Life Περιβάλλον

Πίνοβο: “Συνδυάζοντας ορειβασία και συλλογή τσαγιού”

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης

Κυριακή 01-07-2018.

Άρχιζε να χαράζει. Το μαύρο πέπλο της νύχτας παραχωρούσε, από τη μια στιγμή στην άλλη, τη θέση του στην καινούργια μέρα που ξημέρωνε. Ξεκινούσε η πρώτη Κυριακή του μήνα Ιουλίου. Ξεκινούσαμε και εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», για ένα ακόμη καθιερωμένο κυριακάτικο ραντεβού μας με τη Φύση. Ξεκινούσαμε, αυτή τη φορά, για ένα προγραμματισμένο συνδυασμό δράσεων στον ορεινό όγκο.

Τα ρολόγια δείχνανε 06.00. Ήταν η ώρα που αφήναμε τον κάμπο της Βέροιας, με τις ροδακινοκαλλιέργειές του να περιμένουν τους εργάτες γης να ξεκινήσουν τον δικό τους αγώνα… να μαζέψουν τους καρπούς των κόπων τους μιας ολόκληρης χρονιάς (φωτ. 1).

Ο ουρανός καθαρός από σύννεφα, μετά τις έντονες βροχές των προηγούμενων ημερών. Προορισμός μας το ορεινό χωριό Αετοχώρι  Αριδαίας Νομού Πέλλας. Το κυριακάτικο πρόγραμμά μας: «Ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του Πίνοβου, την ‘‘Κορφούλα’’, και συλλογή τσαγιού που τυχόν θα συναντήσουμε στην πορεία μας.» (φωτ. 2).

Βγαίνοντας από την Βέροια πήραμε τον δρόμο με κατεύθυνση προς Σκύδρα. Την εικόνα του ανατέλλοντα ήλιου την αντικρίσαμε μπαίνοντας στον περιφερειακό: Πατρίδα-Νάουσα. Τον είδαμε να ανατέλλει πέρα, στο βάθος του κάμπου της Ημαθίας. Όμορφη εικόνα, φανταστικά εναλλασσόμενα χρώματα (φωτ. 3).

Φτάνοντας στη Σκύδρα συνεχίσαμε για την πρωτεύουσα της Αλμωπίας του Νομού Πέλλας. Μετά την Αριδαία η οδική μας διαδρομή ήταν: Ριζοχώρι – Φιλώτεια – Φούστανη – Αετοχώρι. Χρειαστήκαμε μία ώρα οδικής πορείας, από την Βέροια, για να φτάσουμε στο ορεινό χωριό του προορισμού μας, που «φωλιάζει» στους πρόποδες του ορεινού όγκου του Πίνοβου και σε υψόμετρο 680 μέτρων . Φτάνοντας στην πλατεία του, κυριολεκτικά πνιγμένου στο πράσινο, χωριού δεν συναντήσαμε ανθρώπινη παρουσία. Οι λιγοστοί κάτοικοί του δεν είχαν ξεκινήσει, ακόμη, τις καθημερινές τους ενασχολήσεις (φωτ. 4).

Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας δίπλα στον χαρακτηριστικό πανύψηλο πλάτανο που ορθώνεται στο κέντρο της πλατείας και κοντά στο κτίριο του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Αετοχωρίου «Το Πίνοβο» (φωτ. 5).

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την πολύωρη πορεία μας. Συντροφιά μας τα 3 σκυλιά του χωριού που μας «υποδέχτηκαν», από την πρώτη κιόλας στιγμή της παρουσίας μας, κουνώντας τις ουρές τους και δείχνοντας παιχνιδιάρικη διάθεση. Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα.

Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS για την καταγραφή της πορείας και την αποθήκευση στοιχείων που θα μας είναι χρήσιμα μελλοντικά. Εγώ έβαλα σε ετοιμότητα τις φωτογραφικές μου μηχανές και «ετοίμασα» το… δημοσιογραφικό μου μπλοκάκι.

Έκανα, δηλαδή, «delete» σε όλα τα προηγούμενα που «πιάνανε» χώρο στο μυαλό μου και άρχισα να τον συμπληρώνω «καταγράφοντας» όλες εκείνες τις στιγμές της κυριακάτικης δραστηριότητάς μας.

