Άρθρα Γράμματα & Τέχνες Θέατρο Πολιτισμός

“Θέατρο αιρετικό, θέατρο της αποδόμησης ή απλά ΘΕΑΤΡΟ;” / γράφει η Δήμητρα Σμυρνή

 Όταν ο Αριστοτέλης δίνει τον ορισμό της Τραγωδίας κάπου 2.500 χρόνια πριν, δίνει ταυτόχρονα και τον ορισμό του Θεάτρου, που η δυνατότερη έκφρασή του είναι η Τραγωδία.

«ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.» Αριστοτέλης “Ποιητική”

Δεν επανερχόμαστε στον ορισμό του Αριστοτέλη με διάθεση φτηνού διδακτισμού. Τόσες χιλιάδες χρόνια μετά, φυσικά και το θέατρο εξελίσσεται, φυσικά και παίρνει διάφορες μορφές και εκφράζει τα πάθη, τα λάθη και τα οράματα της εποχής του κάθε φορά.

Όμως δεν παύει να είναι Θέατρο, δηλαδή καθρέφτης της ζωής, όπου ο θεατής βλέπει τον εαυτό του να πρωταγωνιστεί στην ανθρώπινη περιπέτεια, να λυπάται (ή να χαίρεται), να φοβάται ότι θα του συμβούν τα ίδια με όσα βλέπει στη σκηνή και προπαντός να  συμμετέχει, να φτάνει στη μέθεξη και τελικά στην “κάθαρση” βγαίνοντας από το θεατρικό λόγο καλύτερος, αφού συμμετείχε συναισθηματικά και νοητικά.

Και φτάνουμε στο σήμερα, με αφορμή τις δύο τελευταίες παραστάσεις στην Επίδαυρο. Τους “Σφήκες” του Αριστοφάνη, που ανέβασε η Λένα Κιτσοπούλου και τη “Μήδεια” του Ευριπίδη, που ανέβηκε σε σκηνοθεσία του Φρανκ Κάστορφ.

Δεν είναι σωστό να παίρνεις θέση χωρίς να έχεις δει μία παράσταση. Όταν όμως  ο “έλεος” και ο “φόβος” του Αριστοτέλη γίνονται “οργή” από τη μεριά των θεατών, (σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί), και όταν καταθέτουν τη γνώμη τους άνθρωποι που ξέρουν από Θέατρο, κάτι δεν πάει καλά.

Οι παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου χαρακτηρίστηκαν αιρετικές, με διάθεση ακραίας αποδόμησης αξιών και ιδεών. Μέχρι, όμως,  από το να προκαλούν δυσφορία, όχι στους απλούς ανθρώπους, που έτσι κι αλλιώς δεν θα τις παρακολουθούσαν ή αν τις παρακολουθούσαν δεν θα τις καταλάβαιναν, αλλά σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης, που διχάστηκε, η απόσταση είναι μεγάλη.

Και το θέμα δεν είναι αν συμφωνεί ή διαφωνεί η ελληνική διανόηση. Το θέμα είναι  σε ποιους απευθύνεται το Θέατρο. Γιατί, αν ανατρέξουμε και πάλι στην Αρχαία Αθήνα, το Θέατρο απευθυνόταν σε όλους, πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και αμόρφωτους και μάλιστα ήταν η κορωνίδα της Παιδείας για μικρούς και μεγάλους. Άρα, πρέπει να απευθύνεται σε όλους και σήμερα. Να συγκινεί και να ευαισθητοποιεί αλλά και να προβληματίζει. Μια ελίτ οικονομική και πνευματική δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά ο αποδέκτης του Θεάτρου.

Και επιπλέον, τι σημαίνει “Θέατρο της αποδόμησης του Συστήματος”, όπως τέτοιες παραστάσεις αυτοαποκαλούνται; Μήπως στο τέλος γίνονται μέρος του ίδιου του Συστήματος, που μας ωθεί να συνηθίσουμε στη βία, στην ασχήμια, στην αποδοχή μιας ζωής χωρίς στόχους και όραμα;

Γράφτηκαν πολλά. Και όταν μιλούν άνθρωποι, όπως ο Σωτήρης Χατζάκης, σκηνοθέτης ταυτισμένος με το ποιοτικό θέατρο, με παραστάσεις του αξέχαστες (“Φόνισσα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με την Κονιόρδου) ή άλλες εφάμιλλες, όσο ήταν καλλιτεχνικός Διευθυντής στο ΚΘΒΕ, τότε κάτι δεν πάει καλά.

Είπε:

«Τα μεγάλα έργα στο αρχαίο δράμα, στον Σαίξπηρ, στον “Μολιέρο” και αλλού, πάντοτε έχουν μια καταγγελία, που λέει ότι το σύστημα που περιβάλλει τους ανθρώπους δεν είναι αλάνθαστο. Όταν διαβάζεις ένα έργο, πρέπει να το καταλαβαίνεις, να ξέρεις γιατί γράφτηκε, να κάνεις δηλαδή μία σοβαρή μελέτη. Αυτή είναι η πρώτη δουλειά του σκηνοθέτη.

 

«Αυτοί οι σκηνοθέτες σαν την κυρία Κιτσοπούλου, που έχουν πια πλημμυρίσει τη θεατρική αγορά, δεν μπορούν και δεν θέλουν να καταλάβουν τι λένε τα έργα. Κυρίως δεν μπορούν, γιατί είναι συναισθηματικά και ψυχικά ανάπηροι. Το ψυχικό και το νευρικό τους σύστημα είναι ανεπαρκή και δεν μπορούν να υποδεχτούν τα έργα μέσα στην ψυχοσωματική τους δομή. Έτσι φέρνουν τα έργα στα μέτρα τους, αλλάζοντάς τους τα φώτα. Είναι πνευματικά ακρωτηριασμένοι, γιατί είναι δειλοί».

«Δεν έχουν το θάρρος ούτε να αντέξουν την πραγματικότητα των έργων, ούτε να πουν ότι δεν καταλαβαίνουν ένα έργο. Η απάτη αφορά στο εξής: αντί να πουν “εγώ τώρα θα βγάλω τον οχετό και τα εσώψυχά μου”, αυτό το βαφτίζουν “Σφήκες”. Τους θεωρώ απατεώνες, γιατί μία παραγωγή στην Επίδαυρο κοστίζει ίσως περίπου 200.000 ευρώ. Αυτά τα λεφτά τα δίνει ο φορολογούμενος πολίτης.

Αυτοί οι πειραματιστές σκηνοθέτες αυτά τα έργα δεν τα κάνουν με δικά τους χρήματα, αυτό είναι πρωτοφανές. Παίρνουν τα χρήματα και του Εθνικού και του ΚΒΘΕ, άρα ευθύνονται οι διευθυντές και των δύο θεάτρων, ο κ. Μόσχος και ο κ. Πελτέκης, και βέβαια η κα Ευαγγελάτου, η διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών. Μην επικεντρώνεστε στην κα Κιτσοπούλου, αυτή είναι μία ακρωτηριασμένη περίπτωση» συνέχισε.
.

«Ούτε βέβαια φταίνε οι ηθοποιοί, που προπηλακίζονται και τρώνε όλη την αποδοκιμασία. […] Όλη αυτή η αισθητική της σαχλαμάρας εκπορεύεται από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, διοχετεύεται στα κρατικά θέατρα και δημιουργούν την εντύπωση στον κόσμο ότι αυτό είναι το κυρίαρχο ρεύμα. Δεν είναι όμως αυτό» είπε τέλος, ο Σωτήρης Χατζάκης. (protothema)

Και εδώ, σ’ αυτά τα τελευταία λόγια του σπουδαίου σκηνοθέτη βρίσκεται η ουσία του πράγματος. Ποιος φταίει , όταν δίνονται λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου, ώστε να ανέβουν ανάλογες παραστάσεις;

Ο κάθε σκηνοθέτης μπορεί να πειραματιστεί σ΄ένα δικό του θέατρο, κι εκεί να δοκιμάσει την επικοινωνία του με το κοινό. Όταν, όμως, παραστάσεις των 200.000 ευρώ βαραίνουν κυρίως εκείνους που δεινοπαθούν οικονομικά, δηλαδή τους πολλούς, αυτό ξεφεύγει από τα όρια του ήθους. Και το θέατρο πρέπει να παράγει ήθος.

Το δεύτερο παράδειγμα, αυτό της “Μήδειας”, που είχε την ίδια αντιμετώπιση στη χθεσινή πρεμιέρα από το κοινό  στην Επίδαυρο, αποδεικνύει πως πρόκειται για μια τάση που ο θεατής αντιδρά στην επιβολή της.Οι θεατές που διαμαρτυρήθηκαν και αποχώρησαν ήταν άσχετοι με τη θεατρική τέχνη; Δεν κατάλαβαν;

Το “ελεύθερο θέατρο”, της ιδέας του οποίου υπεραμύνονται πολλοί, κανείς δεν απαγόρευσε το να προχωρεί χαράζοντας δρόμους. Η  Τέχνη δοκιμάζει και δοκιμάζεται. Αφομοιώνει και απορρίπτει.

Κι επειδή στη μικρή μας πόλη, στη Βέροια, είδαμε στις 20 Ιουλίου την παράσταση “12η Νύχτα” του Σαίξπηρ, που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κιμούλης, πώς μπορεί κανείς να μη διακρίνει από τον σκηνοθέτη του τον σεβασμό στον συγγραφέα αλλά και την εμπνευσμένη μεταφορά του στο σήμερα με πολλούς και ευρηματικούς τρόπους; Ένα απλό και πολύ εύγλωττο παράδειγμα.

Το ΘΕΑΤΡΟ είναι ένα. Είναι αυτό που  πρέπει να προκαλεί το σεβασμό σε όσους το υπηρετούν. Είναι η μεγάλη πύλη της αυτογνωσίας. Γι’ αυτό και είναι αθάνατο…

………………….. 

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας