Το “Μαλεσί ε μάδε” του Γιώργη Έξαρχου είναι ένα μεγάλο διήγημα, που δημοσιεύεται σε τρεις συνέχειες. Στο πρώτο μέρος ένα τηλεφωνικό μήνυμα μονολεκτικό, με τη λέξη “ΤΕΡΜΑΤΙΣΑΜΕ”, αποτελεί για την διανοούμενη παραλήπτρια όχι μόνο τραυματική εμπειρία, αλλά και αφορμή για σκέψεις γύρω από τον μοντέρνο τρόπο χωρισμού με μια και μόνο λέξη! Το διαδίκτυο και οι νέοι τρόποι επικοινωνίας την απασχολούν και την προβληματίζουν. Στο 2ο μέρος, προβληματισμένη και πληγωμένη καθώς είναι, δέχεται σ’ ένα ουζερί, όπου επιδίδεται σε φιλοσοφικές σκέψεις περί έρωτος, μια απρόσμενη επίσκεψη…
……….
“Μαλεσί ε μάδε”, (2)
“…Γιατί στους Μιρντίτα μόνον το αίμα του άντρα έχει τιμή και αξία”
Στην Τορώνη Χαλκιδικής, στο δεύτερο πόδι, μόνη μου καθισμένη στο καφενείο
«ΑΝΑΦΛΕΞΙΣ ΠΑΘΩΝ», πίνοντας την τέταρτη ρακή, σερβιρισμένη με αντζούγιες,
ελιές, πιπεριές, τουρσί, καυτερές και το μυαλό μου να ανεβοκατεβαίνει στην κλίμακα
των αισθήσεων και των παραισθήσεων, μήπως και βρει λύση ή μήπως δώσει
απάντηση στο τελεσίγραφο «ΤΟ ΤΕΡΜΑΤΙΣΑΜΕ»!…
Και πηγαίνω πίσω στον χρόνο, σκεφτόμενη ότι σε τούτον τον κόλπο της Τορώνης ζούσε ή έζησε ο Πρωτέας,
πατέρας των Νηρηίδων και μέγας βασιλιάς της Φάρου της Αιγύπτου, ο οποίος έκανε
τα συχνά πηγαινέλα θαλασσινά ταξίδια του ανάμεσα Αίγυπτο και Χαλκιδική.
Στον Πρωτέα έφερε η θεά Ήρα την Ελένη του Μενέλαου, και έστειλε το ομοίωμά
της μαζί με τον Πάρη – Αλέξανδρο στην Τροία, κατά την Ευριπίδεια εκδοχή. Κι έτσι,
αυτό το σύννεφο κι η αντάρα που έμοιαζε με την Ελένη, ήταν το κλεμμένο πεσκέσι
του Πάρη από την Σπάρτη, που το έφερε στην Τροία, στην Εκάβη και στον Πρίαμο,
και όλοι οι Φρύγες της πόλης καμάρωναν για την «Ωραιότερη του κόσμου», όπως
λένε πολλά παραμύθια, αγνοώντας στην κυριολεξία ότι με θεϊκή παρέμβαση
παραμυθιάστηκαν με ένα… φάντασμα, με «ένα πουκάμισο αδειανό», που λέει ο
Σεφέρης, και ας ρουφάει της μνήμης μου τις φλέβες η εκδοχή τ’ Ομήρου για τον
Τρωικό Πόλεμο.
Οι έρωτες γυναικών και αντρών κάποια στιγμή εκφυλίζονται και γίνονται
«πουκάμισα αδειανά». Κονταροχτυπιόμαστε, μισούμε, αγαπάμε, φιλιώνουμε,
χωρίζουμε, σμίγουμε, εγκαταλείπουμε, πολλές φορές σκοτώνουμε ή σκοτωνόμαστε,
υπερβατούμε, θυμώνουμε, γινόμαστε κανονικοί, βιτριολικοί, άγγελοι, διάβολοι… κι
άλλες φορές μένουμε άνθρωποι! Είναι ο λόγος που όταν ο έρως «πετάξει» και χαθεί,
κλαίμε και θρηνούμε.
Πόσα πράγματα, Θε μου, μου έρχονται στο νου, και δεν ξέρω αν είναι απότοκο
της ρακής, αν είναι του τελεσίγραφου, ή αν είναι πια στρεβλωτική προσέγγιση των
όσων σπούδασα στο πανεπιστήμιο, στο Κλασικό της Φιλοσοφικής, ή ενδεχομένως και
απόρροια της πολύ συστηματικής μελέτης που έχω κάνει στα σύγχρονα φιλοσοφικά
ρεύματα, τα οποία –όλα αυτά– από τη μια με έχουν ατσαλώσει και με έχουν κάνει
δυνατή, αλλά από την άλλη με έχουν κάνει αδύναμη σαν το φτερό στον άνεμο. Μου
έρχονται συνέχεια στον νου οι φράσεις του σοφού καθηγητή μου Μίμη, που τόνιζε
μία μία τις συλλαβές: «Με-λε-τή-σα-τε προ-σε-χτι-κά το Συμ-πό-σι-ο του Πλά-τω-να,
ε-αν θέ-λε-τε να κα-τα-νο-ή-σε-τε τον Ό-μη-ρο, τον ο-ποί-ο ο Πλά-των δεν πο-λυ-χώ-
νευ-ε, ή αν θέ-λε-τε να ερ-μη-νεύ-σε-τε σω-στά τον Σε-φέ-ρη στο α-δεια-νό που-κά-
μι-σο της Ε-λέ-νης»! Σαν τανάλιες τούτες οι συλλαβές σφίγγουν των σκέψεών μου
τους αγωγούς.
Γιατί έρχονται και μπαίνουν στη ζωή μας οι άντρες;
Ποπό, οι ρακές με έχουν κάνει ράκος! Το καραβάκι που έρχεται από το
Πευκοχώρι το βλέπω διπλό… Έχουν και οι ρακές τα όριά τους, έχουν και οι σκέψεις
μας τα όριά τους! Είμαι εκτός ορίων.
Και τούτο το παλικαράκι, που πλησιάζει στο τραπεζάκι μου, με τα ξανθά μαλλιά
και τα γαλάζια μάτια, χαμογελαστό και παιχνιδιάρικο, σαν άγγελος των τραγουδιών,
με όψη ευγενική και χαρούμενη, ποιο είναι, και τι θέλει από εμένα κι έρχεται, ναι,
έρχεται, εδώ σε μένα…
–Κυρία, γεια σας.
–Γεια σας. Γνωριζόμαστε;
–Όχι. Μπορούμε όμως να γνωριστούμε, αν εσείς θέλετε.
–Να γνωριστούμε… μια κουβέντα είναι αυτή.
–Σας ζητώ συγγνώμη, για το θράσος μου.
–Θαρσείν χρη, έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Πρέπει να έχουμε θάρρος. Το είπα σε
σας, μα το λέω και σε εμένα.
–Δεν σας καταλαβαίνω.
-Θαρσείν χρη, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον. Δηλαδή: Πρέπει να έχετε θάρρος, ίσως
αύριο να είναι καλύτερα. Είναι μια φράση από τον Θεόκριτο, αρχαίο Έλληνας ποιητή
του 3ου π.Χ. αιώνα!
–Άαα! Αρχαία ελληνικά…
–Αλλά γιατί να με εννοήσετε; Τόσοι συνάδελφοί μου πτυχιούχοι Φιλολογίας, και
δεν τα καταλαβαίνουν αυτά. Είπα μια αρχαιοελληνική φράση δυνατά, ενώ έπρεπε να την
πω με το μυαλό μου νοερά, από μέσα μου, για εμένα, για να ενθαρρύνω τον εαυτό
μου, γιατί εγώ το έχασα παντελώς το θάρρος μου… και πρέπει να το ξαναβρώ.
–Δεν σας κατάλαβα καλά, αλλά μου επιτρέπετε να κάτσω;…
–Να κάτσεις;… Μια κουβέντα είναι αυτή. Αλλά μην περιμένεις πολλά από μένα.
Μεθυσμένος άνθρωπος είμαι…
–Τι λέτε τώρα; Αλήθεια; Είστε μια χαρά…
–Μια χαρά δείχνω; Μια κουβέντα είναι αυτή.
–Ίσως είστε λόγο πιωμένη, όμως αυτό δεν είναι κακό.
–Στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα λένεένε μια παροιμία: «Ο τρελός είδε τον
μεθυσμένο, φοβήθηκε, και το έβαλε στα πόδια». Δηλαδή έφυγε…
–Στον δικό μου τόπο λένε: «Ο αετός στις κορυφές πάει και χτίζει τη φωλιά, μην
έχει πόνο στην καρδιά και μήτε το μαράζι. Κι έτσι ζηλεύει η γερακίνα, που δεν είναι
αετίνα»!
–Αυτό που είπες, δεν είναι παροιμία. Είναι τραγούδι, είναι ωραία και ολόκληρη
ιστορία. Πολύ μου άρεσε. Ποιος είναι ο τόπος σου;
–…Μάλε ε μάδε.
–Έπα! Τι θα πει αυτό;
–Ψηλό βουνό.
–Σε ποια γλώσσα;
–Στα αλβανικά.
–Έπα! Πέσαμε σε Αλβανό!
–Γιατί, οι Αλβανοί δεν είναι άνθρωποι;
–Όχι, παιδάκι μου! Μακριά από μένα τέτοιοι ρατσισμοί. Έτσι την είπα την
κουβέντα…
–Ευχαριστώ. Το βλέπω, είστε ευγενική. Δεν είστε ρατσίστρια.
–Τι λες παιδάκι μου!… Για πες μου, πού πέφτει αυτό το Μαλεσί ε Μάδε; Στην
Κορυτσά; Στο Αργυρόκαστρο; Στο Δυρράχιο;…
–Όχι εκεί. Ψηλά. Πώς το λένε; Βόρεια. Στη Σκόδρα…
–Κατάλαβα. Δηλαδή πιο πάνω κι από τα Τίρανα;…
–Ναι. Πιο πάνω. Χριστιανός. Καθολικός…
–Τι καθολικός;
–Μιρντίτα.
–Μια κουβέντα είναι αυτή… Τι θα πει Μιρντίτα;…
–Φυλή. Αλβανική φυλή. Έτσι λένε. Μπορεί να είναι άλλη φυλή. Λένε κάποιοι ότι
είναι οι καθαροί Ιλλυριοί, άλλοι ότι είναι Έλληνες, άλλοι πως είναι Ιταλική φυλή,
ορισμένοι υποστηρίζουν πως είναι Βλάχοι, και άλλοι πως είναι Σλάβοι που έγιναν
Αλβανοί…
–Λες ότι μπορεί να είναι Λατινική φυλή;
–Ξέρω εγώ;… Μπορεί…
–Έτσι πέρασε στο μυαλό μου. Μπορεί και να λέω βλακείες, ή αυτό που λέω να
είναι λάθος…
–Σωστά. Θα μπορούσαν όμως οι Μιρντίτα, να είναι μια Λατίνα φυλή… Πού
ξέρεις;… Ή καλύτερα: ποιος το ξέρει; Ποιος τα ξέρει αυτά;… Εμείς λέμε «Είμαστε
Αλβανοί. Σκιπετάροι»!… Έχεις πάει ποτέ στην Αλβανία;…
–Όχι. Ό,τι ξέρω, είναι από διαβάσματα… Πώς σε λένε;
–Μάριο.
–Μάριο; Όπως είναι εδώ ένας παλιός κιθαρίστας, ο Μάριος;…
–Μάλλον.
–Ωραίο όνομα! Μάριος. Το αρσενικό της Μαρίας… Και δεν μου λες, Μάριε, στην
Αλβανία είναι έτσι άγρια τα πράγματα, όπως πολλοί τα περιγράφουν εδώ στην
Ελλάδα; Να με συγχωρείς που σου μιλάω έτσι, αλλά να ξέρεις ότι με ενοχλεί πολύ,
όταν ακούω από στόματα ηλιθίων που μιλάνε ελληνικά να φωνάζουν το ανεγκέφαλο
σύνθημα: «Αλβανέ, Αλβανέ, δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ»! Αγνοούν αυτοί οι κρετίνοι
ότι η λέξη Έλλην δεν σημαίνει κάποιο είδος Ντι Εν Έι (DNA) αλλά προωθημένο
τρόπο σκέψης, σημαίνει πολιτισμός, του νου καλλιέργεια και γνώση, συμμετοχή
δημοκρατία πολιτών (όχι η δήθεν αντιπροσωπευτική καρικατούρα δημοκρατίας του
σήμερα), σημαίνει πάνω από όλα και πριν από όλα ανθρωπισμός. Οπωσδήποτε όλα
αυτά δεν μπορεί να τα μονοπωλεί μόνον όποιος είναι «εκ γενετής» Έλληνας, αν και
νομίζω ότι έχει ένα ιστορικό προνόμιο, τη γλώσσα, σε μια διαχρονική συνύπαρξη:
γιαγιάς, μάνας, κόρης και εγγονής ελληνικής, αν τη δει κάποιος την ελληνική γλώσσα
σαν ένα ενιαίο σύνολο στη ροή του χρόνου – στη ροή των αιώνων…
–Πώς είπαμε ότι σας λένε;
–Δεν είπαμε, όμως το όνομά μου είναι Ηλέκτρα.
–Ηλέκτρα, μπορεί να είναι, όπως τα λες, μπορεί και όχι. Γιατί κι εγώ αν σου
μιλήσω για τον τόπο μου, μπορεί να μην πιστέψεις σε αυτά που θα ακούσεις.
–Γιατί να μη σε πιστέψω, ρε Μάριε, άμα μου λες την αλήθεια;
–Κοίτα… Να σε ρωτήσω κάτι: Άμα είσαι κοπέλα και θέλεις να αρραβωνιαστείς
και να παντρευτείς κάποιον, εσύ δεν αποφασίζεις;
–Τι, θέλει και ρώτημα; Εγώ, ασφαλώς, όπως ο και ο κάθε νορμάλ άνθρωπος σ’
αυτόν τον κόσμο.
–Στον τόπο μου, όμως, δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Μόλις γεννηθεί ένα κορίτσι,
τη δεύτερη εβδομάδα μετά τη γέννα του, ο πατέρας του –μόνον αυτός και κανένας
άλλος και χωρίς να ρωτήσει κανέναν– θα την αρραβωνιάσει με ένα αγόρι με
συμφωνία που θα κλείσει με τον πατέρα του αγοριού, συμφωνία που δημοσιοποιούν
και την μαθαίνουν όλοι στην ευρύτερη περιοχή. Όταν το αγόρι γίνει 16 με 19 ετών,
το αγόρι πρέπει να κάνει γάμο και να πάρει την αρραβωνιαστικιά του για γυναίκα
του, η οποία πρέπει να είναι 2 μέχρι πέντε χρόνια νεότερή του. Τούτο που σου λέω,
είναι νόμος ιερός και κανόνας απαράβατος, και τον σέβονται όλοι. Κράτος και
πολίτες, και είναι νόμος αιώνες αιώνων στην περιοχή μας.
–Με συγχωρείς πάρα πολύ… Αν η κοπέλα ερωτευτεί κάποιον, ή κάποιος
ερωτευτεί την κοπέλα και την «κλέψει», φαντάζομαι τότε ότι, όπως λένε οι
δικηγόροι, «αυτοδικαίως λύεται η δικαιοπραξία», δηλαδή ότι διαλύεται ο άρραβώνας
που εκαναν με τη συμφωνία τους οι δύο γονείς, του κοριτσιού και του αγοριού…
–Ω! Όχι, όχι, όχι… Τότε γίνονται πράγματα που καλό είναι να μη συμβαίνουν…
Να σου πως κάτι που συνέβηκε πριν τρεις δεκαετίες στην περιοχή μου: Κάποιος
αγάπησε μια τέτοια… αρραβωνιασμένη κοπέλα και την έκλεψε. Ο αρραβωνιαστικός
της σκότωσε αυτόν τον νέο που την έκλεψε, και αυτό το γεγονός εξελίχτηκε σε μια
ατέρμονη βεντέτα. Από αφορμή αυτό το γεγονός, επί σειρά ετών σκοτώθηκαν 19 νέοι
άνθρωποι, από την εφηβεία και πάνω! Υπήρξε μια βεντέτα με αλυσίδα θυμάτων και
ποταμούς αίματος. Ξέρεις τι θα πει ότι 19 νέα παλικάρια, 19 νέοι άνθρωποι, έχασαν
τη ζωή τους για ένα κορίτσι, που το έκλεψε κάποιος που το αγάπησε και το
ερωτεύτηκε και που τον αγάπησε και τον ερωτεύτηκε και αυτή, και ας το γνώριζε ότι
ο πατέρας την είχε αρραβωνιάσει μωρό δυο βδομάδων στην κούνια;
–Αλήθεια, τώρα δεν σε πιστεύω. Αδύνατον! Δηλαδή σκοτώθηκαν δεκαεννιά
άνθρωποι για ένα κορίτσι, για τον λόγο που λες;… Δεν υπάρχουν νόμοι στην
Αλβανία, προσαρμοσμένοι στις σημερινές σύγχρονες συνθήκες και αντιλήψεις του
λεγόμενου δυτικού κόσμου;
–Δεν έχω σκοπό να σε πείσω, ούτε και θέλω να σε πείσω, αλλά σου λέω μοναχά
πως έτσι έχουν τα πράγματα, στον τόπο μου, στην χώρα μου. Υπάρχουν τέτοιοι νόμοι
–σύγχρονοι και προοδευτικοί– και στην Αλβανία, αλλά ανά περιοχή επιβιώνουν και
κάποια τοπικά παλαιά έθιμα, άγραφοι κανόνες και νόμοι από τους περασμένους
αιώνες. Τέτοιοι είναι οι άγραφοι νόμοι στην περιοχή της Σκόδρας, και στον τόπο μου
το Μαλεσί ε μάδε, όπου κατοικούν οι Μιρντίτα, πώς τους λένε εδώ στην Ελλάδα,
νομίζω Μιρδίτες….
Θα σου αναφέρω ένα πρόσφατο παράδειγμα: Συνέβηκε σε έναν οικισμό λίγο πιο
πέρα από το χωριό μου. Ένας παντρεμένος με τρία παιδιά, τα έφτιαξε με μια
παντρεμένη που και αυτή είχε από τον γάμο της τρία παιδιά. Το γεγονός μαθεύτηκε
πολύ γρήγορα στην τοπική κοινωνία, όπως το έμαθε και ο απατημένος σύζυγος.
Αυτός είχε δύο επιλογές: Ή να σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του και μετά να
σκοτωθεί –γιατί αυτό είναι σίγουρο ότι θα γινόταν οπωσδήποτε– από τους συγγενείς
του σκοτωμένου εραστή, ή να σκοτώσει τη γυναίκα του λόγω μοιχείας, και σύμφωνα
με τους Αλβανικούς νόμους να μπει τρία χρόνια φυλακή, και μετά να αποφυλακιστεί,
αλλά θα ήταν τα παιδιά του ορφανά από μάνα… Ή να σκοτώσει η γυναίκα του τον
εραστή της, και έτσι να δικαστεί αυτή κατά τον νόμο σε τρία χρόνια φυλάκιση και
μετά να αποφυλακιστεί, και έτσι να ξαναγυρίσει στον άντρα της και στα παιδιά της…
Σε συνεννόηση το «αντρόγυνο», διάλεξε την τελευταία… λύση! Η γυναίκα
σκότωσε τον εραστή της, δικάστηκε στα δικαστήρια για τρία χρόνια φυλάκιση, κι
ακριβώς στα τρία χρόνια αποφυλακίστηκε, και επέστρεψε στην οικογένειά της. Η
χήρα του σκοτωμένου πια εραστή πήρε τα τρία παιδιά της και εγκαταστάθηε στα
Τίρανα, ώστε να μεγαλώσει εκεί τα παιδιά, μακριά από τους τοπικούς εθιμικούς
νομους της Σκόνδρας.
–Η μοιχαλίδα φόνισσα δεν φοβόταν μη τη σκοτώσει η γυναίκα του σκοτωμένου
εραστή της ή κάποιος άλλος από τα σόγια του;
–Όχι! Γιατί στους Μιρντίτα μόνον το αίμα του άντρα έχει τιμή και αξία. Γι’ αυτό η
βεντέτα είναι μια αντρική υπόθεση, που –δυστυχώς– πολλές φορές κρατάει
περισσότερο κι από εκατό χρόνια! Εκεί πάνω, πιο ψηλά από τα Τίρανα, στην Σκόδρα,
έτσι έχουν τα πράγματα, και κανείς νόμος σημερινός δεν μπορεί να κάνει κουμάντο.
……………….
(Το 3ο μέρος θα δημοσιευτεί σύντομα)