Απόψεις Πολιτισμός

«Ποιος θα πιστέψει εσένα, Ισαβέλλα;» // Ξαναδιαβάζοντας τον Σαίξπηρ υπό το φως του κινήματος #metoo

————
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη

Ω, έξοχο είναι
να έχεις δύναμη δράκου, αλλά και τυραννικό
να τη χρησιμοποιείς σαν δράκος

(Λόγια της ‘Ισαβέλλας’ στο θεατρικό έργο του Σαίξπηρ «Με το ίδιο μέτρο»)

Μπορεί ένα έργο που γράφτηκε στα 1604 στην ελισαβετιανή Αγγλία να μοιάζει σα να βγήκε από την πένα σύγχρονου δραματουργού; Αν πρόκειται για έργο του Σαίξπηρ, η απάντηση είναι ναι. Ένα έργο πρωτοπόρο, στο οποίο η κεντρική ηρωίδα δεν ζητάει τίποτε λιγότερο από: «…δικαιοσύνη, δικαιοσύνη, δικαιοσύνη». Μια γυναίκα υφίσταται σεξουαλική παρενόχληση από ένα πρόσωπο εξουσίας. Δεν θα παραμείνει σιωπηλή. Θα βγει δημόσια να καταγγείλει την αλήθεια, «γιατί η αλήθεια θα παραμείνει αλήθεια ως τη Δευτέρα Παρουσία». Σεξιστική βία, στιγματισμός των γυναικών που αποφασίζουν να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί εκτός γάμου, άσκηση ωμής πατριαρχικής βίας. Έξτρα μπόνους ένα all time classic σχόλιο του Σαίξπηρ για την αλαζονεία της εξουσίας και την τυραννική άσκησή της:
«….είτε γιατί η εξουσία είναι
άλογο που, όταν την ιππεύει κυβερνήτης αμάθητος στη σέλα
επιζητεί να τόνε νιώσει αφέντη κι αμέσως
το σπιρουνίζει στα πλευρά, είτε γιατί η τυραννία
είναι φυσικό συνεπακόλουθο του αξιώματός του,
είτε απόδειξη της δύναμης που πρέπει να ’χει η εξοχότητά του
…».

Το θεατρικό έργο «Με το ίδιο μέτρο» (πρωτότυπος τίτλος: «Measure for Measure») ανήκει στην τελευταία και ωριμότερη δραματουργικά περίοδο του άγγλου θεατρανθρώπου. Ιδιοκτήτριες οίκων ανοχής που βλέπουν τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν με διοικητικό διάταγμα –«Ορίστε! Εδώ βρήκαν να κάνουνε κοινωνική πολιτική! Κι εγώ τι θ’ απογίνω;». Μικρολωποδύτες, διεφθαρμένα μικροκαθάρματα απολύτως οικεία και συμπαθή. Καταδικασμένοι σε θάνατο που διαφωνούν με την ημέρα θανάτωσής τους και δηλώνουν ορθά-κοφτά πως «σήμερα δεν έχουν καμιά όρεξη να πεθάνουν». Δήμιοι που θεωρούν ότι «αναπαράγουν τέχνη» με τη δουλειά τους. Μια δόκιμη μοναχή ως συγκλονιστική κεντρική ηρωίδα και ένας στεγνός και αδιάφθορος κριτής στον ρόλο του θύτη, συνθέτουν μια από τις πιο ιντριγκαριστικές σαιξπηρικές πλοκές.

