Από δεξιά, Μίλτος Μανάκιας, Γιάννης Μανάκιας, Δημητράκης Μανάκιας (γιος του Γιάννη), Βασιλική (αδελφή των Μανάκια και σύζυγος Νάκου Πολυαραίου), Στεργιάνα (αδελφή των Μανάκια και σύζυγος Κώτσιου). Αριστερά, όρθιος, ενδεχομένως ο Κώτσιος, σύζυγος της Στεργιάνας.
Το απολλώνιο φως της Δήλου που ενεργοποίησε το βλέμμα του ήρωα της ταινίας ήρθε και συνέπεσε με κείνο του Γιάννη Μανάκια, για να κοιτάξει μαζί του τον σημερινό όσο και χθεσινό βαλκανικό περίγυρο. «Το βλέμμα του Οδυσσέα» δεν είναι συμβατική, αυθαίρετη, επιλογή όταν η νοσταλγία για την «πινδική Ιθάκη» και η αέναη τάση για αποδημία προς μακρινούς ορίζοντες ήταν κάποτε τυπικά γνωρίσματα του πολύτροπου και πολυπράγμονα κόσμου των Αρμάνων-Βλάχων: παλιά έφταναν κάθε χρόνο ως την απόμακρη και παλιά πρωτεύουσα των Βίκινγκς, το Βόβγκοροντ ΒΔ της Μόσχας, σε πλήρη εμπορομεταγωγικό σχηματισμό. Αυτούς τους Αρμάνους η «δημοσθένεια ιδεολογία» θέλει να τους βλέπει μόνον ως μπαστουνόβλαχους κτηνοτρόφους…
Ανάμεσα στις υφάντρες ήταν και η μητέρα των Μανάκια, αδελφή του τσέλιγκα Γιάννη ή Νούλη Μπουσμπούκη που ο συντάκτης αυτού του σημειώματος τον έχει προπάππο.
Το σκοτάδι της αίθουσας ευνόησε τη συγκέντρωση της προσοχής μου στη μεγάλη οθόνη και το ξετύλιγμα της ταινίας έστρεψε τους φακούς της μνήμης σε ανάδρομη πορεία. Οι οικογενειακές μνήμες κι εκείνες που προβάλλονταν στην ταινία αναπτύσσονταν σε παράλληλο flash back: Αβδέλλα, Θεσ/νίκη, Φλώρινα, Σκόπια, Ρουμανία και άλλα σημεία της βαλκανικής πατρίδας συνέθεταν το τοπίο όπου βίωσε άλλοτε η ρωμιοσύνη και που τώρα κατάντησε ξέφραγο αμπέλι σε πυρπολητές και πυροσβέστες, χαράσσοντας τα σύνορα του αμοιβαίου φόβου στο όνομα: του εμπορικού ιδεώδους να ξοδευτούν όπως-όπως τα μισητά σίδερα του Άρη και της νέας αταξίας πραγμάτων…
Η Liana, κόρη του Μητρούση Μπουσμπούκη, Αβδελλιώτισσα από την Κλεισούρα. Σύζυγος του Γιαννούλη Μανάκια και γιαγιά των αδελφών Μανάκια. Πέθανε θαλερή, σε βαθύ γήρας, 112 ή 120 χρόνων. Είναι το βασικό πρόσωπο, η γιαγιά που γνέθει στην ανέμη, μαζί με άλλα συγγενικά πρόσωπα στην ταινία των Μανάκια «υφάντρες». Γυρισμένη το 1905 στην Αβδέλλα, είναι η πρώτη ταινία που γυρίζεται στα Βαλκάνια.
Τα αδέλφια Μανάκια τα έχω αγροικητά από τα μικρά μου χρόνια, όταν το παιδικό βλέμμα περιεργαζόταν την πλούσια συλλογή από φωτογραφίες που μας άφησαν στην οικογενειακή μας παρακαταθήκη: φουστανελάδες, φραγκοφορεμένοι νέοι, κυρίες με καπελάκια και φτερό έδειχναν την εξέλιξη στον ενδυματολογικό χώρο και σημάδευαν τα χρονικά όρια του παλιού κόσμου που εξαντλούσε κιόλας την ιστορική διάσταση του. Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες έφερναν τη σφραγίδα των αδελφών Μανάκια. Σήμερα, όμως, η απρονοησία μας δεν έσωσε από αυτόν τον πλούτο παρά μονάχα μία: αυτή με την οικογένεια του Νούλη Μπουσμπούκη.
Ο πατέρας μου Τάκης Μ. δεν κρατάει άμεση προσωπική μνήμη για τους Μανάκια· άκουγε, όμως, ότι οι Μανάκια τους επισκέπτονταν στο Δαμάσι του Τυρνάβου όπου μέχρι το 1915 ξεχείμαζαν τα πρόβατα του Τσελιγκάτου που ξεκαλοκαίριαζαν στο Ξηρολίβαδο πάνω στο Βέρμιο. Εκεί οι Μανάκια δεν ξεχνούσαν την τέχνη του φωτογράφου και κινηματογραφιστή. Απαθανάτιζαν εικόνες τόσο από την καθημερινή ζωή όσο και από γιορτές κι άλλες δημόσιες εκδηλώσεις.
Ο Μίλτος και η γυναίκα του, 30 Μαΐου 1938, στη Θεσσαλονίκη
Η μητέρα μου ήταν νιόνυφη, όταν πρωτοαντίκρυσε (1935;) το Μιλτιάδη Μανάκια και σε ερώτηση του αν μαντεύει ποιος είναι, του είπε ότι είναι ένας από τους Μανάκια και πως τον αναγνωρίζει από μια παλιά φωτογραφία. Τότε αυτός θαύμασε για τη φυσιογνωμική της αντίληψη και είχε να το λέει για καιρό. Ταξίδευε από Θεσσαλονίκη – Γιάννενα και είχε έρθει να τους φέρει τεσκερέ («πρόσκληση γάμου»). Βαστούσε καπαρντίνα στο ένα χέρι και κουτί με λουκούμια στο άλλο για τη μαία Στεργιάνα (χήρα του Νούλη Μ.) που εκείνη την ώρα καθόταν κοντά στο παράθυρο του σπιτιού. Περιορίστηκε να πάρει μόνο έναν καφέ και έφυγε για να συνεχίσει με το λεωφορείο το ταξίδι του για τα Γιάννενα, όπου θα παντρευόταν μια κοπέλα από την Αβδέλλα.
Μερικά χρόνια αρχύτερα (1933;) ο θείος μου Κολούσιας (Νίκος) Μ. πήγαινε για εμπόριο στη Ρουμανία και στο Μοναστήρι όπου βρέθηκε, οι σερβικές αρχές δεν βρήκαν εντάξει τα χαρτιά του και τον εμπόδισαν να συνεχίσει το ταξίδι του. Τότε θυμήθηκε τους συγγενείς μας, τους Μανάκια και πήγε να ζητήσει τη βοήθεια τους. Και αυτοί δεν τον απογοήτευσαν. Τακτοποίησαν με προθυμία τα χαρτιά του και ύστερα από θερμή φιλοξενία στο σπιτικό τους, τον έστειλαν στον προορισμό του και εκείνος σε γράμμα που έστειλε στον πατέρα μου δεν είχε λόγια να περιγράψει το πόσο κοινωνικοί άνθρωποι και πόσο πονετικοί συγγενείς ήταν.
Από την ίδια πόλη, το Μοναστήρι, πέρασε το 1964 και ο πατέρας μου, προερχόμενος από το Βελιγράδι, όπου πήγε για ζωεμπόριο. Σταμάτησε, λοιπόν, επιτούτου στα Μπιτόλια, για να επισκεφθεί τους Μανάκια. Τράβηξε στο σπίτι του Μίλτου και πληροφορήθηκε ότι η Μανάκαινα και ο γιος της βρίσκονταν στο Βελιγράδι, για να διεκδικήσουν καλύτερη αποζημίωση για το φωτογραφικό και κινηματογραφικό αρχείο που «παρέδωσαν»(;) στο κράτος.
Οι Μανάκια ήταν ακουστοί ως άνθρωποι πολύξεροι, πολύγλωσ σοι, κοσμογυρισμένοι κι επιτυχημένοι. Ήρθε, όμως, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα χάσανε όλα: στούντιο, κινηματογράφο και αρχείο. Το τελευταίο θα μπορούσε ΝΑ περιέλθει στην κατοχή του ελληνι κού κράτους, αλλά πού διάθεση για τέτοια…