Απόψεις Λογοτεχνία

“Θαμπό της φωτοσκίασης απείκασμα… Μητιώ Σακελλαρίου”(2) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Η Μητιώ Σακελλαρίου συναντά και συστήνει τον Κάρλο Γκολντόνι

στην Κοζάνη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (1816)

 

«…εμετέφρασα την παρούσαν κωμωδίαν του κυρίου Γολδώνη,

                                                 την οποίαν επρόκρινα των άλλων ως ηθικωτέραν…»

 

Ο Κάρλο Γκολντόνι συνδέεται άρρηκτα με τον Αιώνα των Φώτων. Το διαφωτιστικό πνεύμα διαπερνά ακέραιο το θεατρικό του έργο. Οι κωμωδίες του διακριβώνουν τη μετάβαση από το παραδοσιακό στο σύγχρονο. Θεατρολογικά επαναπροσδιορζεται η έννοια του σκηνικού χωροχρόνου. Εγκαταλείποντας το φορμαλισμό της κομμέντια ντελλ’ άρτε, που τον εξέθρεψε, για πρώτη φορά στο – ιταλόφωνο τουλάχιστον – θέατρο ο σκηνικός χώρος είναι πλέον ο αστικός χώρος και ο σκηνικός χρόνος ταυτίζεται με το τώρα, τον παροντικό χρόνο. Ουσιαστικά η θεματική των γκολντονικών έργων είναι ομόλογη προς την αναδυόμενη αστική συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι μολιερικές κωμωδίες, όσο και τα έργα του Γκολντόνι, είχαν εξαιρετική απήχηση – στην αρχή ως αναγνώσματα και κατόπιν ως δραματοποιημένες παραστάσεις – στο Φαναριώτικο περιβάλλον. Ο Γκολντόνι ειδικά κατορθώνει να εκλαϊκεύει τις αξίες του Διαφωτισμού. Με το έργο του, δε θα ήταν υπερβολικό αν υποστηριχθεί, ότι εγκαθιδρύεται μία νέα δραματουργική ηθική[1].

Σε αυτήν την περίοδο, κατά τη ρωμαλέα φάση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δεσπόζει ο τόνος αισιοδοξίας για πνευματική ανασυγκρότηση του Γένους. Από την Ευρώπη διαχέεται σε όλον τον παροικιακό ελληνισμό η περίφημη sociabilité, το πρότυπο κοινωνικότητας, που συνιστά την κυρίαρχη αρετή των Φώτων.

Carlo Goldoni

Στο γκολντονικό έργο, όπως έγραφε ο ίδιος ο δημιουργός του, τίθεται στο επίκεντρο il mondo e il teatro. Προτάσσονται αξιακά η χαρά της ζωής και οι γήινες απολαύσεις[2]. Συνάπτονται πάντα με τη φιλομάθεια και τη φιλέρευνη διάθεση.  Μέσα σε πνεύμα οπτιμισμού το θέατρο του Γκολντόνι γνωρίζει επιτυχία, γίνεται δημοφιλές και μεταφέρει στο νεοελληνικό κοινό τα αστικά μηνύματα. Οι μεταφράσεις των έργων του στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού είναι συχνές[3]. Στην αρχή προσφέρονται ως ιλαρά αναγνώσματα στο καλλιεργημένο κοινό της εποχής. Σύντομα, σε μικρό βάθος χρόνου, θα ακολουθήσει και η θεατρική παράστασή τους. Η επαφή των εύπορων Ελλήνων της διασποράς με το δυτικό τρόπο ζωής θα τους εξοικειώσει σταδιακά και με τη σκηνική πράξη.

Ενστερνιζόμενη λοιπόν τις αυτές πεποιθήσεις, η Μητιώ Σακελλαρίου επιλέγει να προβεί τελικά στο διάβημά της. Όντας έξυπνη  και έχοντας εξασκηθεί στους επιδέξιους χειρισμούς – προφανώς και λόγω περιβάλλοντος – αποφασίζει να κινηθεί ευέλικτα. Γνωρίζει εξαρχής την απαιδευσία αλλά και τον περιρρέοντα συντηρητισμό που επικρατεί στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό. Η Κοζάνη δεν είναι Βουκουρέστι, ούτε Οδησσός[4]. Πρέπει λοιπόν να κινηθεί μεθοδικά, συγκρατημένα και βήμα βήμα, οργανώνοντας το εγχείρημά της με πειθαρχία,  να πετύχει το στόχο της. Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να φανεί οχληρή στο πνευματικό κατεστημένο της εποχής και της περιοχής. Γνωρίζει ότι οι εκκλησιαστικοί κύκλοι εμφορούνται από οπισθοδρομικότητα και αντιμετωπίζουν με καχυποψία την προοδευτική κοσμοαντίληψη των Φώτων. Πόσω μάλλον θα στέκονται εχθρικοί απέναντι στο θέατρο! Η χαρά της ζωής τείνει να εξοβελίζεται από την ιδεολογική σκευή αυτής της νοοτροπίας. Θεωρείται στοιχείο έκλυσης των ηθών και διαφθοράς της νεολαίας. Ο Μεγδάνης τη διαβεβαιώνει ωστόσο ότι δεν ανήκει στους «προληπτικούς», εκείνους που «απολύτως κατακρίνουν τας κωμωδίας ως ηθοφθόρους». Έχοντας λοιπόν εξασφαλίσει την πατρική συγκατάθεση και με δεδομένη τη συζυγική υποστήριξη – μην ξεχνάμε ότι είναι μία νεαρότατη γυναίκα των αρχών του 19 αιώνα! – θα εκδόσει τελικά το 1818 στη Βιέννη τις μεταφράσεις της[5]. Θα προτάξει μία εισαγωγή, όπου θα απευθύνεται επί τούτου «προς τας ευμενείς αναγιγνωσκούσας»[6] (βλ. Παράρτημα).

Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο, που προκύπτει, αφορά τη στοχοθεσία. Αφενός η Μητιώ στρέφεται κατεξοχήν στις γυναίκες αναγνώστριες. Αφετέρου πιστεύει ακράδαντα στην παιδευτική αποστολή του θεάτρου. Μάλιστα το χαρακτηρίζει ως εφαλτήριο για πιο εμβριθείς μελέτες σε σύνθετα αντικείμενα στοχασμού. Το θεατρικό έργο λοιπόν λειτουργεί εξαρχής ως μέσο ψυχαγωγίας («εις διασκέδασιν του καιρού, μάλιστα των μακρών νυκτών του χειμώνος»), ιδίως στην πληκτική καθημερινότητα της τουρκοκρατούμενης επαρχίας. Ταυτόχρονα τα κείμενα αυτά – και δη οι κωμωδίες – γίνονται γέφυρες για την (ανα)γνωστική μετάβαση σε πιο υψηλές περιοχές του επιστητού («προδιαθέτει και προθυμοποιεί εις άλλας σπουδαιοτέρας μελέτας, δια των οποίων ημπορούν να πλουτισθούν με ανωτέρας ιδέας και μαθήσεις»). Το θέατρο επομένως καθίσται χρηστομάθεια, όχι με τη στενά θρησκευτική έννοια του όρου αλλά με την ευρύτερη κοσμική και κοσμοπολίτικη σήμανση που της προσέδωσε ο Διαφωτισμός.

Μητιώ Σακελλαρίου – ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης

Η Μητιώ από το σύνολο των κωμωδιών του Γκολντόνι[7] επιλέγει να μεταφράσει τα έργα Lamore paterno overro La serva riconoscente και La vedova scaltra. Η επιλογή της δεν είναι τυχαία. Και τα δύο αποτελούν θεατρικές ηθογραφίες. Το πρώτο, «Η πατρική αγάπη» ή «Η ευγνώμων δούλη» αποπνέει έντονο ηθικό διδακτισμό, σύμφυτο με τα ιδεώδη, που μία κλειστή, συντηρητική κοινωνία ενστερνίζεται. Πρόκειται για την «ηθικωτάτην κωμωδίαν» του «κυρίου Γολδώνη», που είχε αποστείλει το 1812 στον ιερωμένο πατέρα της προς έγκριση. Πραγματεύεται το ηθικό δίλημμα μίας πιστής υπηρέτριας, που κληρονόμησε το σπίτι του αφεντικού της μετά το θάνατό του. Από τη μια καλείται να φιλοξενήσει το φτωχό αδελφό του μακαρίτη και τις κόρες του, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης στη μνήμη του κυρίου της· από την άλλη έχει να αντιμετωπίσει τον αρραβωνιαστικό της που την ψέγει για την αφελή καλοσύνη της, θεωρώντας ότι οι ξένοι καταχρώνται τη φιλοξενία της, την εκμεταλλεύονται και στο τέλος η κληρονομημένη περιουσία της θα εξανεμιστεί. Η κοπέλα, ως υπόδειγμα ηθικού χαρακτήρα, πράττει κατά συνείδηση. Ένα έργο λοιπόν ηθικοπλαστικό, συγκινητικό, κοινωνικά ανώδυνο και ιδεολογικά ακίνδυνο. Στεκόμαστε οπωσδήποτε στο γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια είναι γυναίκα.

Το δεύτερο έργο «Η πανούργος χήρα» είναι, για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, πολύ πιο τολμηρό ως θεματική και ως κοσμοθεωρία. Ασφαλώς αυτό δεν το έστειλε το 1810 στο Χαρίσιο Μεγδάνη, διότι θα απορριπτόταν αυθωρεί! Η συγκεκριμένη κωμωδία απάδει τα «καλά ήθη και τα ορθά δόγματα»[8]. Δεν έχει όμως και τόση σημασία. Εφόσον έχει εκμαιεύσει την πατρική συγκατάθεση, δυνητικά κινείται τώρα με μεγαλύτερη ελευθερία. Εδώ λοιπόν η πρωταγωνίστρια – πάντα γυναικείος ο κεντρικός ρόλος –  η Ροζάουρα είναι μια όμορφη γυναίκα. Χήρεψε πρόσφατα από το γάμο με τον πρώτο της άντρα, επειδή είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Τώρα την διεκδικούν τέσσερις μνηστήρες από τέσσερις διαφορετικές εθνικότητες: ένας Ιταλός, ένας Άγγλος, ένας Γάλλος και ένας Ισπανός. Η γυναίκα καλείται μόνη της να αποφασίσει και να διαλέξει. Διαθέτει αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, αυτενέργεια.

Εδώ ακριβώς έγκειται ο πρώιμος φεμινισμός της Μητιώς Μεγδάνη–Σακελλαρίου. Με όχημα το μεταφρασμένο θέατρο, τις δύο αυτές κωμωδίες ηθών, διαμορφώνει την παιδαγωγία της. Απευθυνόμενη στις ευμενείς αναγνώστριες, καταθέτει τη γνώμη της. Μιλά – τεθλασμένα αλλά αποτελεσματικά – για θέματα κρίσιμα των γυναικών στην εποχή της, μάλλον σε κάθε εποχή: το συνοικέσιο, το γάμο με διαφορά ηλικίας, τη δυνατότητα της κοπέλας να έχει άποψη για το μέλλον της και να επιλέγει. Ταυτόχρονα – και αυτό είναι πολύ σημαντικό – διαγράφονται τα πολιτισμικά στερεότυπα, που ήταν τότε διαδεδομένα στην Ευρώπη, για τα φυλετικά γνωρίσματα των εθνοτήτων. Πρόκειται για κριτική αποτίμηση της ετερότητας. Το διαπιστώνει κανείς μελετώντας όσα καταγράφονται για τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των τεσσάρων υποψήφιων μνηστήρων.

Θεωρείται μάλλον απίθανο οι γκολντονικές αυτές κωμωδίες να παραστάθηκαν επί σκηνής σε τόσο πρώιμη φάση στην Κοζάνη. Οι έως τώρα αρχειακές μαρτυρίες δεν πιστοποιούν κάτι τέτοιο. Την ίδια εποχή πάντως, στα γειτονικά και συνάμα μακρινά Ιωάννινα, το θεατρικό γεγονός υφίστατο έμπρακτα. Πολλοί από τους κατοίκους ήταν εμπορευόμενοι και είχαν διαμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Βιέννη ή σε ιταλικές πόλεις, όπως η Βενετία, το Λιβόρνο, η Τεργέστη. Κατά συνέπεια, όντας  οικειωμένοι με την ευρωπαϊκή κουλτούρα, επιχείρησαν να αναλάβουν παρόμοιες πρωτοβουλίες και για την πόλη τους. Παραστάσεις από μπαλέτα και ιταλικούς θιάσους δόθηκαν την εποχή του Αλή Πασά. Μάλιστα ο ίδιος, για να γιορτάσει το γάμο του με την κυρά Βασιλική, μετακάλεσε ιταλικούς θιάσους στην πόλη, γεγονός που παρέμεινε ωραία ανάμνηση για τους Γιαννιώτες πολύν καιρό μετά. Αλλά και ο γιος του Αλή, ο Βελής αγαπούσε το θέατρο. Μαρτυρείται μάλιστα από γάλλο περιηγητή της εποχής ότι είχε τολμήσει να προτείνει τη μετατροπή ενός τζαμιού σε ιταλική σκηνή[9]!

Τελικά, η Μητιώ Σακελλαρίου δεν είναι μία ρηξικέλευθη διανοούμενη. Δεν εδραιώνει έργο – τομή στην εποχή της. Είναι όμως μία πρωτοπόρος. Κινούμενη με σεμνότητα και σε χαμηλούς τόνους, με έδρα την επαρχιακή Κοζάνη, συμβάλλει στη διαμόρφωση φεμινιστικής συνείδησης στον πρώιμο 19ο αιώνα. Η προβολή του διαφωτιστικού πνεύματος διέπει την κοσμοθεωρία της ολοκληρωτικά. Όμως αυτό το έργο θα ξεχαστεί. Σύντομα θα καταλήξει ανεπίκαιρο. Συμπίπτει με μία συγκυρία, που το πνεύμα της εποχής αλλάζει άρδην, καθώς καλείται να υπηρετήσει διαφορετικές σκοπιμότητες. Οι καιροί ου μενετοί λοιπόν για τους ηθικοδιδακτικούς σκοπούς της κωμωδίας του Διαφωτισμού. Υποκύπτει εκ των πραγμάτων στις νέες απαιτήσεις των καιρών, που η ιστορική αλλά και η σκηνική αναγκαιότητα επιβάλλουν. Το ρεπερτόριο θα αναπροσανατολιστεί πλέον προς την πατριωτική δραματογραφία, που η επανάσταση του 1821 και ο ρομαντισμός της αθηναϊκής σχολής εμπνέουν και ενθαρρύνουν[10].

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μητιώ Μεγδάνη – Σακελλαρίου, (1790 – 1863)

 Ο πρόλογος του βιβλίου της Μητιώς Σακελλαρίου

Προς τας ευμενείς αναγιγνωσκούσας 

            Μεταφράζουσα τας παρούσας κωμωδίας δεν είχα άλλον σκοπόν, παρά να γυμνασθώ εις την ιταλικήν γλώσσαν, κατά την συμβουλήν των οικείων μου και ξένων πεπαιδευμένων, οι οποίοι με επαράστησαν την μετάφρασιν ως τον προσφορώτατον τρόπον εις το να εισχωρεί καθείς εις οιανδήποτε ξένην γλώσσαν διδάσκεται· πολλοί εξ αυτών με επαρακίνησαν έπειτα να τας εκδώσω εις τύπον, δεν ετόλμησα όμως τότε να ακολουθήσω την γνώμιν των, συστελλομένη να εμφανισθώ εις το γένος μας με τοιαύτας ευτελείς μεταφράσεις, ούσα βεβαία ότι υπάρχουν εις το γένος μας πολλαί ειδημονέστεραί μου και της ημετέρας και ξένων γλωσσών, πολυμαθείς και ικαναί όχι μόνον να μεταφράσουν αλλά και να συγγράψουν βιβλία σπουδαιότερα και λυσιτελέστερα· τέλος πάντων υποχωρούσα εις τας πολλάς και συνεχείς προτροπάς, ενθαρρύνθην να τας κοινοποιήσω εις το γένος μας δια του τύπου, στοχαζομένη ότι έχουν και αυταί τι χαρίεν και χρήσιμον· διότι η ανάγνωσις των δραματικών ποιημάτων όχι μόνον συντείνει εις διασκέδασιν του καιρού, μάλιστα των μακρών νυκτών του χειμώνος, και αναπληροί τρόπον τινά τας θεατρικάς παραστάσεις, αι οποία είναι η ευγενεστέρα διάχυσις όλων των ευρωπαϊκών γενών, αλλά και ηδύνουσα τους αναγνώστας τους προδιαθέτει και προθυμοποιεί εις άλλας σπουδαιοτέρας μελέτας, δια των οποίων ημπορούν να πλουτισθούν με ανωτέρας ιδέας και μαθήσεις· και εν τούτω χρησιμεύει και προς ηθικήν διδασκαλίαν, καθ’ ο εις τα τοιαύτα ποιήματα ζωγραφίζονται εις έναν καθρέπτην τα διάφορα ήθη των ανθρώπων, παρασταίνονται συνεχείς μάχαι μεταξύ αρετής και κακίας, εις τας οποίας η αήττητος αρετή καταπαλαίει πάντοτε όλας τα πολυπλόκους σκευωρίας και δυνάμεις της υπερηφάνου αντιμάχου της.

            Αν και τοιούτος ο καθαυτός σκοπός των θεατρικών ποιημάτων και παραστάσεων, με όλον τούτο δεν αμφιβάλλω ότι πολλοί έχοντες κακήν υπόληψιν προς αυτά ως διαφθαρτικά των ηθών, θέλουν με ονειδίσει εκδίδουσαν κωμωδίας, όθεν προαπολογούμαι εις τους τοιούτους κατηγόρους μου.

            Δεν είναι των δυνάμεών μου να ομιλήσω εν γένει περί του κάλλους, δια το οποίον πρώτοι οι σοφοί πρόγονοί μας εισήγαγον τα θέατρα, και έπειτα όλα τα φωτισμένα γένη των Ευρωπαίων τα παρέλαβον από εκείνους, και τα διατηρούν και τη σήμερον, και περιποιούνται και τιμούν τους δραματικούς ποιητάς, όθεν θέλω εκθέσει μόνον το ηθικόν των δύο τούτων κωμωδιών.

Μητιώ Σακελλαρίου – ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης

            Και εις τα δύο θέλετε εύρει καλών ηθών παραδείγματα. Εις την πρώτην μία δούλη ευγνώμων προς τον αποθανόντα αυθέντην και ευεργέτην της, δέχεται εις τον οίκον της τους ενδεείς οικογενείς του, και τους περιποιείται εξοδεύουσα εξ ιδίων της, και ενώ ο σύνδουλός και μνηστευτός της αχάριστος την προβάλλει να εκλεξη ή αυτόν ή εκείνους, με απόφαση να την αφήση, αν δεν τους διώξει από τον οίκον της, παλαίει με τον έρωτα και με την συμπάθειαν, αν και γυναίκα δεν ηττάται από το ισχυρώτατον πάθος της νεότητος, αλλά κινεί κάθε μέσον να ευχαριστήση αμφότερα, και τον έρωταν και την συμπάθειαν, το οποίον και κατορθώνει με υπομονή και φρόνησιν της· παράδειγμα αξιοθαύμαστον της ευγνωμοσύνης, διδασκαλία σοφωτάτη προς τους ευεργετουμένους. Ένας πτωχός πατήρ αποφασίζει να υποφέρει κάθε δυστυχίαν δια την τιμήν των θυγατέρων του· δύο σεμναί κόραι ίστανται σταθεραί εις τα καταδρομάς της τύχης, και ζητούν την σύστασίν των όχι με αισχρά μέσα, αλλά με τας αρετάς και προκοπάς των· δύο σώφρονες νέοι θυσιάζουν την ελευθερίαν των όχι εις εξωτερικά θέλγητρα και γυναικείας  αβρότητας, αλλ’ εις τα αληθή κάλλη της ψυχής· όλων αυτών των περιπετειών το τέλος είναι ο θρίαμβος της αρετής.

            Εις την δευτέραν βλέπετε περισσοτέρας περιπετείας, περισσοτέρας κακοηθείας παρά καλοηθείας, όμως αφού κρίνητε το πράγμα με ορθόν λόγον, θέλετε εύρει το τέλος ηθικώτατον· τέσσαρες νέοι κυριεύονται από τον έρωτα μίας ωραίας χήρας, την πολεμούν με πλούσια δώρα, με ερωτικάς εκφράσεις, με υποσχέσεις ενδόξων βαθμών· όμως αυτή δεν νικάται από τας απατηλάς προσφοράς των, αν και τρωμένη από τον έρωτα ενός αυτών, δεν τον φανερώνει το πάθος της, αλλ’ αποβλέπουσα εις την πιστήν και επίμονον αγάπην, ως το κυριότερον συστατικόν της ευδαιμονίας της εγγάμου ζωής, ανιχνεύει με μίαν αγχινουστάτην εφεύρεσιν την διάθεσιν εκάστου, και δίδεται εις τον τελευταίον, αφού εβεβαιώθη δια της πείρας, ότι ήτον άξιος της αγάπης της· ιδού λοπόν και εδώ μία διδασκαλία προς τας νέας, δια να μην απατώνται από τας ψευδείς ενδείξεις του έρωτος ακαταστάτων νέων, αλλά να ανιχνεύουν τα διαθέσεις των εραστών των, και αφού τους εύρουν τοιούτους οποίοι απαιτούνται εις σύστασιν της ευδαιμονίας των, τότε να τους αξιούν της αγάπης των και της συμβιώσεώς των.

            Εις αυτήν την κωμωδίαν ο ποιητής παίζει με τα ελαττώματα τινών γενών, και σατυρίζοντά τα τα κατασταίνει αξιοχλεύαστα, συμβουλέυων με τούτο τους ακροατάς του να τα αποστρέφωνται ως μεμπτά και απρεπή.

            Εκ τούτων δείκνυται ότι δεν έχουν δίκαιον όσοι κατηγορούν απολύτως τας θεατρικάς ποιήσεις και παραστάσεις ως ηθοφθόρους· όλαι αι ποιήσεις,  όλαι αι ιστορίαι, όλαι αι ηθικαί διδασκαλίαι έχουν τέλος το να μας οδηγήσουν εις το αγαθόν, δεν ημπορούμε όμως να το γνωρίζωμεν ούτε να το τιμήσωμεν, χωρίς να το παραβάλωμεν με το κακόν· δια τούτο η αρετή παρατίθεται αντίκρυ της κακίας δια να λάμπη φαεινοτέρα, και να καθίσταται μάλλον ζηλωτή· αλλ’ αν κανένας τυφλωμένος από τα πάθη δεν βλέπει το αληθές φως, και πίπτη είς το σκότος, δεν είναι αιτία της πτώσεώς του τα τοιαύτα θεάματα και αναγνώσματα, αλλ’ αι κακαί αρχαί της αντροφής και παιδείας του, αι οποίαι αμβλύνουσαι τα όμματα του νοός του δεν τον αφίνουν να γνωρίση το όντως αγαθόν και κακόν, δια να δοθή εις εκείνο, και να αποστραφή τούτο.

            Και ταύτα μεν περί των παρουσών κωμωδιών· εγώ δε προσφέρουσα αυτάς εις υμάς παρακαλώ να τας δεχθήτε ευμενώς παραβλέπουσαι και υμείς, και οι λόγιοι αναγνώσται των, τα σφάλματα και τα λάθη εις όσα ίσως υπέπεσα δια την εις αμφοτέρας τας γλώσσας αδυναμίαν μου. Και αν αξιώσητε αυτάς μεν της συγκαταβατικής υποδοχής σας, εμέ δε της φιλόφρονος ευνοίας σας, ελπίζω να προθυμηθώ δια να σας προσφέρω εις το εξής και άλλας λυσιτελεστέρας μεταφράσεις· υγιαίνοιτε.

 

            1816 Δεκεμβρίου 12                                                             Η ταπεινή

                  από Κοζάνης                                                        Μητιώ Σακελλαρίου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου


Μητιώ Σακελλαρίου – ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης

 

[1]               Βλ. σχετικά και Άννα Ταμπάκη (2005) «Το νεοελληνικό θέατρο (18ος – 19ος αιώνας) – Ερμηνευτικές προσεγγίσεις», Δίαυλος, Αθήνα, 84 κε.

[2]               Ταμπάκη, όπ, 2002, 130 κε. Ειδικά για την εύχαρι θεματολογία του Γκολντόνι βλ. Ταμπάκη, όπ, 2005, 90–91. Η αστική νοοτροπία, όπως έχει ήδη διαμορφωθεί καθώς και η αισιοδοξία που τη διέπει, αποτυπώνεται στη φαναριώτικη μετάφραση του έργου του «La dama prudente» («Η σώφρων και στοχαστική αρχόντισσα»). Στο διάλογο του Ροδεκόντε με την Εμίλια (9η σκηνή) φαίνεται ευδιάκριτος και ο τόνος οπτιμισμού και ο αστικός τρόπος ζωής:

Ροδ:       Αμή τες χειμωνιάτικες νύκτες πώς τες απερνούν; Πώς εγλεντίζουν εκεί;

Εμ:         Ποίος με τα χαρτιά, ποίος με τας συνομιλίας, ποίος με το αμόρε· όμως μυστικότατα

Ροδ:       Εδώ έχομεν μεγάλην χάριν των θεάτρων. Εξοδιάζεται σχεδόν η μισή νύκτα δια πάντα·         και όντας ένας εξαίρετος και ευγενικός εγλεντζές, αποφεύγει τινάς πολλά άτοπα και      άπρεπα, ωσάν τα χαρτιά, ωσάν τες κακές συναναστροφές και κατάκρισες, και το            αμόρε οπού λες.

Εμ:         Να με συμπαθήσετε, και εγώ επήγα πολλάκις σε θέατρα, και είδα ότι και εκεί δεν    απολείπει το αμόρε και τα πισπιρίσματα.

Ροδ:       Ναι, όχι όμως καθώς ημπορούν να γίνωνται εις τα οσπίτια

Εμ:         Εγώ μάλιστα μακαρίζω όσες ευρίσκονται και εγεννήθησαν εις πολιτείες.

Παρεμπιπτόντως, σε σχέση με την ποιητική παραγωγή των καιρών, ας θυμηθούμε ότι ανάλογο πνεύμα αγαλλίασης (βακχική ευδαιμονία, διάχυτος ερωτισμός, λυρικότητα και εμπιστοσύνη στο μορφωτικό αγαθό) εκπέμπει η ποίηση του Αθανάσιου Χριστόπουλου και του Ιωάννη Βηλαρά.

[3]               Σημαντικό τεκμήριο για το μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο του Γκολντόνι παραμένει ο αχρονολόγητος κώδικας 14612 της Βασιλικής Βιβλιοθήκης των Βρυξελλών. Περιλαμβάνει 10 κωμωδίες. Μάλλον θα πρέπει να χρονολογηθούν μετά το 1765, όταν ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Γρηγόριος Γκίκας προβαίνει σε εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις και διορίζει τον Ιώσηπο Μοισιόδακα ως καθηγητή φιλοσοφίας στην Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου. Αντιστοίχως, στην Κρατική Βιβλιοθήκη του Βουκουρεστίου σώζονται τρεις χειρόγραφοι κώδικες με ιδιόχειρες συλλογές έργων του Γκολντόνι σε μετάφραση του Ιωάννη Καρατζά, ηγεμόνα της Βλαχίας. Πρόκειται συνολικά για 14 κωμωδίες. Βλ. Ταμπάκη, όπ, 2005, 84–87.

[4]              Πρβλ. το σημαντικό ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη «Η ανατροπή», Κέδρος, Αθήνα 2000.

[5]               Η πατρική αγάπη ή Η ευγνώμων δούλη και Η πανούργος χήρα, Κωμωδίαι του Κυρίου Καρόλου Γολδώνη, Εκ του ιταλικού μεταφρασθείσαι παρά Μητιούς Σακελλαρίου, εν Βιέννη της Αουστρίας  κατά το τυπογραφείον Ιωάννου του Σνεϊρερ. Οι περισσότεροι Κοζανίτες λόγιοι εξέδιδαν τα έργα τους στη Βιέννη. Βλ. και Anna Tabaki «Le théâtre néohellénique: Genèse et formation. Ses composantes sociales, idéologiques et esthétiques», Διδακτορική διατριβή, vol. I–III, École des Hautes Études en Sciences Sociales, Paris 1995, Σελ. 419 κε: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.

[6]              Η Ταμπάκη, όπ 2002, 27 επισημαίνει ότι η εισαγωγή αυτή γράφτηκε αργότερα από τις μεταφράσεις, δηλαδή όχι το 1812 αλλά το 1816. Ομοίως Tabaki όπ 1995, 421, σημ. 131.

[7]               Η Μητιώ γεννιέται τρία χρόνια πριν το θάνατο του Κάρλο Γκολντόνι το 1793. Το έργο του σπουδαίου συγγραφέα παραμένει επίκαιρο στην εποχή της, είναι σχεδόν σύγχρονο.

[8]              Πρβλ. Σπυριδωνίδης, όπ 2006–07. Η συγκεκριμένη κωμωδία του Γκολντόνι είχε επαναστατικό χαρακτήρα. Προκάλεσε τόσο έντονες αντιδράσεις, σε σημείο που ο κληρικός Pietro Chiari από την Brescia να απαντήσει με την παρωδία του  La scuola delle vedove”  («Σχολείο για χήρες»).

[9]              Ταμπάκη, όπ, 2005, 155–157.

[10]             Πρβλ. Βάλτερ Πούχνερ (2004) «Δραματουργικές και θεατρολογικές θεωρίες στην προεπαναστατική Ελλάδα (1815 – 1818)», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, «Ελληνικά» Τόμος 50, Αθήνα, σελ. 231-305. Ειδικότερα για τη μετεπαναστατική κατάσταση στο ερασιτεχνικό θέατρο της Αθήνας βλ. σ. 302: «Αν και το ρεπερτόριο του ερασιτεχνικού θιάσου του 1836/1837 στην Αθήνα επαναλαμβάνει το προεπαναστατικό ρεπερτόριο, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στο μεταξύ· στη βαυαροκρατούμενη Αθήνα κυριαρχούν τα πολιτικά θέματα και η σύγκρουση του ντόπιου με το ξένο, του αυτόχθονου με το ετερόχθονο». Και εν κατακλείδι σ. 304: «…τη Μητιώ Σακελλαρίου και τις μεταφράσεις της, μαζί με τον καλογραμμένο και συμπαθητικό πρόλογό της «προς τας αναγιγνωσκούσας» θα τις φάει το μαύρο σκοτάδι, ώσπου σύγχρονες βιβλιογραφίες και μελετητές θα τις ανασύρουν από τη λήθη».

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας