Life Περιβάλλον

Όλυμπος: Από τη Σκανδαλιάρα προς την κορυφή Ράχη Αρβανίτη

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης

«Η επιτυχία δεν μετριέται από αυτό που έχεις κατορθώσει, αλλά από την αντίσταση που   συνάντησες και από το κουράγιο που έδειξες στη μάχη απέναντι σε αμέτρητες αντιξοότητες

(Orison Swet Marden, Αμερικανός συγγραφέας αυτοβοήθειας)

Μάρτιος, μήνας της Άνοιξης και των απρόβλεπτων καιρικών μεταβολών.

«Mάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. Και σαν τύχει και θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει.», λέει η σοφή παροιμία μας και τον περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο.

Στο ημερολόγιο έγραφε, Κυριακή  08 – 03 – 2020.

Παγκόσμια μέρα Γυναίκας.

Μέρα της μάνας, της αδερφής, της συνοδοιπόρου στη ζωή, της κόρης, της συναδέλφου, της φίλης, της…αγαπημένης (φωτ. 1). 

Ξύπνησα στις 04.00΄ π.μ.

Σηκώθηκα με ευχάριστη διάθεση. Με περίμενε η εορτάζουσα «αγαπημένη» μου. Άφησα τη ζεστασιά του κρεβατιού και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για τη «ζεστασιά» της… αγκαλιάς της Φύση.

Κοίταξα προς το παράθυρο. Έξω το απόλυτο σκοτάδι. Άνοιξα την τηλεόραση για συντροφιά, στην απόλυτη ησυχία των πρώτων πρωϊνών ωρών της μέρας.

Ετοίμασα το πρωινό μου και το απόλαυσα παρακολουθώντας κάποιο ντοκιμαντέρ. Ευτυχώς τις ώρες αυτές, που δεν «βομβαρδίζεσαι» από τα «μπλα-μπλα» των κάθε λογής μπλαμπλατζίδες, μπορείς να παρακολουθήσεις τα διάφορα ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ ευχάριστα.

Στη συνέχεια, έριξα μία τελευταία ματιά στο σακίδιο που θα κουβαλούσα, «γαντζωμένο» στην πλάτη για πολλές ώρες, κατά τη διάρκεια της δραστηριότητάς μου στο κυριακάτικο καταφύγιο των «θέλω» μου και μακριά από τα «πρέπει» της καθημερινότητας.

Αφού τα βρήκα όλα τακτοποιημένα και στη θέση τους, περίμενα ανυπόμονα την καθορισμένη ώρα της συνάντησής μου με τα υπόλοιπα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός».

Τα λεπτά κύλησαν γρήγορα. Η πολυπόθητη ώρα, που περίμενα τόσο πολύ, δεν άργησε. Μαζευτήκαμε. Ήμασταν όλοι συνεπείς στην ώρα.

Παντού το σκοτάδι. Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρα στους 10 βαθμούς Κελσίου και ο ουρανός συννεφιασμένος.

Ο «μετεωρολόγος» της ομάδας, ο Θανάσης, μάς ενημέρωσε ότι, στην περιοχή που προγραμματίσαμε να βρεθούμε, προβλεπόταν βροχή γύρω στις 11.00 π.μ.

Αυτό δεν μας πτόησε. Ήμασταν αποφασισμένοι, οι «παντός καιρού», να το τολμήσουμε και να δοκιμάσουμε τις αντοχές μας μέχρι εκεί που θα μας το επέτρεπαν, φυσικά, οι επικρατούσες αντιξοότητες καιρού+βουνού.

Μέσα στη σιωπή της πόλης, που ακόμη κοιμόταν, τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας στο τζίπ.

Τα ρολόγια δείξανε 05.30’ π.μ. όταν είπαμε το «bye-bye» στην «ωραία κοιμωμένη» Βέροια και ξεκινήσαμε για το ραντεβού μας με τη Φύση.

Μπήκαμε στην Εγνατία Οδό με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη και Αθήνα.

Αφήσαμε πίσω μας την χαρακτηριστική τεχνητή Λίμνη του Αλιάκμονα με τον όμορφο νυχτερινό στολισμό της, που έκανε τη διαφορά στον κάμπο της Βέροιας και των γύρω από αυτήν χωριών, και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας με προορισμό το Λιτόχωρο Πιερίας (φωτ. 2, του Sakis Trianatafyllou).

Από την ημιορεινή κωμόπολη της Πιερίας, που απλώνεται στη «σκιά» του βουνού των θεών, θα ξεκινούσαμε την κυριακάτική μας ορειβατική δραστηριότητα, που περιελάμβανε: «Ανάβαση στην κορυφή ‘‘Αρβανίτη Ράχη’’ αρχίζοντας την πορεία από τη θέση με το εικονοστάσι του ‘‘Αγιάννη Ερημίτη’’, που το συναντά κανείς στο ‘‘Ρέμα Σκανδαλιάρας’’».

Η κίνηση αυτοκινήτων στην Εγνατία και στην Εθνική «Θεσσαλονίκης-Αθηνών» σχεδόν ανύπαρκτη.

Οδηγώντας στο σκοτάδι και με συζητήσεις δεν καταλάβαμε για πότε μπήκαμε στο Νομό Πιερίας.

Ο ουρανός στην περιοχή με λιγοστά σύννεφα και κοιτάζοντας στα αριστερά μας, πέρα από τον Θερμαϊκό Κόλπο, τον είδαμε καθαρό πάνω από τον ‘‘Χορτιάτη’’ και την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Ο ήλιος δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του.

Στην έξοδο για Λιτόχωρο βγήκαμε από την Εθνική και ακολουθήσαμε τον ανηφορικό επαρχιακό ασφαλτόδρομο.

Ανηφορίζοντας, το μόνο που βλέπαμε, εκείνη τη στιγμή, ήταν τα φώτα της παραθεριστικής κωμόπολης.

Ο γιγάντιος ορεινός όγκος του βουνού των θεών, που ορθώνεται πάνω από αυτήν, δεν φαινόταν μέσα από το σκοτεινό πέπλο της νύχτας και την ομίχλη της στιγμής.

Φτάσαμε στο Λιτόχωρο.

Ανηφορίζοντας τον κεντρικό δρόμο, προσπεράσαμε το Δημοτικό Πάρκο «Κατούνια» και στη συνέχεια τον ασφαλτόδρομο, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στην Ι. Μ. Αγ. Διονυσίου και στα «Πριόνια» Ολύμπου (φωτ. 3).

Κατευθυνθήκαμε προς το Κέντρο. Φτάνοντας στο χαρακτηριστικό πέτρινο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγ. Νικολάου, που βρίσκεται στην Κεντρική Πλατεία, συνεχίσαμε ακολουθώντας την ένδειξη της πινακίδας: «Προς Αγ. Ιωάννη».

Από το σημείο εκείνο, μπήκαμε μέσα σε ένα πραγματικό λαβύρινθο του πυκνοκατοικημένου παλιού παραδοσιακού οικισμού της παραθεριστικής κωμόπολης.

Τα περάσματά μας προσεκτικά μέσα από τα στενά ανηφορικά σοκάκια του οικισμού, με τα περισσότερα πέτρινα σπίτια του να κάνουν τη διαφορά.Κάποια στιγμή τα…καταφέραμε.

Βγαίνοντας από τον λαβύρινθο, συνεχίσαμε την οδική πορεία μας μπαίνοντας σε ασφαλτόδρομο.

Ακολουθήσαμε τις ενδείξεις των πινακίδων, που  συναντούσαμε, επιτέλους, στη διαδρομή μας.

Στα 2,5 περίπου χιλιόμετρα μετά την έξοδο από το Λιτόχωρο και με κατεύθυνση, πάντα, προς το εξωκκλήσι του «Αγ. Ιωάννη», αφήσαμε το στενό ασφαλτόδρομο και στρίψαμε δεξιά σε ένα χωμάτινο, που οδηγούσε στο «Ρέμα Σκανδαλιάρας».

Τον ακολουθήσαμε. Ήταν ένας δασικός δρόμος, που μας θύμιζε περισσότερο έναν τρακτερόδρομο με πολλά στροφηλίκια.

Ήταν σε κακή κατάσταση. Το βρήκαμε «χαραγμένο» από αυλακώσεις, που τις έχουν δημιουργήσει τα νερά της βροχής.

Η πορεία μας αργή και η οδήγηση για γερά νεύρα.

Διανύσαμε τα 4,5 περίπου, ανηφορικά και δύσκολα, χιλιόμετρα της διαδρομής πάνω σε κατεστραμμένο δασικό δρόμο και φτάσαμε στη θέση με το ξύλινο ταμπλό, που μαρτυρούσε την ύπαρξη μονοπατιού, στα δεξιά μας.

Ήταν το σημείο της εισόδου στο μονοπάτι που οδηγούσε στο «Λιβαδάκι» και στη συνέχειά του στις κορυφές: «Σημαιοφόρος», «Πάγος», «Καλόγερος» κλπ (φωτ. 4).

Το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας για ακόμη πιο πάνω. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής σταματήσαμε κοντά σε ένα μαρμάρινο εικονοστάσι, που το συναντήσαμε στο…πουθενά…μέσα στο δάσος και ήταν αφιερωμένο στην «Παναγία».

Μας έκανε εντύπωση η παρουσία μιας ξύλινης…καρέκλας ακριβώς δίπλα του;;!! Το σημείο με το εικονοστάσι, ο Θανάσης το σημείωσε πάνω στον χάρτη.

Και το έκανε γιατί, τη διαδρομή αυτή στο δασικό δρόμο μετά τη θέση με το ξύλινο ταμπλό,  δεν έτυχε να την κάνουμε ποτέ και έτσι, έπρεπε να σημειώσουμε το κάθε τι, χαρακτηριστικό, που συναντούσαμε στην πορεία μας (φωτ. 5).

Συνεχίσαμε.

Δεν κάναμε παραπάνω από 7 χιλιόμετρα πορείας πάνω σε χωματόδρομο για να φτάσουμε, από το σημείο με την είσοδο στο μονοπάτι για το «Λιβαδάκι», στον οδικό προορισμό μας.

Χρειαστήκαμε μία ώρα και 40 λεπτά χαλαρής οδήγησης και να διανύσουμε 107 χλμ για να βρεθούμε από την πόλη της Βέροιας στη θέση με το ξύλινο κιόσκι, με τη μικρή λιμνούλα και με το αφιερωμένο στον «Αγιάννη Ερημίτη» εικονοστάσι, που ήταν κτισμένο μέσα στην εσοχή του απότομου βράχου (φωτ. 6, 7).

Στα  810 περίπου μέτρα υψόμετρο και μέσα στο «Ρέμα Σκανδαλιάρα», με τα τρεχούμενα νερά του, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την προγραμματισμένη κυριακάτικη ορειβατική μας εξόρμηση.

Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στους 8 βαθμούς Κελσίου και η δροσιά του περιβάλλοντος ήταν αισθητή στα ακάλυπτα τμήματα του σώματός μας.

Οι κινήσεις μας «τυποποιημένες». Στα σακίδια συμπληρώσαμε τα πλέον απαραίτητα, για τα εναλλασσόμενα καιρικά φαινόμενα που προέβλεπε η Μετεωρολογική Υπηρεσία ότι θα επικρατούσαν στην περιοχή.

Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS, για την καταγραφή της διαδρομής που θα πραγματοποιούσαμε για πρώτη φορά στα 20 και πλέον χρόνια ορειβατικών μας δραστηριοτήτων. Ετοίμασε και τους απαραίτητους χάρτες (φωτ. 8).

Ελέγξαμε τη λειτουργία του ασυρμάτου και όταν ήμασταν καθ’ όλα έτοιμοι, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.

Λίγα μόλις μέτρα μετά το κιόσκι υπάρχει ένα κόκκινο μεταλλικό βέλος, στο κορμό του δένδρου, με την ένδειξη: «Προς κορυφές».

Το μονοπάτι από την αρχή του κιόλας απαιτητικό. Περνούσε ανάμεσα από βράχους σε μια πλαγιά με μεγάλη κλίση.

Ήταν καθαρό, ευδιάκριτο και με καλή σήμανση. Ακολουθούσαμε τη λευκή βούλα μέσα σε λευκό φόντο, που συναντούσαμε στους κορμούς των δένδρων και στους βράχους.

Πολλά μπράβο στα μέλη των Ορειβατικών Συλλόγων της περιοχής για την καλή δουλειά που κάνανε (φωτ. 9, 10).

Στη συνέχειά του το μονοπάτι γινόταν βατό. Ανηφορικό μεν, αλλά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Τα απαιτητικά βραχώδη περάσματα λιγοστά και τα καλυμμένα, από καφετί χρωματισμού πεσμένα φύλλα, τμήματά του υπερτερούσαν σε όλη τη διαδρομή (φωτ. από 11 έως και 15).

Προχωρούσαμε μέσα στην, όλο μυστήριο, πρωινή σιωπή του δάσους. Ακούγονταν μόνο οι ανάσες της προσπάθειάς μας και το θρόϊσμα των ξηρών φύλλων κάτω από τα πόδια σε κάθε μας βήμα. Το τοπίο…στολισμένο. Γιόρταζε η…αγαπημένη μας, που την αποκαλούν Φύση.

Παντού λουλούδια, πολυχρωμία. Ανθισμένες πρίμουλες, μοβ κρόκοι, μικροσκοπικοί πανσέδες…χρωμάτιζαν το μονοπάτι και τις πλαγιές.

Εικόνες πανέμορφες και τα συναισθήματα δεκάδες στο αντίκρισμά τους. Γι αυτό αγαπήσαμε τη Φύση, το βουνό και τα έχουμε «χουχουλιασμένα» σε μια μόνιμη γωνιά της καρδιάς μας.

«Η φύση δεν φωνάζει, δεν κάνει ερωτήσεις. Δεν θέλει τίποτα, μόνο σεβασμό ενώ αθόρυβα ζωγραφίζει υπέροχους πίνακες που σε αφήνουν χωρίς ανάσα.» ( Alessia S. Lorenzi ) [φωτ. 16, 17, 18].

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ο Ηλίας σταμάτησε και δείχνοντας με το μπατόν του αναρωτήθηκε: «Που πας κυρά μου με τα κίτρινα και μαύρα που φοράς και είσαι στις ομορφιές σου;;!!».

Ήταν μια σαλαμάνδρα που ξεχώριζε πάνω από τα καφετί ξηρά φύλλα που κάλυπταν το μονοπάτι.

Εκείνη τη στιγμή μου ήρθαν στο μυαλό κάποιοι στίχοι από το τραγούδι της Μελίνας Κανά:

«Αλεξάνδρα σαλαμάνδρα τι κακό ειν’ αυτό / γιατί πήγες μ’ άλλον άνδρα παλιοκόριτσο;;!!…» (φωτ. 19).

Φωτογραφίσαμε το…μοντέλο και συνεχίσαμε. Η χλωρίδα εναλλασσόταν σε κάθε πέρασμά μας.

Περάσαμε με τη σειρά: από τμήματα μικτής βλάστησης, από τμήματα με θάμνους πυξαριών, από δάση οξιάς, από εκείνα με τα μαυρόπευκα και τα άλλα με πεύκα και τα μικρόσωμα ρόμπολα.

Είχαμε παρατηρήσει ότι, τα τμήματα με τη μικτή βλάστηση ήταν τα περισσότερα σε όλη την πλευρά του ορεινού όγκου που ανηφορίζαμε (φωτ. 20, 21, 22, 23).

Συνεχίζαμε την πορεία μας με τον Τοτό, τον αρχηγό μας, να «τρέχει» μπροστά σαν…αγριοκάτσικο.

Εμείς τον ακολουθούσαμε.

Το μονοπάτι μάς κατέβασε στο «Ρέμα Κωστή», με το τρεχούμενο νεράκι του (φωτ. 24).

Από κάποιο άνοιγμα καταφέραμε να διακρίνουμε το Λιτόχωρο, κάτω χαμηλά και μέσα από τη μουντή ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή. Κοιτάζοντας ακόμη πιο πέρα είδαμε ένα τμήμα του Θερμαϊκού Κόλπου (φωτ. 25).

Στη συνέχεια, το μονοπάτι που ακολουθούσαμε μάς ανέβασε στην χαρακτηριστική ράχη με το τοπωνύμιο «Ράχη Κωστή».

Στον κορμό ενός κωνοφόρου είδαμε ένα κόκκινο βέλος που μάς «έδειχνε» την κατεύθυνση του προορισμού μας. Για να σιγουρευτούμε συμβουλευτήκαμε και τον χάρτη μας.

Από το σημείο εκείνο ξεκινούσε ένα δευτερεύον μονοπάτι, που οδηγούσε αρχικά στη «Ράχη Αχριάνη» και στη συνέχειά του στην κορυφή «Καλόγερος». Το μονοπάτι αυτό, εμείς δεν το ψάξαμε. Το εντοπίσαμε μόνο στον χάρτη.

Η «Ράχη Κωστή» ξεχώριζε, γιατί η βλάστησή της, από τη Νότια πλευρά της, ήταν αραιή. Βρεθήκαμε ξαφνικά σε ξέφωτο (φωτ. 26, 27).

Ο καιρός με τα παιχνίδια του. Τα σύννεφα πηγαινοέρχονταν και ο ήλιος με κάποιες ελάχιστες εμφανίσεις του.

Συνεχίζαμε. Το μονοπάτι άρχισε, κάποια στιγμή, να μάς κατεβάζει αρκετά χαμηλά. Χάναμε υψόμετρο.

Κατεβήκαμε στο «Ρέμα Μάλτας» που ήταν άνυδρο.

Στη συνέχειά του άρχισε να μάς ανεβάζει ψηλότερα. Γινόταν απαιτητικό σε μια πλαγιά με μεγάλη κλίση.

Τι σου είναι αυτός ο μαγευτικός Όλυμπος ;; Τα έχει όλα, βρε παιδί μου !!

Δεν «κατοικήθηκε» μόνο από τους 12 θεούς, αλλά «αγκάλιασε» στον ορεινό του όγκο και όλα τα κράτη του Κόσμου;;!!

Δεν αργήσαμε να βρεθούμε σε άλλη…χώρα ;;!!

Περπατούσαμε μέσα σε ένα δάσος με όμορφα περάσματα, που είχε το τοπωνύμιο «Δάσος Μάλτας» (φωτ. 28, 29).

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής μας συναντήσαμε μία πηγή. Υπάρχει και ξύλινη ταμπελίτσα με το τοπωνύμιο.

Χρειαστήκαμε 2,5 ώρες πορείας για να βρεθούμε από την είσοδο μονοπατιού, με το κιόσκι, στη θέση «Πνάκι» με το τρεχούμενο νερό (φωτ. 30, 31).

Δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Φωτογραφίες. «Σημειώσαμε» τη θέση στο GPS και ξεκινήσαμε.

Στην πορεία μας, βγήκαμε, κάποια στιγμή, σε ξέφωτο με τοπωνύμιο «Ξνίθρες».

Κοιτάζοντας στον χάρτη μας διαπιστώσαμε ότι, από το σημείο ξεκινά ένα δευτερεύον μονοπάτι που οδηγεί στη ράχη «Νάνες-Έλατος», στη συνέχειά του στην κορυφή «Ράχη Αρβανίτη» και αν το συνεχίσει κανείς για ακόμη πιο πέρα θα τον φτάσει στο «Φράγκου Αλώνι» (φωτ. 32, 33).

Εμείς συνεχίσαμε την πορεία μας στο κλασικό μονοπάτι.

Δεν αργήσαμε να βγούμε σε δασικό δρόμο. Χρειαστήκαμε 20 λεπτά πορείας για να βρεθούμε από τη θέση «Πνάκι», με το τρεχούμενο νερό, στο βατό χωματόδρομο. Κοντεύαμε στο Καταφύγιο του ΣΕΟ Λεπτοκαρυάς.

Στη σύντομη διαδρομή μας προσπεράσαμε ποτίστρες ζώων και μία πηγή όμορφα διαμορφωμένη. Το τοπωνύμιο με την πηγή: «Ανω Πηγάδι».

Πάνω από το πέτρινο τοιχιάκι υπάρχει εσοχή και στο εσωτερικό της τα νερά, που στάζανε από τα πετρώματα, συγκεντρώνονταν σε μικρή γουρνίτσα (φωτ. από 34 έως και 37).

Άρχισε να ψιχαλίζει.

Είχε δίκιο ο Θανάσης, ο «μετεωρολόγος» της ομάδας μας. Αλλά, «έπεσε» λίγο έξω στην «πρόβλεψή του». Η ψιχάλα ήρθε κατά ένα μισάωρο νωρίτερα. Συμβαίνουν κι αυτά.

Δεν κάναμε παραπάνω από 20 λεπτά πορείας πάνω σε δασικό δρόμο και βρεθήκαμε στο Ορειβατικό καταφύγιο.

Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 10 λεπτά -συνολικός χρόνος- για να βρεθούμε από το κιόσκι, στην είσοδο του μονοπατιού, στα 1.417 μέτρα υψόμετρο της θέσης «Άνω Πηγάδια».

Το σημείο ήταν πρωτόγνωρο για μας. Βρεθήκαμε για πρώτη φορά στο όμορφο κτίσμα του ΣΕΟ Λεπτοκαρυάς (φωτ. 38, 39, 40).

Προφυλαγμένοι από το ψιλόβροχο, μελετήσαμε τον χάρτη του Συλλόγου Ορειβατών από τη Λεπτοκαρυά, που είχε όλες τις διαδρομές στην περιοχή (φωτ. 41).

Βλέποντας τον άστατο καιρό και μη γνωρίζοντας τις διαδρομές τόσο καλά, καταλήξαμε σε μία, που την αξιολογήσαμε σαν την καταλληλότερη στην πραγματοποίησή της με τις επικρατούσες αντιξοότητες στην περιοχή την ώρα εκείνη.

Αποφασίσαμε, δηλαδή, να κάνουμε την πορεία: Καταφύγιο (1)→‘‘Άνω Περιβόλι’’ (12)→ κορυφή ‘‘Ράχη Αρβανίτη’’ (11)→ ράχη ‘‘Νάνες-Έλατος’’ (14)→θέση ‘‘Ξνίθρες» (3)→και από τις ‘‘Ξνίθρες’’ να επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο, ακολουθώντας το κλασικό μονοπάτι που ανηφορίσαμε (φωτ. 42).

Ξεκινήσαμε αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουμε μία πρωτόγνωρη για μάς διαδρομή, από την ΝΑ πλευρά του ορεινού όγκου του βουνού των θεών.

Στην αρχή, ανηφορίσαμε την πλαγιά με το απέραντο χορτολίβαδο και στη συνέχεια μπήκαμε στα πυκνά πυξάρια. Το κομμάτι με τα πυξάρια σύντομο. Ακολούθησε δάσος με κωνοφόρα (φωτ. από 43 έως και 47).

Η σήμανση δεν ήταν καλή. Ψάχναμε παντού να βρούμε σημάδια μονοπατιού.

Εμφανίστηκε η ομίχλη, που κατά διαστήματα πύκνωνε καλύπτοντας τα πάντα στη γύρω περιοχή. Η παρουσία της δυσκόλευε κατά πολλή την προσπάθειά μας σε ένα άγνωστο για την ομάδα μονοπάτι.

Εμείς, όμως, απτόητοι. Ψάχνοντας προχωρούσαμε μέχρι που ξαναβγήκαμε σε ένα άλλο χορτολίβαδο (φωτ. 48, 49).

Το χιόνι που συναντήσαμε, ελάχιστο. Άρχισε να βρέχει και ολοένα δυνάμωνε.

«Μάρτης είναι, χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει.», λέει η σοφή μας παροιμία.

Όλα πλέον ήταν εναντίων μας σε ένα άγνωστο περιβάλλον. Ομίχλη+βροχή+άγνωστο μονοπάτι+κακή σήμανση…όλα μαζί.

Ευτυχώς δεν είχε κεραυνούς. Κατευθυνθήκαμε προς το ρόμπολο για προστασία της στιγμής και να αποφασίσουμε για τη συνέχεια.

Χρειαστήκαμε μία ώρα και 15 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από το καταφύγιο στο σημείο.

Στη μίνι σύσκεψη μεταξύ μας, αφού εκτιμήσαμε όλη την επικρατούσα κατάσταση στην περιοχή, αποφασίσαμε να μη προχωρήσουμε άλλο.

Πρώτον, γιατί ψηλότερα γινόταν ο…χαμός…και θάταν ανώφελο να ανεβαίνουμε προς τα πάνω χωρίς να βλέπουμε απολύτων τίποτα γύρω μας.

Δεύτερον, γιατί η απουσία σήμανσης θα μας «έβαζε» σε μπελάδες ανεπιθύμητου αποπροσανατολισμού.

Για να ανεβαίναμε τα 270 μέτρα υψομετρικά, που μας υπολείπονταν μέχρι την κορυφή του προορισμού μας, θα χρειαζόμασταν λιγότερα από 40 λεπτά ανηφορικής πορείας.

Κρίμα, δεν μας το επέτρεψε, όμως, η οργή του…Δία.

Μία αναμνηστική φωτογραφία στα 1.743 μέτρα υψόμετρο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής (φωτ. 50).

Η ομίχλη πύκνωνε, η βροχή δυνάμωνε και εμείς, με το GPS σε ετοιμότητα, προχωρούσαμε.

Η διαδρομή γνωστή πλέον, την κάναμε ανεβαίνοντας. Εικόνες όμως ελάχιστες, όλο το τοπίο το κάλυπτε η ομίχλη. Η βροχή συνέχιζε αμείωτη. Φτάσαμε στο καταφύγιο.

Αποφασίσαμε να κάνουμε τη στάση μας για ξεκούραση, περιμένοντας να υποχωρήσει η ένταση της βροχής.

Φορέσαμε στεγνά ρούχα και καθίσαμε να απολαύσουμε το κολατσιό μας.

Σαντουϊτς, μπάρες δημητριακών, ξηροί καρποί, σοκολάτες και πολλά υγρά περιελάμβανε το…κυριακάτικο τραπέζι μας. Τα απολαμβάναμε με θέα τη βροχή και με…μουσική…τον ήχο της σταγόνας που έπεφτε στη λαμαρίνα του υπόστεγου (φωτ. 51).

Μόλις διαπιστώσαμε ότι η ένταση της βροχής μειώθηκε, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για την επιστροφή.

Πήραμε το κλασικό μονοπάτι. Τα περάσματα γνώριμα, τα περάσαμε ανηφορίζοντας και οι εικόνες διαφορετικές μετά από την έντονη βροχή.

Καταφύγιο→θέση «Άνω Πηγάδι»→θέση «Ξνίθρες»→θέση «Πνάκι»→«Δάσος Μάλτας»→ «Ρέμα Μάλτας» →«Ράχη Κωστή»→«Ρέμα Κωστή», η διαδρομή που κάναμε επιστρέφοντας.

Κατηφορίζοντας, προσέχαμε στα βραχώδη τμήματα του μονοπατιού και στα κομμάτια εκείνα της διαδρομής με τις ρίζες των δένδρων που προεξείχαν.

Γλιστρούσαν και ο ανεπιθύμητος τραυματισμός μπορούσε να προκύψει ανά πάσα στιγμή.

Η βροχή ξανάρχισε και η έντασή της δυνάμωνε. Εμείς προχωρούσαμε (φωτ. από 52 μέχρι και 59).

Κάποια στιγμή φτάσαμε στην είσοδο του μονοπατιού. Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 20 λεπτά κατηφορικής πορείας για να βρεθούμε, βρεγμένοι μέχρι το…κόκκαλο,  από το Ορειβατικό καταφύγιο στο κιόσκι και το εικονοστάσι του «Αγιάννη Ερημίτη».

«Όταν μαυρίζει ο ουρανός / κι η γη δε με χωράει,

  όταν μου ρίχνει ο κεραυνός / φωτιά για να με φάει

  παίρνω λαούτο και φτερό, / σπαθί κι αστροπελέκι

  για να μερέψω τα θεριά / στης τρέλας μου το στέκι …» ( Σωκράτης Μάλαμας ) [φωτ. 60].

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στην όμορφη Βέροια, στην έδρα μας.

Στο σημείο αυτό είχε φτάσει στο τέλος της άλλη μία κυριακάτικη δραστηριότητά μας με πολλές εμπειρίες, με ανακαλύψεις καινούργιων διαδρομών, με «αντιστάσεις» απέναντι στην οργή των θεών του Ολύμπου -που «προκαλούσαν» τις αντιξοότητες για να «δοκιμάσουν» τις αντοχές μας.

«Αντισταθήκαμε» μέχρι εκεί που μας το επέτρεπε η λογική και αφήσαμε στην άκρη τον…τσαμπουκα…του «έλα, να παραβγούμε».

Νικιέται όμως η φύση, νικιέται το βουνό;;!!!

«Στην ουσία η κατάκτηση του βουνού είναι ένα στοίχημα του καθένα με τον εαυτό του, μία ευκαιρία να δοκιμάσει τα όριά του, ίσως και να τα ξεπεράσει….» (Ηλίας Μπαρμπίκας, δημοσιογράφος).

Είχαμε αντοχές, είχαμε δυνάμεις, είχαμε GPS…για να προχωρήσουμε για ακόμη παραπάνω.

Μπορούσαμε να «υποκύψουμε» στο πάθος της «κατάκτησης», αλλά υπερίσχυσε η λογική  και έτσι, επιστρέψαμε στη «βάση μας» χωρίς κανένα πρόβλημα.

Ετοιμαστήκαμε, είπαμε ένα «bye-bye» στην…αγαπημένη μας, τη Φύση -που μας χάρισε δεκάδες αξέχαστες στιγμές και αμέτρητες όμορφες εικόνες τις οποίες κάποιοι…αντίζηλοί μας…«προσπάθησαν» με κάθε τρόπο να τις «χαλάσουν»- και ξεκινήσαμε για την «έδρα μας», για τα σπίτια μας.

« Ζωή δεν σημαίνει να περιμένεις απλά να περάσει η καταιγίδα …αλλά, να μάθεις να χορεύεις στην βροχή.» (Άγνωστος)

Απολογισμός :

Διαδρομή: «Ρέμα Σκανδαλιάρας» (υψ. 810 μ.)→«Ρέμα Κωστή»→«Ράχη Κωστή»→«Ρέμα

Μάλτας»→ «Δάσος Μάλτας»→θέση «Πνάκι»→θέση «Ξνίθρες»→θέση «Άνω

Πηγάδι»→καταφύγιο ΣΕΟ Λεπτοκαρυάς (υψ. 1.417 μ.)→θέση «Άνω Περιβόλι»

(υψ. 1.743 μ.)→επιστροφή.

Υψομετρική  διαφορά : 1.280 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα. Στοιχεία GPS).

Χρόνος :      8 ώρες και 50 λ

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας