Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ’ ακούς;
το αχ που βγάνει ο σκοτωμός το αχ που βγάν’ η αγάπη.
Οδυσσέας Ελύτης (Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά)
Είμαστε ένας κόσμος από γερασμένες λέξεις. Λέξεις σπασμένες και αποτεφρωμένες από τη μανία του μίσους και της οργής. Ένας κόσμος που αιμορραγεί την ίδια του τη ύπαρξη, γιατί πλέον είναι μη υποφερτή. Ένας κόσμος αυτόχειρας που με τον ένα ή άλλον τρόπο μεθοδεύει τον αφανισμό του.
Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της αναζήτησης χωρίς πυξίδα, είναι απροσπέλαστη η λογική και η ψύχραιμη σκέψη. Κατισχύει ο παραλογισμός σε κάθε του έκφανση, σε κάθε ανθρώπινη ρινίδα του συμπαντικού όλου, του οποίου η αρμονία βιάζεται βάναυσα. Ψευδεπίγραφοι κυνηγοί του παραδείσου που ούτε καν με τη σκέψη δεν μπορούμε να τον προσεγγίσουμε. Κλειστές οι πύλες κι εκεί, γιατί από το αυθεντικό εκμαγείο πλάσαμε έναν νέο που δομήθηκε με υλικά στα μέτρα του ανέραστου και υποκριτικού ανθρώπου, ο οποίος -φευ!- πλανάται ότι έχει τον παράδεισο στα πόδια του, και καμώνεται ότι δεν βλέπει την κόλαση που ξερνάει καμένη σάρκα και αίμα και φρίκη και σπαραγμό ακριβώς δίπλα του.
Είναι σχετικό το όμορο. Γίνεται και άμοιρο και δύσμοιρο και όμορφο και άμορφο, κατά πώς βολεύει, κατά πώς ρυθμίζεται από αποφάσεις και γεγονότα που διαδραματίζονται αλλού, σε μέρη που ξεπλένονται οι τύψεις με δικαιολογίες και η αλήθεια με το χρήμα. Όλοι μας βγήκαμε από τη μήτρα πολιτισμών αρχέγονων, που χτίστηκαν με τη γραφίδα και τη σκαπάνη πνεύματος και σώματος. Πολιτισμών που εκμαυλίσαμε, πολιτισμών που τους χορτάσαμε, που τους μιάναμε με την οξύμωρη συνύφανση της φθοροποιού απραξίας και της αλαζονικής εποποιίας σε τομείς πέρα από τα όρια του εφικτού. Η μετάβαση στον μετά -πολιτισμό της αυτοκαταστροφικής απαιδευσίας πληγώνει. Τι κι αν φτάσαμε στο φεγγάρι; Τι κι αν περιπλανηθήκαμε στις ατραπούς των άστρων; Εμπαίζουν κι αυτά τον εκφυλισμό μας, περιγελούν την ξεχωριστή ικανότητά μας να καίμε αφειδώς την ενέργειά μας παράγοντας βία, πολέμους και πειστικά ψεύδη, που εξαϋλώνουν την κάποτε ξεχωριστή μας παρουσία οδηγώντας την στην σιωπηλή και μακάβρια ανυπαρξία .
Οπτικοποιούνται καθημερινά τα αδιέξοδα της επιβίωσης αφενός και της πλήξης αφετέρου. Αδιέξοδα διαφορετικών πολιτισμών. Το ένα ως απόρροια της σαδιστικής κυριαρχίας και της απύθμενης μνησικακίας του ισχυρού προς τον αδύναμο που εκκολάπτουν «την κόλαση του εξεγερμένου, ο οποίος έρχεται να διασώσει την ακεραιότητα μιας πλευράς του εαυτού του, έρχεται όχι να κατακτήσει, αλλά να επιβάλει.». (Αλμπέρ Καμύ-Ο επαναστατημένος άνθρωπος). Ή αυτό, ή να υπομείνει την άθλια μοίρα του. Και έπεται το δικό μας αδιέξοδο της πλήξης, η αισθητοποίηση της σύγχρονης προβληματικής : «Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;» βιτριολικό το ερώτημα του μεγάλου στοχαστή Αλμπέρ Καμύ, όπως και η προηγούμενη φιλοσοφημένη σκέψη για τον επαναστατημένο άνθρωπο. Τα διλήμματα δύο διαφορετικών κόσμων όχι και πολύ απομακρυσμένων με κοινή συνισταμένη το τραγικό.
Είμαστε υπερκαινοφανείς αστέρες στο τελικό στάδιο της ύπαρξης . Αστρικά πτώματα και γύρω μας το κενό. Πόση ενέργεια άραγε ξοδεύουμε για τον αφανισμό μας; Και δεν είναι μόνο ο πόλεμος ως εκτελούμενη πράξη μιας νοσηρής σκέψης, αλλά και η ματαιοπονία της πνευματικής καταπόνησης, η καλλιέργεια της απατηλής αίσθησης της επιτυχίας, όταν η φτώχεια κακοφορμίζει δίπλα μας ενώ η βία εκπορνεύει την ηθική. Μείναμε κάθιδροι από την προσπάθεια να φτιάξουμε την εικόνα και να χαλάσουμε την ουσία, να στερέψουμε από τους ζωικούς χυμούς που τροφοδοτούσαν τη ζείδωρη πορεία μας στο χρόνο. Τώρα κι ο χρόνος ξερνάει την παρακμή μας σε μια αντίστροφη πορεία της Ιστορίας. Σε μια επιστροφή που δε συνιστά επανεκκίνηση, αλλά επιστροφή στο σκοταδισμό. Έναν σκοταδισμό που επιτρέψαμε να σταλάξει τα πιο τοξικά του υγρά διαβρώνοντας τις πιο υγιείς εκφάνσεις του πολιτισμού, απειλώντας την ειρήνη, σπέρνοντας τον όλεθρο. Το επιτρέψαμε.
Ο ζόφος ενός κυρίαρχου πολιτισμού που φτιάχτηκε με τις «αγαθότερες» προθέσεις για να επιβληθεί όλων των άλλων εκτονώθηκε στη δημιουργία αδιεξόδων, τόσων, όσο και οι ψευδαισθήσεις που κληρονομήσαμε και αφομοιώσαμε. Η ιδιοτέλεια έγινε η νέα μας ταυτότητα σε σημείο που , όπως έξοχα γράφει ο Κορτάσαρ στο περίτεχνο και πολυεπίπεδο «Κουτσό» του, «να είναι σκληρό να απαρνηθείς την πεποίθηση ότι ένα λουλούδι μπορεί να είναι όμορφο, έτσι, χωρίς σκοπό», «να είναι πικρό να δεχτείς ότι μπορείς να χορεύεις στο σκοτάδι». Στο σκοτάδι χάσαμε τα βήματά μας, χάσαμε τη φωνή μας. Τα βρίσκουμε μόνο κάθε φορά που μια λάμψη θανάτου ταράζει την ησυχία μας ή χτυπάει την πόρτα της μοναχικής μας μακαριότητάς. Ίσως και να είναι αυτό το τέλος του πολύφερνου αλλά και πολύπαθου ανθρώπινου πολιτισμού. Ίσως να βρισκόμαστε λίγο πριν τον τελευταίο χορό.