Απόψεις Πολιτισμός

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου: “Ανιχνεύοντας το λόγο των γυναικών: από τη Σαπφώ και την Άννα Κομνηνή στην Κική Δημουλά”(1)

Η θέση των γυναικών δε δείχνει μόνο σε ποια κατάσταση βρίσκεται η μισή ανθρωπότητα. Στερεί εκείνο το τμήμα της που είναι το «άλας της γης» από τους φυσικούς του συμμάχους στον αγώνα, για να οικοδομήσει έναν καλύτερο κόσμο. Η απέραντη εφεδρεία ικανοτήτων, αυταπάρνησης και ενεργητικότητας του γυναικείου πληθυσμού μένει ανεκμετάλλευτη και πηγαίνει χαμένη, γενιά τη γενιά. Στο μέτρο που οι γυναίκες γίνονται αντικείμενο ειδικής εκμετάλλευσης, που παραμερίζονται, που υποτάσσονται, ενισχύουν όλες τις τάσεις προς την ακινησία και τραβούν την κοινωνία προς τα πίσω. Η οικογένεια, η μητρότητα, το σχολείο χρησιμεύουν ως εργαλεία διαιώνισης αυτής της κατάστασης.

                       Μαρία Ηλιού, Εκπαιδευτική και κοινωνική δυναμική

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Μια παλαιότερη εργασία, ιδωμένη τώρα με διαφορετική, πιο φρέσκια ματιά. Μετασχηματισμένη ως προς τη διάταξη, όχι την εσωτερική άρθρωση ή το περιεχόμενο. Γιατί; Ή μάλλον γιατί (και) σήμερα; Ακριβώς, επειδή πιστεύω ότι τα διαχρονικά θέματα δε φεύγουν ποτέ από την επικαιρότητα. Επανέρχονται συν τω χρόνω. Ανακαλούνται, υπομνηματίζουν, ακεραιώνονται. Τότε λοιπόν, στο κοντινά μακρινό 2007, σημείωνα…

Εισαγωγικές επισημάνσεις

Η ανάπτυξη παρεμβατικών προγραμμάτων και η εφαρμογή καινοτόμων δράσεων για την ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών και την προώθηση της ισότητας των φύλων προάγει αποφασιστικά και διευρύνει τη σχολική πράξη στις προοπτικές της. Λειτουργεί διαδραστικά ως μηχανισμός γνωστικής εμβάθυνσης και ενεργητικής αυτοσυνειδησίας. Προωθείται η αποκλίνουσα σκέψη, η οποία, καθώς είναι αλματώδης και ενορατική, ενισχύει την αναλογικότητα στην αντίληψη και τις συνθετικές δεξιότητες.

Ειδικότερα στην εκπαίδευση των ενηλίκων η διδακτική πράξη βασίζεται στη βιωματική μάθηση, που υφίσταται και ως απόρροια εκμαθημένης εμπειρίας. Τα Σ.Δ.Ε διαφοροποιούνται δραματικά στις μαθησιακές προϋποθέσεις και τα μεταγνωστικά προσδοκώμενα από τα συμβατικά σχολεία. Η φιλοσοφία τους προδιαγράφει ένα ευέλικτο πρόγραμμα. Η γνωσιοερευνητική διδασκαλία, η αυτορρυθμιζόμενη μάθηση και ο «καταιγισμός ιδεών» (brainstorming) ενεργοποιούνται ως οι πλέον πρόσφορες διδακτικές διαδικασίες. Η δυναμική αυτών των προγραμμάτων διδακτικής παρέμβασης εγγράφεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενηλίκων και καθιστά δημιουργική την εμπλοκή τους στη μαθησιακή λειτουργία.

Στο παρόν σχέδιο δράσης επιχειρήθηκε να σκιαγραφηθεί η θέση της γυναίκας διαχρονικά μέσα από λογοτεχνικές καταγραφές και ιστορικές μαρτυρίες. Η απόπειρα προσέγγισης  εστιάστηκε κατεξοχήν στη γυναικεία οπτική. Κλήθηκαν οι ίδιες οι γυναίκες – υπαρκτά πρόσωπα της ιστορίας, μυθικές ηρωίδες ή και πρωταγωνίστριες της λογοτεχνικής δημιουργίας και της λαϊκής φαντασίας – να μιλήσουν για τον εαυτό τους αλλά και τις άλλες γυναίκες, να αποκαλύψουν τις υπαρξιακές τους αγωνίες, να απογυμνωθούν συναισθηματικά, να καταθέσουν την αλήθεια τους.  Αναζητήθηκε η προβολή της πραγματικότητας στη μυθοπλασία. Η διερεύνηση επικεντρώθηκε στις συναισθηματικές συγκρούσεις, τις ψυχικές μεταπτώσεις και τα ηθικά διλήμματα ως απότοκα στερεοτυπικών αντιλήψεων, παγιωμένης νοοτροπίας και αποκρυσταλλωμένης ιδεολογικής σήμανσης.

Τα κείμενα – ιδωμένα ως φορείς νοημάτων και ιδεολογικής αναφοράς – εξετάζονται και αυτόνομα αλλά και στο μεταξύ τους διάλογο – διακειμενική θεώρηση. Το υλικό διερεύνησης αντλήθηκε από λογοτεχνικά έργα με ομόλογη θεματική, ενώ ως μεθοδολογικά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν η δομημένη συνέντευξη και το ερωτηματολόγιο. Συνειδητά επιλέχθηκε η παρέκκλιση από την αυστηρά φιλολογική προβληματική και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην κοινωνική οπτική. Παράλληλα, η προσέγγιση ενισχύθηκε με την προβολή κινηματογραφικών ταινιών και τη συζήτηση. Η ομάδα εργασίας συγκροτήθηκε από εκπαιδευόμενους του Α΄ Κύκλου Σπουδών και συνολικά διατέθηκε επαρκής αριθμός διδακτικών ωρών για την επεξεργασία του θέματος.

Τα κείμενα, που αξιοποιήθηκαν αποσπασματικά (βλ. και τις σχετικές υποσημειώσεις), είναι τα ακόλουθα:

  • Τα τρία ποιήματα της Σαπφώς «Έρος δ’ ετίναξε μοι φρένας…», «Οι μεν ιππήων στρότον…» και «Κατθάνοισα δε κείσηι…»

  • Η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη (ιδίως η ρήση της Κλυταιμνήστρας, στίχοι 1146-1208)

  • Η «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής (κυρίως οι εισαγωγικές παρατηρήσεις της ιστορικού)

  • Η δημοτική παραλογή «Η μάνα η φόνισσα»

  • «Η φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

  • «Η τιμή και το χρήμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη

  • «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου

  • «Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν» του Μιχάλη Καραγάτση

  • Τα ποιήματα «Γιαλό-γιαλό» και «Ο πληθυντικός αριθμός» της Κικής Δημουλά

John William Godward – Τον καιρό της Σαπφώς

Εκτιμήσεις

        Το συναισθηματικό στοιχείο, θετικά ή αρνητικά φορτισμένο, είναι κυρίαρχο στο λόγο των γυναικών. Οι θυμοειδείς εκδηλώσεις διαχέονται. Κλιμακώνονται από την ήπια στοχαστική αναδίφηση (Κική Δημουλά, «Γιαλό-γιαλό») έως την εκρηκτική υπερχείλιση (αντίδραση της Άννας Κομνηνής εναντίον του αδελφού της, αυτοκράτορα Ιωάννη, μετά την έσχατη απόπειρά της για κατάκτηση της εξουσίας και την αποτυχημένη έκβαση του πραξικοπήματος). Οι γυναίκες αγαπούν με πάθος και δραματική ένταση (Ρήνη, Στέλλα Βιολάντη, Βούλα Παπαδέλη), αντιδρούν οργισμένα και επιθετικά (Κλυταιμνήστρα), μηχανορραφούν (Άννα Κομνηνή), ανατρέπουν κατεστημένες νόρμες (Σαπφώ), φτάνοντας κάποτε στον παροξυσμό και την ανομία (Φραγκογιαννού, Μάνα η φόνισσα). Η Σαπφώ με εξαιρετική ευκρίνεια διατείνεται ότι ο πόθος συνταράζει την ψυχή της («Έρος δ’ ετίναξε μοι φρένας…») και το ερωτικό δικαίωμα είναι συναρπαστικό σε όλες του τις εκδοχές. Κατανικά οποιαδήποτε άλλη προτεραιότητα ή επιλογή στη ζωή («Οι μεν ιππήων στρότον…»)[2]. Κατ’ αντιστοιχία και η Κική Δημουλά βιώνει την απουσία του ερωτικής πληρότητας που συνεπάγεται η απώλεια του αγαπημένου προσώπου ως κορύφωση της συναισθηματικής ανασφάλειας («Ο πληθυντικός αριθμός»)[3]. Οι αμυντικοί μηχανισμοί των γυναικών προβάλλονται ισχυροποιημένοι. Λειτουργούν ως οι κύριοι μοχλοί της επιβίωσής τους. Τα αισθήματα είναι διάχυτα και οι συμπεριφορές, ελεγχόμενες ή ανεξέλεγκτες, αντικατοπτρίζουν ψυχικές μεταπτώσεις. Η υπαρξιακή τους αγωνία εγγράφεται, κατά περίπτωση, σε διαφορετική ηθική σήμανση.

Η Μπέτυ Αρβανίτη στη δραματοποιημένη «Φόνισσα» του Στάθη Λιβαθηνού, «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», Θεατρική περίοδος 2011 -12

√         Ο λόγος των γυναικών φέρει ακέραια ιδεολογικά γνωρίσματα. Ενίοτε εμμένει και σε ιδεοληπτικές σχηματοποιήσεις (πρβ την άκαμπτη στάση της σιόρας Επιστήμης ή της Στέλλας Βιολάντη και την ηθικολογική τους «μετάφραση» ως προς την έννοια της κοινωνικής αξιοπρέπειας). Το ταξικό κριτήριο είναι καθοριστικός παράγοντας οριοθέτησης. Η πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή ή η αριστοκράτισσα Σαπφώ μιλούν με παρρησία από θέση κοινωνικής ισχύος. Και οι δύο έχουν βαθιά πεποίθηση στην αξία του μορφωτικού αγαθού. Εκτιμούν τη διαχρονικότητα της υστεροφημίας. Μάλιστα, η Σαπφώ οικτίρει την άμουση και απαίδευτη γυναίκα, που θα φύγει άδοξα, έχοντας διαγράψει μία ανούσια πορεία ζωής («Κατθάνοισα δε κείσηι…»). Η εγκύκλια παιδεία τους ήταν αξιόλογη. Διακρίθηκαν για τις πνευματικές τους αναζητήσεις σε εποχές που οι δυνατότητες για εκπαίδευση των γυναικών ήταν σχεδόν απαγορευτικές. Υπό αυτήν την οπτική εντοπίζονται αναλογίες με τις ποιήτριες Κόριννα, Ανύτη και Εικασία (Κασιανή) αλλά και με τη φιλόσοφο – μαθηματικό Υπατία. Αντίθετα, οι άλλες γυναίκες υποτάσσονται στις συντεταγμένες ενός ταξικού καταναγκασμού. Οι ηθικές επιταγές μορφοποιούνται σύμφωνα και με το κοινωνικό τους απείκασμα.

Γιάννης Στάνκογλου και Θάλεια Σταματέλλου στον «Γιούγκερμαν» του Δημήτρη Τάρλοου, Θέατρο «Πορεία», Σεζόν 2020 – 21

Στον «Γιούγκερμαν» πχ η Βούλα Παπαδέλη ασφυκτιά μέσα στη μεμψιμοιρία του μικροαστισμού. Η οικογένειά της την πιέζει αφόρητα να συναινέσει σε έναν ανεπιθύμητο γάμο, με στόχο την οικονομική σωτηρία και την κοινωνική αναρρίχηση. Κακοποιείται. Ηθικά και ψυχικά κατ’ εξακολούθηση. Σωματικά κατά περίπτωση[4].

Η Φραγκογιαννού στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη είναι εξαρχής το εξιλαστήριο θύμα του κοινωνικού της περιβάλλοντος. Εξαγριώνεται με τη θεσμοθετημένη αδικία της προίκας που κατατρύχει τις οικογένειες με τα «αδύναμα μέρη», τα κορίτσια. Αναθυμάται το δικό της άθλιο παρελθόν[5], γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ελπίδα απαγκίστρωσης και στο σημείο αυτό «ψηλώνει ο νους της» και οδηγείται στη νοσηρή διαστροφή της βρεφοκτονίας.

«Η τιμή της αγάπης» σε σκηνοθεσία της Τόνιας Μαρκετάκη, 1984

Πιο συνειδητοποιημένη παρουσιάζεται η Ρήνη στην «Τιμή και το χρήμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Καταπιεσμένη από μια δυστυχή όσο και αυταρχική μητέρα – θεματοφύλακα της κοινωνικής δεοντολογίας – και προδομένη από μία σχέση αδιέξοδη οδηγείται αποφασιστικά σε ρήξη με το κατεστημένο. Επιλέγει να διαφυλάξει την τιμή της ανόθευτη από τον όποιο συμβιβασμό. Το τίμημα όμως είναι ακριβό. Μόνη και ανύπαντρη μητέρα αλλά ελεύθερη πλέον, μια πραγματική αγωνίστρια της ζωής, θα αναζητήσει ένα νέο όσο και αβέβαιο μέλλον. Και όλα αυτά στην Κέρκυρα (και την Αθήνα) στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ο αιώνα! Ο πεζογράφος ασπάζεται τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και εμφορείται από τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης και του ανθρωπισμού[6]. Πάντως, συνολικά οι γυναίκες δεν έχουν σαφή συνείδηση της ταξικής τους ταυτότητας.

—————————–

Σημείωση Φαρέτρας: Το 2ο από τα τρία μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί την ερχόμενη Κυριακή 24 Ιανουαρίου.

Το 2ο μέρος της εργασίας μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ και το 3ο ΕΔΩ

—————————-

[1]               Η εργασία αυτή υλοποιήθηκε με τη σύμπραξη των εκπαιδευόμενων του Α΄ κύκλου σπουδών στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας της Νάουσας κατά το σχολικό έτος 2006 – 07. Εντάσσεται στα πλαίσια του σχεδίου δράσης για την ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών και την εφαρμογή παρεμβατικών προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση της ισότητας των φύλων. Δημοσιεύτηκε επίσης στο περιοδικό «Το επιστημονικό βήμα του δασκάλου», Τεύχος 10, Ι.Π.Ε.Μ, Αθήνα 2009. Πρβλ. και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Τμήμα ερευνών, τεκμηρίωσης και εκπαιδευτικής τεχνολογίας, Δελτίο Εκπαιδευτικής Αρθρογραφίας (Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2009), Τ. 34–35, Αθήνα 2010. Τώρα (2018 κε), με αναγκαίες και συμπληρωματικές μετατροπές, οριστικοποιείται.

[2]               Σαπφώ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδες,
μέσαι δὲ νύκτες,

παρὰ δ’ ἔρχεται ὥρα,
ἐγὼ δὲ μόνα κατεύδω…

ἀλγεσίδωρος…

μυθοπλόκος…

Ἔρος δ’ ἐτίναξέ μοι φρένας,

ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων…

 

Γρήγορα η ώρα πέρασε·

μεσάνυχτα κοντεύουν·

πάει το φεγγάρι, πάει κι η Πούλια βασιλέψανε·

και μόνο εγώ εδώ κείτομαι μονάχη κι έρημη

Ο έρωτας που βάσανα μοιράζει…

ο έρωτας που μύθους πλέκει…

μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε

ίδια καθώς αγέρας μέσα από τα βουνά χυμάει μέσα στις βελανιδιές φυσομανώντας.

 

ὀ μέν γάρ κάλος , εἴς κάλος , ὄσσον ἴδην πέλει ,

ὀ δέ κἄγαθος αὔτικα και κάλος ἔσσεται

ο ωραίος όταν τον κοιτάς τότε φαντάζει ωραίος,

μον’ ο καλός, ξανά αν τον δεις, ωραίος θα’ναι πάντα

 

οἱ μὲν ἰππήων στρότον οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ΄ ἐπὶ γᾶν μέλαιναν
ἔμμεναι κάλλιστον͵ ἔγω δὲ κῆν΄ ὄτ-
τω τις ἔραται·

πάγχυ δ΄ εὔμαρες σύνετον πόησαι
πάντι τοῦτ΄͵ ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος ἀνθρώπων Ἐλένα τὸν ἄνδρα
τὸν πανάριστον

καλλίποισ΄ ἔβα ΄ς Τροΐαν πλέοισα
κωὐδὲ παῖδος οὐδὲ φίλων τοκήων
πάμπαν ἐμνάσθη͵ ἀλλὰ παράγαγ΄ αὔταν
[-]σαν

[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]… κούφως τ[ ]οη .[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀνέμναι-
σ’ οὐ ] παρεοίσας,

τᾶς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
πεσδομάχεντας.

O ένας υμνεί σαν το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη μαύρη γη
το ιππικό, ένας άλλος το πεζικό, κι ένας τρίτος το ναυτικό·
εγώ όμως θεωρώ το πιο όμορφο αυτό που καθένας αγαπά.
Kι αυτό είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει
ο καθένας· γιατί αυτή που ξεπερνούσε όλους
σε ομορφιά, η Eλένη, εγκατέλειψε τον καλύτερο σύζυγο.
Mε το καράβι πήγε στην Tροία
και δε σκέφτηκε ούτε την κόρη της ούτε τους αγαπημένους της γονείς,
αλλά χωρίς τη θέλησή της ακολούθησε την Aφροδίτη.
Aλήθεια, δεν είναι δύσκολο να κατευθύνεις μια γυναίκα·
η αγάπη μπορεί να θολώσει τόσο εύκολα το μυαλό της!
Kαι τώρα η Kύπρις μου θύμισε ξαφνικά την Aνακτορία.
Θα προτιμούσα να δω το εράσμιο βάδισμά της
και το φωτεινό, λαμπερό πρόσωπό της,
παρά τα άρματα των Λυδών και το βαριά οπλισμένο πεζικό.

κατθάνοισα δὲ κείσηι οὐδέ ποτα μναμοσύνα σέθεν
ἔσσετ΄ οὐδὲ ποκ΄ὔστερον· οὐ γὰρ πεδέχηις βρόδων
τὼν ἐκ Πιερίας· ἀλλ΄ ἀφάνης κἀν Ἀίδα δόμωι
φοιτάσηις πεδ΄ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα.

Όταν πεθάνεις πια, θα κείτεσαι εκεί κάτω και μήτε θα σε θυμάται
κανείς μήτε θα σε ποθεί· γιατί δεν έχεις μερίδιο στα ρόδα της Πιερίας.
Aλλά και στο παλάτι του θανάτου θενά τριγυρνάς αφανής,
ανάμεσα στους άψυχους νεκρούς, σαν πετάξεις από δω.

[3]               Κική Δημουλά, «Ο πληθυντικός αριθμός»

Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

[4]               Μ. Καραγάτσης «Γιούγκερμαν»

[Απόσπασμα]

                «Είχε όμως, μέσα σ’ αυτό το μαρτύριο, και τις ελάχιστες ώρες της χαράς της. Ελάχιστες, βέβαια· μα τόσο εντατικές, που γέμιζαν απόλυτα τη ζωή της και την έκαναν να παραβλέπει τ’ άλλα της βάσανα. Ή, καλύτερα, δεν νοιαζόταν για όλ’ αυτά· περνούσαν πάνω της σαν κονταριές σε άτρωτο κορμί. Συγκεντρώθηκε στον εαυτό της κι υπόφερε τα πάντα με θαυμαστό στωικισμό, περιμένοντας τη στιγμή – τρεις φορές τη βδομάδα – που θα ‘σμιγε με το Βάσια, στο καφενεδάκι του Τουρκολίμανου. Τότε, όλα σβήναν. Δινόταν στην ερωτική της ευτυχία με χαρούμενη καρδιά κι ανάλαφρο πνεύμα. Χανόταν στο μαγνητικό ρευστό του αγαπημένου άντρα, που την τύλιγε με βαλσαμικά κύματα. Η γαλήνη της ήταν απόλυτη· τόσο απόλυτη, που γέμιζε όλες τις ώρες της, κι αυτές ακόμα τις μαύρες ώρες του πνιχτικού σπιτιού.

Δεν του είπε ποτέ τίποτα γι’ αυτά. Όχι από υπολογισμό ή υστεροβουλία· δε σκέφτηκε πως θα ‘πρεπε να κρατήσει κρυφή οποιαδήποτε πτυχή της ζωής της. Μα πρώτα πρώτα, ποτέ η κουβέντα τους δεν ήρθε στην περασμένη ερωτική ζωή τους κι ύστερα, όλ’ αυτά τα ‘βρισκε μικρά κι ανάξια μπροστά στη μεγάλη περιπέτεια της καρδιάς της. Όταν ερχόταν η στιγμή, θα του μιλούσε’ δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Γιατί, όπως είπαμε, στο βάθος είχε αποφασίσει να πάρει το γιατρό. Μα δεν το ’λεγε στους δικούς της να ησυχάσουν, και να πάψουν κι αυτηνής τα μαρτύρια. Προτιμούσε να κυλούσε το εξάμηνο μέσα στη θλίψη και τις καταπιέσεις, παρά να γινόνταν αμέσως οι επίσημοι αρραβώνες, που θα της στερούσαν τη μεγάλη ευτυχία της: την επαφή με το Βάσια.

Όσο οι μέρες κυλούσαν κι έβλεπε να κοντεύει ο χρόνος του μισητού γάμου – κι η στιγμή του οδυνηρού χωρισμού – σφιγγόταν η καρδιά της. Μια μονάχα ελπίδα είχε: πως ο Βάσιας θα καταλάβαινε την αναπότρεπτη ανάγκη αυτού του γάμου και δεν θα την έβγαζε απ’ την καρδιά του […]

Μια άλλη δυσάρεστη πλευρά ήσαν οι καθημερινές σχεδόν επισκέψεις του Γιώργου. Η Βούλα έλπισε πως μετά τη συμφωνία της εξάμηνης προθεσμίας – και την καθαρά αντιπαθητική στάση της – ο γιατρός θα είχε την εξυπνάδα ν’ αραίωνε τις εμφανίσεις του. Αυτός όμως, κινημένος από πληγωμένο εγωισμό, το ‘βαλε πείσμα να την ξανακαταχτήσει. Έξω απ’ την πραγματικότητα, όπως πάντα, νόμισε πως οι συχνές επισκέψεις του στο Παπαδελέικο και το παρουσίασμα της στραπατσαρισμένης αξιοπρέπειάς του, θα είχαν καταθλιπτικό αποτέλεσμα στην απόφαση της αρραβωνιαστικιάς του. Η Βούλα σήκωνε τους ώμους κάθε φορά που τον έβλεπε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα ωραίος, κομψός, σπουδαίος κι ανόητος, με ύφος προσβλημένου τιμητή […]

Η απογοήτεψη κι ο θυμός του ξέσπασαν στην Παπαδέλαινα, με πικρά παράπονα κι ιερεμιάδες ατέλειωτες. Κι εκείνη για να ξεσπάσει, χύθηκε με καινούρια κρίση μανίας πάνω σ’ «αυτή την ασυνείδητη» και την ξερόψησε με σιγανή και σίγουρη φωτιά.

Το μεγάλο πανηγύρι έγιν’ ένα Σάββατο. Το βραδάκι, σεις εφτά, η Βούλα είχε το συνηθισμένο ραντεβού της με το Βάσια. Όταν, κατά τις εξήμιση, κατέφθασε ο κύριος οιονεί αρραβωνιαστικός. Δε γινόταν για πρώτη φορά αυτό. Τότε η Βούλα έκλεινε το μισό παραθυρόφυλλo της κάμαράς της, σε τρόπο που να το ιδεί ο Βάσιας απ’ το Περίπτερο. Κι αυτό είχε την εξής συμβατική σημασία: «Σήμερα δεν μπορώ να έρθω. Αύριο την ίδια ώρα».

Οπωσδήποτε, η Βούλα περίμενε την επίσκεψη του γιατρού για την Κυριακή. Από το πρωί βρισκόταν σε πυρετική προσμονή του βραδινού περίπατου. Τόσο πολύ πεθυμούσε να ιδεί το φίλο της εκείνο το βράδυ, που τίποτα δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει. Στο σαλόνι, όπου πήγε με το Γιώργο, ήρθε κι η Νίτσα. Ευτυχώς γιατί δε θα μπορούσε να κρατήσει μια συνομιλία, με την αγωνία που τη σύνεχε. Είπε μόνο δυο-τρεις λέξεις· διαρκώς στριφογύριζε στην καρέκλα της, φανερά νευριασμένη κι ανυπόμονη. Όταν το ρολόι χτύπησε εφτά, χωρίς να δικαιολογηθεί, βγήκε απ’ την κάμαρα, σα να πήγαινε για δυο λεπτά κάπου. Και ξαναγύρισε σεις εννιά.

Χτυπώντας την πόρτα του σπιτιού της, ήξερε τι την περίμενε· μα ήταν έτοιμη να δεχθεί τα πάντα με απόλυτη ψυχραιμία. Μήπως δυο ολόκληρες ώρες δε γνώρισε την πιο τέλεια ευτυχισμένη γαλήνη κοντά στον αγαπημένο άντρα; Τι αξία είχαν όλα τ’ άλλα;

Φαίνεται πως η φασαρία που ακολούθησε το ξεπόρτισμά της ήταν γενναία. Ο Γιώργος γίνηκε κατακίτρινος κι έφυγε απειλώντας γη και ουρανό. Η Παπαδέλαινα μάταια προσπάθησε να τον γαληνέψει γεμίζοντάς τον εξηγήσεις και διαβεβαιώσεις. Σαν έμεινε μόνη έπεσε σε νευρική κρίση, που είχε αντίχτυπο στις δυο μικρές της κόρες. Πάνω στη συναυλία των γοερών κλαμάτων κατέφθασε ο Χρίστος στο τσακίρ κέφι· τα είχε κοπανήσει στο Πασαλιμάνι, με την παρέα του. Όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα άρχισε να βλαστημάει Χριστούς και Παναγίες, απειλώντας πως θα κόψει τα ποδάρια της παλιοβρώμας της αδερφής του και του «τοιούτου» αγαπητικού της. Από αντανάκλαση ο Κωστάκης ούρλιαζε, χωρίς να ξέρει γιατί. Η υπηρέτρια κλείστηκε στην κουζίνα, με τρομαγμένα σταυροκοπήματα· κι οι γειτόνοι βγήκαν στα παράθυρα.

Απάνω στην ώρα έφτασε η Βούλα. Μόλις την αντίκρισε, ο Χρίστος εξαγριώθηκε. Τη στρίμωξε σε μια γωνιά, και με μούτρο αναμμένο άρχισε να τη βρίζει καπηλικά. Από το στόμα του βγήκε ένας περαιώτικος οχετός βρωμερός, ασφυχτικός και τόσο αναπάντεχος, που η Βούλα σάστισε. Μα γρήγορα ξανάβρε την ψυχραιμία της, τη θωρακισμένη με τη γενικότερη αδιαφορία για ό,τι δεν αφορούσε την αγάπη της. Σήκωσε τους ώμους και ψιθύρισε ήρεμα, δίχως κακία, ίσως με κάποια θλίψη:

– Είσαι πιωμένος, Χρίστο, και δε σε συνερίζομαι…

Ο αδερφός φούντωσε από τη λύσσα του.

– Α! Ώστε έχεις μούτρα και με βρίζεις, παλιοβρώμα! Είμαι μεθυσμένος και δεν ξέρω τι μου γίνεται! Δε φτάνει που κατάντησες έτσι, μα βγάζεις και γλώσσα στον αδερφό σου! Θα σου δείξω εγώ!

Είχε τέτοια συναίσθηση πως ήταν άτρωτη από κάθε κακό, έξω από την αγάπη της, που ξανασήκωσε τους ώμους.

– Τι θα μου δείξεις; μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό της.

Μα ο Χρίστος το πήρε αλλιώς. Χάνοντας ολότελα τον έλεγχο του εαυτού του, της τράβηξε δυο γερά χαστούκια.

– Να, σκύλα ξαναμμένη! Να σε μάθω να μου βγάζεις γλώσσα!

Αυτό δεν το περίμενε. Το τράνταγμα ήταν τόσο δυνατό, που έμεινε σαστισμένη, ζαλισμένη, με μια βοή στ’ αυτιά. Γρήγορα όμως συνήρθε. Ορθώθηκε, όσο της επέτρεπε το μικρό κορμί της μα ο θυμός της ήταν τέτοιος, που φάνηκε πελώρια. Το πρόσωπό της γίνηκε φλουρί· τα καστανά μάτια της πετούσαν μαύρες φωτιές.

– Άκου να σου πω, είπε με φωνή δυνατή και ξεκάθαρη. Αν νομίζεις πως θα πουλήσω την τύχη και το κορμί μου, μικρέ παλιάνθρωπε, για να γίνουν τα κέφια σου, είσαι γελασμένος. Σ’ το λέω εσένα, και να το ακούσουν όλοι! Πόρνη δεν είμαι, ούτε θα γίνω ποτέ, και μάλιστα για σας, πεινασμένοι λύκοι! Αν πάρω το Γιώργο – που δε θα τον πάρω ποτέ – να το ξέρετε: το καθήκον μου, σαν τίμια σύζυγος, με προστάζει ένα πράμα: να υπερασπιστώ την περιουσία του άντρα μου από τα νύχια σας! Όχι! Δε θα τον αφήσω να σας δώσει ούτε μια πεντάρα! Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ!

Προχώρησε κατά πάνω του απειλητική, με σαγόνια και γροθιές σφιγμένες.

– Όσο για σένα, μικρέ εκβιαστή, που τόλμησες να σηκώσεις άδικο χέρι πάνω στη μεγάλη αδερφή σου, σε σιχαίνομαι! Είσαι πολύ χαμηλός ανθρωπάκος! Φύγε από μπροστά μου!

Το πρόσωπο, η φωνή, τα λόγια της ήσαν τόσο τρομαχτικά, που ο νεαρός μεθυσμένος τα ’χασε. Χωρίς να μιλήσει, με κεφάλι κατεβασμένο οπισθοχώρησε, πήρε το καπέλο του, ροβόλησε τη σκάλα και βγήκε στο δρόμο χτυπώντας την πόρτα με μανία. Κατάλαβε πως νικήθηκε χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, αφού είχε το δίκιο με το μέρος του…»

[5]           Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η φόνισσα»

[Απόσπασμα]

«Ήτον περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, οπότε αι αναμνήσεις έρχονται εν είδει φαντασμάτων. Αφού την υπάνδρευσαν, και την «εκουκούλωσαν», και την επροίκισαν με το σπίτι το ετοιμόρροπον εις το παλαιόν ακατοίκητον Κάστρον, και με το μποστάνι το χέρσον εις την αγρίαν βορεινήν εσχατιάν, και με το αγριοχώραφον το διαφιλονικούμενον από τον γείτονα και από το Μοναστήρι, η νεόνυμφος μετά του συζύγου της εκατοίκησεν εις το σπίτι της ανδραδέλφης της της χήρας, και άνοιξε νοικοκυριό με μικρά πράγματα. Το προικοσύμφωνόν της, ως τόσον, έγραφε λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες φορεσιές ρούχα, τόσα υποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα, ένα τηγάνι, μίαν πυροστιάν, κτλ. Ακόμη και μαχαιροπίρουνα και κουτάλια ανέγραφε το προικοσύμφωνον.

                Η ανδραδέλφη, αμέσως την Δευτέραν, την επιούσαν του γάμου, τα εξήλεγξεν όλα, και εύρεν ότι έλειπον εκ των εν των καταλόγω δύο σινδόνια, δύο μαξιλάρια, εν χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Αυθημερόν δε παρήγγειλε της πενθεράς να φέρη τα ελλείποντα. Η ιδιοτελής γραία απήντησεν ότι «τα όσα έδωσε, είναι καλώς δοσμένα, και είναι αρκετά». Τότε η ανδραδέλφη έβαλε στα λόγια τον αδελφόν της· ούτος παρεπονέθη εις την νεόνυμφον, εκείνη δε του απήντησεν: «Αν αγροικούσε το συφέρο του, δεν θα εδέχετο να του γράψουν σπίτι στο Κάστρο, όπου μόνον τα στοιχειά κατοικούν· και τι τον ωφελούν τα σινδόνια και τα ποκάμισα, αφού δεν ήτον ικανός να πάρη σπίτι κι αμπέλι κ’ ελιώνα;»

                Κατά την εποχήν του αρραβώνος, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει τω όντι να σφυρίξη κάτι τοιούτον στ’ αυτιά του γαμβρού. Αν και νέα πολύ ήτον, αλλά, χάρις εις την φύσιν κ’ εις τα μαθήματα της μητρός της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γίνει πολύ πονηρή, αναλόγως της ηλικίας της. Αλλ’ η μάννα της, μυρισθείσα το πράγμα, και φοβουμένη μήπως αυτή, η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ωνόμαζε συνήθως την κόρην της, του σηκώση τα μυαλά του γαμβρού, ώστε να πονηρέψη ούτος να ζητή προικιά περισσότερα, εξήσκησε τυραννικήν επιτήρησιν επί της κόρης και του αρραβωνιαστικού, μη επιτρέπουσα την ελαχίστην ιδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξύ των δύο. Τούτο έκαμνε, προσχήματι μεν διά την σεμνότητα:

                – Δεν έχω…. να μου σκαρώση κανένα πρωιμάδι… αυτή η Στριγλίτσα! είχεν ειπεί. Βλέπετε, την μεταφοράν του ρήματος την ελάμβανεν από το επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ισοδυναμεί με το «ναυπηγώ ναυν»)· αλλά πράγματι το έκαμνε, διά να μη αναγκασθή να δώση μεγαλυτέραν προίκα.

                Μίαν εσπέραν, την παραμονήν του αρραβώνος, ότε ο γαμβρός μετά της αδελφής του είχον έλθει εις την οικίαν να συζητήσουν τα περί προικός, ενώ ο γέρων ναυπηγός υπηγόρευε το προικοσύμφωνον εις τον Αναγνώστην τον Συβίαν, ψάλτην της εκκλησίας, όστις είχε βγάλει το ορειχάλκινον καλαμάρι του από την ζώνην, την εκ πτερού χηνός πένναν από την μακράν θήκην του καλαμαριού, του ομοιάζοντος πολύ με πιστόλαν, και θέσας επί των γονάτων το βιβλίον του Αποστόλου, κ’ επάνω εις το βιβλίον τεμάχιον χονδρού χαρτίου, είχε γράψει καθ’ υπαγόρευσιν του γέροντος «Εις τ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος… υπανδρεύω την κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκον, και της δίνω πρώτον την ευχήν μου…», η Χαδούλα ίστατο αντικρύ της εστίας, δίπλα εις την τέμπλαν –την στήλην τουτέστι των στρωμάτων, παπλωμάτων και προσκεφαλαίων την σκεπαστήν με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστρεφομένην με δύο τεραστίας προσκεφαλάδας– ακίνητος και καμαρώνουσα, κατά το φαινόμενον, όπως η τέμπλα… αλλ’ όμως ένευε κρυφά, ανυπομόνως, καίτοι με μεγάλην προφύλαξιν, ένευεν εις τον αρραβωνιαστικόν, ένευεν εις την ανδραδέλφην, να μη δεχθώσιν ως προίκα «σπίτι στο Κάστρο» και «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά ν’ απαιτήσωσι σπίτι εις την νέαν πόλιν, και αμπέλι κ’ ελαιώνα εις την περιοχήν της νέας πόλεως.

                Εις μάτην. Ούτε ο γαμβρός, ούτε η ανδραδέλφη είδαν τ’ απηλπισμένα νεύματα. Μόνον η γραία, η μήτηρ της, ήτις, αν και αναγκασμένη ήτο να στρέφη τα νώτα προς την κόρην, διά ν’ αντιμετωπίζη φιλοφρόνως την συμπεθέραν και τον γαμβρόν, είχε καθίσει όμως με τοιούτον τρόπον, ώστε να έχη μόνον την μίαν πλάτην γυρισμένην προς την νέαν – αίφνης, ως να την επληροφόρησεν αόρατον πνεύμα ότι κάτι έτρεχεν, εστράφη αποτόμως προς την θυγατέρα της, και είδε τ’ απηγορευμένα «καμώματά» της.

                Πάραυτα ετόξευσε βλέμμα φοβεράς απειλής προς αυτήν.

                – Ε! μωρή Στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!…κ’ εγώ σε σώζω.

                Ευθύς όμως κατόπιν, εσκέφθη ότι δεν θα εσύμφερε να κάμη λόγον δι’ αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότι εφοβήθη μην της δώση αφορμήν να παραπονεθή εις τον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα εγίνοντο χειρότερα βεβαίως. Ο γέρων πιθανώς θα εκάμπτετο εις τας ικεσίας και τα κλαύματα τής μοναχοκόρης, και θα έδιδε περισσοτέραν προίκα. Όθεν εσιώπησεν.

                Η Χαδούλα εθαύμασε πώς, ενώ η μήτηρ της ολοφάνερα την είχεν ιδεί να κάμνη τα ριψοκίνδυνα εκείνα νεύματα, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν της, όταν ευρέθησαν μόναι, δεν της έδωκεν ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίον, άλλως, συχνά συνήθιζε. Σημειωτέον ότι η προικοδοσία της οικίας εις το παλαιόν ακατοίκητον χωρίον είχε τούτο το ευλογοφανές, ότι πολλαί οικίαι εσώζοντο ακόμα εις το Κάστρον, ότι οικογένειαί τίνες συνήθιζον να διατρίβωσι το θέρος εκεί, και ότι εις την φαντασίαν των ανθρώπων υπήρχε προκατάληψις υπέρ του «Παλαιού Χωριού», το οποίον επονούσαν οι γεροντότεροι, και δεν είχαν συνηθίσει ακόμα ούτε εις την νέαν τάξιν των πραγμάτων, ούτε εις βίον ειρηνικόν, χωρίς επιδρομάς κλεφτών και πειρατών και της Τουρκικής αρμάδας, και η εγκατάστασις εις την νέαν πόλιν δεν ενομίζετο οριστική, αλλ’ υπήρχε προσδοκία ότι οι άνθρωποι θα εβιάζοντο και πάλιν να επανέλθουν εις τα παλαιά, τα «μαθημένα» των. Κ’ ενώ όλο το Κάστρον ανεπόλουν, και το Κάστρον ελυπούντο και το ερρέμβαζον, και το είχον εις το στόμα, δεν έπαυον όμως να κτίζωσιν οικοδομάς εις τον νέον συνοικισμόν – όπως αποδειχθή διά μυριοστήν φοράν ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα σκέπτονται και άλλα κάμνουν, και ότι μιμούνται αλλήλους μηχανικώς.

                Ούτω λοιπόν, μετά δύο εβδομάδας από του αρραβώνος ετελέσθη ο γάμος. Ούτως ηθέλησεν η πενθερά. Δεν της ήρεσκεν, ως έλεγε, να έχη γαμβρόν αστεφάνωτον να συχνάζη στο σπίτι, αφού είχε θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγυιός του ανδρός της. Και η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παίδα έφηβον, εργαζόμενον επίσης εις το ναυπηγείον, και εν άλλο παιδίον κ’ εν κοράσιον ανήλικα, εδέχθη κατ’ οίκον το νέον ανδρόγυνον. Είτα, μετά εν έτος, εγεννήθη το πρώτον παιδίον, ο Στάθης, και δευτέρα η Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπιν ο Μιχάλης, ακολούθως η Αμέρσα, μετ’ αυτήν ο Μητράκης, και η τελευταία η Κρινιώ. Κατά τους πρώτους χρόνους εφαίνετο να βασιλεύη ειρήνη εντός της οικίας. Είτα, όταν ήρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύμφης, είχον δε μεγαλώσει αρκετά και τα δύο τελευταία της ανδραδέλφης, ήρχισε πόλεμος εντός του οίκου. Τότε η Φραγκογιαννού, ήτις με την ηλικίαν και την πείραν του κόσμου εγένετο πολύ σοφωτέρα, είχεν αξιωθή, ως έλεγε μετριοφρόνως, ν’ αποκτήση κι αυτή ένα σπιτάκι δικό της, χάρις εις την επιδεξιότητα της και την οικονομίαν της. Την μίαν χρονιάν ημπόρεσε μόνον να κτίση τέσσαρας τοίχους λασποκτίστους, μικρούς και χαμηλούς και να τους στεγάση· την δευτέραν χρονιάν κατώρθωσε να πετσώση κατά τα τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να κατασκευάση μικρόν πάτωμα, με διάφορα σανίδια, ανόμοια παλαιά και νέα, και, χωρίς να χάση καιρόν, ανυπομονούσα, πότε να «ξελευθερωθή» από την τυραννίαν της ανδραδέλφης, η οποία εγήραζε κ’ εγίνετο παράξενη, εκουβαλήθη, κ’ επήγε να εγκατασταθή, μαζί με τον σύζυγον και τα τέκνα, εις την «γωνίαν» της, εις την «φωλιάν» της, εις την «άκρην» της. Την ημέραν εκείνην, όπως έλεγεν η ιδία, ησθάνθη την μεγαλυτέραν χαράν εις την «ζήσιν» της. Όλ’   αυτά   τα   ενθυμείτο,   και  οιονεί  τα   ανέζη   η Φραγκογιαννού, κατά τας μακράς εκείνας αΰπνους νύκτας του Ιανουαρίου, ενώ ο βορράς ηκούετο εκ διαλειμμάτων να συρίζη έξω, πλήττων τας κεράμους, και κάμνων να ηχώσι τα παράθυρα, οπότε ηγρύπνει παρά το λίκνον της μικράς εγγονής της. Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε να ίδη συμπτώματα σπασμών εις το μικρόν ασθενές πλάσμα –επειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετο– πλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζη», είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της».

 

[6]               Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Η τιμή και το χρήμα»

[Απόσπασμα]

«Και το ‘καμε. Αρματώθηκε με υπομονή, με καρτερία, με ελπίδα, και το ίδιο το πρωί εζήτησε δουλειά στο εργοστάσιο που εγνώριζε, όπου εδούλευε πάντα η μάνα της. Κι αυτό το τόλμημά της που εκαταφρονούσε τους πατροπαράδοτους και παράλογους θεσμούς, της εφάνηκε πολύ ευκολότερο απ’ ό,τι το φανταζότουν, κι ούτε ένα χείλι δε βρέθηκε να την κατακρίνει για τούτο. Είταν φτωχιά κ’ έπρεπε να δουλέψει. Και τώρα επερνούσαν οι μέρες της ήσυχα· μα ο Αντρέας δεν ερχότουν.                                                                                                  Μόνο από το μπάρμπα που τον έβλεπε κάπου κάπου, γιατί τώρα κι αυτός έλειπε όλη μέρα, εμάθαινε πως ο άντρας της εδούλευε γιορτή καματερή στη θάλασσα και πως μόνο ερχότουν στη χώρα κάθε αυγή με τη βάρκα για να φέρνει στην αγορά τα ψάρια. Μα ο Σπύρος πονηρά εφυλαότουν να της πει κ’ ένα λόγο για τους σκοπούς τους.                                                 Είχαν λέω περνάσει μέρες κι αυτή ολομόναχη εργαζότουν· μα η δοκιμασία την είχε σκληρύνει και η καρδιά της είχε μεγαλώσει. Τώρα εγνώριζε καλύτερα τον κόσμο. Και τώρα ήξερε όλο το προάστιο πως οι Ξήδες είχαν φτωχύνει πλια, πως άντρες και γυναίκες σπίτι τους έπρεπε να ξενοδουλεύουν για να ζήσουν, κ’ ήξερε κιόλας πως την Κυριακή θα τους έβαζαν το πατρικό τους παλατάκι στη δημοπρασία. Κι αυτό τό ‘χε ακούσει κ’ η Ρήνη, μα τώρα δεν απελπιζότουν. Έπρεπε να υποταχτεί στη μοίρα κ’ είταν παρέτοιμη να νοικιάσει ένα χαμώγι και να περιμένει αμόλευτη και τίμια τον άντρα της, αν αλλούθε δεν ερχότουν βοήθεια καμία. Η καρδιά της της τό ‘λεγε πως η μάνα δε θα την άφηνε στο ύστερο να χαθεί.                                    Κι αληθινά την Παρασκευή το βράδι, όταν είχε σχολάσει από το εργοστάσιο η κυρά Επιστήμη ήρθε και τη βρήκε στην κρεβατοκάμαρά της, όπου εσυνήθιζε να κάθεται όλο το βράδι. Είχε κατεβασμένο χαμηλά το μαντήλι της και τα μάτια της δεν εφαινότουν καθόλου, γιατί δεν τα φώτιζε η τρεμάμενη φλόγα του λυχναριού που έπαιζε απάνου στ’ άλλα της τα πιθέματα.                                                                                                                                                                    Η Ρήνη είχε σηκωθεί ακούοντας το βήμα της και μια στιγμή οι δύο γυναίκες είχαν σταθεί σιωπηλές, σα να εφοβούνταν η μία την άλλη, σα να εφοβούνταν τα πικρά τα λόγια που είχαν να πουν η μία της άλλης, κι απέκει ολομεμιάς η αγάπη ενίκησε. Η κόρη ερίχτηκε στην αγκαλιά της μάνας και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι από τα μάτια τους και τες ησύχασαν και τότες εφιληθήκαν.                                                                                                                                               «Δυστυχισμένη» της είπε η μάνα κλαίοντας. Της απάντησε μ’ ένα αναφιλητό που της ετίναξε το στήθι κ’ έπειτα της είπε: «Τι να κάμω, μάνα;» «Ό,τι έκαμες, έκαμες» της αποκρίθηκε αφήνοντάς την και ξεσκεπάζοντας το κεφάλι της, «άλλο απ’ ό,τι έκαμες δεν έχεις να κάμεις, αλλά ας ιδούμε α μπορεί να βρεθεί δόρθωση.»                                                                                              Την άκουε με προσοχή κ’ εσφούγγισε τα μάτια της. Θα ετελειώναν τάχα τώρα τα δεινά και θα ερχότουν τέλος η δίκαιη ανταμοιβή της αρετής της; «Το ξέρεις» ξανάπε η μάνα καθίζοντας μπρος στο τραπέζι και ησυχασμένη τώρα· «το ξέρεις πως την Κυριακή σας πουλούνε το σπίτι;» «Το ξέρω· μα ας πάει το έρημο· τι τα θέλω τα χρειωμένα παλάτια; Αυτό τους εκατάστρεψε.» «Μη βιάζεσαι» της είπε η μάνα που ολοένα το βλέμμα της εζωντάνευε. «Αυτό που λες δεν είνε το σωστό. Τ’ αγαπάει και κείνος το πατρικό του το σπίτι.» Και σε μια στιγμή επρόστεσε πικρά: «Σ’ απαράτησε, ε;» «Δουλεύει στα ψάρια» αποκρίθηκε ντροπιασμένη, λέγοντας ναι, με το κεφάλι μονάχα. «Και δε θα ‘ρθει;» «Δεν ξέρω, δε μού ‘πε.» «Άκουσε» της είπε σκεφτική· «θα πάω αύριο να τον έβρω στη χώρα, την ώρα που φέρνει τα ψάρια, και θα του μιλήσω. Δε θέλω να το χάσετε το σπίτι· ας τα πάει τα εξακόσια που εγύρεψε· μα ας σε στεφανώσει.» «Ω μάνα» είπε ξαναδακρύζοντας από ευγνωμοσύνη· «είσαι καλή! Μα κ’ εγώ δεν έφταιξα. Τα πράματα δεν ήρθαν έτσι από χεριού μου.» «Ό,τι έκαμες, έκαμες» της απάντησε κλειώντας αγάλι αγάλι τα μάτια, σα νά ‘θελε να ξεφύγει μίαν άσκημη εικόνα που εκείνην τη στιγμή τής περνούσε μπροστά της. Μα τώρα πάλι η κόρη τής έλεγε: «Μόνο, ποιος ξέρει α φχαριστηθεί μ’ αυτά. Εδώ το ύστερο βράδι εμιλούσανε για χίλια, για χιλιάδες, ξέρω και γω για πόσα· και πού να βρεθούν αυτά που θέλει, καημένη μάνα· του δοκήθηκε να σας γδάρει.» «Τέτοιος δεν είναι» της είπε με σοβαρό ύφος· «όλα τα κάνει για να μου ανοίξει το πουγκί μου και να πάρει όσα εγύρεψε. Θά ‘ρθει πάλι στην αγκαλιά σου, καλός όπως ήτανε και πρώτα. Μην απολπίζεσαι. Θα κερδίσει το σπίτι του. Για τ’ άλλα τα παιδιά τα καημένα θα δουλέψω όσο κι αν ημπορώ· κι ας τους αφήσω καθενού λιγότερα, θα τους γλυτώσω τουλάχιστο την τιμή του σπιτιού τους.» «Ω μάνα» της εφώναξε φχαριστώντας με σιγαλή φωνή. «Πόσο σ’ επίκρανα, και τον καλό μου τον πατέρα!» «Ο καημένος ο μεθύστακας! Δεν πίνει τώρα σταξιά· η λύπη του είναι μεγάλη· τόνε παρηγοράω όπως μπορώ και κείνονε· θα σού ‘δινε και την ψυχή του.» «Αχ» είπε πάλι η Ρήνη «να μην είμουνα τουλάχιστον έγκυα!» «Ως κι αυτό!» είπε η μάνα· «είναι καβαλάρης αυτός κι εμείς πεζοί· από την αρχή αυτό είτανε το σκέδιο του· φοβερά μας την έπαιξε!» Και σα μετανοιωμένη ξακολούθησε έπειτα από μια στιγμή: «Μα κάνω πολύ κακά που σου τονέ κακολογάω. Η τύχη τά ‘φερε έτσι. Όπως κι αν είναι, αυτός είναι ο δικός σου· μαζί του θα ζήσεις· έχε τόνε με τα καλά και φχαρίστα τον, όσο μπορείς. – Έχε την ευκή μου.»                                                                  Και οι δύο γυναίκες εσηκωθήκαν και αγκαλιαστήκαν πάλι. Η κυρά Επιστήμη εκουκούλωσε έπειτα το πρόσωπό της και μ’ αλαφρωμένη καρδιά εκατέβηκε από το σπίτι του Αντρέα με την απόφαση να διορθώσει τα πάντα.            Η πληγή του Αντρέα είτανε τιποτένια. Αφού του την έπλυναν και του την έδεσαν σ’ ένα φαρμακείο, εξεκίνησε τώρα για το προάστιο. Επήγαινε να ξαναβρεί τη Ρήνη, να πάρει τα χρήματα, να πλερώσει τα χρέη του, κ’ είχε σκοπό να ετοιμάσει τη χαρά του για την άλλη Κυριακή. Ελευτερωμένος από τη φτώχια, ξανάβρισκε τώρα τον εαυτό του, εγενότουν πάλι άνθρωπος καλός, κ’ εξυπνούσε ξανά η αγάπη στην καρδιά του.                                                                                                                                                                  Στο δρόμο τον εσυχαιρόνταν όλοι για το γλύτωμα, και στο προάστιο, όπου αμέσως είχαν κοινολογηθεί τα πάντα, τον επεριτρογύριζε ο κόσμος κ’ ήθελε ν’ ακούσει από το στόμα του ό,τι είχε συνέβει. Ευχαριστιόνταν όλοι για την έβγαση, και του ευκιόνταν ευτυχία.                            Επήγε στο σπίτι του· και μη βρίσκοντας εκεί τη Ρήνη, επήγε, χωρίς να χάσει στιγμή, στο σπίτι της πεθεράς του.                                                                                                                  Εκεί εκλαίγαν όλοι, η Ρήνη, οι δύο αδερφάδες της και το αγόρι. Την εσίμωσε για να τη φιλήσει. Εκείνη τον εκοίταξε με παράπονο, σαν να τον ονείδιζε για όλο το φέρσιμό του, μα δεν αντιστάθηκε στο αγκάλιασμα. Θά ‘βρισκε στο τέλος κάποια γενναιότητα στην καρδιά του; Της είπε χαρούμενος, σα νά ‘χε λησμονήσει στη στιγμή ό,τι είχε κάμει τόσες μέρες: «Την Κυριακή στεφανωνόμαστε!» Αυτή του χαμογέλασε. «Και πάει η φτώχεια» εξακολούθησε· «της αφήκαμε γεια! Η μάνα σου εθύμωσε, μ’ εβάρεσε, μα δεν πειράζει. Τα δίνει όλα όσα έχει· δε θα πάρω παρά τα χίλια που χρειάζονται.»                                                                                                     Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε. «Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.                                                                                                             Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. ‘Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα’ χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ’ αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. ‘Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα. Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.                                                                                                                                   Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ’ εδυστύχεψε!« Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλι». «Και ξαναγοράζεις» του ‘πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.                                                   «Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας. «και δεν την έχω;» «Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!» «Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα’ ναι παράδεισος!» «Όχι!» του ‘πε· «έπειτα απ’ ό,τι έκαμες όχι! κι α σ’ αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν’ αδικηθούν τα αδέρφια μου;» «Σ’ εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό ‘πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»                                                                                                                                   «Πάμε!» είπε ο Αντρέας. «’Οχι!» του ‘πε μ’ απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας· θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. ‘Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»                              Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν χαμένα.

«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!» Κι εβγήκε στο δρόμο».

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας