«Μια τυχαία συνάντηση…» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Είχα να τη δω χρόνια!
Συναντηθήκαμε τυχαία στην αγορά.
Για τα εγγόνια της έψαχνε δώρα πασχαλιάτικα…
Τι κάνεις, πώς είσαι και λοιπά και ύστερα …
Πάμε να καθίσουμε κάπου;
Πάμε σπίτι μου, είπα.
Στο σπίτι κάθισε με ανακούφιση στον τριθέσιο, φαινόταν κουρασμένη, μου γύρεψε ένα ποτήρι νερό και πίνοντας το, το βλέμμα της έπεσε κι έμεινε για λίγο εκεί… στις φωτογραφίες των γονιών μου.
Ήπιε το νερό ως την τελευταία σταγόνα, άφησε το ποτήρι στο τραπέζι, κοιτώντας ακόμη προς τις φωτογραφίες…
Σηκώθηκε και πήρε τη φωτογραφία της μάνας μου στο χέρι, τη χάιδεψε απαλά με τα ακροδάχτυλά της.
Τη θυμάμαι την κυρία Παναγιώτα, είπε κι αναστέναξε …
Το βλέμμα της χάθηκε σε άλλους δρόμους, μη ορατούς.
«Τέτοιες μέρες γίνομαι παιδί κι ας είναι η κούραση μεγάλη…
Πασχαλιά έρχεται!
Όλα να μοσχοβολούν, όλα να αστράφτουν!
Γίνομαι μικρό παιδί, ένα μικρό παραπονιάρικο παιδί που δεν έχει κοντά τους γονείς του…
Μου λείπουν οι γονείς μου τέτοιες μέρες! Εσένα;
Τους φωνάζω όταν είμαι μόνη…
Μαμά! Μπαμπά!
Είναι τόσο όμορφα όλα γύρω!
Πρασίνισε ο τόπος…
Πουλιά κελαηδάνε, μέλισσες ζουζουνίζουν.
Άνθισαν κι οι πασχαλιές…
Είναι ωραία στο χωριό τώρα.»
Οι βάτραχοι; ρώτησα
«Τα μπακακάκια, κάθε βράδυ πανηγύρι έχουν!
Τέτοιες μέρες ονειρεύομαι με μάτια ανοιχτά!
Χώνομαι στην αγκαλιά της μάνας μου, παίρνω τα φιλιά της και ύστερα τα καινούργια παπούτσια και το καινούργιο φόρεμα …
Σχεδόν πάντα το φόρεμα της Πασχαλιάς μού το έραβε αυτή.
Τεχνίτρια άξια με χέρια ροζιασμένα από τη δουλειά…
Κάνω, κάθε φορά, την ίδια ζαβολιά!
Τρώω κρυφά μία μπουκίτσα από τα φρεσκοψημένα τσουρέκια…
Όλη νύχτα τα ζύμωνε.
Αμαρτία το είχαμε.
Κρατούσαμε μικρά παιδιά και μεις τη νηστεία, και δύο μέρες δίχως λάδι!
Ναι! Δεν το καταλαβαίνω πώς…
Γίνομαι για λίγο παιδί!
Παίρνω την αδερφή μου από το χέρι, κρατώντας τις ομορφότερες λαμπάδες του κόσμου.
Έτσι νομίζαμε… και με τα καινούργια ρούχα, με τα καινούργια παπούτσια, τις κάλτσες τις
λευκές με τα λουλουδάκια, πηγαίνουμε στη
Δεύτερη Ανάσταση την Κυριακή το πρωί.
Η καμπάνα, θυμάσαι;
Χτυπούσε στις 11.
Τότε όλοι σχεδόν φορούσαν τα καινούργια τους ρούχα, που δεν φορούσαν στην Πρώτη Ανάσταση, γιατί το βράδυ, όσο να πεις, είχε κρύο
Τα πιο μοδάτα!
Πασαρέλα κανονική…»
Κοίταξε τα αυγά στο τραπέζι.
– Ωραία είναι, αλλά δεν έκανες περδίκες!
– Κάθε χρόνο έκανα, αλλά φέτος βαρέθηκα.
Αχ! Πέρασαν τα χρόνια είπε και σηκώθηκε να φύγει.
Κοντοστάθηκε!
– Όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ θυμάμαι τους γονείς μου.
– Είναι επειδή μικραίνει η απόσταση, Ελένη,
από τη μέρα της συνάντησης…
– Πέρασε η ώρα!
Θα κλείσει η αγορά είπε, κοιτώντας το ρολόι, άφησε τη φωτογραφία στη θέση της, μου ευχήθηκε εγκάρδια καλή Ανάσταση, κι έφυγε.
Συμφώνησα μαζί της κι ας μην της το είπα .
Τέτοιες μέρες μου λείπουν οι γονείς μου.
Και πιο πολύ η μαμά μου…
Σκέφτηκα πώς το παρελθόν σχεδόν όλα τα εξιδανικεύει, και λειαίνει τις μνήμες, τις προσαρμόζει κι αυτές στο εορταστικό κι εωθινό πνεύμα.
Η πραγματικότητα δεν είναι πάντα Λαμπρή!
Όμως ο συμβολισμός της Ανάστασης μετά τη Σταύρωση, είναι πάντα επίκαιρος!
χρόνια πολλά και του χρόνου με υγεία!
Ει. Δα.
–