Μύκουνους, καταφτάνου!!!
Ούι, ούι, ούι μάνα μ’!
θα ξαμουλθώ του Πάσχα φέτου
μα, ι Χαρδαλιάς μι ίπιν
Νόου, δε σ’ του ιπιτρέπου.
Μμμμ, τί να φκιάσου ι δόλια;
Μι πιγένιτι, κο, σ’ Μίκουνου
καλιέ μ, θα μασκαριφτό
μιν πέσου σι πιρίπουλου.
Ααχ! Τόρα δα σκαρφίσκα
ιδέα ακρέους φουβιρί
τουν άντρα μ’ θα πιθάνου
θα γίνου χίρα καψιρί.
Άντρα μ, του λιέου, φόρσι
του κουστούμι σ’ του καλό σ’
ικίνου που σ’ αρέζ’
που ιντίθικις γαμπρός.
-Γιατί, κο; μ’ αρουτάι
του κουστούμι μ’ τι του θέλτς;
Μι πόνου τουν απαντάου
-Πέθανις κι δεν του ξέρς…
Γίρβα απού νουρίς
να μπω στου πιτσί τ’ ρόλου
σαν ανταμόσου αστινουμικό
να γένου φλουγουβόλου.
-Πρέπ’ να πιθάντς, σι λιέου
ατάκα κι επί τόπου
θα γίνις ις καταστουλί
δε βρίσκου άλλου κόλπου.
Άαχ, μι μίλτσι που μέσα μ’
«τ’ πουλιμίχανου» του ντι-εν-έι
Άντρα, άκσι τα καθέκαστα
σι φκιάνου ένα ριπλέι.
Α, ρε, του λιέου, τιχιρέ
θα ταξιδέψ’ ουριζουντίους
κίτα να μη μι ξιγιλάισ’!
Άντρα μ, να ίσι κρίους!
Γω, θα σι κάμου μπούζ’
λιες κι ίσι παγουνιέρα
θα σι στουλίσου πάραφτα
μπουμπούκια ζ μπουντουνιέρα.
Νιέ γκουκ, νιε μουκ να φκιάντσ’
τιντόισ καλά – καλά
κουκάλουσιν ουλίγουν
φέρσου απατιλά.
Άιντι σα πέφτ ανάσκιλα
μι παγάκια τουν φλουμόνου
ίμι καθόλα έτιμ’
πρόστιμου δεν πλιρόνου.
Τουν έκριψα στου πορτ – μπαγκάζ
τουν στάβρουσα καλά – καλά
τον λιέου: “Βγάλι του σκασμό
κι κάνι τσιμουδιά.”
Καλά, κο, ίμι σατανάς
μι φλιέβα ιλινικιά
που κάμ’ του κιφαλιού τς
απού νόμους δε γρικά!
Κι κινάου μια κι δυο
πίρα τα μέα κι τα σιέα
ιγό, κορ, δεν φτάνουμι
σ’ έφαγα Ουδισέα.
Κι φτάνου στα διόδια
ακρέους λιπιμέν’
νιρούλιασα κι τ’ μάσκαρα
να δίχνου ιξαντλιμέν’.
Μι πλισιάζ’ του όργανου
κι λιέγ’ αφταρχικά
“Που πάτι, κο, κιρία μου;
Τα μέτρα ίνι αφστιρά”
Μι ανουχλάς, του αμουλνώ
κι ίνι Σαρακουστί!
Δε γλιέπς που έχου πένθους
κο, ίμι ασουρτί!
Τουν κίρι μ’ μιτακουμίζου
ις τόπουν χλουιρό
κι μη μι φέρς ιμπόδιο
φιβγάστι πιρικαλό!
Ξιφουνασκώ μι κλιάματα
Πιδίδουμι ις χιρουνουμία
γίρβα να ξιγιλάσου
κο, κι τν αστινουμία.
Μόλις τουν γλιέπ ι άντρας μ’
τουν έπιασιν ι λόξιγκας
κι χάθικιν τιλίους
τις ιθικίς ι κόδικας.
Απ’ τα πουλά παγάκια
ι δόλιους σιναχόθκι
κι παριφθίς ις φτάρνισμα
ισίους ιπιδόθκι.
Άχου! Χτιπιέμι, Θέ μου
γίνικι νικρανάστασ’
γίρβα στου γιγουνότου
να γέν’ απουκατάστασ’.
“Ι Λάζαρους αναστίθκι!”
ξιφώνζα απουριμέν’
σίσουμ ι αστινουμία
ίταν σινιπαρμέν’!
Εε, ένα μικρούτσκου ψιματάκ’
ίπα σν αστινουμία
γίρβα να ταξιδέψου
μεσ’ τν παρανουμία.
Γιατί σι κακουφένιτι
που ψέβδουμι ασιστόλους;
Κο, τς πράξις μου ιπουκινί
του έλινους ι δόλους!
Ισί μι τά μαθις αφτά
κιρία ιξουσία.
Να μι σι κακουφένιτι
π’ δεν ίμι ντιπ αγία.
Σι όλου μου του παριλθόν
Ίσι ι προτ’ διδάξασα
Άσι να ζίσου λιέφτιρη
Ουχου, καλιέ μ, ιμπάφιασα!
…………………………….
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’
κι μι πουλι λαμπρότις
στου πουλιμίχανου Έλινους
τν ιφιβριτικότις!
Ι γκουστιρίτσα»
Ιστιρόγραφου: Αφιερουμένου τιλίους
στν πουλιμίχαν’ Ν.Τ. που μι έδουκιν τν ιδέα