Ο Τοτός, ο αρχηγός μας, με το ανάλαφρο ντύσιμό του… γυμνός από τη μέση και πάνω, αλλά «φορτωμένος» με πολύχρονη εμπειρία και πολύ καλή γνώση των βουνών.

Αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε για την περιπέτειά μας (φωτ. 6).

Χρειαστήκαμε λίγα μόλις μέτρα από τον πλάτανο για να αφήσαμε πίσω μας την όμορφα διαμορφωμένη, με πέτρα, κεντρική πλατεία του μικρού χωριού και να φτάσουμε στο πέτρινο τοίχο με την κίτρινη μεταλλική πινακίδα του Ορειβατικού Συλλόγου Αριδαίας που είχε πληροφορίες για την ανάβαση στις κορυφές του βουνού (φωτ. 7).

Την προσπεράσαμε και προχωρώντας μέχρι τα τελευταία σπίτια του χωριού περπατήσαμε πάνω σε χωματόδρομο. Μπροστά μας ορθωνόταν ο επιβλητικός ορεινός όγκος που θα μας «φιλοξενούσε» στα άγρια και βραχώδη τοπία του, στις κατάφυτες πλαγιές του και τις μυτερές κορυφές του. Βλέπαμε, από το σημείο που βρισκόμασταν, ένα τμήμα της μεγάλης σε μήκος κορυφογραμμής που θα περπατούσαμε (φωτ. 8).

Η διαδρομή μας από το τελευταίο σπίτι του χωριού μέχρι την πέτρα με το κίτρινο βέλος, στα δεξιά μας, δεν ήταν μεγάλη. Αφήσαμε τον χωματόδρομο και μπήκαμε, ακολουθώντας την κίτρινη σήμανση, στο ανηφορικό μονοπάτι που περνούσε μέσα από δρυόδασος.

Το πέρασμά μας μέσα από θάμνους και βελανιδιές σύντομο. Χρειαστήκαμε ελάχιστα λεπτά της ώρας για να συναντήσουμε ένα φαρδύ δασικό δρόμο, που ξεκινούσε από το χωριό και κατέληγε στις ορεινές βοσκές ψηλά στο βουνό. Βγαίνοντας από το μονοπάτι, αντικρίσαμε μπροστά μας ένα μισογκρεμισμένο κτίσμα. Θα ήταν, μάλλον, ένα εγκαταλειμμένο Στρατιωτικό Φυλάκιο ή θα το χρησιμοποιούσε κάποτε η Δασική Υπηρεσία της περιοχής  (φωτ. 9).

Το προσπεράσαμε και ακολουθήσαμε το δασικό δρόμο με κατεύθυνση προς τις κορυφές. Συντροφιά μας και τα 3 σκυλιά του χωριού. Λίγο πιο πάνω συναντήσαμε μια μεταλλική, κίτρινου χρώματος, μπάρα που θα χρησίμευε κάποτε για τον έλεγχο από τους στρατιώτες φρουρούς των συνόρων ή από τους υπαλλήλους της Δασικής Υπηρεσίας των διερχόμενων, από το σημείο εκείνο, αυτοκινήτων (φωτ. 10).

Συνεχίσαμε την ανηφορική πορείας μας ακολουθώντας τη σήμανση του μονοπατιού. Φτάσαμε στο βραχώδες κομμάτι της διαδρομής (φωτ. 11).

Στο σημείο εκείνο βρίσκεται ένας χαρακτηριστικός ογκώδης βράχος, τριγωνικού σχήματος, με μια διαμπερή σπηλιά ανοιγμένη από ανθρώπινο χέρι. Το άνοιγμα της εισόδου στη σπηλιά μεγάλο. Στο εσωτερικό της χωράνε δεκάδες άτομα και στο τέρμα της έχει ένα μικρό άνοιγμα που βλέπει προς τον κάμπο της Αλμωπίας ( φωτ. 12).

Φωτογραφίες και συνεχίσαμε βαδίζοντας, ακόμη, πάνω στο δασικό δρόμο. Περάσαμε από στένωμα που σχηματίζεται μεταξύ ενός απότομου βράχου που ορθώνεται επιβλητικά και σχεδόν κάθετα στα δεξιά του δρόμου, όπως κατηφορίζαμε, και μιας ψηλής σκουριασμένης, από την πολυκαιρία, περίφραξης στα αριστερά (φωτ. 13).

Η κατηφόρα σύντομη και λίγο πιο κάτω, στη στροφή του χωματόδρομου, περάσαμε ένα ρυάκι. Βρισκόμασταν σε ένα τμήμα του «Παραμαγούλα ρέμα». Περάσαμε τα τρεχούμενα νερά του ρέματος και λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα αντικρίσαμε σε βράχους, στα δεξιά μας, τα κόκκινα σημάδια και τον πέτρινο κούκο που μαρτυρούσαν την ύπαρξη μονοπατιού στο σημείο εκείνο (φωτ. 14).

Έτσι, βγήκαμε από το δασικό δρόμο και μπήκαμε στο μονοπάτι. Η πορεία μας ανηφορική. Το πέρασμά μας μέσα από πυκνή βλάστηση ενός μεικτού δάσους. Κέδρα, θάμνοι, πανύψηλες φτέρες, φυτικά τούνελ. Πραγματική ζούγκλα. Οι εικόνες εναλλάσσονταν σε κάθε μας βήμα ( φωτ. 15, 16, 17).

Φτάσαμε στο δεύτερο ρέμα με τρεχούμενα νερά. Τα νερά πολλά και η ροή τους ορμητική. Ήθελε προσοχή στο πέρασμα από το σημείο εκείνο για την αποφυγή μιας ανεπιθύμητης πτώσης. Πατούσαμε πάνω σε πέτρες που προεξείχαν για να περάσουμε (φωτ. 18).

Βρισκόμασταν, πλέον, στο πυκνό δάσος οξιάς. Το μονοπάτι ανηφορικό, φανταστικό, καθαρό, πολυπερπατημένο. Είναι πνιγμένο, στην κυριολεξία, στο πράσινο. Περπατούσαμε μέσα στη δροσιά του δάσους, που μας δρόσιζε τα σπλάχνα και μας ξυπνούσε το νου. Δεν καταλαβαίναμε τη ζεστασιά της καλοκαιρινής μέρας. Η σήμανση πολύ καλή (φωτ. 19, 20).

Συντροφιά μας ο ήχος των ορμητικών νερών στο πέρασμά τους μέσα από το ρέμα. Όσο, όμως, ανεβαίναμε τόσο αυτός απομακρυνόταν. Ψηλότερα, η σιωπή του δάσους. Μια σιωπή που μας έκανε να θέλουμε να βλέπουμε μόνο και να μη μιλάμε (φωτ. 21).

Εικόνες, εικόνες, εικόνες. Αμέτρητες. Το σκηνικό διαφορετικό σε κάθε μας βήμα Τα φανταστικά «τέρατα του δάσους», που συναντούσαμε στη διαδρομή μας και το αντίκρισμα, μέσα από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων, μιας από τις ψηλότερες κορυφές του ορεινού όγκου, εκείνης του «Καλόγερος» (υψομ. 1.873 μ.), μας προκαλούσαν ανάμεικτα συναισθήματα. Τα επιφωνήματα θαυμασμού ήταν συχνά και η φαντασία μας οργίαζε (φωτ. 22, 23).

Ανηφορίζαμε. Οι κουβέντες μας λιγοστές, καθώς το πνεύμα γαλήνευε και συντονιζόταν με το περιβάλλον του δάσους. Ήμασταν μακριά από το κάθε τι της πόλης και θέλαμε να χαρούμε αυτό που ζούσαμε εκείνη τη στιγμή. Απαλλαγμένοι από το βάρος των σκέψεων της άχαρης καθημερινότητας και ζώντας όλο αυτό που μας περιτριγύριζε δεν αισθανόμασταν βάρος στα πόδια μας και ας ανηφορίζαμε εδώ και ώρες.

Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα και 40 λεπτά πορείας από το Αετοχώρι για να φτάσουμε σε ένα ξέφωτο με σάρα και μια πλαγιά με μεγάλη κλίση. Στο σημείο εκείνο το υποχρεωτικό πέρασμά μας ήθελε πολύ προσοχή, γιατί το μονοπάτι στην απότομη  πλαγιά  ήταν πολύ στενό και το έδαφος υποχωρούσε σε κάθε μας πάτημα ( φωτ. 24, 25, 26).

Περάσαμε και αυτό το φυσικό εμπόδιο και ξαναμπήκαμε σε δάσος οξυάς. Συντροφιά μας ο ήχος των νερών ενός άλλου ρέματος που το είχαμε στα αριστερά μας αυτή τη φορά. Το πέρασμά μας μέσα από το δάσος, στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής, σύντομο (φωτ. 27).

Το δάσος άρχισε να αραιώνει, τα δένδρα λιγόστευαν και οι πρώτοι βράχοι άρχισαν να ξεπροβάλλουν υπενθυμίζοντάς μας πως από δω και πέρα μπαίναμε στο βασίλειο των βράχων, των αλπικών λιβαδιών και των ανέμων. Αφήνοντας πίσω μας το δάσος οξιάς  και προχωρώντας ψηλότερα το σκηνικό άλλαζε. Δεν ξέραμε προς τα που να κοιτάξουμε, τι να πρωτοθαυμάσουμε.

Οι φωτογραφικές «πήραν» φωτιά και τα «κλικ» της λήψης ασταμάτητα. Όσο πλησιάζαμε προς την αλπική ζώνη του βουνού, ένα κατάμαυρο και θεόρατα βράχινο τοίχος άρχιζε να ορθώνεται επιβλητικά μπροστά μας, τραβώντας πάνω του τα βλέμματά μας. Ήταν ο «Μαύρος Βράχος», που μας εντυπωσίαζε στη θέα του τόσο με τον όγκο του, όσο  και την κάθετη βραχώδη πλαγιά του ( φωτ. 28).

Κοιτάζοντας δεξιότερα του βράχινου τοίχου, αντικρίσαμε την δεύτερη σε ύψος κορυφή του ορεινού όγκου, του «Βίσογκραντ» (υψ.  2.150 μ.), να ξεπροβάλλει πίσω από το «Μαύρο Βράχο» (φωτ.29).

Συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας. Όσο προχωρούσαμε, τόσο τα αλπικά λιβάδια απλώνονταν γύρω μας. Εδώ, πλέον, δένδρα δεν υπάρχουν. Σε όλη την πλαγιά επικρατεί η ποώδης βλάστηση. Βλέπαμε νερά που τρέχανε παντού και ρυάκια που δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν. Το χορταριασμένο έδαφος ήταν υγρό.

Όπου και να ταξιδεύαμε το βλέμμα μας, αντικρίζαμε λογής-λογής αγριολούλουδα να ξεπροβάλλουν μέσα από το καταπράσινο χορταράκι. Άλλα κίτρινα, άλλα άσπρα και κάποια άλλα κόκκινα.

Ομορφιά-ομορφιά-ομορφιά.

Εκείνο, όμως, που έκανε τη διαφορά, στο κομμάτι αυτό του βουνού, ήταν οι σκορπισμένοι ογκόλιθοι διάφορων μεγεθών. Όλο το σκηνικό το συμπλήρωναν και οι δεκάδες πανύψηλοι βράχοι που αντικρίζαμε γύρω μας.

Βρισκόμασταν στην «Κοιλάδα των Βράχων» με τους ογκόλιθους παντού και τη θέα του επιβλητικού ορεινού όγκου του βουνού με την εντυπωσιακή του γκριζωπή βραχώδη κορυφογραμμή στα αριστερά μας ( φωτ.  30, 31, 32).

Μια ολιγόλεπτη στάση για φωτογραφίες και συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια του μονοπατιού. Το μονοπάτι αυτό περνούσε δίπλα από το ογκώδες και πανύψηλο σκουρόχρωμο βράχο, με το χαρακτηριστικό τριγωνικό του σχήμα, που βλέπαμε μπροστά μας ( φωτ. 33).

