Άρθρα Πολιτισμός

Γιώργης  Έξαρχος – Μιχάι Εμινέσκου «εθνικός ποιητής» ή «πορνογράφος»;!

Ο Μιχαήλ Εμινέσκου, εθνικός ποιητής της Ρουμανίας, γεννήθηκε στο Botoşani της Μολδαβίας στις 15 Γενάρη του 1850. Ήταν το 7ο παιδί από τα 11α της οικογένειας του καμινάρη Gheorghe Eminovici, στα βόρεια της Μολδαβίας, με καταγωγή της οικογένειάς του από κάποιο βλαχοχώρι της Μείζονος ή Άνω Μακεδονίας και με κανονικό όνομα Γεώργιος Μίνας, και της Ralucă Eminovici, γένος Juraşcu, κόρης του στόλνικου του Joldeşti. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Botoşani και στο Ipoteşti, στο πατρικό του σπίτι, και μέσα σε ένα περιβάλλον πλήρους ελευθερίας, έχοντας επαφή με τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου και τη φύση. Αυτή την κατάσταση, ως βαθιά νοσταλγία, τη δίνει αργότερα στο ποίημά του «Fiind băiat …» ή «O, rămîi».

Ανάμεσα στα έτη 1858 και 1866 παρακολουθεί μαθήματα στο σχολείο του Cernăuţi. Τελειώνει την Δ’ τάξη και γράφεται στην Ε’, συνεχίζει δε μετά και με δύο τάξεις στο Γυμνάσιο. Όμως εγκαταλείπει το σχολείο το 1863, στο οποίο επανέρχεται το 1865, που το εγκαταλείπει και πάλι το 1866. Εν τω μεταξύ εργάζεται ως υπάλληλος σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες στον γενέθλιο τόπο, στο Μποτοσάνι (δικαστήρια, δημαρχείο κ.ά.), και κατόπιν εκπατρίζεται και συμμετέχει στον θεατρικό θίασο του Fanny Tardini-Vlădicescu (1823-1908).

Το 1866 είναι το έτος των πρώτων λογοτεχνικών δημοσιεύσεων του Μ. Εμινέσκου, με αφορμή τον θάνατο του καθηγητή της ρουμάνικης γλώσσας Aron Pumnul, τον Γενάρη του 1866, οπόταν οι μαθητές του εξέδωσαν μπροσούρα, «Lăcrămioarele invăţăceilor gimnazişti», στην οποία δημοσιεύεται το ποίημα «La mormîntul lui Aron Pumnul», υπογεγραμμένο από τον Μ. Eminovici. Στις 25 Φλεβάρη / 9 Μαρτίου 1866, με ένα νέο στιλ πρωτοεμφανίζεται στο περιοδικό «Familia», της Πέστης, του Iosif Vulcan, με το ποίημα «Deas avea». Ο Iosif Vulcan αλλάζει το όνομά του σε Mihai Eminescu, το οποίο υιοθέτησε ο ποιητής και μετά και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Κατά το ίδιο έτος δημοσιεύονται στη «Familia» ακόμα 5 ποιήματά του.

Από το 1866 έως το 1869, εγκατέλειψε τον τόπο του και κινήθηκε στις περιοχές Cernăuţi – Blaj – Sibiu – Giurgiu – Bucureşti. Είναι χρόνια κατά τα οποία ο ποιητής αρχίζει να γνωρίζει τον κόσμο άμεσα, τη γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμά του, αρχίζει να γνωρίζει τη ρουμάνικη πραγματικότητα. Τότε σχεδίαζε να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά δεν πραγματώθηκε αυτό το σχέδιό του. Έγινε υποβολέας και αντικαταστάτης ρόλων στον θεατρικό θίασο του Iorgu Caragiali,  μετά έγινε υποβολέας και αντικαταστάτης ρόλων στο Εθνικό Θέατρο, όπου γνώρισε τον I. I. Caragiale. Συνέχισε κατόπιν να δημοσιεύει στο περιοδικό «Familia», ποιήματα, δράματα (Mira), αποσπάσματα από μυθιστορήματα, όπως το «Geniu pustiu», το οποίο έμεινε χειρόγραφο, και συνάμα άρχισε να κάνει μεταφράσεις έργων από τη γερμανική γλώσσα.

Ανάμεσα στα έτη 1869 και 1872 είναι φοιτητής στη Βιέννη, όπου παρακολουθεί ως ακροατής τη Σχολή Φιλοσοφίας και Δικαίου, και ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα και σε άλλες πανεπιστημιακές σχολές. Συμμετέχει στις φοιτητικές οργανώσεις ως δραστήριο μέλος, γίνεται φίλος του Ioan Slavici (1848-1925), ενώ στη Βιέννη γνωρίζει τη Veronica Micle (1850-1889), την οποία και ερωτεύεται σφόδρα. Αρχίζει συνεργασία με την περιοδική έκδοση «Convorbiri Literare», ενώ εμφανίζεται και ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Albina» της Πέστης.

Ana Câmpeanu ή Veronica Micle (1850-1889)

Μεταξύ των ετών 1872-1874 είναι φοιτητής στο Βερολίνο, με υποτροφία, αλλά με την υποχρέωση να λάβει διδακτορικό δίπλωμα στη φιλοσοφία. Παρακολουθεί κανονικά τα μαθήματα για δυο ακαδημαϊκές περιόδους, όμως δεν εμφανίζεται στις εξετάσεις.  Επιστρέφει στην πατρίδα του και εγκαθίσταται στο Ιάσιο, στα χρόνια 1874-1877. Εκεί, γίνεται διευθυντής στην Κεντρική Βιβλιοθήκη, κατόπιν αναπληρωτής καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και μετά σχολικός επιθεωρητής για τους νομούς Iaşi και Vaslui, διευθυντής της εφημερίδας «Curierul de Iaşi». Ωστόσο, συνεχίζει να δημοσιεύει στο περιοδικό «Convorbiri Literare». Συνδέεται με καλή φιλία με τον Ion Creangă, τον οποίο εισάγει στον κύκλο της Junimea. Η οικονομική κατάσταση είναι ανασφαλής κι έχει πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις, είναι δε τότε πολύ ερωτευμένος με τη Veronica Micle.

Κατά το έτος 1877 εγκαθίσταται στο Βουκουρέστι, όπου ως το 1883 είναι ο συντάκτης και μετά ο αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Timpul». Αναπτύσσει εξαιρετική δημοσιογραφική δράση, ενώ αρχίζει να εμφανίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Γράφει τα μεγάλα ποιήματά του Scrisorile, Luceafarul κ.λπ.

Τον Ιούνιο του 1883 ο ποιητής ασθενεί πολύ βαριά από υπερκόπωση, εισάγεται στην κλινική του γιατρού Σούτσου, και κατόπιν σε ένα υγειονομικό ίδρυμα δίπλα στη Βιέννη. Τον Δεκέμβρη του 1883 εκδίδεται ο τόμος «Poezii», με πρόλογο και κριτικά κείμενα από τον Titu Maiorescu (1840-1917), μια πολυσχιδή προσωπικότητα που διετέλεσε και πρωθυπουργός της Ρουμανίας στα χρόνια 1912-1914, και είναι ο μοναδικός τόμος που εκδόθηκε ενόσω ζούσε ο Εμινέσκου. Πολλές πηγές της εποχής εκείνης θέτουν υπό αμφισβήτηση το αν ήταν άρρωστος ο Εμινέσκου, και κομίζουν προς τούτο πλήθος στοιχείων και αποδείξεων. Τούτο είναι ένα θέμα που δεν μας απασχολεί εδώ.

Κατά την περίοδο 1883-1889 ο Εμινέσκου γράφει ελάχιστα, και κατά τους κριτικούς του «ουσιαστικά σχεδόν τίποτα».

Ο πολυτάλαντος συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, λαογράφος κ.λπ.) Μιχαήλ ή Μίσιος Εμινέσκου σβήνει από τη ζωή υπό συνθήκες αδιευκρίνιστες, δοσμένες δε ποικίλα από πολλές πηγές, στις 15 Ιουνίου 1889 (15 Ιουνίου ξημερώματα, ώρα 3), στον οίκο ευγηρίας του γιατρού Σούτσου. Θάφτηκε στο κοιμητήριο Μπέλλου, στο Βουκουρέστι. Το φέρετρό του –κατά τη νεκρική πομπή– το έφεραν στους ώμους τέσσερις μαθητές της Şcoala Normală των Επιθεωρητών.

To 1932 o George Călinescu («Viaţa lui Mihai Eminescu») έχει γράψει –μεταξύ άλλων– και τα εξής, για τον θάνατο του ποιητή Μιχαήλ Εμινέσκου:

«Έτσι έσβησε το όγδοο αστέρι από τη ζωή, ο πιο μεγάλος ποιητής που υπήρξε και που μπορεί να υπάρξει ποτέ στη ρουμανική γη. Νερά θα αποξηρανθούν σε πηγές και λεκάνες και στον τόπο ταφής του θα φυτρώσει δάσος ή θα υψωθεί πύργος, ενώ κάποιο αστέρι θα εμφανιστεί στον ουρανό σε μεγάλες αποστάσεις, έως ότου τούτη η γη χάσει όλες τις πηγές της και οι οποίες θα μετεξελιχθούν σε λεπτά μέταλλα στους στήμονες των κρίνων με το ήθος των αρωμάτων του

Να πούμε δυο λόγια ακόμα για την καταγωγή του ποιητή:

Έχει γραφτεί κατ’ επανάληψιν ότι ήταν καταγωγής: τούρκικης, σουηδικής, ρώσικης (εκ μητρός), βουλγάρικης (όπως κάπου ήταν γραμμένο), σέρβικης, πολωνικής, αρμένικης, ρουτιανικής, αλβανικής, ακόμα και πέρσικης.

Όμως, πολλοί σύγχρονοι μελετητές της ζωής και του έργου του Μιχάι Εμινέσκου δέχονται ότι ήταν αρμάνικης – βλάχικης καταγωγής εκ πατρός, ότι ήταν γόνος της Ανωμακεδονικής Βλάχικης οικογένειας Μίνα (από όπου βγήκε το Εμινέσκου), η οποία είχε μεταναστεύσει από τη Μακεδονία στη Μολδαβία. Βέβαια, ο Εμινέσκου «υπήρξε συνεχώς ένας καλός Ρουμάνος».

Οι υποστηριχτές αυτής της άποψης τονίζουν:

«Ο Μιχαήλ Εμινέσκου είναι αρμάνικης-βλάχικης καταγωγής από το Erige Vardar της βόρειας Μακεδονίας (νυν πΓΔΜ).» Η μητέρα του είναι Μολδαβή, αλλά ρώσικης καταγωγής, και ο πατέρας του είναι απ’ την οικογένεια Μίνα… Τα ονόματα Μίνα, Σίνα, Ντίνα είναι ονόματα οικογενειών Αρμάνων. Από το Μίνα παράγεται το Εμινέσκου, καθότι Αρμάνος στην καταγωγή. Βέβαια, ο ποιητής Μιχάι Εμινέσκου υπήρξε συνεχώς ένας καλός Ρουμάνος. Ο ίδιος, όμως, σε κανένα από τα έργα του δεν έχει γράψει ότι είναι αρμάνικης-βλάχικης καταγωγής. Το γνώριζε ότι είναι εκ καταγωγής Αρμάνος, αλλά δεν το έλεγε…»

Ο Μιχαήλ Εμινέσκου έχει ασχοληθεί με τους Αρμάνους και έχει γράψει γι’ αυτούς διάφορα άρθρα, από ορισμένα από τα οποία αναδημοσιεύουμε εδώ κάποια αποσπάσματα:

«Όσο για τη γλώσσα των μακεδορουμάνων [Αρμάνων], είναι σήμερα ένα αληθινό γεγονός από όλους αναγνωρισμένο ότι είναι μόνο μια διάλεκτος της δακορουμανικής γλώσσας και ότι δεν έχει να κάνει καθόλου με τις νεολατινικές γλώσσες της Δύσης. Οι πρόσφατες μελέτες του Miklosich έχουν αποδείξει το προφανές του θέματος. Τόσο η διάλεκτος της Ίστριας όσο και η μακεδορουμανική [Αρμάνικη] είναι παραλλαγές της δακο-ρουμανικής γλώσσας, με μικρές φωνολογικές διαφορές και με μεγάλες και σημαντικές ομοιότητες. Μας μένει μόνο να θαυμάσουμε την αμάθεια των σύγχρονων γραικών σχετικά με την ιστορία και την εθνογραφία ορισμένων χωρών άνωθέν τους, οι οποίες απαίτησαν και απόχτησαν δικαιώματα. Εάν υπάρχουν ρουμάνοι στη Μακεδονία οι οποίοι θέλουν την αφύπνιση του λαού τους και την επαναφορά του στην εθνική του συνείδηση, έχουν λόγο να εργάζονται προς αυτόν τον σκοπό και δεν θα τους σταματήσουν οι έγγραφες γραικικές ύβρεις. Στο μωσαϊκό των ανατολικών λαών πιστεύουμε ότι υπάρχει χώρος και για τους ρουμάνους και ότι δεν υπάρχει καμιά ανάγκη ώστε να είναι προσάρτημα στη Γραικία/Ελλάδα.» (M. Eminescu, Erori istorice si filologice, 11 Αυγούστου 1882).

«Μας φαίνεται πως το πιο αποτελεσματικό μέσο για την χειραφέτηση αυτού του λατινικού πληθυσμού [των Αρμάνων] βυζαντινής επίδρασης, θα είναι ο εκκλησιαστικός διαχωρισμός του από τους γραικούς, αυτό που έπραξαν οι βούλγαροι, αυτό που έκαναν οι ρουμάνοι στο Μπανάτ και στα στρατιωτικά όρια. Η ανατολική Εκκλησία είναι εθνική· αυτή όχι μόνο επιτρέπει, αλλά παραγγέλνει ακόμα η θεία λειτουργία να γίνεται στην ομιλούμενη γλώσσα του λαού. Είναι, το διαπιστώνουμε με πόνο, μια ντροπή που 119 μέλη ενός λαού 12.000.000 περίπου, να είναι εξαναγκασμένοι, κάτω από μία μη-γραικική κυβέρνηση, να χρησιμοποιούν στο σχολείο και στην εκκλησία τη γλώσσα ενός ξένου κράτους, και αυτοί και ο λαός τους να τελούν υπό οσμανλίδικη κυριαρχία, και να υπάρχει λεηλασία από κάποιους νόμιμους διαφωτιστές, αντίθετα στην ύπαρξη της οθωμανικής Αυτοκρατορίας κι ακόμα στην ίδια τους την ύπαρξη.» (M. Eminescu, 27 Αυγούστου 1882, Macedoromânii).

«Δεν υπάρχει ένα κράτος στην ανατολική Ευρώπη, δεν υπάρχει μια χώρα από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, που να μη περιέχει τμήματα της δικής μας εθνότητας. Εκκινώντας από τους ποιμένες της Ιταλίας, από τους μορλάκους της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, συναντούμε βήμα το βήμα τα κομμάτια αυτής της μεγάλης ενιαίας εθνότητας στα βουνά της Αλβανίας, στη Μακεδονία και Θεσσαλία, στην Πίνδο και στα Βαλκάνια, στη Σερβία, στη Βουλγαρία, στην Γραικία/Ελλάδα έως κάτω από τα τείχη της Αθήνας, μετά, πιο πέρα από την Τίσα ξεκινώντας, σε όλη την περιφέρεια της Τραϊανής Δακίας έως και πέρα από τον Νίστρο, έως περίπου κοντά στην Οδησσό και στο Κίεβο.

»Όταν οι ρώσοι (ακόμα) έχουν την πιο μεγάλη έγνοια για τις φυλές εκείνες έως και τις πιο ασήμαντες, οι οποίες ανήκουν στη μεγάλη σλαβική οικογένεια, όταν οι γερμανοί εμμένουν σταθερά μέσω των υπηρεσιών τους σε ίδρυση προξενείων ακόμα και στις πιο ασήμαντες αποικίες τους στην Ανατολή, και όταν ο κάθε δυτικός λαός αναπτύσσει μια ξεχωριστή φροντίδα για τους ανθρώπους της εθνικότητάς τους σε αυτούς τους τόπους, μόνο εμείς ταρασσόμαστε από εσωτερικούς αγώνες για την καλύτερη μορφή ανθρωπιστικής οργάνωσης, μη έχοντας καν κάποια ιδέα τέτοιας κουλτούρας, και που το πιο πολύ, τα πολιτικά ιδεολογήματα που δεν είναι ανάλογα των δυνατοτήτων μας και τα οποία, αντί να γεννήσουν γεγονότα, θέλουν να είναι το πολύ η αιτία μερικών επικίνδυνων περιπετειών (…) Όταν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων, που είναι τμήμα του δικού μας έθνους, διακατέχονται από ένα βαθύ σκοτάδι, όταν στο φυσικό μυαλό τους το κουράγιο είναι αγέννητο, κι η αγάπη τους για εργασία τούς κάνει ικανούς για ένα μέλλον πιο λαμπρό, τότε μόνο εμείς είμαστε που δεν κουνάμε καν το δάχτυλό μας το μικρό για την πραγμάτωσή τους, και ζυμωνόμαστε σε εσωτερικές ταραχές, ζαλισμένοι από την οργή των βυζαντινών μας παλαβομάρων, και σαπίζοντας από ζωντανοί μέσω του ξεπεσμού κάποιων απεσταλμένων του Φαναριού, που με αθεμελίωτες εθνικές ιδέες σβήνουν και σκορπούν στον αέρα τις δικές μας δυνατότητες.» (M. Eminescu, Timpul, III, nr. 211, 26.9.1878, p. 1-2).

Αυτές, λοιπόν, είναι κάποιες από τις απόψεις του Μιχαήλ Εμινέσκου, σχετικά με το λεγόμενο «Κουτσοβλαχικό ζήτημα», που αποδεικνύουν τον ακραιφνή ρουμάνικο εθνικισμό του και τον εθνικιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό του και δράση. Δηλαδή, ο ποιητής, «υπήρξε συνεχώς ένας καλός Ρουμάνος». Στην περίοδο που άνθιζαν οι εθνικισμοί στα Βαλκάνια…

*****

Για την ερωτική πορνογραφική ποίηση αναφέρομαι εκτενώς στο έργο μου: Pietro Aretino, Sonetti LussuriosiΛάγνα   Σονέτα (Σονέτα Πουτανιάρικα), το οποίο τελεί υπό έκδοση, οπότε δεν θα επεκταθώ εδώ στο θέμα. Αρκούμαι στο να υπενθυμίσω ότι: Η ερωτική πορνογραφική ποίηση δεν είναι εφεύρημα του Πιέτρο Αρετίνο, αλλά παλαιά ελληνική ανακάλυψη στην οποία διέπρεψε ο Στράτων Σαρδιανός (2ος μ.Χ. αι.), ο οποίος στη  Μούσα Παιδική έδωσε παιδεραστικά ποιήματα. Η γνωστή «Παλατινή Ανθολογία» περιέχει και την  Παιδική/Παιδεραστική Μούσα που απαρτίζει την 12η ομάδα, ή το 12ο από τα 16 βιβλία αυτής της Ανθολογίας. Πέρα από την ερωτική θεματογραφία, πολλά από τα κείμενα της Μούσας αποτελούν ποιητικά αριστουργήματα εκφραστικής λεπτότητας, ανθρώπινης τρυφεράδας, συχνά και τραγικού σπαραγμού, όπως συμβαίνει και με την ποίηση του Κ. Π. Καβάφη.

Στο 12ο βιβλίο της «Παλατινής Ανθολογίας» αντιπροσωπεύονται 29 ποιητές της Ελληνιστικής Εποχής, που με αλφαβητική σειρά είναι οι εξής: Αλκαίος ο Μεσσήνιος, Αλφειός ο Μυτιληναίος, Αντίπατρος ο Σιδώνιος, Άρατος ο Σολεύς, Αρτέμων, Ασκληπιάδης ο Αδραμυττινός, Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Αυτομέδων, Γκλαύκος, Διοκλής, Διονύσιος ο Κυζικηνός, Διοσκορίδης, Εύηνος ο Πάριος, Θυμοκλής, Ιούλιος Λεωνίδας ο Αλεξανδρινός, Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, Λαυρέας, Μελέαγρος ο Γαδαρεύς, Μνασάλκας ο Σικυώνιος, Νουμήνιος ο Ταρσεύς, Πολύστρατος, Ποσείδιππος, Ριανός ο Κρης, Στράτων ο Σαρδιανός, Σκυθίνος, Φανίας, Φιλόδημος ο Γαδαρεύς, Φλάκος Σταττύλιος και Φρόντων.

