Σε προηγούμενα σημειώματα γράψαμε σχετικά με το γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο του Βέρμιου όρους. Στο κεφάλαιο αυτό θα γίνει μια μεγαλύτερη ανάλυση όσον αφορά στη γεωλογία, στη χλωρίδα και στη πανίδα. Για το θέμα θα μιλήσουμε εκλαϊκευμένα έτσι ώστε να γίνουν αντιληπτά για τον μέσο αναγνώστη.
Το Βέρμιο, όπως και τα Πιέρια, έχουν παλιά γεωλογική ηλικία, είναι δε φυσικό και προφανές ότι ο γεωλογικός χρόνος είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ιστορικό. Περισσότερα από 130 εκατομμύρια χρόνια πριν, στην Ημαθία υπήρχε βαθειά θάλασσα. Στον πυθμένα της μέσα σε μια πορεία 50 – 60 εκατομμυρίων ετών δημιουργήθηκε απόθεμα ιζημάτων (από θαλάσσιους κελυφώδεις οργανισμούς κ.τ.λ.) πάχους άνω των 2.000 μέτρων, τα οποία πήραν πετρώδη μορφή (ασβεστόλιθος). Βέβαια, ο ασβεστόλιθος αυτός ήταν υποθαλάσσιος. Με την πάροδο του χρόνου, τις κινήσεις του πυθμένα και τις μεταβολές, που μπορούν να εξηγηθούν μόνο επιστημονικά, δημιουργήθηκαν τα μάρμαρα και άλλα πετρώματα που ήταν σε βαθύτερα στρώματα. Στα 80 – 90 εκατομμύρια χρόνια πριν, λόγω των συνεχών ανοδικών κινήσεων του πυθμένα, αποκαλύφθηκαν τα δυο βουνά της Ημαθίας (Βέρμιο, Πιέρια) και υποχώρησε η θάλασσα. Με τη συνεχή συμπίεση και τη τεκτονική κίνηση διαμορφώθηκαν τα βουνά και με το ανεβοκατέβασμα της θάλασσας δημιουργήθηκαν και άλλα νέα επιπλέον ιζήματα (χαλαρά – όχι πετρώδη) μεγάλου πάχους (άνω των 3.000 μέτρων), δημιουργώντας έτσι την πεδιάδα της Βέροιας- Νάουσας.
Ταυτόχρονα θερμό ημίρευστο μάγμα (λάβα) από το εσωτερικό της γης (ανώτερος μανδύας βάθους 40 km), πιεζόμενο, εκχύθηκε στο πυθμένα της θάλασσας και, αφού κρύωσε, δημιουργήθηκαν πετρώδη ιζήματα. Πρόκειται για τα πράσινα μάρμαρα (σερπεντινίτες και υπερβασικά πετρώματα), που βλέπουμε στη Φυτειά, στη Βεργίνα και στη Σφηκιά. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τα απολιθωμένα φυτά (νεότατος γεωλογικά πορόλιθος 2 – 3 εκατομμυρίων ετών), που δημιουργούν ωραίες εμφανίσεις και σπήλαια στην περιοχή Βέροιας και Νάουσας (και οι ασβεστόλιθοι το κάνουν αυτό). Σπήλαια πρέπει να υπάρχουν πολλά στο Βέρμιο και στα Πιέρια, λόγω υδροδιάλυσης ασβεστόλιθου. Τέτοιο σπήλαιο (βαθύ και δαιδαλώδες) είναι και η ‘Τρύπα του Μιχάλη’ πάνω από το Σέλι, που σε καμιά περίπτωση δεν προήλθε από ηφαίστειο.
Οι ελληνικές οροσειρές ανήκουν στο ∆ιναρικό κλάδο του Αλπικού συστήµατος και υποδιαιρούνται σε γεωτεκτονικές ζώνες, καλούµενες ως «Ελληνίδες ζώνες». Το όρος Βέρµιο ανήκει (α) στη γεωτεκτονική Ζώνη Αξιού (υποζώνη Αλµωπίας) και (β) στην Πελαγονική ζώνη. Το γεωλογικό υπόθεµα του όγκου του Βερµίου χαρακτηρίζεται από πετρώµατα, που αντιστοιχούν στις δύο παραπάνω προαναφερόμενες γεωτεκτονικές ζώνες.
Το Βέρμιο σχηματίζει μεγάλη οροσειρά 70 περίπου χιλιομέτρων και σε ότι αφορά, αναλυτικότερα, στα γεωλογικά χαρακτηριστικά του Βερμίου, μεγάλη έκταση, ιδιαίτερα βόρεια στη περιοχή Κεντρικού Βερμίου – Άνω Βερμίου και ειδικότερα γύρω στη ψηλότερη κορυφή (Τσανακτσή 2.052 μ.), καταλαμβάνουν ασβεστολιθικά κροκαλοπαγή πετρώματα και κλαστικοί ασβεστόλιθοι του ανώτερου κρητιδικού, που υπάγονται στη Ζώνη Αξιού. Πάνω από τα προηγούμενα πετρώματα επικάθεται πελαγονικός φλύσχης (εναλλαγές στρωμάτων ιζηματογενών πετρωμάτων νεότερων των ασβεστολιθικών), όπως ειπώθηκε προηγουμένως.
Οι δυτικές πλαγιές του Βερμίου πλαισιώνονται από ασβεστόλιθους με θραύσματα Ρουδιστών χρώματος ανοικτότεφρου, σχηματίζοντας μεγάλους κρημνούς. Στα όρια του βόρειου τμήματος παρατηρούνται εκρηξιγενή πετρώματα διαφόρων ειδών. Στα νότια και νοτιανατολικά τμήματα απαντούν σχιστόλιθοι και μάρμαρα της Πελαγονικής ζώνης, ενώ στα ανατολικά εναλλάσσονται σχιστόλιθοι, ψαμμίτες και ασβεστόλιθοι.
Βέβαια, όσον αφορά στα σημεία του ορίζοντα, ο διαχωρισμός αυτός είναι ενδεικτικός, μια επιστημονική προσέγγιση είναι περισσότερο ακριβής. Πάντως, γενικά τα πετρώματα που κυριαρχούν είναι ο σκληρός ασβεστόλιθος, ο μικτός φλύσχης, οι περιδοτίτες (πυριγενή πετρώματα), οι σχιστόλιθοι, τα μάρμαρα και τριτογενείς αποθέσεις (σχιστοψαμμιτικός φλύσχης, αλλούβια, δολίνες και γνεύσιοι κλπ). Το βουνό φημίζεται για το παραγόμενο λευκό μάρμαρο που ήταν γνωστό και κατά την αρχαιότητα.
Τα ορυκτά και μεταλλεύματα, που απαντούν στο Βέρμιο είναι κυρίως σιδηρονικελιούχα, χρωμιτικά, χαλκούχα, χαλαζιακές φλέβες (Κουμαριάς), καολινίτες ή καολίνες (πολύ καλής ποιότητας αργιλοπυριτικό ορυκτό στο Ξηρολίβαδο), ασβεστίτες (Πλαλίστρας), καλής ποιότητας άργιλος (terra rosa) Κουμαριάς κ.α.
Σχετικά με το ανάγλυφο και τη φυσιογραφία, το Βέρμιο χαρακτηρίζεται από ποικιλία τοπίων όπως: ψηλές, μέσες και αποστρογγυλωμένες κορυφές, βραχώδεις εξάρσεις, επίπεδα και μη λιβάδια, κλειστές κοιλάδες και πολλά ρέματα. Στο βόρειο και νοτιοανατολικό τμήμα παρατηρούμε απότομες κλίσεις (Σελλιώτικος Λάκκος και Ρέμα Γκαβάνας).
Πάντως, πρόκειται για βουνό με σχετικά ήπιες κλίσεις και όχι ιδιαίτερα υψηλές κορυφές. Ξεχωρίζουν το ‘Τσανακτσή’ (2.052 μ.), η ‘Μαύρη Πέτρα’ (2.027 μ.), ο ‘Τρούλος’ (2.012 μ.), το ‘Αγιο Πνεύμα (2.014 μ.) και κάποιες, όπως η ‘Γραμμένη Πέτρα’ (1.997 μ.), το ‘Παλάτι’ (1.895 μ), το ‘Αρσούμπασι’ (1.874 μ.), το ‘Ξηροβούνι’ (1.804 μ.), η ‘Ντούρλια’ (1.770 μ.) η Γκιώνα (1.739 μ.), το Αγκάθι (1.650 μ.) κ.α. με ύψος λιγότερο από 2.000 μέτρα.
Τα εδάφη του Βερμίου ποικίλουν από βαθειά και γόνιμα εκεί όπου οι κλίσεις είναι μικρές έως και σκελετικά – ημιβραχώδη στις περιοχές με μεγάλες κλίσεις. Γενικά πρόκειται για δασικά εδάφη κατάλληλα τόσο για την ανάπτυξη δασικών συστάδων για παραγωγή ξυλείας, όσο και για την ανάπτυξη φυσικών λιβαδιών ικανών να υποστηρίξουν την παραδοσιακή κτηνοτροφία του Βερμίου.
Η βλάστηση έχει υποστεί, όπως στα περισσότερα ελληνικά βουνά ανθρώπινες επεμβάσεις από την αρχαιότητα έως σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνεται κυρίαρχη η παρουσία του μητρικού πετρώματος (είναι το πέτρωμα από το οποίο με σταδιακή αποσάθρωση προκύπτει το έδαφος) και η βλάστηση να εμφανίζεται υποβαθμισμένη. Στη μεγαλύτερη έκταση του βουνού (βόρεια, ανατολικά και νότια) η βλάστηση είναι πλούσια και σχηματίζονται πυκνά δάση, ενώ οι δυτικέ πλευρές του είναι σχεδόν γυμνές. Η πλούσια θαμνώδης και ποώδης βλάστηση έχει υποβαθμιστεί σε κάποιο βαθμό από την υπερβόσκηση. Οι θαμνώνες, που απλώνονται σε όλη την έκταση των χαμηλών υψομέτρων, θεωρούνται από πολλούς ειδικούς ως υποβαθμίσεις δρυοδασών λόγω της υλοτόμησης και της βόσκησης. Η συνολική χλωρίδα του βουνού αποτελείται από 1.070 είδη (taxa), αρκετά από τα οποία είναι ελληνικά και βαλκανικά ενδημικά.
Αναλυτικότερα, υπάρχουν όλες οι ζώνες βλάστησης που απαντώνται στην ηπειρωτική Ελλάδα:
Η Παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης στα χαμηλότερα υψόμετρα (έως 600 μέτρα) της οποίας κυριαρχεί το πουρνάρι, ενώ απαντώνται επίσης και τα είδη φιλίκι, παλιούρι, γαύρος, φράξος, σφένδαμος, τρίβολος και δρυς χνοώδης. Στα υψόμετρα έως 900 περίπου μέτρα συναντάμε είδη δρυός όπως η πλατύφυλλη, η χνοώδης, η απόδισκη και η ευθύφλοια δρυς. Επίσης σημαντικό δασικό είδος στα υψόμετρα αυτά είναι και η καστανιά.
Η Ζώνη οξυάς – ελάτης που αναπτύσσεται σε υψόμετρα έως 1.300 – 1.500 μέτρων με κυριότερο εκπρόσωπο την μοισιακή οξυά που σχηματίζει είτε αμιγείς, είτε μεικτές συστάδες με την μαύρη πεύκη, την ελάτη (η οποία όμως είναι σχετικά σπάνια στο Βέρμιο), την καστανιά και είδη δρυός σε χαμηλότερα υψόμετρα.
Άλλα δένδρα που συνθέτουν τα ομορφιά του Βερμίου, σε υψόμετρο έως 1.500 μέτρων είναι επίσης η οστρυά, η λεπτοκαρυά, η τρέμουσα λεύκη, ο οξύκεδρος, η καρυδιά, η κρανιά, η αγριογκορτσιά, το αρκουδοπούρναρο, η φλαμουριά κ.α.
Η Ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων, δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη στο Βέρμιο και συντίθεται από μικροσυστάδες ή μεμονωμένα άτομα λευκόδερμης πεύκης (ρόμπολο) σε υψόμετρα μεταξύ 1.600 – 1.900 μέτρων.
Η Ζώνη των υψηλών ορέων (υπαλπική) εμφανίζεται στις γυμνές κορυφές και στα ορεινά λιβάδια του Βερμίου, πάνω από τα δασοόρια δενδροόρια, που συνήθως έχουν δημιουργηθεί από τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Τα χαρακτηριστικότερα είδη αυτής της διάπλασης είναι ποώδη φυτά, ψυχανθή και αγροστώδη, με σημαντική κτηνοτροφική αξία, όπως η αλπική πόα, το ορεινό τριφύλλι, η φεστούκα κ.α. Ακριβώς αυτή η κτηνοτροφική αξία καθιστά σημαντικούς θερινούς βοσκότοπους τις ορεινές περιοχές του Κάτω Βερμίου, της Κουμαριάς, του Ξηρολιβάδου και της Καστανιάς και για τον λόγο αυτό εκεί ακριβώς ανέπτυξαν την σημαντικότατη κτηνοτροφική τους δραστηριότητα οι Σαρακατσαναίοι και οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι.
Επίσης συναντάμε συστάδες μαυρόπευκου από τα υψηλά σημεία της παραμεσογειακής ζώνης έως και τα χαμηλότερα υψόμετρα της ζώνης των ψυχρόβιων κωνοφόρων. Η παραποτάμια βλάστηση που συντίθεται κυρίως από πλατάνια, αγριόλευκες και ιτιές είναι αζωνική βλάστηση και εκτείνεται κυρίως στον γεωγραφικό χώρο των δυο πρώτων ζωνών βλάστησης.
Το Βέρμιο χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο υδροφόρα βουνά της Ελλάδας. Η βλάστηση, η διάταξη των πετρωμάτων και τα συχνά κατακρημνίζοντα δημιουργούν ένα υπόγειο υδρολογικό πλούτο με πολλές μικρές και μεγάλες πηγές και καταρράκτες. Ο ποταμός Αλιάκμονας ορίζει το νοτιοανατολικό σύνορό του βουνού, ενώ οι ποταμοί Τριπόταμος (νότιο Βέρμιο – Βέροια) και Αράπιτσα (κεντρικό Βέρμιο – Νάουσα), συμβάλλουν ουσιαστικά στην διαμόρφωση της οργιαστικής βλάστησης. Πιθανόν ο ποταμός Τριπόταμος – σύμφωνα με τη μυθολογία – να είναι ο θεοποιημένος Φέρων (Βέρων) ή Βέρης της αρχαιότητας, ενώ στην βυζαντινή εποχή ονομάζονταν Βασιλικός (‘Ιστορία της Βέροιας’, Γ. Χιονίδης σελ. 98, 99, 138). Από τη άλλη, η Αράπιτσα σχετίζεται μυθολογικά με τον θεό Όλγανο, γιό του Βέρητα (οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν θεοποιήσει τους ποταμούς).
Σημαντικότερες πηγές είναι: Μαυρονέρι – Ασπρονέρι Βέροιας, πηγή του Στρατοπέδου Γεωργιανών (Έξη Βρύσες), πηγή Λευκόπετρας, πηγή Κοπανού, πηγή Νυμφαίου, Τρία Πηγάδια, Πέντε Πηγάδια, Νερό της Χώρας, πηγή Ραμπουνίου, Βρωμόβρυση, Μεγάλη Βρύση, πηγή Κρυσταλλία, πηγή Γραμμένη, πηγή του Αγίου Νικολάου ή Αράπιτσα, η οποία τροφοδοτεί τον ομώνυμο ποταμό Αράπιτσα. Ονομαστές πηγές είναι ακόμα η πηγή Δραζίλοβου, η πηγή Παλαιάς Κουτσούφλιανης και η πηγή Καρά Μπoυρνάρ (Μαυροπήγαδο) που σχηματίζουν το Μέγα Ρεύμα, το οποίο συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της περιοχής Ροδοχωρίου – Γιαννακοχωρίου και Μαρίνας. Έχουμε επίσης το Σιδεράκι, τα Καρούτια, τη Γιοβάνα, το Σελιώτικο Λάκκο και πολλές άλλες. Υπάρχουν βέβαια και πολλές πηγές με μικρή ή καθόλου ροή κατά τους θερινούς μήνες. Το κλίμα στο Βέρμιο χαρακτηρίζεται γενικά ως ενδιάμεσος ή μεταβατικός τύπος μεταξύ μεσογειακού και μεσευρωπαϊκού. Για το λόγο αυτό προτιμάται η χρήση του όρου ‘ορεινό κλίμα’ ή ‘ορόκλιμα’. Έχει άφθονες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις στα μεγάλα υψόμετρα, ενώ σε πιο χαμηλά υψόμετρα τα φαινόμενα είναι ηπιότερα.
Στο ηπειρωτικό και ορεινό τμήμα της Ημαθίας απαντώνται πτηνά όπως: πέρδικες (Alectoris craeca), φάσσες (Columba palumbus), κίσσες (Carrulus glandarius), τρυγόνια (Streptopelia turtur), συκοφάγοι (Oriolus oriolus), κοτσύφια (Turdus merula), τσίχλες (Turdus viscivorus), μελισσοφάγοι, αετοί, αηδόνια, τσαλαπετεινοί, δρυοκολάπτες, αγριοπερίστερα, ορτύκια, μπεκάτσες, κούκοι, μπούφοι, δεκαχτούρες, κουκουβάγιες, βαρβακίνες, σαΐνια, κίρκοι, αετοί, γεράκια, διάφορα κορακοειδή κ.λ.π.
Βρίσκουμε είδη ζώων (θηλαστικά) όπως: ο λαγός (Lepus europeus), ο αγριόχοιρος (Sus scrofa), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus), η αλεπού (Vulpes vulpes), ο λύκος (Canis lupus), ο ασβός, το κουνάβι, η αγριόγατα, η νυχτερίδα, η βερβερίτσα (σκίουρος), η νυφίτσα κ.λ.π. Έχει αναφερθεί επίσης η παρουσία ελαφιών, ενώ έχουν επιβεβαιωθεί και αναφορές για ύπαρξη λίγων ατόμων καφετιάς αρκούδας.
Τα ερπετά που υπάρχουν είναι η ονυχοχελώνα, ο λαφίτης, η οχιά. Τα αμφίβια όπως οι εντυπωσιακές σαλαμάντρες (Salamandra salamandra) και η κιτρινοβομβίνα (Bombina variegata) εντυπωσιάζουν με τα έντονα χρώματα τους. Τα ψάρια των ποταμών είναι η Μπριάνα στον ποταμό Κουτίχα, ενώ η Αράπιτσα φημίζεται για την κιτρινόπτερη πέστροφα. Πεταλούδες όπως η Ερέμπια λίγειος (κόκκινη πεταλούδα) και μακουλινέα η άλκον (γνωστή και ως μπλε πεταλούδα), καθώς και η αγροδίαιτος δάμον είναι σπάνια είδη και κινδυνεύουν από τις ανθρώπινες πρακτικές.
Η πανίδα του Βερμίου και ειδικά του τμήματος που ανήκει στην περιοχή «ΦΥΣΗ 2000», βρίσκεται σε σχετικά καλή κατάσταση από άποψη αριθμού και υγείας των πληθυσμών, αφού εντός των ορίων αυτής της περιοχής υπάρχει και το καταφύγιο άγριας πανίδας Μαρούσιας – Κωστοχωρίου – Φυτειάς..
Στο πλαίσιο προστασίας και ορθολογικής διαχείρισης των θηραμάτων – και γενικότερα της πανίδας της περιοχής αλλά και άλλων – έχει ιδρυθεί από το Δασαρχείο Νάουσας το Καταφύγιο Δάσους Δήμου Νάουσας και των Δασών Σελίου – Τσανακτσή – Γιαννακοχωρίου, έκτασης 72.000 στρεμμάτων. Στο εκτροφείο θηραμάτων του Αγίου Νικολάου έκτασης 1200 στρεμμάτων επιδιώκεται ο πολλαπλασιασμός θηραμάτων, των οποίων ο αριθμός έχει μειωθεί ανησυχητικά, και ο εμπλουτισμός με αυτά του καταφύγιου του Βερμίου αλλά και άλλων περιοχών της Ελλάδας. Ο χώρος του εκτροφείου είναι περιφραγμένος με δικτυωτό σύρμα και στο μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από δάσος με δασοπονικά είδη που υπάρχουν στην περιοχή, όπως καστανιά, δρυς, γαύρος, φλαμουριά, φουντουκιά, πυξάρι, πλατάνι. Τα θηράματα που εκτρέφονται και αναπαράγονται στο εκτροφείο είναι πουλιά όπως κυνηγετικός φασιανός, νησιώτικη πέρδικα, αργυρός φασιανός, βασιλικός (χρυσός) φασιανός, σκοτεινός (σκούρος) φασιανός, συρματικός φασιανός και θηλαστικά όπως πλατόνια – είδος ελαφιών (Dama dama) και αγριόχοιροι.
Η κτηνοτροφία των κατοίκων της περιοχής του Βερμίου είναι κυρίως ποιμενική αιγοπροβατοτροφία (μόνιμη και νομαδική) και βοοειδή. Η ποιμενική κτηνοτροφία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην βοσκή στο δάσος, αλλά και ενισχύεται σημαντικά με ζωοτροφές. Η οικονομική κατάσταση των κατοίκων είναι χαμηλή, όπως και στις περισσότερες ορεινές περιοχές της χώρας.
Τα παραγόμενα δασικά προϊόντα είναι: α) τεχνική ξυλεία Οξυάς, Δρυός, Μαύρης Πεύκης, Καστανιάς, διαφόρων διαστάσεων, β) καυσόξυλα Οξιάς, Δρυός, Μαύρης Πεύκης, Καστανιάς. Κέντρα κατανάλωσης των παραγόμενων δασικών προϊόντων είναι, τα γύρω χωριά, κυρίως η πόλη της Βέροιας, αλλά και σε μικρότερο βαθμό η πόλη της Θεσσαλονίκης.
Οι εχθροί και κίνδυνοι του δάσους προέρχονται:
(α) Από τον οργανικό κόσμο
Οι κίνδυνοι του δάσους στο απώτερο αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν προέρχονταν κυρίως από την ανθρώπινη δραστηριότητα με την ξύλευση, την βοσκή, την κλαδονομή και τον εμπρησμό, σκόπιμα για δημιουργία λιβαδικής βλάστησης ή τυχαία από αμέλεια. Σήμερα οι κίνδυνοι αυτοί έχουν μειωθεί στο ελάχιστο αλλά δεν εξαλείφθηκαν εντελώς. Συνεχίζεται η λαθροξύλευση σε μικρή έκταση, η βοσκή σε αρκετή έκταση και ελάχιστα η κλαδονομή, φαινόμενα που πρέπει να εκλείψουν εντελώς και να ρυθμιστούν.
Εκχερσώσεις δεν παρατηρούνται, αλλά υπάρχει κίνδυνος καταπατήσεων, που πρέπει να αποτραπούν. Ο κίνδυνος αυτός είναι απόρροια του γεγονότος ότι, όλη η περιοχή στην ουσία αποτελεί παραθεριστικό θέρετρο, τόσο κατά τους χειμερινούς μήνες, κυρίως η περιοχή του Σελίου όπου υπάρχουν και οι χιονοδρομικές εγκαταστάσεις, όσο και κατά την θερινή περίοδο σε όλες τις περιοχές. Κίνδυνοι υπάρχουν, σε συνδυασμό με ξηροθερμικές περιόδους, από μύκητες και έντομα.
(β) Από τον ανόργανο κόσμο
Ο κίνδυνος πυρκαγιάς είναι μικρός, όμως κατά την ξηροθερμική ή σε παρατεταμένη ανομβρία περίοδο δεν είναι αμελητέος, παρά το δύσφλεκτο των ειδών, με εξαίρεση την Μαύρη πεύκη. Πάντως έχουν προκληθεί πυρκαγιές.
Σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας σε συνδυασμό με υψηλές θερμοκρασίες, αβαθή εδάφη και ακανόνιστη δομή συστάδων, παρατηρούνται ξηράνσεις ατόμων και δευτερογενείς προσβολές εντόμων και μυκήτων.
Σπάνια συμβαίνουν ανεμοριψίες, χιονοριψίες και χιονοθλασίες και στην περίπτωση αυτή τα προϊόντα λαμβάνονται σαν έκτακτες καρπώσεις την επόμενη χρονιά.
Η κύρια κάρπωση από το δάσος είναι η υλοτομία με τις απαραίτητες βέβαια νόμιμες προϋποθέσεις και τη φροντίδα του Δασαρχείου Βέροιας. Στο παρελθόν η βοσκή (δευτερεύουσα τώρα) αποτελούσε την σπουδαιότερη κάρπωση για την οικονομία των κατοίκων της περιοχής, όμως, μαζί με την κλαδονομή και την ληστρική ξύλευση ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος του δάσους. Σήμερα με την αλλαγή των συνθηκών και την οργανωμένη διαχείριση των δασών η κατάσταση βελτιώνεται σταδιακά.
Στις συστάδες που υλοτομούνται προτείνεται η απαγόρευση της βοσκής γιδιών-μεγάλων ζώων-προβάτων 10-7-5 χρόνια αντίστοιχα μετά την υλοτομία. Γενικά επιβάλλεται να ελέγχεται και να εκτιμείται η βοσκοϊκανότητα και η βοσκοφόρτωση.
Στις συστάδες που υλοτομούνται προτείνεται η απαγόρευση της βοσκής γιδιών-μεγ. ζώων-προβάτων 10-7-5 χρόνια αντίστοιχα μετά την υλοτομία. Γενικά επιβάλλεται να ελέγχονται και να εκτιμούνται η βοσκοϊκανότητα και η βοσκοφόρτωση.
[Βοσκοϊκανότητα: Ο αριθμός των ζώων που μπορούν να βοσκήσουν σε μια έκταση και να αποδώσουν το μέγιστο δυνατόν, δίχως να ζημιωθεί (υποβαθμιστεί) η έκταση. Εκφράζεται σε μηνιαίες ζωικές μονάδες ανά στρέμμα ή στρέμματα ανά μηνιαία ζωική μονάδα. Βοσκοφόρτωση: Ο αριθμός των ζώων που βόσκουν ήδη στην έκταση. Εκφράζεται κι αυτή με τις ίδιες μονάδες με την βοσκοϊκανότητα].
Σύμφωνα με μελέτη του δασολόγου Γιώργου Παπαρουσόπουλου, όσον αφορά στην εκτίμηση βοσκοϊκανότητας και βοσκοφόρτωσης, εξήχθησαν τα παρακάτω συμπεράσματα για τα παρακάτω δάση:
Στο δάσος Μαρούσιας βόσκει κτηνοτροφικό κεφάλαιο το οποίο αποτελείται από 1.800 γίδια, 700 πρόβατα και 350 μεγάλα ζώα για 3 μήνες. Συγκριτικά με τον πίνακα βοσκοϊκανότητας η βοσκοφόρτωση είναι μεγαλύτερη από την βοσκοϊκανότητα του δάσους.
Στο δάσος Κουμαριάς βόσκει για έξι μήνες το κτηνοτροφικό κεφάλαιο της κοινότητας Κουμαριάς το οποίο αποτελείται από 4.200 γίδια και 800 μεγάλα ζώα. Σε σύγκριση με τα στοιχεία που προκύπτουν από τον πίνακα βοσκοϊκανότητας για το συγκεκριμένο δάσος η βοσκοφόρτωση είναι πολύ μεγαλύτερη από την βοσκοϊκανότητα.
Στο δάσος Ξηρολιβάδου βόσκει για πέντε μήνες κτηνοτροφικό κεφάλαιο το οποίο αποτελείται από 1.400 γίδια, 10.100 πρόβατα και 60 μεγάλα ζώα, ποσό το οποίο συνιστά κατά πολύ μεγαλύτερη βοσκοφόρτωση από την βοσκοϊκανότητα του συγκεκριμένου δάσους.
Το πρόβλημα της βοσκής έχει δύο συνισταμένες, τον μεγάλο αριθμό ζώων και την ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης (η δεύτερη συνισταμένη μπορεί να βελτιωθεί με την ενίσχυση της κτηνοτροφίας με ζωοτροφές).
Η πρόταση για μείωση της βοσκής που θα έπρεπε να εφαρμοστεί, δείχνει ανέφικτη, αφού η βοσκή αποτελεί τον μοναδικό πόρο ζωής των κτηνοτρόφων, και ταυτόχρονα υπάρχει τεράστια δαπάνη για την εισαγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων (κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα). Αυτό που είναι εφικτό, είναι η αύξηση της ενσταβλισμένης κτηνοτροφίας εις βάρος της ποιμενικής.
Εκτός από την δευτερεύουσα κάρπωση (βοσκή) που αναφέρθηκε προηγουμένως, υπάρχουν και οι εξής λοιπές (δευτερεύουσες) καρπώσεις:
α. Κλαδονομή
Έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και αντικαταστάθηκε με ζωοτροφές, οι οποίες έχουν μεγαλύτερη θρεπτική αξία. Όπως ειπώθηκε, στο παρελθόν ήταν από τους σοβαρότερους κίνδυνους για το δάσος, σε συνδυασμό με την βοσκή και την λαθροϋλοτομία, για την υποβάθμιση του ξυλαποθέματος.
β. Θηράματα
Τα άφθονα νερά, η πυκνή και πλούσια βλάστηση που διακόπτεται κατά τόπους (διάκενα) και το κλίμα που επικρατεί, καθιστούν την περιοχή πλούσια σε θηράματα. Γενικά το δάσος του Βερμίου χαρακτηρίζεται γενικά σαν καλός βιότοπος και φιλοξενεί πλήθος θηραμάτων (αναφέρθηκαν στην πανίδα).
Ο θηραματικός πόρος, αν και ο πιο παραμελημένος πόρος του δάσους, κατάλληλα διαχειριζόμενος μπορεί να αυξήσει το εισόδημα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, χωρίς να επιβαρύνει τους θηραματικούς πληθυσμούς και το οικοσύστημα γενικότερα. Η τήρηση των περί θήρας διατάξεων, που ισχύουν, εξασφαλίζει και ρυθμίζει τη λειτουργία του θηραματικού κεφαλαίου του δάσους.
γ. Τουρισμός
Τα άφθονα νερά, η πλούσια βλάστηση, η απεριόριστη θέα προς τα πεδινά του Νομού και οι εναλλαγές του χρωματισμού του τοπίου συνθέτουν ένα ωραίο δασικό τοπίο που σε συνδυασμό με τη μικρή χιλιομετρική απόσταση από αστικά κέντρα (Βέροια κυρίως και Θεσσαλονίκη) παρέχουν επιπλέον δυνατότητες ανάπτυξης του τουρισμού στην περιοχή. Η περιοχή αποτελεί θέρετρο και κέντρο χειμερινού τουρισμού λόγω του χιονοδρομικού κέντρου Σελίου. Όμως μπορούν να αναπτυχθούν δραστηριότητες που θα προσελκύσουν τουρισμό καθ΄όλη την διάρκεια του χρόνου.
Προτείνεται από τον δασολόγο Γ. Παπαρουσόπουλο για την περίοδο εφαρμογής της μελέτης (2011-2019) η διάνοιξη ενός νέου δασικού δρόμου μήκους περίπου 1.500 μέτρων σε μια συγκεκριμένη περιοχή.
Όσον αφορά στις αναδασώσεις ο προαναφερθείς δασολόγος καταλήγει ως εξής:
«Η αύξηση των δασοσκεπών εκτάσεων μπορεί να επιτευχθεί με τη μείωση της βοσκής και με μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης.
Θα μπορούσε να προγραμματιστεί η δάσωση των μερικώς δασοσκεπών και γυμνών εκτάσεων. Ωστόσο, επειδή η βοσκοϊκανότητα του δάσους, είναι χαμηλή σε σχέση με τη βοσκοφόρτωση, οι εκτάσεις αυτές προτείνεται να συνεχίσουν να διατίθενται υπέρ της βοσκής εκτός αν συνταχθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα διαχείρισης της κτηνοτροφίας και δεν υφίσταται ανάγκη των εκτάσεων αυτών.
Σε περίπτωση μείωσης της βοσκοφόρτωσης κάτω από τα επίπεδα βοσκοϊκανότητας του συμπλέγματος, θα πρέπει να εξετάσουμε το θέμα των δασώσεων με σκοπό την προστασία των δασικών εδαφών και την βελτίωση της υδατικής οικονομίας».
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο σχετικά με τα δέντρα και τους θάμνους του Ξηρολιβάδου του Hμερολογίου 2015, που εξέδωσε ο Πολιτιστικός Όμιλος Ξηρολιβάδου και που επιμελήθηκε ο Ξηρολιβαδιώτης Αντώνης Μπουσμπούκης:
Δέντρα και Θάμνοι του Ξηρολιβάδου
(του ομότιμου καθηγητή γλωσσολογίας του ΑΠΘ κ. Μπουσμπούκη Αντώνη)
Όταν ήμασταν παιδιά και πρωτοβγαίναμε τα καλοκαίρια στο Ξηρολίβαδο, θυμάμαι που, καβάλα στ’άλογα, εκεί στο Μπουγάζι, πιάναμε φύλλα οξυάς και τα ζουλίζαμε. Αυτό γινόταν σαν εισαγωγή στον κόσμο του δάσους με σκοπό να μας πιαστεί το βουνό, γιατί το βουνό είναι ζυμωμένο με τη ζωή των Βλάχων.
Τα δέντρα και οι θάμνοι του Ξηρολιβάδου και της ευρύτερης περιοχής-του έπαιζαν βασικό ρόλο στη ζωή και την οικονομία των κτηνοτρόφων και των υλοτόμων, αλλά και γενικά της βλάχικης οικογένειας.
Το δάσος ήταν και είναι από πολλές πλευρές πηγή ζωής αλλά κι έμπνευσης καλλιτεχνικών δημιουργιών, όπως ζωγράφων, μουσουργών και ποιητών, και ανάμεσά-τους του Κώστα Κρυστάλλη από το Σιράκο. Το πονεμένο αυτό βλαχόπουλο έγραψε το ποίημα «Το ηλιοβασίλεμα», όπου εικόνα και ήχος συνθέτουν γύρω από τον γεροπεύκο ανεπανάληπτο σε πλούτο περιγραφής φυσιολατρικό σκηνικό:
«……………………………………………………
την πύρα του καλοκαιριού την σβήει γλυκό αγεράκι,
που κατεβάζουν τα βουνά, που φέρνουν τ’ακρογιάλια.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γέρο-πεύκος,
και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει,
η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια,
και μ’αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει,
θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν,
τα ζάλογκα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι,
κι οι κάμποι γύρου οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιάζουν.
………………………………………………………….»
Fagṷ (Fagus moesiaca) «οξυά» και fagâ ο «καρπός/βαλάνι». Οι οξυές και τα πεύκα σχηματίζουν την πράσινη κορνίζα του Ξηρολιβάδου. Οι οξυές πιάνουν-κατά τη φύση τους-την ανήλια και τα πεύκα την προσήλια πλευρά-της. Με τα φύλλα-τους δημιουργούν μαύρο γόνιμο χώμα, ενώ με τις ρίζες-τους συγκρατούν, φιλτράρουν και παρέχουν το πιο καλό νερό απ’όλα τα δασικά δέντρα.
Η μοναχική οξυά (μοναχοοξυά) έχει γραφικό σχήμα, μοιάζει συχνά με εικόνα ζωγραφιάς, ενώ η σκιά-της είναι το πιο δροσερό καταφύγιο στην καλοκαιρινή κάψα. Γιαυτό ο λαός την ονομάζει γραμμένη οξυά και στα βλάχικα fagṷ scriatṷ/scriptu, δηλ. «οξυά ζωγραφισμένη» και την αποδίδει και σε τοπωνύμια. Στο Ξηρολίβαδο έχουμε δυο τοπωνύμια με το fagṷ: La Faglu atselṷ Grosṷ, «Στη Χοντρή Οξυά», και La Faglu atselṷ Galbinṷ, «Στην Κίτρινη Οξυά».
Παλιά τα μανάρια και τα μοσχάρια οι Ξηρολιβαδιώτες τα τάιζαν με κλαδιά οξυάς, που, απογυμνωμένα από το φύλλωμα και ξερά, τα λέγανε clâsturḭ και τα καίγανε οι παρέες στις βραδινές φωτιές.
Kinṷ (Pinus silvestris) «πεύκο». Τα πεύκα καλύπτουν και το πεδινό μέρος του χωριού-μας. Την τοποθεσία τούτη ονομάζουμε Kinetṷ «Πευκώνας». Η λέξη κατάγεται από το λατινικό pinetum. Στα ιταλικά έχουμε τ’αντίστοιχα pineto και pineta. Στα βλάχικα-παρόμοια- το «δάσος με καστανιές» λέγεται câstânjetṷ, ενώ o «τόπος με παλιούρια» pâljuretṷ
Στη νότια άκρη του Kinetṷ έχουμε το τοπωνύμιο Kinlu alṷ Δispotḭ «Το Πεύκο του Δεσπότη». Είναι το μέρος, όπου ο Βλάχος στην καταγωγή μητροπολίτης Πολύκαρπος φύτεψε προπολεμικά ένα πεύκο.
Παλιά τα κουκουνάρια (cuculičili) τα μαζεύαμε για προσάναμμα, ενώ από τον κορμό μεγάλων πεύκων βγάζαμε το δαδί (dzada). Τα ξερά κλαδιά του πεύκου (shitsili) τα χρησιμοποιούσαμε στο βράσιμο νερού σε καζάνια, καθώς παράγουν δυνατή φλόγα με τη γρήγορη καύση-τους.
Kinjilji vâzescu cîndu tradzi avimtu «Τα πεύκα βουϊζουν όταν φυσάει άνεμος».
Prunṷ (Prunus insititia) «κορομηλιά, τζερνικιά». Η λέξη prunṷ εκφράζει και τα δυο είδη κορομηλιάς, άγριας και ήμερης. Στο Ξηρολίβαδο υπάρχουν και τα δυο είδη με κυρίαρχο τύπο την άγρια κορομηλιά.
Την συναντάμε τόσο στο πεδινό μέρος όσο και σε γούπατους (κοιλώματα γης, βαθουλώματα), πάνω στα υψώματα. Το οπωροφόρο τούτο άγριο δέντρο αναπτύσσεται άνετα και αποκτάει μια κονδυλογραμμένη μεγάλη φυτική φούντα, που λες και την κλάδεψε επιδέξιο χέρι. Στην παχιά κι ευρύχωρη σκιά-της βρίσκουν καταφύγιο τις ζεστές ημέρες τα πρόβατα, καθώς είναι τέλειος στάλος (aimiridzṷ).
Η λέξη prunṷ και σε νεοελλ. ιδιώματα προυνιά είναι αντιδάνειο, καθώς ανάγονται στο λατινικό prunus, που με τη σειρά-του προέρχεται από το ελλην. προύμνη.
Οι λέξεις προυνιά και προύνα σε νεοελλην. ιδιώματα σημαίνει κυρίως «δαμασκηνιά» και «δαμάσκηνα». Η άγρια δαμασκηνιά, η τσαπουρνιά, στα βλάχικα λέγεται tsapurnu και ο καρπός-της tsapurnâ. Τσαπουρνιές (tsapurnji) συναντάμε στο δρόμο του Βρωμοπήγαδου.
Gortsu (Pirus pyraster) «άγρια αχλαδιά, γκορτσιά». Στις αυλές του Ξηρολιβάδου παλιότερα αντικρίζαμε γκορτσιές ελαφρώς βελτιωμένες. Ξεχώριζαν εκείνες στην αυλή του Κόλα Μπαζάκα, του Κουτρούλα και του Μπουσμπούκη.
Άγριες γκορτσιές συναντάμε κατεξοχή στο Βρωμοπήγαδο. Οι μικροί σφαιρικοί-τους καρποί, όταν ωριμάζουν, έχουν καφετιά απόχρωση με σάρκα σαν πετιμέζι.
Ο λαός ονομάζει τ’άγρια ως γκόρτσα, τα κανονικά ως αχλάδια και τα μεγάλα ως απίδια.
Στα Καγκέλια το τοπωνύμιο La Gortsu Čireshu «Στην Γκορτσο-Κερασιά» δεν ξέρουμε πως προέκυψε.
Τα gortsu, γκορτσιά σχετίζονται ετυμολογικά με το βουλγάρικο gόrečŭ «ορεινός», καθώς πρόκειται για άγριο δέντρο.
Στα βλάχικα perṷ σημαίνει «αχλαδιά» και «αχλάδι». Τον λατινογενή αυτόν τύπο σημειώνει ο Dalametra, όπου διαβάζουμε: Coada perlu u-ari dinâpoi «πίσω την έχει η αχλάδα την ουρά». Το pirus της λατιν. έδωσε στα ιταλικά τον τύπο pero «αχλαδιά» και pera «αχλάδι», peară «αχλάδι» στα βλάχικα της Καλαμπάκας.
Bradṷ (Abies) «έλατος». Το έλατο δεν ευδοκιμεί στον ευρύτερο χώρο του Ξηρολιβάδου. Ωστόσο, σήμερα είναι το κυρίαρχο δασικό δέντρο, που καλλωπίζει τις αυλές πολλών σπιτιών-του. Το πρώτο έλατο που φυτεύτηκε, απ’ό,τι θυμάμαι, αλλά και το πιο θεριακωμένο είναι αυτό που δεσπόζει στην αυλή του αείμνηστου Τάκη Δημούλα (Μάρτου).
Το έλατο που τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά στολίζει τα σαλόνια των σπιτιών, ως έθιμο, καθιερώθηκε στα νεότερα χρόνια στο χώρο της νεοελληνικής εθιμογραφίας.
Οι Ρουμάνοι στους γάμους πλέκουν στεφάνια από έλατο, που το λένε και αυτοί brad, ενώ οι Αλβανοί το προφέρουν breth. Η λέξη ανάγεται-πιθανόv-στο λατινικό bratus «δέντρο όμοιο με το κυπαρίσσι».
Στα Ζαγόρια έχουμε το χωριό Βραδέτο, που ανάγεται στο βλάχικο brădetṷ «δάσος μ’έλατα».
Filuréau (Tilia) «φλαμουριά». Μέσα στο χωριό η παρουσία-της εντοπίζεται σε αυλές, όπου ρίχνει την παχιά σκιά-της κι ευωδιάζει με τα λουλούδια-της, που προσελκύουν το εργατικό μελισσολόι με τον συνεχούμενο βόμβο. Τον ίδιο μήνα, τον μήνα του Αϊ-Λιά, στη θέση Ξυλάλογο την αντικρίζουμε από μακριά, καθώς ξεχωρίζει ανάμεσα στις οξυές, με τα λευκάζοντα άνθη-της. Εκεί πηγαίναμε παλιά και μαζεύαμε τα λουλούδια-της για το χειμωνιάτικο τίλιο.
Στο Λεξικό της Αρωμουνικής του Τάκη Παπαχατζή υπάρχει μόνον ο τύπος tiljiu, όπου σχετίζεται με το ελληνικό τίλιο και το ιταλικό tiglio. Ωστόσο, το έχω εντοπίσει με τον τύπο teljṷ στα βλάχικα της ορεινής Καλαμπάκας. Πρόκειται για τύπο άμεσα προερχόμενο από το λατιν. tilium, όπου το /ĭ/, δηλ. ι βραχύ, τρέπεται κανονικά σε /e/.
Το μέλι της φλαμουριάς, κάπως πηχτό και σκούρο, είναι από τα πιο γευστικά και δυνατά του είδους-του.
Cornu (Cornus mascula) «κρανιά». Θάμνος ή και θαμνόδεντρο, που στην Ελλάδα αναπτύσσεται σε όλες σχεδόν τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Στο Ξηρολίβαδο απαντά μέσα στο χωριό, ενώ έξω ευδοκιμεί περισσότερο προς τ’ανατολικά (κατεύθυνση προς τη Βέροια), όπου έχουμε και το τοπωνύμιο La Cornjilj alṷ Karaγιάnnḭ «Στις Κρανιές του Καραγιάννη».
Ο καρπός λέγεται coarnâ και πληθυντικός coarni «κράνα». Όπως βλέπουμε η κρανιά (cornulṷ) στην επιστημονική-της ονομασία Cornus mascula «Κρανέα άρρην/αρσενική» είναι θηλυκού γένους (αν και λήγει σε -us) στα λατινικά, ενώ ο καρπός-της (coarna) ως cornum είναι ουδέτερο. Το ίδιο ισχύει στα λατινικά και για όλα τα είδη δέντρων. Αντίθετα, στα βλάχικα έχουμε αρσενικό γένος για τα δέντρα και θηλυκό για τον καρπό-τους: fagṷ «οξυά», fagâ «καρπός οξυάς», prunṷ «κορομηλιά», prunâ «κορόμηλο» κτλπ.
Va nâ tsemṷ trâ coarni «θα πάμε για κράνα» ακουγόταν παλιά από παρέες παιδιών και γυναικών, που τα μάζευαν όχι μόνο για να τα φάνε αλλά και για να κάνουν λικέρ.
Η πιο γερή βέργα της κλίτσας (cârliglui) και η πιο γερή φορτωτήρα (furtutira) γίνεται από κρανιά.
Στα ιταλικά corneto σημαίνει «τόπος με κρανιές» και cornetto «μικρό κέρατο».
Σήμερα βελτιωμένη ποικιλία κρανιάς προβάλλεται ως δυναμική καλλιέργεια.
Gâbjéu (Crataegus monogyna) «κράταιγος». Το gâbjéu είναι θαμνόδεντρο με αραιά αγκάθια, μικρά φύλλα μ’εγκοπές και κόκκινους μικρούς καρπούς, που θυμίζουν τον γνωστό πυράκανθο.
Σε νεοελληνικά ιδιώματα λέγεται γλογκιά, μαμουτζελιά, μερμελιτσά, μουρτζιά και τρικουκκιά. Στα βλάχικα λέγεται και mâceshṷ. Στο Λεξικό του Νικολαϊδη μâτσέσου σημαίνει «άγρια μουσμουλιά».
Μουρτζιές, δηλαδή gâbjei, συναντάμε στις άκρες από την Πάδη (οροπέδιο) του Ξηρολιβάδου.
Τα άνθη-του μικρά, άσπρα κι ευωδιαστά καλύπτουν τα κλαδιά-του με την πληθωρική-τους παρουσία. Θεωρείται πως αρωματίζουν το τσάϊ όταν τα προσθέσουμε, καθώς βράζει.
Στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών οι τύποι: γκαβτζιά, γκαμπτζιά κτλπ από ιδιώματα του θεσσαλομακεδονικού χώρου θεωρούνται ως προερχόμενοι από το βλάχικο gâbjeu. Ωστόσο, η αρχική-του καταγωγή παραμένει προς διερεύνηση.
Cupačiu (Quercus) «βελανιδιά, δρυς». Το δέντρο τούτο έτρεφε παλιότερα τους ανθρώπους, που έτρωγαν το ήμερο βαλάνι. Μέχρι και σήμερα η ανάμνηση της διαιτολογικής-του χρήσης διατηρείται στις λέξεις φαϊ/φαγητό, έφαγα, καθώς στ’αρχαία ελληνικά φηγός και δωρικά φαγός σημαίνει «βελανιδιά». Έτσι, το βελανίδι έθρεψε για περισσότερο χρόνο τον άνθρωπο απ’ότι το σιτάρι, που άρχισε να καλλιεργείται την 9η π.Χ. χιλιετία. Από τον σίτο έχουμε τα: συσ-σίτιο, παράσιτο, ασιτία κτλπ. Στους κλασικούς χρόνους (5ος π.Χ. αιώνας) ο Ηρόδοτος αναφέρει τους Αρκάδες και τους Ακαρνάνες ως άνδρες βαλανοφάγους.
Το cupačiu/βελανιδιά είναι-πιστεύω- το πιο οικολογικό δασικό δέντρο, καθώς από το φύλλωμα και τους καρπούς-του ζούνε αγριόχοιροι, αρκούδες, λαγοί, σκίουροι κ.ά. Είναι το αντίθετο του πεύκου και του έλατου, που τα δάση-τους θεωρούνται ως πράσινη «έρημος».
Η φηγός/φαγός «βελανιδιά, δρυς» θεωρούνταν δέντρο προφητικό στο μαντείο της Δωδώνης και σύμβολο του Διός.
Η λέξη cupačiu σχετίζεται-δεν κατάγεται-με το αλβανικό kopaҫe «κορμός δέντρου».
Τα cupaci τα συναντάμε στο Κοκκινόχωμα.
Vuju (Sambucus ebulus–Σαμβούκος ή χαμαιάκτη). Πρόκειται για τη γνωστή βουζιά, κουφοξυλιά ή και βρωμούσα. Η ονομασία κουφοξυλιά οφείλεται στην ψίχα, την εντεριώνη, που εμπεριέχουν τα κλαδιά-της. Είναι μαλακή και αφαιρείται εύκολα, γιαυτό και τη λένε και αφροξυλιά. Το άλλο χαρακτηριστικό της βουζιάς, η δυσάρεστη μυρωδιά, της έδωσε τ’όνομα βρωμούσα.
Το βλάχικο vuju ή vuje (θηλ.) και το ελλην. βουζιά, προέρχονται από το βουλγαρικό bozŭ ή buzŭ. Από το λατιν. sabucus (sic) έχουμε στα βλάχικα και το συνώνυμο săucṷ.
Στο Ξηρολίβαδο η βουζιά απαντά σε αυλές ως θάμνος ή και δέντρο. Βούζια-θάμνοι υπήρχαν παλιά εκεί που τώρα είναι το σπίτι του Αντώνη Φουρκιώτη. Φύτρωναν τόσο πυκνά και σε μεγάλη έκταση που έμοιαζαν με φυτώριο.
Η βουζιά λέγεται πως ήταν ο πρώτος θύρσος (τελετουργικό εξάρτημα-ραβδί) των θιάσων του θεού Διόνυσου. Στη θρησκευτική τούτη χρήση συνέβαλε-πολύ πιθανόν- το κούφιο εσωτερικά κλαδί ως σύμβολο διαύλου/επικοινωνίας με τον θεϊκό χώρο.
Τα άνθη-της γίνονται ευχάριστο τσάϊ, ενώ βελτιώνουν την επιδερμίδα των γυναικών, όταν χρησιμοποιούνται στη μπανιέρα.
Griushṷ (Phillyrea media) «φιλυρέα η μεσαία, ελαιόπρινος». Δασικό αειθαλές δέντρο. Ευδοκιμεί σε πετρωτά. Έχει φύλλα μικρά σαν της ελιάς, με την οποία ανήκουν στην τάξη των Ελαιωδών.
Το ξύλο-του βαρύ (gréu). Από το gréu «βαρύς», έχουμε το υποκοριστικό greushṷ (greu και -ushṷ). Ετυμολογικά σημαίνει «κάπως βαρύ». Griushṷ, όπως λέμε čiučiurushṷ «ποδαράκι» και τα όμοια.
Το ξύλο-του, σκληρό και αντοχής, χρησίμευε στην κατασκευή σαμαριών.
Το γκρεουσάδι μαζί με το πουρνάρι θεωρούνται τα καλύτερα καυσόξυλα, καθώς παράγουν σταθερή θερμότητα και η καύση-τους διαρκεί περισσότερο από όσο καίνε τ’άλλα καυσόξυλα.
Η βλαχογενής αυτή λέξη απαντά σε νεοελληνικά ιδιώματα της Θεσσαλο-Μακεδονίας ως γκρεούσι, γκρεουσάδι, γκρεουσιά και γκρεουσάρι.
Griushi συναντάμε στο Κοκκινόχωμα, ανάμεσα σε πουρνάρια, και στο Βρωμοπήγαδο, καθώς και κάτω από τα Μαντριά του Πάπαρη.
Mirinǧéu (Carpinus) «μαυρόγαυρος». Είναι είδος γάβρου με βαθιά πράσινα φύλλα και άσπρα λουλούδια. Ευδοκιμεί σε υψόμετρο πάνω από τα χίλια μέτρα.. Το Καρπενήσι, ως τοπωνύμιο, προέρχεται από τον μαυρόγαβρο, που παλιότερα λεγόταν carpinṷ, ενώ ο κοινός γάβρος ευδοκιμεί σε χαμηλά μέρη. Τον γάβρο τούτο τον συναντάμε προς το κοκκινόχωμα (Tsara atseá Rosha) και τον λέμε γavru, ενώ στο Λεξικό του Νταλαμήτρα παραδίδεται ως carpinṷ.
Τα δυο τούτα είδη δασικών δέντρων παρέχουν με το φύλλωμά-τους καλή τροφή για τα γίδια.
Ο γάβρος και η οξυά με το πρώτο μπουμπούκιασμα φέρνουν το παρήγορο μήνυμα στα βουνά για τον ερχομό της άνοιξης: Πότε θ’ανοίξει ο γάβρος κ’η οξυά να ησκιώσουν τα λημέρια/να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά…
Ο τύπος mirinǧeu και νεοελληνικά νεραντζιά προέρχεται από το τουρκικό narendj «πορτοκαλιά».
Mirindzei συναντάμε στο Μπουγάζι. Πολλούς μαυρόγαυρους βρίσκουμε στην Κουμαριά. Mirinǧéu βλέπει κανείς κοντά στο σπίτι της Αλεξάντρας Κουκουτέγου-Παπαδοπούλου.
Τέλος, θα κάνουμε μια απλή ονομαστική αναφορά των ‘Αυτοφυών Φυτών και Βοτάνων’ του Βερμίου (από το ομώνυμο βιβλίου του Νίκου Μπάμπου, βλέπε σχετική βιβλιογραφία). Είναι προφανές ότι υπάρχουν και άλλα αυτοφυή φυτά και βότανα προς έρευνα και αναφορά.
(α) ΑΥΤΟΦΥΗ ΦΥΤΑ
Αμπελόπρασο (Alium carinatum chamaespathum), Αλθαία (Althaea sp.), Ανάκαμπτις (Anacamptis pyramidalis), Αγγελική (Angelica silvestris), Ανθύλλις (Anthillis vulneraria subsp. Bulgarica), Αρκτιο (Arktium Lappa), Ασφοδελίνη (Asphodeline liburnica), Ασφόδελος (Asphodeline lutea), Σκορπίδι (Asplenium ceterach), Ασύνευμα (Asyneuma limonifolium), Μπλακστόνια (Blackstonia perfoliata), Βοτριοχλόη (Bothriochloa ischaemum), Περικοκλάδα (Calystegia silvatica), Καμπανούλα (Campanula lingulata), Καμπανούλα (Campanula spatulata), Καμπανούλα (Campanula sp.), Καμπανούλα (Campanula versicolor), Γαϊδουράγκαθο (Carduus nutans) Καρλίνα (Carlina vulgaris), Κενταύριο (Centaurea erythraea), Κενταύριο (Centaurea montana alba), Κενταύριο (Centaurea pseudophrygia), Κενταύριο (Centaurea salonitana), Κενταύριο (Centaurea sp.), Χελιδόνιο (Chelidonium majus), Χενοπόδιο (Chenopodium album), Χονδρίλλα (Chondrilla juncea), Κιχώριο (Cichorium intibus), Κίρσιο (Cirsium vulgare), Λαδανιά (Cistus incanus), Κληματίδα (Clematis vitalba), Κολχικό (Colchicum bivonae), Κολχικό (Colchicum neapolitanum), Κομβαλλαρία (Convallaria majalis), Κρόκος (Crocus chrysanthus), Κυμβαλαρία (Cymbalaria muralis), Δαύκος (Daucus carota), Δελφίνιο (Delphinium peregrinum), Δίανθος (Dianthus cruentus), Δίανθος (Dianthus diffusus), Δίανθος (Dianthus pinifolius), Δακτυλίδα (Digitalis grandiflora), Δακτυλίδα (Digitalis laevigata), Νεράγκαθο (Dispacus fullonum), Έχιο (Echium), Ερύγγιο (Erygnium amethystinum), Ερύσιμο (Erysimum capitalum), Ευφορβία (Euphorbia characias), Ευφορβία (myrsinites), Ευφορβία (Euphorbia sp.), Φιλιπεντούλα (Filipendula vulgaris), Mάραθο (Foeniculum vulgare), Αγριοφράουλα (Fragaria vesca), Φουμαριά (Fumaria officinalis), Γάλανθος (Galanthus elwesii), Γάλιον (Galium verum), Γεράνι (Geranium sanguineum), Γέον (Geum urbanum), Γλαδιόλος (Gladiolus palustris), Ιμαντόγλωσσο (Himantoglossum capricum), Ίριδα (Iris reichenbachii), Ίριδα (Iris sintenisii), Κνώτια (Knautia integrifolia), Λάμιο (Lamium purpureum), Λαθούρι (Lathyrus cicera), Λάθυρος (Lathyrus grandiflorus), Λευκάνθεμο (Leucanthemum sp.), Λίλιον (Lilium calcedonicum), Λιθόσπερμο (Lithospermum purpurocaelurum), Το πόδι του πουλιού (Lotus corniculatus), Λύχνις (Lychnis coronaria), Λυσιμαχεία (Lysimachia vulgaris), Λύθρο (Lythrum salicaria), Αγριομολόχα (Malva silvatica), Μελιλωτός (Melilotus albus), Μελιλωτός (Melilotus sulcata), Μικρομεριά (Micromeria Juliana), Μουσκάρι (Muscari commutatum), Μουσκάρι (Muscari comosum), Μουσκάρι (Muscari neglectum), Νιγκέλα (Nigella damascena), Ονωνίς (Ononis spinosa),
Γαϊδουράγκαθο (Onopordum illyricum), Όνοσμα (Onosma sp.), Ορχιδέα (Ophrys apifera aurita), Ορχιδέα – Σαλέπι (Orchis sp.), Ορνιθόγαλο (Ornithogalun atticum), Παλιούρι (Paliurus spina christi), Πετασίτης (Petasites hybridus), Πουλικαρία (Pulicaria dysenteria), Ρανούνκουλος (Ranunculus millefolitaus), Αγριοτριανταφυλλιά (Rosa carina), Δεντρολίβανο (Rosmarius officinalis), Ρούμπος (Rubus canescens), Λάπαθο (Rumex obtusifolius), Σάλβια (Salvia nemorosa caradonna), Φασκόμηλο (Salvia sclarea), Σάλβια (Salvia viridis), Σαπωνάρια (Saponaria officinalis), Σκαμβιόζα (Scabiosa tenuis), Σκίλλα η φθινοπωρινή (Scilla automnalis), Σκίλλα (Scilla bifolia), Σκολύμνος (Scolymus hispanicus), Securigera varia, Σέδο (Sedum acre), Σέδο (sedum ochroleucum), Σιληνή (Silene sp.), Σιληνή (Silene vulgaris), Διοσκορέα (Tamus communis – Dioscorea), Τιθονία (Tithonia diversifolia), Τραγοπόγων (Tragopogon dubius), Τριφύλλι (Trifolium angustifolium), Τριφύλλι (Trifolium campestre), Τριφύλλι (Trifolium medium), Ουμπιλίκο (Umbilicus rupestris), Τσουκνίδα (Urtica dioica), Βερβένα (Verbena officinalis), Βίκος (Vicia sp.), Άγριος Βίκος (Vicia vilosa), Άγριος Πανσές (Viola odorata – wild pansy).
(β) ΒΟΤΑΝΑ
Αχιλλεία (Achillea millefolium), ΄Ακινος (Acinos arvensis), Αγκριμόνιο (Agrimonia eupatoria), Δρακοντία (Arum italicum), Κυνόγλωσσο (Cynoglossum creticum), Επιλόβιο (Epilobium angustifolium), Πολυκόμπι Εκουϊζέτο (Equisetum palustre), Πολυκόμπι Εκουϊζέτο (Equisetum telmateia), Υπερικό (Hypericum perforatum), Χαμομήλι (Matricaria chamomilla), Μελισσόχορτο (Melissa officinalis), Δυόσμος (Mentha spicata), Πεντάνευρο (Plantago major), Τσάι του βουνού (Sideritis scardica), Ταραξάκο (Taraxacum officinale), Τεύκριο (Teucrium polium), Θυμάρι (Thymus sp.), Βερμπάσκο Φλωμός (Verbascum sp.).
——————————————————————-
Βιβλιογραφία
–Μπάμπος Νίκος, ‘Αυτοφυή φυτά και βότανα του Βερμίου’ εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 2015.
–Παπαρουσόπουλος Γεώργιος, δασολόγος ‘Διαχειριστική μελέτη ΝΑ Βερμίου’, Βέροια Οκτώβριος 2011.
–Σημανίκας Γιάννης, Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος Υπεύθυνος Γραφείου Προστασίας Δασών Δήμου Βέροιας, ‘Το Βέρμιον όρος – χλωρίδα πανίδα’, Βέροια, 2014.
–Ημερολόγιο 2015 του Πολιτιστικού Ομίλου Ξηρολιβάδου (εργασία του ομότιμου καθηγητή Γλωσσολογίας του ΑΠΘ, Αντώνη Μπουσμπούκη).