Στη βάση του χαρακτηριστικού αυτού βράχου, εκεί που διασταυρώνεται το μονοπάτι που ακολουθούσαμε με εκείνο που οδηγεί προς την τοπωνυμία «Πευκάκια», υπάρχει η τελευταία πηγή της αλπικής ζώνης ( φωτ. 34).

Στο σημείο εκείνο συναντήσαμε αγελάδες ελεύθερης βοσκής με τα μικρά τους να μας κοιτούν αιφνιδιασμένες από την παρουσία μας (φωτ. 35).

Μέχρι την πηγή κάναμε 2 ώρες και 15 λεπτά ανηφορικής πορείας από το Αετοχώρι. Ολιγόλεπτη στάση για να γεμίσουμε τα παγούρια μας με κρύο νερό. Ο καιρός καταπληκτικός, η μέρα ηλιόλουστη. Πασαλειφτήκαμε με αντιηλιακή κρέμα και συνεχίσαμε την πορεία μας ανηφορίζοντας την καταπράσινη πλαγιά με την μεγάλη κλίση.

Αφήσαμε στα δεξιά μας τον βράχο με την πηγή και την κορυφή  «Καλόγερος» που ορθώνονταν ακόμη πιο δεξιότερα. Στα αριστερά μας ο βραχώδης τοίχος της κορυφογραμμής με τις μυτερές απολήξεις των κορυφών και χαμηλότερα η απότομη πλαγιά με τη σάρα που απλωνόταν κάτω από το «ζωνάρι» του «Βίσογκραντ» ( φωτ. 36).

Πίσω μας και χαμηλά βλέπαμε τις περιοχές της Αλμωπίας νομού Πέλλας και στο βάθος το βουνό «Πάϊκο» να ορθώνεται πάνω από τον κάμπο (φωτ. 37.)

Ανηφορίζαμε ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια του  κλασικού μονοπατιού με κατεύθυνση προς το διάσελο του «Βίσογκραντ». Βρισκόμασταν στα 1.900 περίπου μέτρα υψόμετρο. Άρχισε να φυσάει. Ο Τοτός επιτέλους «ντύθηκε» !!

Πηγαίναμε προς το διάσελο. Μας ακολουθούσε, ακόμη, το ένα από τα τρία σκυλιά του χωριού  (φωτ. 38).

Το κομμάτι της διαδρομής μας πετρώδες και το μονοπάτι ευδιάκριτο. Στα αριστερά μας, το σκαμμένο  κατά μήκος του μονοπατιού όρυγμα, σημάδι πολέμων. Και στα δεξιά μας, η σάρα που απλώνεται στη βάση της κορυφής «Βίσογκραντ» (φωτ. 39, 40).

Προσπεράσαμε το στένωμα που σχηματίζουν οι απότομοι κάθετοι βράχοι με μυτερές απολήξεις. Το κομμάτι εκείνο το περνάμε με χιόνι, τους χειμερινούς μήνες, ανηφορίζοντας για την δεύτερη ψηλότερη κορυφή του βουνού, το «Βίσογκραντ» με υψόμετρο 2.150 μ. (φωτ. 41).

Και να μπροστά μας, το τσάι του βουνού!!  Το κλασικό βότανο που παλιά δεν έλειπε από κανένα σπίτι και που σήμερα βρίσκει σιγά – σιγά την θέση του ανάμεσα στα ευεργετικά ροφήματα για τον οργανισμό. Το άσπρο (Stachys iva) κυριαρχούσε παντού και ήταν έτοιμο για μάζεμα (φωτ. 42, 43).

Το κίτρινο, ο Σιδερίτης (Sideritis sp.), λιγοστό και δεν ήταν έτοιμο ακόμη για μάζεμα. Ο στάχυς του αρωματικού αυτού τσαγιού ήταν ακόμη πράσινος (φωτ. 44).

Τα ευεργετικά αυτά, για τον οργανισμό, βότανα τα προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την πορεία μας. Αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το μάζεμα επιστρέφοντας. Στον αυχένα φτάσαμε μετά από μια ανηφορική πορεία 3 ωρών και 20 λεπτών από το χωριό.

Από το σημείο αυτό είχαμε πολύ δρόμο ακόμη για τον προορισμό μας. Έπρεπε να διασχίσουμε το μεγαλύτερο τμήμα της κορυφογραμμής του βουνού για να φτάσουμε στην ψηλότερη κορυφή του, την «Κορφούλα» (υψ. 2.156 μ).

Σε γενικές γραμμές η κορυφογραμμή δεν έχει μεγάλα σκαμπανεβάσματα, έχει όμως μεγάλο ανάπτυγμα που φτάνει τα 5 με 6 περίπου χλμ.

Στη διαδρομή μας το «γιγάντιο προϊστορικό Μαμούθ» δεν έμεινε αδιάφορο (είπαμε, η φαντασία μας…οργίαζε). «Υποκλίθηκε» ευλαβικά στο πέρασμά μας «βλέποντας» την προσπάθειά μας σε μια πολύ απαιτητική διαδρομή (φωτ. 45).

Το μονοπάτι που ακολουθούσαμε συνέχιζε περνώντας από καταπράσινα αλπικά λιβάδια. Θάμνοι και δένδρα απουσίαζαν από όλο το γύρω τοπίο (φωτ. από 46 μέχρι και 49).

Στη διαδρομή μας βλέπαμε ένα τμήμα της περιοχής των Σκοπίων. Μπορέσαμε, επίσης, να δούμε από ψηλά και κάποιες κορυφές, όπως: «Κορφούλα» (του προορισμού μας), «Βίσογκραντ», «Δοκάρι», «Μικρή Τζένα», «Μεγάλη Τζένα» με το χιονοδρομικό κέντρο των Σκοπίων.

Η πορεία μας πολύωρη και το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής το περπατήσαμε πάνω στα Ελληνοσκοπιανά σύνορα (φωτ. 50, 51, 52).

Η εικόνα του γύρω τοπίου γενικά αδιάφορη.

Τα ελάχιστα πολύχρωμα κομμάτια που συναντήσαμε δεν ήταν αρκετά για να καταφέρουν να κάνουν το σκηνικό ενδιαφέρον (φωτ. 53).

Κατά τη διάρκεια της διάσχισης της κορυφογραμμής και μέχρι να φτάσουμε στην κορυφή του προορισμού μας συναντήσουμε παλιές οχυρωματικές θέσεις, χαρακώματα, πολεμικό υλικό. Όλα δείγματα των σφοδρών μαχών που έλαβαν χώρα στην περιοχή ( φωτ. από 54 μέχρι και 58).

Μετά την πολύ μακρινή και κοπιαστική διάσχιση της κορυφογραμμής, κάνοντας μια πορεία σχήματος πετάλου, φτάναμε επιτέλους στον προορισμό μας (φωτ. 59).

Χρειαστήκαμε 5 ωρες και 20 λεπτά ανηφορικής πορείας από το χωριό για να φτάσουμε στην ψηλότερη κορυφή του βουνού «Πίνοβο», την «Κορφούλα». Στα 2.156 μέτρα υψόμετρο, επιφωνήματα χαράς, ανακούφισης, ικανοποίησης, θαυμασμού.

«Ντύσαμε» το τριγωνομετρικό κολωνάκι της κορυφής με τη γαλανόλευκη σημαία μας και βγάλαμε την αναμνηστική φωτογραφία (φωτ. 60).

Στη συνέχεια καθίσαμε να ξεκουραστούμε, να χαλαρώσουμε, να απολαύσουμε το κολατσιό μας και να θαυμάσουμε την γύρω θέα από ψηλά (φωτ. 61).

Ο κάμπος της Αλμωπίας χαμηλά και πάνω από αυτόν να ορθώνονται οι ορεινοί όγκοι της «Τζένα», του «Πάϊκου», του «Βόρρα» (Καϊμάκτσαλαν). Όμορφες εικόνες. Ένα καταπληκτικό «ταξίδι…ματιάς». Ο ήλιο από πάνω έκαιγε.

Τα 40 λεπτά…ηλιοθεραπείας…ήταν αρκετά.Αποφασίσαμε να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφής για να έχουμε χρόνο να μαζέψουμε το τσάι βουνού. Επιστροφή. Το μονοπάτι γνώριμο, το περπατήσαμε ανηφορίζοντας. Οι εικόνες γνωστές, αλλά με φωτισμό από άλλη γωνιά αυτή τη φορά.

«Κορφούλα» – Ελληνοσκοπιανά σύνορα – Αυχένας ήταν η διαδρομή μας μέχρι το σημείο με το πολυπόθητο βότανο, το ελληνικό φανταστικό τσάϊ βουνού.

Αρχίσαμε το μάζεμα του άσπρου, Stachys Iva, που ήταν ανθισμένο. Το αρωματικό, το κίτρινο Σιδερίτη, το προσπερνούσαμε. Δεν ήταν ακόμη έτοιμο (φωτ. 62).

Έπρεπε να επιστρέψουμε. Είχαμε πολύ δρόμο για το χωριό. Φορτώσαμε τη… σοδιά μας στα σακίδια και πήραμε το κλασικό κατηφορικό μονοπάτι για το Αετοχώρι (φωτ. 63).

«Αυχένας» – «ζωνάρι Βόσογκραντ» – «Κοιλάδα των Βράχων» – πηγή – δάσος οξυάς – ρέμα με τα ορμητικά νερά – μεικτό δάσος – «Παραμαγούλα Ρέμα» – τριγωνικός βράχος με τη διαμπερή τρύπα – μεταλλική μπάρα – ερείπια εγκαταλειμμένου κτίσματος – δρυόδασος – Αετοχώρι: το υπόλοιπο κομμάτι της διαδρομής μας (φωτ. από 64 μέχρι και 70).

Φτάσαμε στην πλατεία.

Χρειαστήκαμε 4 ώρες και 35 λεπτά πορείας για να συναντήσουμε κόσμο που καθόταν έξω από το μοναδικό μαγαζί και παρακολουθούσε την εξέλιξη του αγώνα ποδοσφαίρου Παγκοσμίου Κυπέλου.

Η παρουσία μας δεν πέρασε απαρατήρητη. Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή. Αφού ετοιμαστήκαμε πήγαμε στο μαγαζάκι να δροσιστούμε πριν την αναχώρηση. Μιλήσαμε με τους κατοίκους και παρακολουθήσαμε για κάποια λεπτά τον αγώνα ποδοσφαίρου.

Ρωσία – Ισπανία σε εξέλιξη. Δεύτερο ημίχρονο και το σκόρ ισόπαλο μέχρι εκείνη τη στιγμή, 1- 1. Αποφασίσαμε να φύγουμε. Χαιρετήσαμε τους θαμώνες και κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητό μας.

Εδώ τελείωνε μία ακόμη κυριακάτική μας ορειβατική δραστηριότητα. Ο συνδυασμός ορειβασία -συλλογή τσαγιού «προστέθηκε» στις…όμορφες αναμνήσεις…μιας εξόρμησης με δύο δραστηριότητες.

Φύγαμε από το Αετοχώρι με το «δημοσιογραφικό μου μπλοκάκι» γεμάτο από αμέτρητες στιγμές και τις μνήμες των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών γεμάτες από εκατοντάδες εικόνες.

Απολογισμός:

Διαδρομή:  Αετοχώρι (υψ. 680 μ.) – «Κοιλάδα Βράχων» – κλασικό μονοπάτι προς την ψηλότερη κορυφή – αυχένας «Βίσογκραντ» – διάσχιση κορυφογραμμής – Ελληνοσκοπιανά σύνορα – κορυφή «Κορφούλα» (υψ. 2.156μ.) – επιστροφή.

Υψομετρική διαφορά: 1.750 μ. ( με τα σκαμπανεβάσματα, ένδειξη GPS)

Απόσταση: 25 χλμ.  ( ένδειξη GPS)

Χρόνος: 10 ώρες και 40 λεπτά ( συνολικός χρόνος)

banner-article

Ροη ειδήσεων