Κατατίθενται εν συνεχεία στίχοι με ερωτικό πορνογραφικό περιεχόμενο του Μιχαήλ Εμινέσκου, από ένα πολύστιχο ποίημά του για να καταδειχτεί ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα αυτό ο ποιητής. Είναι στίχοι πορνογραφικοί ή αθυρόστομοι και καταχωρίζονται ενδεικτικά, γιατί δείχνουν ουσιαστικά την αντίληψή του για την ποιητική τέχνη και για την πνευματική δημιουργία γενικότερα:

Πάντως, να τονιστεί ότι όλα αυτά δεν μειώνουν καθόλου το συνολικό έργο ή την ποιητική αξία του Mihai Eminescu, και ας σχετίζονται με τον πριαπισμό ή τον σεξουαλικό ερωτισμό, ενώ ορισμένα ποιήματά του –ίσως– κρύβουν και κάποιον κεκαλυμμένο μισογυνισμό. Μ’αυτά ας τα αφήσουμε στους μυημένους οπαδούς των φροϋδικών θεωριών και απόψεων.

Ακολουθεί πολύστιχο ποίημα, που αναμφίβολα συμπληρώνει τα άλλα «πουτανιάρικα ποιήματα» του Μιχάι Εμινέσκου, και στο οποίο αποδείχνεται η μαεστρία της γραφής του.

Mihai Eminescu (1850-1889)

Εξομολόγηση

Η Ρήνη κατηφόρισε στην άγρια φύση τρέχει
Αποβραδίς σαν νύχτωσε σε μια μονή προστρέχει
Βρέθηκε τα μεσάνυχτα σε λιβαδιού μαγεία
Μιλά εκεί μ’ έναν παπά, κι είν’ κόρη σ’ εφηβεία
Είχε τα γένια του μακριά, τα μάγουλα ωραία
Μάτια αναμμένα κάρβουνα, τα μπράτσα του γενναία
Και η μικρούλα γρήγορη, με τροφαντά βυζιά
Μεσούλα ολοστρόγγυλη και κατσαρά μαλλιά
–Σε προσκυνώ παπά μου, ως πρέπει στον καθένα.
–Καλό σου βράδυ, κόρη μου, τι θες εσύ σε μένα;
–Ήρθα, πατέρα μου, εδώ, να με ξομολογήσεις
Έχω πολλ’ αμαρτήματα για να μου συγχωρήσεις
–Καλά κόρη, ησύχασε, ακούω τις ενοχές σου
Στα χόρτα κάτσε πλάι μου, τι σε πονάει πες μου;
–Άκουσε, πάτερ, τι θα πω, εγώ ’μαι παντρεμένη
Και δεν μου λείπει τίποτα, μα είμαι δυστυχισμένη
–Σε κερατώνει ο άντρας σου, σε δέρνει και μεθάει;
–Δεν είν’ αυτό, μόνο καλά μου φέρνει και μου πάει
Τι να τα κάνω όλ’ αυτά αφού δεν είναι άντρας;
Σαν νοικοκύρης, άριστος, μα στο κρεβάτι μάπας
Πάτερ μου, το εννόησες τι ακριβώς σου λέω
Ως προς αυτό το ζήτημα; Μ’ αφήνει κι όλο κλαίω
–Τότε, γυναίκα, λέγε τα, χωρίς ντροπή καμία
Το πώς έχουν τα πράγματα, να δω πού ’ν’ η αμαρτία
Δεν σ’ έχει πάρει αγκαλιά κι ούτε σ’ έχει χαϊδέψει
Δεν σ’ το ’δωσε ο άντρας σου, το τι του ’χεις γυρέψει;

………………………………………………………………………….

–Για δες τι θαύμα απ’ τον Θεό, αυτό που αντικρύζω
Άσε με, κοριτσάκι μου, κι εγώ να στο φιλήσω.
Κουκλίτσα μου χαρούμενη, τα χόρτα σ’ ενοχλούνε;
–Όχι, πάτερ, τα γένια σου μόνο με γαργαλούνε.

………………………………………………………………………….

Το ποίημα, όπως ανάφερα, είναι πολύστιχο και λείπουν δεκάδες στίχοι εκεί που είναι τα αποσιωπητικά, με λέξεις που αν ήταν σε τηλεοπτική μετάδοση θα ακούγαμε μόνο «μπιπ, μπιπ», οπότε αρκούμαι στα άνωθεν ελάχιστα!… Το κλείσιμο του ποιήματος είναι:

Στο σταύρωμα της λαγκαδιάς, στου λιβαδιού το στρώμα,
Μια κόρη και ένας παπάς ξομολογιούνται ακόμα.

Mihai Eminescu, σε κλασική πόζα εποχής.

Τα πορνογραφικά ποιήματα –του Εμινέσκου– είναι δημοσιευμένα στον τόμο Mihai Eminescu, Opere, vol. XIV (ediţie critică de Dimitrie Vatamaniuc şi Petru Creţia, Editura Academiei, Bucureşti 1993), σελίδες 1013-1018, και είναι καταχωρισμένα σε πάμπολλους ιστότοπους. Το ποίημα Spovedanie (Εξομολόγηση) –που προηγουμένως είδαμε τμήμα του– είναι δημοσιευμένο και αυτό σε ιστότοπους στο διαδίκτυο. Ίσως με τούτο το «υλικό» ο Μihai Eminescu θεωρηθεί ότι υπήρξε ένας πορνολάγνος, άθεος και ξεδιάντροπος, κάτι που δεν ισχύει, αν δει κανείς το συνολικό έργο του και την προσωπική διαδρομή του, που οδηγούν –σίγουρα– σε αντίθετα συμπεράσματα.

Χωρίς να με απασχολεί αυτό το θέμα ιδιαίτερα, σπεύδω να δώσω κάποιες επιπλέον πληροφορίες, να αρθούν πιθανές παρανοήσεις που, ενδεχομένως, προκύπτουν:

–Η μητέρα του Μιχαήλ Εμινέσκου, η Ραλούκα Ζιουράσκου, προερχόταν από εννεαμελή θρησκευόμενη οικογένεια, της οποίας τα πέντε παιδιά μόνασαν, δύο αγόρια και τρεις κόρες, οι μοναχές Φεβρωνία, Σοφία και Ολυμπιάδα στη μονή Agafton. Επίσης, οι καλόγεροι αδελφοί της Ραλούκας ήταν: ο μοναχός Καλλίνικος και ο αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Juraşcu.

– Ο Μιχαήλ Εμινέσκου έχει περάσει πολλές στιγμές της ζωής του στη μονή Agafton, όπου η γερόντισσα θεία του Φεβρωνία, αδελφή της μάνας του, ήταν και νονά του.

–Ο εκ μητρός παππούς του, ο Iorgu Juraşcu, έχτισε στο Agafton δύο οικίες για τις καλόγριες κόρες του.

–Μια άλλη αδελφή της Ραλούκας, η οποία είχε παντρευτεί, μόνασε κι αυτή, μετά από ένα δραματικό τέλος μιας κόρης της, η οποία μεγάλωσε στη Μονή κοντά στις καλόγριες θείες της, κι η οποία μόνασε με το όνομα Ξένια, Ξένια Βελισσάρη (Xenia Velisarie). Η Ξένια και οι μοναχές θείες της Φεβρωνία, Σάφτα και Ολυμπιάδα ήταν γνωστές για τον αμόλυντο βίο τους.

–Για τους δύο μοναχούς της οικογένειας Juraşcu, δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά. Ο μοναχός Καλλίνικος και ο αρχιμανδρίτης Ιωακείμ θα έζησαν προφανώς σε κάποια μονή της Μολδαβίας, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστό σε ποια μονή ακριβώς μόνασαν και το πού είναι θαμμένοι.

–Ο Μιχαήλ Εμινέσκου σε ηλικία τεσσάρων, δέκα και δεκατεσσάρων ετών επισκέφθηκε κατ’ επανάληψη τη μονή Agafton, για να δει τις θείες του και τη νονά του Φεβρωνία, πότε με συγγενείς του και πότε με φίλους του. Σε αυτή τη μονή ο ποιητής γνώρισε τον κοινοβιακό βίο και τα μυστήρια της ορθοδοξίας. Έμαθε για την εξομολόγηση και τη μετάληψη.

–Ο ποιητής έζησε και σε μοναστήρι, όχι βέβαια σε καλές στιγμές της ζωής του. Στις 9.11.1886 και στις 10.4.1887 εισήχθη στην κλινική της μονής «Mănăstirea Neamţ» για θεραπεία, όπως γράφει σχετικό ντοκουμέντο: «Mihai Eminescu de 34 de ani, ortodox, român, profesiune liberă, din urbea Iaşi, diagnostic: delirium tremens.»

–Στη Βιβλιοθήκη της μονής Neamţ, σε παράφυλλο κάποιου εκκλησιαστικού βιβλίου βρέθηκε (από τον καθηγητή Paul Miron) γραμμένη σημείωση μοναχού της μονής Αρχαγγέλων, ο οποίος εξομολόγησε και μετάλαβε τον Μιχαήλ Εμινέσκου. Η σημείωση αναφέρει: «L-am spovedit astăzi pe domnul Mihai Eminescu. Era senin, am putut sta de vorba cu el cam un ceas și apoi l-am împărtășit.» – «Εξομολόγησα σήμερα τον κύριο Mihai Eminescu. Ήταν γαλήνιος, μπόρεσα και συζήτησα μαζί του περί τη μία ώρα και μετά τον μετάλαβα.»

Λέτε, τούτος να είναι ο καλόγερος του ποιήματος;

Την πορνογραφική ποίηση του Mihai Eminescu, την μελέτησε ο κριτικός λογοτεχνίας George Pruteanu (1947-2008), και σε κείμενό του έτους 1994, «Textele Licenţios Pornografice ale lui Eminescu: Natura şi Cultura» – «Τα Αθυρόστομα – Πορνογραφικά Κείμενα του Εμινέσκου: Φύση και Κουλτούρα». κάνει μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση, η οποία θέτει γόνιμους προβληματισμούς που μπορούν να ισχύουν –κατ’ επέκταση– και για «πορνογράφους συγγραφείς» και άλλων χωρών.

Σε μας «πορνογραφική ποίηση», εξ όσων γνωρίζω, έχει γράψει μόνον ο μέγιστος ποιητής μας και νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης, εκδομένη παλαιά από τον Γ.Π Σαββίδη, άγνωστη στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Όμως, αναρωτιέμαι, αν είχε γράψει και πορνογραφική ποίηση ο μέγιστος Διονύσιος Σολωμός, θα … παρέμενε εθνικός ποιητής μας (όπως παραμένει στη Ρουμανία ο Εμινέσκου), ή θα τον είχαν στείλει στο πυρ το εξώτερον; Δεν ξέρω… Ο νεοελληνικός καθωσπρεπισμός σε όλα τα χρόνια του νεοελληνικού μας βίου συνεχίζει να είναι μασκαρεμένος με… ηθικολογίες σκοταδιστών. Νομίζω…

Να κλείσω το παρόν «σημείωμα» με ένα ποίημα της Βερονίκα Μίκλε, σπουδαίας ποιήτριας και αγαπημένης του Μιχάι Εμινέσκου:

Φύγε

«Φύγε», σου λέω, γιατί θυμάμαι
Μονάχα προμηνύματα κακά·
«Μην πας», μου λέει με μυστήριο
Η ψυχή μου μα κι η επιθυμιά.

Ξέρεις εσύ πόση αγάπη
Για σένα μοναχά κρατώ,
Κι ύστερα μ’ άσχημες κουβέντες
Σε διώχνω πάντα απ’ εδώ·

Και δεν ξέρεις σε ποια να δώσεις βάση
Από τα λόγια που εγώ σου έχω πει,
Ή στην απέραντή μου αγάπη
Που συ στα μάτια μου την έχεις δει.

Αλίμονο! Κι εγώ είμαι μπερδεμένη
Και το δουλεύω όλο και πιο πολύ
Γιατί δεν ξέρω το καλύτερο πιο είναι:
Ο νους μου ή η καρδιά ν’ αφουγκραστεί;

Η Βερονίκα Μίκλε, 19χρονη.
banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας