρονική της υπόσταση μακριά από καθετί βιαστικό, πρόχειρο και εφήμερο που συνήθως χαρακτηρίζει τα τραγούδια του συρμού και της γρήγορης κατανάλωσης, αυτά που καμία σχέση δεν έχουν με τη γνήσια λαϊκή ψυχή και την πνευματική της λυρικότητα.

Η θεματική τους αντλείται από τον πλούτο των μύθων της Ελλάδας, μιας χώρας που γέννησε μια από τις πιο σύνθετες και ανατρεπτικές ιστορίες στην πορεία των πολιτισμών. Αποπνέουν τα αισθήματα του λαού της με όλο το παράπονο, τις χαρές και τις λύπες του, το όποιο ήθος του, την περηφάνια του, την παιδική του ζωντάνια, τους έρωτές του, τη λατρεία του για τη ζωή, το δέος του και άλλοτε το σαρκασμό του  για το θάνατο, την προσευχή και την κραυγή του. Δεν είναι μόνο η χρήση της δημοτικής γλώσσας που άγγιξε το κοινό, αλλά το γεγονός ότι η ποίησή του άγγιξε τις μύχιες πτυχές της ελληνικής ψυχής. Όλη η ιστορία και οι προσωπικές μυθολογίες, οι ρίζες της, αποτυπώνονται στα νοήματα και τα σχήματα της ποίησής του.

Το καταστάλαγμα, όμως, από όλη αυτή την καταγραφή και ανάλυση των αποχρώσεων και εκφάνσεων της ψυχοσύνθεσης του ελληνικού λαού είναι πως χρεώνεται την οικουμενική μορφή των «πρέπει» του για μια ζωή καλύτερη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μοιάζει να παρακολουθούμε την πορεία ενός και μοναδικού λαού ο οποίος προσπαθεί να πραγματώσει τα όνειρά του δίχως να περιορίζεται γεωγραφικά· και αυτή η καθολική μορφή μοιάζει να είναι ένας άνθρωπος, ένα σώμα, που αγωνίζεται να κρατήσει την ενέργεια των κυττάρων του ανέπαφη στις πολύμορφες απειλές των καιρών.

Οι στίχοι του Γκάτσου – όπως προαναφέρθηκε – έχουν  ως αφετηρία τους το λαϊκό στοιχείο και απολήγουν σε αυτό[2]. Διακατέχονται από μια γνήσια λαϊκότητα με την οποία ο ποιητής προσεγγίζει την έκφραση του αιτήματος όχι μιας μάζας αλλά ενός συνόλου που διατηρεί το προνόμιο της ύπαρξης σαφών ετερόκλιτων στοιχείων όσον αφορά στις διεκδικήσεις και τις αντιδράσεις του. Οι στίχοι του εξέφραζαν τα ιδανικά του ελληνικού λαού γι’ αυτό και αγαπήθηκαν ιδιαίτερα καλύπτοντας « ως ένα σημείο αυτό που έλειπε, αφού παλιότερα ο Παλαμάς, ο Πολέμης, ο Δροσίνης το είχαν καταφέρει: Να τραγουδιούνται οι στίχοι τους από το μεγάλο κοινό. Ο Γκάτσος με τους στίχους του [….] κατάφερε να δημιουργήσει εστίες αντίστασης και πνευματικής ανάτασης».[3]

Ως εκ τούτου οι χαρακτήρες του ποιητικού του κόσμου είναι γήινοι, καθημερινοί. Η σκιαγράφησή τους αποκαλύπτει μια βαθιά γνώση από την πλευρά του ποιητή της ανθρώπινης ψυχολογίας στις διάφορες εκφάνσεις και στιγμές της. Μέσα από τις προσωπικές μυθολογίες των ηρώων του αντικατοπτρίζεται με αμφιθεατρικό τρόπο η κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική σύσταση της κάθε εποχής και περιόδου που βιώνει ο ποιητής. Ο λόγος άλλοτε πυκνός και άλλοτε διάφανος, αλλά πάντα λυρικός, χωρίς εξάρσεις και υπερβολικές περιγραφές, αντλεί τις μεθόδους γραφής και οργάνωσής του (όπως και στην Αμοργό ) από τη δημοτική παράδοση, η οποία, όμως, ανανεώνεται με στοιχεία των καινούριων ποιητικών ρευμάτων και ιδίως αυτό του υπερρεαλισμού. Λέξεις, εικόνες, μορφές, ρυθμοί, η έντονη προσήλωση στην ομοιοκαταληξία, η μουσικότητα των στίχων και πλήθος άλλων χαρακτηριστικών δηλώνουν την ιδιαίτερη επίδραση της ελληνικής γης και της πολιτισμικής της παράδοσης στη δόμηση της ποίησής του. (Βέβαια αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που παρατηρείται γενικά σε όλη την ποιητική δραστηριότητα της εποχής του Γκάτσου.) Ο ποιητής, λοιπόν,  κατόρθωσε να αναμείξει με ιδιαίτερα επιτυχή τρόπο τα παλιά και καινούρια στοιχεία σε ένα αδιαίρετο σύνολο δίνοντας στο αποτέλεσμα την εικόνα της φυσικής εξέλιξης.

Βασικός άξονας της τεχνικής του είναι η λειτουργία της εικόνας. Η ποίησή του αποτυπώνει πλήθος εικόνες που άλλοτε σφύζουν από παλμό και ένταση και άλλοτε αναδύουν το άρωμα της μελαγχολίας τους, καθώς περιγράφουν τον πόνο που προκαλεί το θλιβερό συμβάν, η απόγνωση ή η ανεπίδοτη προσδοκία.

Μια ιδιότυπη και αξιοπρόσεχτη συμπεριφορά του έργου του Νίκου Γκάτσου (που δικαιολογημένα παρατηρήθηκε και απασχόλησε διάφορους μελετητές) αποτέλεσε η φυγόκεντρη κίνηση της θεματικής του που με τη σειρά της προκάλεσε μια πανσπερμία υλικού.

Είναι γεγονός πως, αν εξαιρέσει κανείς την ενιαία Αμοργό, το υπόλοιπο ποιητικό έργο του διασκορπίζεται σε στιχουργηματικές μορφές που δίνουν την εντύπωση αποσπασμάτων ενός λόγου, ο οποίος αρνείται πεισματικά να υποταχθεί σε ενωτικές φόρμουλες, εκτός και αν θεωρηθούν ενότητες – λογική διαπίστωση – οι κύκλοι τραγουδιών του. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση τα όρια είναι λεπτά και δυσκολοθώρητα.

Σε μια γενική του εκτίμηση, το φαινόμενο αυτού του διασκορπισμένου υλικού μεταφράζεται και με θετικά και με αρνητικά αποτελέσματα. Φαινομενικά δείχνει, ίσως, ζημιογόνο. Τον ποιητή, όμως, δεν τον ενδιέφερε, καθώς φαίνεται, αυτή η δυσάρεστη προοπτική. Προφανώς, είχε έντονη πεποίθηση στο ταλέντο του και στην αξία της ποίησής του, για να τον απασχολούν τέτοιου είδους θέματα. Είναι πολύ πιθανόν να εντόπισε μια λυτρωτική διέξοδο των μυθοπλασμάτων του, απαλλαγμένος από την επιθυμία διάφορων διανοουμένων να αγγίξουν το μεγαλεπήβολο ταυτίζοντάς το με κάτι σύνθετο και “ακατανόητο” περιφρονώντας τις απλές φόρμες σαν ένα είδος μιάσματος. Αντίθετα, η δική του διάθεση συνδύασε το λιτό με τη γοητεία της συνθετικότητας και έτσι προέκυψε ένα υλικό πολύπλευρο στην προσέγγισή του, άλλοτε οργανωμένο σε απλές και άλλοτε σε πιο σύνθετες μορφές ανάλογα με τις απαιτήσεις τής κάθε στιγμής, χωρίς αυτή η λειτουργία να αποτελέσει ποτέ αυτοσκοπό. Με αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής προσέδωσε στα ιδεολογικά του σχήματα μια διαχρονική υφή, ακόμα και σε σημεία όπου η ποιητική του απόδοση υπακούει σε ευκολονόητες και εύχρηστες νόρμες. (Σε αυτό το σημείο μπορούμε να αναλογιστούμε και την περίπτωση του Κ. Π. Καβάφη, ο οποίος εργάστηκε με παρόμοιο τρόπο μοιάζοντας να ενδιαφέρεται για το Ποίημα ως μονάδα και όχι ως μέλος ενός … ποιητικού εκδοτικού corpus.)

  Είναι δυνατόν, επίσης, να υποστηριχθεί ότι ενότητα μπορεί να υπάρξει μεμονωμένα στο γενικό έργο κάθε καλλιτέχνη, καθώς με τον καιρό διαφέρει στις εκφάνσεις του, ακόμα και σε βασικά σημεία των υποτιθέμενων «κοινών τόπων» του. Η συνεχής προσαρμογή του στα αιτήματα των εποχών, που κάποιες φορές γίνονται μηχανικά, καθορίζει τη συμβατικότητα της ενότητας ενός γενικού έργου, το οποίο μοιραία αποτελείται από διάφορα «αποσπάσματα» που μόνο αν τα εξετάσουμε ξεχωριστά μπορούμε να τα εκλάβουμε με την αυτονομία την οποία τότε πραγματικά κατέχουν.

Σχετικό με τα παραπάνω είναι και το θέμα της «απόφασης» του ποιητή να μη συγγράψει και να μην εκδώσει άλλη ποιητική συλλογή πέραν της Αμοργού. Ο ίδιος ποτέ δεν σχολίασε το γεγονός αυτό ούτε έδωσε εξηγήσεις και ερμηνείες της συμπεριφοράς του.  Κάποιοι μελετητές προσπαθώντας να ερμηνεύσουν αυτή τη συμπεριφορά τη χαρακτήρισαν ως «σιωπή».[4] Απέναντι, όμως,  στην οπτική αυτή ως αντίποδας προβάλλει η διαπίστωση πως ο ποιητής δεδομένης της έντονης και διαρκούς παρουσίας του στον πνευματικό χώρο (κυρίως ως στιχουργός και μεταφραστής) για περίπου μισό αιώνα επέλεξε τις διόδους οι οποίες  εξέφραζαν τις προσωπικές του διαθέσεις προκειμένου να καλλιεργήσει, να δομήσει και να οριοθετήσει την καλλιτεχνική του άποψη. Οι επιλογές του καθορίζουν και την άποψη πως η ποιητική αξία δε διαπιστώνεται μόνο μέσα από «συλλογές» ή διάφορους άλλους – θα τους ονόμαζε κανείς – εκδοτικούς φορμαλισμούς, αλλά και μέσα από ο,τιδήποτε αποτελεί εκδήλωση ψυχικής επεξεργασίας, όπως ένα λαϊκό στιχούργημα ή ένα τραγούδι.

___________________________________

Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος  ΕΔΩ και το δεύτερο ΕΔΩ

———————————————–

[1] Σταύρος Ξαρχάκος, Νίκος Γκάτσος: Τα «Κατά Μάρκον τραγούδια», περ. Οδός Πανός, τ. 66, Μάρτιος – Απρίλιος 1993, σ.23.

[2] « Εκφράζουν το σύνολο, όχι τη μάζα. Και ο λαός με το αλάθητο ένστικτο και κριτήριό του αγάπησε και τραγούδησε τα λόγια του Νίκου Γκάτσου, που κατέχοντας καλά τα μυστικά τής ποίησης αποτύπωσε με λυρικά χρώματα απλά γεγονότα που τους έδωσε, όμως, μια διαχρονική σημασία» ( Δ. Ι. Καραμβάλης, περ. Οδός Πανός, τ. 66 Μάρτιος – Απρίλιος `93, σ. 58)

[3] Δ. Ι. Καραμβάλης, περιοδικό Οδός Πανός, τ. 66 Μάρτιος – Απρίλιος  `93, σ. 58

[4] « Για λόγους που δεν ξέρομε ο ποιητής εσιώπησε. Είναι μια ανάλογη περίπτωση με τον Γρυπάρη, ο ποίος επίσης τύπωσε μόνο μια ποιητική συλλογή και μετά εργάστηκε αποκλειστικά ως μεταφραστής. Εκείνος φοβήθηκε την επανάληψη. Δεν πιστεύω να είναι η περίπτωση Γκάτσου. Ακριβώς επειδή οι ορίζοντές του δεν ήταν περιορισμένοι, οι τόνοι του δεν ήταν μονότροποι. Όμως γράφοντας μια εποχή που επιδίωκε το αποκλειστικό και το απόλυτο (περίεργος, θα πει κανείς, με την τυπική λογική, συμβιβασμός) για να διαστείλει τη θέση της από το παρελθόν, έμεινε, με το φρόνημα του επαναστατημένου, στο στάδιο της προετοιμασίας μιας άλλης γραφής πιο έντονα προσωπικής, πιο ιδιαίτερης. Αυτή ακριβώς που μας έδινε την αρχική της μορφή». ( ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ, ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ…Σ. 181)

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