“Νέοι στον Άδη”: ο Βαγγέλης Χρόνης και η διαχρονία της ποίησης. Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Σιωπή. Ενός λεπτού σιγή που την σκέψη οδηγεί στο παραπέρα και το αντίπερα» (Βαγγέλης Χρόνης, ‘Ενός λεπτού Σιγή’).
Ο Βαγγέλης Χρόνης στην ποιητική του συλλογή που φέρει τον εύγλωττο και χαρακτηριστικό τίτλο ‘Νέοι στον Άδη’ κινείται πέρα από τις επιδράσεις μίας εύκολης και στοχαστικά ανώδυνης ποιητικής ταυτολογίας. Αντιθέτως, θα λέγαμε πως το κάθε ποίημα της συλλογής συνιστά ένα «θύλακα» ιδεών, εξομολογητικής διάθεσης, ‘κεκαλυμμένων’ ιχνηλατήσεων, μία διαδρομή που «συνομιλεί» με την ίδια την ποίηση ως ταυτότητα, ως θεμελιώδη συνάρθρωση του φανερού και του κρυφού στοιχείου.
‘Οι Νέοι στον Άδη’ κατέρχονται στο ‘πεδίο’ του βιώματος, της οπτικής και στοχαστικής συγκεκριμενοποίησης των πραγμάτων και του ευρύτερου περιβάλλοντος, (το φυσικό περιβάλλον που αναπαρίσταται ως τύποις ‘ανθρωπολογική’ κατασκευή διαμέσου της ποίησης), η αμείλικτη και ‘σιωπηλή’, ‘υπόγεια’ φθορά σωματική και μη, η οποία όμως κατά έναν παράδοξο τρόπο ωχριά μπροστά στους νόμους και στις συνθήκες της ιστορικής επιτάχυνσης, το φως, που στην ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη προσλαμβάνει το συμβολισμό μίας μύχιας και ‘εργαλειακής’ καταγραφής, το φως που περιλαμβάνει σε ισομερείς αναλογίες το μείζων και το έλασσον, το δυνατό και το αδύνατο, το αναπόφευκτο αλλά και τη δυνατότητα αλλαγής πορείας. Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι η ποίηση παρά και η δυνατότητα μεταβολής και αλλαγής πορείας;
Ένα σύμβολο το οποίο ‘διαπερνώντας’ το πάσχων σώμα πολλαπλασιάζει και αναπαράγει μία μείζονα, μία ‘δομική’ λειτουργία-ανάγκη της ποίησης: την ανάγκη απελευθέρωσης-αποκάλυψης των άμεσων εμπειριών, της ανάγκης για πλεύση υπό τους μετρικούς «κανόνες» του φωτός, ήτοι τους κανόνες ενός ήθους που είναι ποίηση στον ίδιο βαθμό που είναι και στάση προς τους άλλους.
«Στα βραχοτόπια του Κύνθου σαν βρεθείς τους γαλάζιους ορίζοντες θα αντικρίσεις αυτούς που ο νεογέννητος Απόλλωνας χάιδεψε με το βλέμμα ενώ πλημμύρισε με το δικό του απόκοσμο φως τις όμορφες Κυκλάδες και αντήχησε ολόκληρο το θεϊκό νησί με πρωτόγνωρους μουσικούς ήχους. Γι’ αυτό κι εγώ τον ύμνο μου στην Δήλο αφιερώνω».[1]
Η ΄Δήλος, λοιπόν, που είναι το κέντρο της ρύθμισης και αναψηλάφησης των πραγμάτων και του γίγνεσθαι, το ιδανικό κέντρο όπου ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης ενσωματώνει την ποίηση και τα σύμβολα της. Το δικό του φως, λυτρωτικό, «πολλαπλό» και δηλωτικό ενός χώρου και ενός χρόνου, «εργαλείο» συγκρότησης του μύθου και της πραγματικότητας.
Πραγματικά, διαβλέπουμε την ύπαρξη εκείνων των χαρακτηριστικών που προσιδιάζουν σε μία τελετουργία, εκεί όπου ο ποιητής-μύστης, ‘εδαφικοποιείται’ στο κέντρο της Δήλου-ποίησης, διαβλέπει το χρόνο ως μία αέναη αλληλουχία γεγονότων, συμπυκνώνει και μετασχηματίζει συνάμα την ποίηση σε μεγάλη εικόνα: την εικόνα ενός κόσμου αρχέγονου, «καθεστωτικά» ανθρώπινου και φαντασιακά θεϊκού, ανεξάντλητου σαν τα πολλά προσωπεία-εαυτούς του Πορτογάλου Φερνάντο Πεσσόα, σκληρού όπως η πραγματικότητα.
Σε αυτό το σημείο, η ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη διαπερνάται από εικόνες, από αφηγήσεις, από «φωνές», από τις ‘γωνίες’ ενός τόπου που ανήκει όχι στη σφαίρα του μύθου, αλλά στη σφαίρα του ατομικού ‘είναι’. ‘Οι Νέοι στον ‘Άδη΄ αντανακλούν το πεδίο της ζωής. Είναι ζωή που «ενδύεται» τον πανταχού παρόντα μανδύα της ποίησης.
Ο ποιητής δε διστάζει να αναμετρηθεί με το δίπολο ζωή-θάνατος, στο βαθμό που αυτό ακριβώς το δίπολο «εγκλωβίζει» και ενσωματώνει στάσεις, συμπεριφορές και προσδοκίες, μα πάνω απ’ όλα την αιτία ενεργοποίησης του που είναι το τώρα ως αύριο, ως μετά, ως χρόνος ως συλλογική αναπαραγωγή. Δεν έχουμε να κάνουμε σε αυτή την περίπτωση με έναν απλό ηθικό ρεαλισμό, αλλά με έναν «γυμνό», απαστράπτων ρεαλισμό που, έχοντας επίγνωση της μη γραμμικότητας της ανθρώπινης πορείας κινείται με άξονα τη συστηματική γνώση όχι του μυστήριου, αλλά της «φριχτά» ανθρώπινης συνθήκης: του ίδιου του θανάτου.
«Ελεύθερος αφέθηκα και ταξίδεψα στους ήχους της σιωπής».[2] Είναι αυτό που γράφει και εννοεί ο ποιητής: η σιωπή του δικού του προσωπικού βιόκοσμου, αυτή η ανεπαίσθητη και κορυφαία λειτουργία των αισθήσεων που δύναται να αποτελέσει το «άλλο» αντηχείο της ποίησης. Κι η ποίηση είναι ήχος και σιωπή ταυτόχρονα στο βαθμό που «διολισθαίνει» στο προσωπικό και μη «χάος», στο πεδίο του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Στους ‘νέους στον Άδη’ οι νέοι συμπληρώνουν τους παλαιούς νεκρούς, περνούν από τις συμπληγάδες ενός μνημονικού καθημερινού θανάτου, από τις ‘στρώσεις’ της προβολής στο παρελθόν και στο μέλλον, από τις ‘στρώσεις’ των γειωμένων και θρηνητικών παροντικών συνηχήσεων και δυσκολιών. Ο ποιητής ζητεί την προσοχή, την ενέργεια και την επενέργεια του θανάτου, της προσθήκης στο «σωρό» των νεκρών μέσω των εκφάνσεων μίας ποίησης της καθημερινότητας. Οι λέξεις είναι η στάση και η προσταγή του, ο «οβολός» του, η εναντίωση και η αποδοχή συνάμα της «ύλης» που χάνεται.
Αν ο ποιητής εδώ επιζητεί τη σιωπή άλλο τόσο επιζητεί και τον ήχο με έναν τρόπο που συναρτάται με τη θεμελιώδη αποστολή της ποίηση που είναι ακριβώς η τομή με τα καθιερωμένα, η άρση της ευκολίας, η ώσμωση με τον παράγοντα ‘χρόνος’, η έκφραση των ίδιων των αντινομιών-αντιφάσεων.
«Εν αρχή είμαι εγώ. Εγώ ο άνθρωπος που διανύω έναν κύκλο απέραντο αλλά και ελάχιστο. Εν τέλει είμαι εγώ μέχρι την τελική εξαφάνιση. Ακολουθεί το άπειρο».[3] Με ελάχιστες μετρικές εκφάνσεις, με οικονομία λόγου και ‘ύφους’, με μία ποιητική γραφή που συνδυάζει το δωρικό ρυθμό (και τόσο καταλυτικό για την εξέλιξη του ποιητικού του πράττειν) με την αφήγηση, ο Βαγγέλης Χρόνης κινείται προς τον πυρήνα, προς το «άπειρο» που αίρει τη βεβαιότητα, τη σιγουριά και την ασφάλεια των καθημερινών πράξεων. Η ποίηση του συγκροτείται ως οντολογία υπάρξεως. Αποκτά έναν ρυθμό ηρεμίας και πάθους, ερωτικής εκφοράς, αίρει το ανολοκλήρωτο, το ατελεύτητο, ‘υποστασιοποιεί’ την ουσία της ποίησης: την κίνηση προς τα μπρος. Το δικό του «άπειρο» είναι η παλέτα των νοημάτων, η ποίηση ως συμπαγές «σημείο» υποκειμενοποίησης, ως ρευστότητα, βραδύτητα και ταχύτητα.
Στις Κυκλάδες-σύμβολο, στη Δήλο-σύμβολο επιτελείται η ιδιαίτερη λειτουργία της ποίησης: εκεί ο ποιητής βιώνει, ακούει, εγγίζει τις ρίζες, σε ένα χώρο εντός του οποίου αναζητούνται μείζονα επίδικα: ο στοχασμός, η μνημονική διάσταση της ποίησης, η ‘σωματική’ της διάσταση, η ουσία της, η φύση ως ‘κατασκευή’, η φύση που δύναται να ενσαρκώσει το ποιητικό «άπειρο».
Η φύση ως πραγματολογική ‘κατασκευή’ προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του «αφανούς ήρωα», εντός της οποίας «εδαφικοποιείται» η πορεία προς τον θάνατο δια μέσου της πρωτεϊκής κοινωνικοποίησης του δρώντος υποκειμένου. «Κι ο θάνατος ανύπαρκτος από ελαφρότητα», έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος.[4]
Εντός αυτής της ιδιαίτερης κατάστασης πραγμάτων λαμβάνει χώρα η ψηλάφηση των ανθρώπων και των γεγονότων, η σταδιακή «απαγκίστρωση» από τη στατικότητα. ‘Οι Νέοι στον Άδη’ είναι αυτό που είναι: καταβύθιση σε ένα προσδιορισμένο όσο και απροσδιόριστο βυθό, στον Άδη του βιωματικού «τίποτα».
Η ποίηση ορίζεται και προσδιορίζεται ως βασική συνειδησιακή κατάσταση, ως διαρκές αφήγημα, ως πάλη με το χρόνο και την επιτάχυνση του, ως απεύθυνση στο «άπειρο» που είναι η ανθρώπινη παρουσία και «βιοποικιλότητα». Ο Βαγγέλης Χρόνης μπορεί να καταλήγει στο σημείο-μηδέν, στο σημείο κορύφωσης και εκπλήρωσης των στοιχειωδέστερων προϋποθέσεων της παρουσίας: «Σαν μία κουκίδα αιωρούμαι στο ταξίδι της ύπαρξης ανάμεσα στην αρχή του τέλους και στο τέλος της αρχής».[5]
Ανάμεσα στην πυκνότητα της γραφής και στην απλότητα του νοήματος, ανάμεσα στο υπαινικτικό και στην «αγωνία» του ποιητή να εξωτερικεύσει τα σήματα της αποστολής του που είναι αφενός μεν η αναγκαιότητα εύρεσης του υπερβατικού, αφετέρου δε η ίδια η γείωση μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, η τροπικότητα του ποιητή που γίνεται ένα με τις δύσκολες συνθήκες. Τα «σύνορα» πέφτουν, το θεωρούμενο ως απροσπέλαστο κοινοποιείται: «Δεν υπάρχουμε για να κυνηγούμε τον θάνατο. Βρεθήκαμε για να ακολουθούμε το φως της ζωής. Εκείνος θα έρθει αργά ή γρήγορα έτσι και αλλιώς αθόρυβα και απροειδοποίητα».[6]
Για να μας θυμίσει τα λόγια του Τριστάν Τζαρά: «η ποίηση είναι μια ανθρώπινη λειτουργία που υπάρχει στο πνεύμα όλων των ατόμων, επενεργεί στα κοινωνικά σύνολα και με έναν τρόπο συγκεχυμένο στο σύνολο των φαινομένων της ζωής».[7]
Ο Βαγγέλης Χρόνης μας προσφέρει μία ποίηση καρδιάς που αποκρυσταλλώνει θραυσματικές φιγούρες και αφηγήσεις πάνω στη «σκηνή», φιγούρες και εικόνες της δικής του ζωής, της δικής του γνώσης, που όμως «ανοίγονται» στην κοινωνική δομή. Η ταυτότητα του είναι βιωματική, άμεση και ελλειπτική, εγκιβωτισμένη στη διαχρονία της ποίησης ως αποστολής προς. Αποστολή προς το κοινωνικό σύνολο και το βάθος. «Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμα τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη».[8]
[1] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘ΔΗΛΩ ΝΥΝ ΟΙΜΗΣ ΑΠΟΔΑΣΣΟΜΑΙ’, ‘Καλλίμαχος’, Ποιητική Συλλογή ‘Νέοι στον Άδη’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005, σελ. 12.
[2] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ο ήχος της σιωπής…ό.π., σελ. 19.
[3] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ακολουθεί το άπειρο…ό.π., σελ. 16.
[4] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ελαφρότητα’, Ποιητική Συλλογή, ‘Μαρτυρίες-Β’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 258.
[5] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η Αρχή του Τέλους…ό.π., σελ. 50.
[6] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Απροειδοποίητα…ό.π., σελ. 37.
[7] Βλέπε σχετικά, Τζαρά Τριστάν, ‘Ο Υπερρεαλισμός και ο Μεταπόλεμος’, Μετάφραση: Κουμανούδης Ν. Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1979, σελ. 52.
[8] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Ο Ύπνος των Γενναίων’, (Παραλλαγή), ‘Έξη και μια τύψεις για τον Ουρανό’, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1979, σελ. 13.