Λίγα λόγια για το έργο
Βρισκόμαστε στη Βιέννη, σε ένα εντελώς φανταστικό σκηνικό του 16ου αιώνα. Ο άρχοντας της πόλης Βικέντιος φεύγει για ένα διάστημα αφήνοντας στο πόστο του τον πιο «ενάρετο», τον πιο «τίμιο» και αμερόληπτο αναπληρωτή διοικητή, τον Άγγελο. Ο ίδιος ο άρχοντας μεταμφιέζεται σε καλόγερο και τριγυρνάει στην πόλη για να δει αν και πώς εφαρμόζονται οι νόμοι που έχει θεσπίσει και τι γνώμη έχουν οι πολίτες για τον διοικητή τους. Η πρώτη κιόλας απόφαση που παίρνει ο (αναπληρωτής διοικητής) Άγγελος, μετά την αναχώρηση του άρχοντα, είναι να σφραγίσει οριστικά όλους τους οίκους ανοχής σε μια προσπάθεια να επιβάλλει την τάξη και να αποκαταστήσει την «ηθική», την οποία θεωρεί ότι προσβάλλουν βάναυσα οι κοπέλες που δουλεύουν στα πορνεία και όσοι άντρες καταφεύγουν σε αυτά. Την ίδια στιγμή επιβάλλει προς παραδειγματισμό την ποινή του θανάτου σε έναν νεαρό, τον Κλαύδιο, που άφησε έγκυο την αρραβωνιαστικιά του πριν προλάβει να την παντρευτεί: «αυτός ο νέος κυβερνήτης ξεθάβει από το παρελθόν όλες τις νομοθετημένες ποινές, που σαν τις σκουριασμένες πανοπλίες κρεμόντουσαν στον τοίχο».

Η Ισαβέλλα, αδελφή του Κλαύδιου και δόκιμη μοναχή, στρέφεται ως έσχατη λύση στον Άγγελο προκειμένου να τον παρακαλέσει να τους λυπηθεί και να χαρίσει τη ζωή στον αδελφό της. Ο Άγγελος γοητεύεται από το πνεύμα, τα λόγια αλλά και την ομορφιά της Ισαβέλλας και δέχεται να χαρίσει τη ζωή στον Κλαύδιο υπό έναν και μόνο όρο: να υποκύψει αυτή στις σεξουαλικές του ορέξεις. Όταν η Ισαβέλλα αρνείται και απειλεί ότι θα τον καταγγείλει, ξαφνικά όλο το έργο μετατρέπεται σε μια ολότελα σύγχρονη εκδοχή «ο λόγος σου απέναντι στον λόγο μου».
«Θα σε καταγγείλω, Άγγελε, και πρόσεχε!
Υπόγραψέ μου αμέσως τη χάρη για τον αδελφό μου,
αλλιώς θ’ αρχίσω να φωνάζω και να λέω στον κόσμο
τι άνθρωπος είσαι!
».

Να τον καταγγείλει; Να καταγγείλει τον διοικητή μια γυναίκα ασήμαντη, χωρίς τίτλους κι αξιώματα, χωρίς πλούτο ή δύναμη;

«Και ποιος θα πιστέψει εσένα, Ισαβέλλα; Το ακηλίδωτο όνομά μου,
η ασκητική ζωή μου, η μαρτυρία μου εναντίον σου
και το αξίωμά μου θα βαραίνουν πολύ παραπάνω
από την καταγγελία σου τόσο που θα πνιγείς εσύ μέσα
στα ίδια σου τα λόγια που θα βρωμάνε συκοφαντία

εάν τα χείλη σου ξεράσουν
αλήθειες, να είσαι σίγουρη ότι τα ψέματά μου θα τις σκεπάσουν
».

Καλώς ορίσατε στον κόσμο του σαιξπηρικού #metoo του 1604. Έναν κόσμο με οδυνηρά βιώματα και σκληρές αλήθειες. Έναν κόσμο τρομακτικά παρόμοιο με τον δικό μας.

Ποιος θα μας προστατεύσει από τους προστάτες;
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του έργου είναι η αντιστροφή των ρόλων. Ο «αμέμπτου ηθικής» διοικητής, ένας «που το αίμα του είναι κρύο σαν λιωμένο χιόνι», δεν διστάζει να στείλει στον θάνατο έναν νέο άνθρωπο επειδή δεν τήρησε τον νόμο. Έκανε σεξ εκτός γάμου και άφησε έγκυο μια κοπέλα. Στην αμέσως επόμενη σκηνή παρενοχλεί σεξουαλικά ο ίδιος ο διοικητής μια μοναχή. «Τον νόμο τι τον νοιάζει αν κλέφτης κρίνει κλέφτη;». Θα εφαρμοστεί, λοιπόν, και σ’ αυτόν ο αυστηρός νόμος; Θα τιμωρηθεί ο αναπληρωτής άρχοντας «με το ίδιο μέτρο»; Ή, μιας και μιλάμε για άνθρωπο της εξουσίας, άλλα είναι τα μέτρα και διαφορετικά τα σταθμά;

Ο Σαίξπηρ είναι καταπέλτης για την υποκρισία της εξουσίας σε έναν υπέροχο μονόλογο που μας χαρίζει μέσα από τον Βικέντιο:
«…γι’ άλλους κατηγορίες μην τολμήσει
προτού τα ελαττώματά του ίδια τα ζυγίσει.
Ντροπή σ’ όποιον αμείλικτα άλλους τιμωρεί
Για πράξεις που στον εαυτό του συγχωρεί

…Ω, πόσο ίδια τα σφάλματα φαίνονται
όταν μέσα στο χρόνο επαναλαμβάνονται».

Καμιά εξουσία δεν είναι τόσο ισχυρή, ώστε να της δοθεί άφεση αμαρτιών. Αν στους φτωχούς, στους υποτελείς, στους φουκαράδες υπάρχει απαίτηση να εφαρμόζεται ο νόμος, ανάλογη απαίτηση θα πρέπει να υπάρχει και για τους ανθρώπους με κύρος, δύναμη και εξουσία. Ποιος, όμως, μπορεί να επιβάλει τον νόμο σε αυτούς που έχουν θεσπίσει τον νόμο;
«…Μα κι εσείς οι κακομοίρες τι πήγατε
και κάνατε; ζητάτε τ’ αρνί από την αλεπού;
Καληνύχτα στη δικαιοσύνη που περιμένατε να βρείτε!
».

Η δικαιοσύνη είναι ταξική, είναι απολύτως μεροληπτική με τους ισχυρούς αυτού του κόσμου, με τους εξουσιαστές και τα τσιράκια τους. Και, αντιστρόφως, τσακίζει όσες και όσους τολμούν να σταθούν απέναντι στην εξουσία, όσες και όσους τολμούν να μιλήσουν θαρρετά για τις ευθύνες, για τα λάθη, για τις πράξεις και παραλείψεις της εξουσίας. Απέναντι σε αυτές και αυτούς η -ταξικά και έμφυλα μεροληπτική- δικαιοσύνη είναι αμείλικτη.

Πέρα από τη δραματουργική και με «πλάγιους» τρόπους διέξοδο που επιλέγει ο Σαίξπηρ, έχει σημασία η ξεκάθαρη διατύπωση αυτού του διαχρονικού ερωτήματος σχετικά με τα όρια της εξουσίας και τους τρόπους που αυτή βρίσκει να τα ξεπερνά ανώδυνα και χωρίς πολιτικό κόστος. Και είναι πολύ κρίσιμο που το διατυπώνει, με τον τρόπο ακριβώς που το κάνει, αφήνοντας ξεκάθαρη αιχμή για τις κακουργηματικές πράξεις των εξουσιαστών που μένουν ατιμώρητες, ακόμα κι αν ως θεατές και εξοπλισμένες/οι με τα θεωρητικά, πολιτικά και κινηματικά εργαλεία του ‘σήμερα’ θα θέλαμε να πληρώνει όντως ο θύτης το αντίτιμο μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Θα θέλαμε να καταδικαστεί. Και όχι να τη γλιτώσει μέσα από τον γάμο με τη γυναίκα που τον αγαπά και την οποία είχε παρατήσει σε κλάσμα δευτερολέπτου μόλις έμαθε ότι αυτή έμεινε χωρίς προίκα.

Κάνουμε ίσως λίγο σπόιλ στο έργο, αλλά το δυνατό σημείο στον Σαίξπηρ δεν ήταν ποτέ η πλοκή. Το γεγονός ότι τα έργα του διασχίζουν αναλλοίωτα τους αιώνες οφείλεται στον πολύ ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύεται κάθε φορά την όποια πλοκή και τα -αδιανόητης ομορφιάς και αλήθειας- λόγια που βάζει στους χαρακτήρες των ηρώων και ηρωίδων του.
Ο αναπληρωτής διοικητής με την αλαζονεία της εξουσίας του, από τη θέση του υψηλά ιστάμενου, δρα απόλυτα σίγουρος πως καμία γυναίκα, που εξ’ ορισμού βρίσκεται σε ευάλωτη θέση, δεν θα τολμήσει να μιλήσει δημόσια:
«….το κύρος μου
εμπνέει τέτοια εμπιστοσύνη που κανένα προσωπικό σκάνδαλο
δεν μπορεί να μ’ αγγίξει, ενώ αντίθετα θα συντρίψει
όποιον το καταδώσει
…».

Λόγια απολύτως οικεία και για τους σημερινούς κακοποιητές και θύτες σεξιστικών επιθέσεων. Άσκηση ωμής ψυχολογικής βίας εξουσιαστή. Αντλεί τόση δύναμη από την αυθεντία που του χαρίζει το αξίωμά του, ώστε ξέρει πως κάθε προσπάθεια της Ισαβέλλας είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη. Είναι τόσο εμπεδωμένη αυτή η σιγουριά για τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας της εποχής του, ώστε μόνο «μια τρελή» θα μπορούσε να τα ισχυριστεί αυτά:
«…μη με διώχνετε
νομίζοντάς με τρελή! Μη θεωρείτε αδύνατο
κάτι που σας φαίνεται απίθανο. Δεν ειν’ αδύνατο
ο πιο αισχρός παλιάνθρωπος σ’ όλη τη γη να φαίνεται
σεμνός και σοβαρός, δίκαιος κι αψεγάδιαστος όπως ο Άγγελος.
Όπως δεν ειν’ αδύνατο κι ο Άγγελος, μ’ όλες του τις στολές,
τα παράσημα, τους τίτλους και τ’ αξιώματα να είναι
το πιο μεγάλο κάθαρμα
…».

Σαν κάτι να μας θυμίζουν όλα αυτά. Σαν να τα έχουμε ξανακούσει κάπου. Όχι για την κοινωνία του 1600 τόσο, αλλά για τη δική μας. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε αιώνες για να συμπυκνώσει το φεμινιστικό κίνημα στον ορισμό του gaslighting* όλα όσα ο Σαίξπηρ έκλεισε αριστουργηματικά σε στίχους.

Ο ίδιος ο συγγραφέας ξέρει ότι έγραψε ένα έργο, που είναι πολύ μπροστά από την εποχή του. Ενδεχομένως αιρετικό. Κυρίως όμως ξέρει πόσο κρίσιμο είναι να κάνεις φύλλο και φτερό τις παλιές σκονισμένες ιδέες και να τις φωτίζεις με ένα καινούριο, διαφορετικό φως: «Το μόνο πράγμα που έχει πέραση είναι το καινούριο και θεωρείται τόσο επικίνδυνο να επιμένεις στις ίδιες απόψεις όσο θεωρείται προσόν να είσαι απρόβλεπτος σε κάθε σου ενέργεια».
Έτσι, διόλου τυχαίο δεν είναι όταν ο Σαίξπηρ βάζει τον άρχοντα-ήρωά του να λέει: «Καμιά εξουσία και κανένα μεγαλείο των θνητών δεν ξεφεύγει από την κριτική». Ότι φτάνει μια ώρα που όλοι λογοδοτούν για τις πράξεις τους – ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να γίνεται.

Το έργο ανήκει παραδόξως στις κωμωδίες του Σαίξπηρ. Σ’ αυτό συντείνουν οι πραγματικά απολαυστικοί χιουμοριστικοί διάλογοι των μικροαπατεώνων μεταξύ τους, της ιδιοκτήτριας του οίκου ανοχής που πάει για κλείσιμο, των κάπως απλοϊκών οργάνων της τάξης και του υποψήφιου για απαγχονισμό κατάδικου. Όλα τα υπόλοιπα όμως, μόνο αστεία δεν είναι. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλοφυή τεχνάσματα του Σαίξπηρ να εντάσσει σκληρά, δύσκολα και απολύτως σοβαρά θέματα σε ένα κωμικό περιβάλλον για να εκτονώσει την ένταση. Παρεμβάλλει αστείους διαλόγους σε ένα πολύ ζόρικο κάδρο για να μπορεί αυτός/αυτή που παρακολουθεί το έργο να παίρνει μια ανάσα πριν ξαναβυθιστεί στα σκοτεινά νερά που τον/την οδηγεί ο συγγραφέας. Πιθανότατα εξαιτίας αυτού του δύσκολου θέματος –η διαπραγμάτευση επί σκηνής μιας σεξουαλικής παρενόχλησης από έναν άρχοντα και η κραυγή του θύματος για δικαίωση- το έργο αυτό δεν ανεβαίνει τόσο συχνά στο θέατρο όσο τα άλλα του σεξπηρικού ρεπερτορίου. Είτε πρόκειται για κωμωδίες είτε για δράματα.

Όταν μια γυναίκα υπερασπίζεται την εαυτή της, υπερασπίζεται χωρίς να το ξέρει όλες τις γυναίκες του κόσμου
Η οργή της Ισαβέλλας δεν μπορεί να καταλαγιάσει.
«Σε ποιον να πω τον πόνο μου και ποιος να τον πιστέψει;»
Προσβεβλημένη, πληγωμένη και θυμωμένη επισκέπτεται τον αδελφό της στη φυλακή για να τον ενημερώσει για όλα όσα μεσολάβησαν. Και εκεί ο Σαίξπηρ, που ξέρει να παίζει με το μυαλό των θεατών του όπως η γάτα με το ποντίκι, μας χαρίζει άλλη μια ξεχωριστή σκηνή τρομακτικά μεγάλης έντασης. Ο Κλαύδιος, πετρωμένος από φόβο και στα όρια της κατάρρευσης ξέροντας πια πως θα πεθάνει, εκλιπαρεί την αδελφή του να τον σώσει, καθώς μόνο εκείνη σε ολόκληρο τον κόσμο μπορεί να το κάνει.
«Αδελφούλα μου, δώσε μου την ευκαιρία να ζήσω!
Την αμαρτία που θα κάνεις, για να σώσεις τη ζωή
του αδελφού σου, η φύση θα τη δικαιώσει
και θα τη θεωρήσει πράξη αρετής
».

Και την ώρα που πάμε να ταυτιστούμε με το δράμα που περνάει ο Κλαύδιος, την ώρα που λυπούμαστε αφάνταστα που ένα νέο αγόρι, ολότελα αθώο, θα χάσει τη ζωή του με το μόνο κρίμα που τον βαραίνει να είναι ότι έκανε συναινετικά έρωτα με τη γυναίκα που αγαπούσε, ξαφνικά μια φωνή μέσα μας ρωτάει επίμονα: τι ακριβώς ζητάμε από την Ισαβέλλα; Να θυσιαστεί; Δηλαδή να δεχτεί να βιαστεί προκειμένου να σώσει τον αδελφό της; Αλήθεια τώρα;

Από αυτό το ξάφνιασμα μάς επαναφέρει στην πραγματικότητα ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα από την ηρωίδα του, όταν βάζει στο στόμα της το απίστευτο «η αγνότητά μας είναι πάνω από τη ζωή του αδελφού μας». Και εκείνο το μικρούλι «μας» είναι που κάνει όλη τη διαφορά. Γιατί η Ισαβέλλα πλέον δεν μιλάει μόνο για αυτήν. Μιλάει εκπροσωπώντας όλες τις γυναίκες της εποχής της. Όλες τις γυναίκες που γεννήθηκαν πριν από αυτήν και όσες θα έρθουν στον κόσμο μετά απ’ αυτή. Όσες αναγκάστηκαν να καταπιούν τα δάκρυά τους, όσες υπέκυψαν, όσες δεν μίλησαν γιατί δεν άντεχαν τον διασυρμό και την ταπείνωση. Όσες ήξεραν ότι το να τα βάλουν με την εξουσία ισοδυναμεί με θάνατο ή με δημόσια διαπόμπευση.

Ο Σαίξπηρ χαρίζει στην ηρωίδα του αιώνια αθανασία, καθώς τη βάζει να σηκώνει στις πλάτες της την ευθύνη για όλες τις γυναίκες. Με τη σεξουαλική παρενόχληση που υφίσταται (σε ορισμένες μάλιστα θεατρικές παραγωγές οι σκηνοθέτες υπονοούν ή λένε πολύ ξεκάθαρα ότι μεσολαβεί και βιασμός της από τον Άγγελο) δεν προσβάλλεται μόνο η δική της αξιοπρέπεια. Δεν τραυματίζεται μόνο η δική της προσωπικότητα, δεν τσαλαπατιέται και πετιέται στα σκουπίδια η δική «της» μόνο αγνότητα. Αλλά η αξιοπρέπεια, η προσωπικότητα και η αγνότητα όλων των γυναικών που βρέθηκαν ή θα μπορούσαν να βρεθούν σε παρόμοια θέση με αυτήν. Επιτυγχάνεται έτσι με τον πιο θαυμαστό λογοτεχνικά και δραματουργικά τρόπο η μεταφορά από το στενά προσωπικό βίωμα στο ευρύτατα συλλογικό. Περνάμε από το «εγώ, η Ισαβέλλα, καταγγέλλω» στο «εμείς, οι γυναίκες και θηλυκότητες στεκόμαστε με γενναιότητα και καταγγέλλουμε». Και αυτό δεν το λες λίγο πράγμα. Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει γυναίκα αναγνώστρια ή θεατής, που σε εκείνο το σημείο δεν θα νιώσει ότι γεννήθηκε έτοιμη να ξεστομίσει αυτά ακριβώς τα λόγια.

Μπορούμε να μιλάμε για ένα «φεμινιστικό» έργο;
Πολλοί και πολλές αμφιταλαντεύονται αν και κατά πόσο πρόκειται για «φεμινιστικό» έργο, όσο παρακινδυνευμένο κι αν είναι να μιλήσεις χρησιμοποιώντας σχήματα και όρους μεταγενέστερων αιώνων. Τη στιγμή μάλιστα που ο Σαίξπηρ έχει κατηγορηθεί για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: για αντιφεμινισμό, σε παλιότερο χρονολογικά έργο του, στο «Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι» (αυτό το σημείο, όμως, θα άξιζε εκτενέστερη διαπραγμάτευση).

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος ο άρχοντας Βικέντιος, που πίστεψε την Ισαβέλλα και στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό της, της κάνει πρόταση γάμου και το έργο κλείνει εκεί. Χωρίς η ίδια να απαντήσει εάν το αποδέχεται ή όχι. Άλλοι θεωρούν πως η Ισαβέλλα δέχεται σιωπηρά μη μπορώντας να εναντιωθεί στην πρόταση/προσταγή του άρχοντα. Αυτό, όμως, θα ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με όλα όσα έχει υποστηρίξει στις προηγούμενες σκηνές, με όλη τη στάση που κράτησε απέναντι στην εξουσία. Με όλη τη δύναμη που έδειξε, με όλο το θάρρος της γνώμης που διατύπωσε κρυστάλλινα χωρίς να αφήνει την παραμικρή αμφιβολία.

Ολόκληρο το έργο –στοιχείο μεγάλης πρωτοτυπίας- γράφτηκε με κεντρικό πρόσωπο μια γυναίκα. Και αντιλαμβανόμαστε πόση σημασία αποκτά αυτό σε μια εποχή, κατά την οποία η γυναίκα ετεροπροσδιοριζόταν απόλυτα, δεν είχε καμιά αυτονομία και αυθυπαρξία: «Δηλαδή, δεν είσαι τίποτα: ούτε κόρη ούτε χήρα ούτε σύζυγος;» (λόγια του άρχοντα Βικέντιου). Αυτή παίρνει την πρωτοβουλία, αυτή κινεί τα νήματα, αυτή αποδύεται σε μια ιδεολογική μονομαχία στους διαλόγους της με τον Άγγελο, αυτή είναι που ξεχωρίζει με το πνεύμα, την επιχειρηματολογία και την αξιοθαύμαστη λογική της. Αυτή είναι που ‘σπρώχνει’ τη δράση με την άρνησή της να σωπάσει και σ’ αυτό βρίσκει συμπαραστάτη τον Βικέντιο, που αντιλαμβάνεται την αδικία και δίνει τη λύση με ένα τέχνασμα ως ‘από μηχανής θεός’ σώζοντας τον Κλαύδιο από τον θάνατο και προστατεύοντας την Ισαβέλλα από την ταπείνωση.

Θα ήταν επομένως κάπως απότομο και άγαρμπο από την πλευρά του Σαίξπηρ να μεταστρέψει ολοκληρωτικά μέσα σε μια μόνο σκηνή και να μεταβάλλει την κεντρική ηρωίδα του σε ένα άβουλο πλάσμα που υποτάσσεται στην πρόταση του Βικέντιου. Η αγαρμποσύνη είναι το τελευταίο που θα μπορούσες να προσάψεις σε έναν από τους μεγαλοφυέστερους μάστορες της πένας, εμμονικούς με την ακριβόλογη διατύπωση. Τα λόγια του Βικέντιου κλείνουν μεν το έργο, απομένουν ωστόσο μετέωρα. Χωρίς ανταπόκριση. Η σιωπή, η μη αποδοχή της πρότασης θα μπορούσε να εκληφθεί ως άρνηση – πολλοί και πολλές μελετητ(ρι)ες συνάγουν αυτό το στοιχείο από τον χαρακτήρα της ηρωίδας που με τόση φροντίδα και αγάπη έχει πλάσει νωρίτερα ο Σαίξπηρ.

Το «Με το ίδιο μέτρο» ολοκληρώνεται ουσιαστικά με τη σιωπή της Ισαβέλλας. Μια Ισαβέλλα που δεν έπαψε να απαιτεί να ακουστεί η φωνή της, που δεν λύγισε μπροστά στην εξουσία, που ζήτησε την πλέρια δικαίωσή της και την κέρδισε με το σπαθί της. Γιατί δεν είναι, λοιπόν, η δική της θριαμβευτική φωνή αυτή που θα ολοκληρώσει ένα -ούτως ή άλλως- καινοτόμο έργο; Θεώρησε ο Σαίξπηρ ότι αυτό είναι πιο συνεπές με τη μέχρι εκείνου του σημείου στάση της; Ένιωσε ίσως ότι το παρατράβηξε και έκανε ένα βηματάκι πίσω, δίνοντας τον τελευταίο λόγο στον άρχοντα για να αποκαταστήσει την τάξη; Ένιωσε ίσως ότι η καινούργια αλήθεια που κόμιζε παραήταν ενοχλητική για τους κρατούντες αλλά και για το κοινό του; Αυτό είναι άλλο ένα μυστήριο προς μελέτη. Άλλο ένα μαγικό «πραγματάκι», από τα πολλά στα οποία μας έχει συνηθίσει ο Σαίξπηρ. Αιώνες τώρα.

*Με τον όρο gaslighting εννοείται η προσπάθεια ψυχολογικής χειραγώγησης, με απώτερο σκοπό την πρόκληση αμφιβολίας σε ένα άτομο, με τρόπο τέτοιο ώστε να φτάσει αυτό να αμφιβάλλει για την ίδια του τη μνήμη, την αντίληψη και τη λογική, πχ «Είσαι τρελή. ‘Ολα αυτά τα φαντάστηκες, τα έβγαλες απ’ το μυαλό σου, δεν έγιναν ποτέ!».

**Για τα αποσπάσματα χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, «Με το Ίδιο Μέτρο», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2004.

***Οι φωτογραφίες είναι από θεατρικές παραγωγές του συγκεκριμένου έργου.

kokkini.org

banner-article

Ροη ειδήσεων