Άρθρα Ιστορία

Οι σκελετοί στη ντουλάπα της Ιστορίας | 3ο Μέρος – γράφουν Μίκα Αγραφιώτου & Δημήτρης Ρόκκος

Η αρχαιολογική διάσταση των ερευνών, οι άταφοι νεκροί και το πολιτισμικό τραύμα του Εμφυλίου Πολέμου σε μια σύγχρονη άσκηση δικαιοσύνης

Αντίσταση, Εμφύλιος, Εκτελέσεις. Έξι ομαδικοί τάφοι στο Γεντί Κουλέ… τη «Βαστίλη» της Θεσσαλονίκης. Ένα αφιέρωμα σε τρία μέρη (1ο μέρος  και 2ο μέρος) για τους σκελετούς στη ντουλάπα της Ιστορίας.

Η σύγχρονη αρχαιολογία ως απάντηση στη διαχείριση του ιστορικού παρελθόντος

Ένα ενδιαφέρον σημείο το οποίο συνειδητοποιήσαμε με την εμπλοκή μας στη μελέτη της ιστορίας του Γεντί Κουλέ και του Εμφυλίου Πολέμου στη Θεσσαλονίκη, είναι το γενικό «μούδιασμα» που επικρατούσε και συνεχίζει να επικρατεί από την πλευρά των επιστημόνων -ειδικά των αρχαιολόγων- αναφορικά με την ανασκαφή και διαχείριση των σκελετικών καταλοίπων που εντοπίστηκαν στην περιοχή του Επταπυργίου.

Από ό,τι φαίνεται, τα κατάλοιπα των εκτελεσμένων ανήκουν παντού και πουθενά, με ελάχιστους κρατικούς παράγοντες να προβαίνουν σε καθοριστικές επεμβάσεις για την τύχη τους -όπως ο Δήμαρχος Συκεών, Σίμος Δανιηλίδης. Η νεότερη και σύγχρονη ιστορία φαίνεται πως δεν ανήκει στις αρμοδιότητες της Εφορείας Αρχαιοτήτων, ούτε επακριβώς και στου υπουργείου Πολιτισμού, ούτε της κυβέρνησης. Ένα μπαλάκι ευθυνών το οποίο προσκρούει από τη μια στην ανικανότητα των κρατικών αρχών να διαχειριστεί τέτοιου είδους καταστάσεις και ευρήματα, από την άλλη στους τοίχους μιας αδιανόητα παρωχημένης και αντεπιστημονικής γραφειοκρατίας την οποία θυμούνται ως δικαιολογία οι εκάστοτε υπεύθυνοι για να μην ασχοληθούν με το ζήτημα των 33 σκελετών του Γεντί Κουλέ.

Τμήμα της ανασκαφής στο Γεντί Κουλέ, όπου διακρίνονται σκελετοί των εκτελεσμένων. Πηγή: 902.gr.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, βασιζόμενη στον Νόμο 3028/2002 (Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς), σε ερώτηση που της τέθηκε στη Βουλή σχετικά με το ζήτημα των σκελετών απάντησε πως αυτά τα ευρήματα «δεν συνιστούν αρχαιολογικό εύρημα». Όπως τόνισε στην απάντηση της, ναι μεν η Εφορεία Αρχαιοτήτων θα συνεχίσει να επιβλέπει τις ανασκαφικές εργασίες ανάπλασης του Πάρκου στις Συκιές, όπως επιβάλλεται ούτως ή άλλως σε οποιαδήποτε ανασκαφική/εκσκαφική εργασία αλλά δεν θα υπάρξει συνεργασία της αρχαιολογίας για την εύρεση και διαχείριση τυχόν σύγχρονων ευρημάτων εκτός και αν εντοπιστούν «πραγματικές» αρχαιότητες.

Αυτό, φυσικά, είναι αντίθετο όχι μόνο σε κάθε ηθική, πολιτική και μη, αλλά και στην ίδια την δεοντολογία της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Η «σύγχρονη αρχαιολογία» (Modern Archaeology) και η «ιατροδικαστική αρχαιολογία» (Forensic Archaeology) αποτελούν ολόκληρους κλάδους οι οποίοι δημιουργήθηκαν σχεδόν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, λόγω της άμεσης αναγκαιότητας των γνώσεων και των μεθοδολογιών της επιστήμης της αρχαιολογίας σε σύγχρονα συγκείμενα όπως, για παράδειγμα, περιοχές που αποτελούσαν πρώην πεδία μαχών των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, βοηθώντας σε εξαιρετικό βαθμό τη μελέτη της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας.

Η απάντηση της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, σε ερώτηση που της τέθηκε στη Βουλή σχετικά με το ζήτημα των 33 σκελετών στο Γεντί Κουλέ

Αντίστοιχα, αυτοί οι κλάδοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εύρεση, ανασκαφή και διαχείριση των καταλοίπων σε ομαδικούς τάφους του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και στην αναγνώριση πολλών σκελετικών καταλοίπων που ήταν τοποθετημένοι στην Κοιλάδα των Πεσόντων, το μνημειώδες κοινοτάφιο που κατασκεύασε ο δικτάτορας Φράνκο. Σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Χιλή και η Αργεντινή, όπου οι στυγνές δικτατορίες του Πινοσέτ και του Βιδέλα δολοφόνησαν χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές, των οποίων τα πτώματα πετάχτηκαν επίσης σε ομαδικούς τάφους, συγκροτήθηκαν επιστημονικές ομάδες από μια πλειάδα διαφορετικών κλάδων οι οποίες ανέλαβαν το δύσκολο έργο του εντοπισμού, της διαχείρισης και της αναγνώρισης των ανθρώπινων καταλοίπων. Τέλος, αντίστοιχες έρευνες έχουν λάβει χώρα και στην Κύπρο, στην προσπάθεια ανεύρεσης των αγνοούμενων μετά την τούρκικη εισβολή το 1974, πολλές φορές σε συνεργασία με Τούρκους επιστήμονες από τα Κατεχόμενα.

Για τους αρχαιολόγους, οι οποίοι πολλές φορές στη ζωή τους έρχονται αντιμέτωποι με σκελετικά κατάλοιπα που ποτέ δεν θα τους δοθεί κάποια συγκεκριμένη προσωπική ταυτότητα λόγω παλαιότητας των ευρημάτων, η εμπλοκή τους στη διατήρηση της σύγχρονης μνήμης και η επιστροφή των πεσόντων θυμάτων στις οικογένειές τους, αποτελεί και οφείλει να αποτελεί μια σπουδαία πράξη αναφορικά με την επιστήμη τους.

Βέβαια, όπως φαίνεται, δεν ισχύει για όλους η ίδια δεοντολογία. Ούτε, φυσικά, και η ίδια ηθική για την ανθρώπινη απώλεια, για τη διαχείριση του συλλογικού και πολιτισμικού τραύματος του Εμφυλίου Πολέμου, ειδικά όταν τα θύματα προέρχονται από την «κακή, συμμορίτικη» πλευρά. Σε ορισμένους δεν αρκεί μόνο η επιβολή της Λήθης, η κατακρεούργηση των ιστορικών γεγονότων, η υποτίμηση των θυμάτων και των οικογενειών τους. Αντίθετα, προσπαθούν να επιβάλλουν μέχρι και σήμερα ένα οριστικό «τσιμέντωμα» της Μνήμης.

Τα χώματα που μίλησαν και αναμόχλευσαν τα παλιά πάθη, για το σύστημα και τους κυβερνώντες πρέπει και οφείλουν να σωπάσουν. Αλλά οι νεκροί, εκείνοι που σκοτώθηκαν άδικα, έχουν την τάση να εμφανίζονται ξανά και ξανά μέχρι να βρουν, επιτέλους δικαιοσύνη.

Το πολιτισμικό τραύμα του Γεντί Κουλέ ως πεδίο μιας σύγχρονης άσκησης δικαιοσύνης

Αν πάρεις τα πράγματα από τη σημερινή σκοπιά, πολλοί λένε γιατί τόσο αίμα χύθηκε άδικα; Άδικα χύθηκε, αλλά τότε χύθηκε δίκαια […] τότε οι άνθρωποι πηγαίνανε ξέροντας ότι θυσιάζονται για κάτι δίκαιο, κάτι σωστό.
Μάνος Ζαχαρίας, «Βίοι Παράλληλοι του εμφυλίου», αρχείο ΝΕΤ, 1999.

Η επίσημη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας για πολλές δεκαετίες γραφόταν από τους νικητές, οι οποίοι και προσπάθησαν όχι μόνο να ηγεμονεύσουν εξ ολοκλήρου ιδεολογικά και πολιτικά πάνω στην ηττημένη αριστερά, αλλά και να την εξοντώσουν με εξίσου ολοκληρωτικό τρόπο, στερώντας από τον λαό, μέσα από τις μαζικές εκτελέσεις, τις εξορίες και τις συνεχείς φυλακίσεις, το πιο αξιόμαχο κομμάτι του.

Με σωρεία κειμένων εθνικοφρόνων μαζί με μαρτυρίες αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ) που υπηρέτησαν και πρωταγωνίστησαν στα πεδία των μαχών, ο εμφύλιος πόλεμος τόσο κατά τη διάρκεια του όσο και μετά το τραγικό τέλος του, καθιερώθηκε να ονομάζεται στην επίσημη βιβλιογραφία αλλά και γλώσσα ως «συμμοριτοπόλεμος» και οι αντάρτες κομμουνιστές που πολέμησαν στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού ως κοινοί «Ληστές»/«Συμμορίτες». Αντίστοιχα, στο ΚΚΕ αποδόθηκε η ευθύνη για αυτόν τον «τρίτο γύρο», την απόπειρα να καταλάβει βίαια την εξουσία μετά το 1941-44 και τα Δεκεμβριανά.

Φυσικά, τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα που καθαγίαζαν τους νικητές ενώ κατακρήμνιζαν τους ηττημένους ως «εχθρούς της πατρίδος», απέκρυπταν συστηματικά νευραλγικά ιστορικά δεδομένα που χαρακτήρισαν ουσιαστικά την περίοδο που ακολούθησε μετά τη Γερμανική Κατοχή και οδήγησαν στην εμφύλια σύγκρουση. Ο «μύθος» του «συμμοριτοπόλεμου», έτσι όπως αυτός υφάνθηκε για δεκαετίες από το εθνικό αφήγημα, όχι μόνο δικαιολογούσε αλλά και νομιμοποιούσε ως κάτι το απολύτως «φυσικό» όλη τη βία με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι αγωνιστές της Αριστεράς τόσο εκείνα τα χρόνια όσο και αρκετά αργότερα.

Στρατής Γζωντέλης ή Τινός: Εκτέθηκε νεκρός σε κοινή θέα σε καρέκλα καφενείου στην πλατεία της Αγιάσου Μυτιλήνης. Ήταν αντάρτης και στέλεχος του ΔΣΕ και σκοτώθηκε το 1949. Οι παρακρατικοί του έβαλαν τσιγάρο στο στόμα και εφημερίδα στα πόδια

Η «Λευκή Τρομοκρατία» στις πόλεις και την ύπαιθρο, τα Τάγματα Ασφαλείας που δρούσαν ανενόχλητα και χωρίς κανένα ανάχωμα τόσο από τους Άγγλους αποικιοκράτες όσο και από τις ντόπιες έκτακτες κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν τον ανελέητο και αιματηρό κύκλο της βίας που άφησαν πίσω τους οι ναζί προκάτοχοί τους, ήταν πράγματα που η επίσημη βιβλιογραφία είτε παρέλειπε να αναφέρει σε βάθος είτε τα δικαιολογούσε και τα νομιμοποιούσε ως κάτι το αναγκαίο για την εθνική και οικονομική ανασυγκρότηση της Ελλάδας μετά τον πόλεμο.

Ταυτόχρονα, σπανίως αναφέρονται οι εκκαθαρίσεις στις δημόσιες υπηρεσίες και η πολιτική «εξυγίανση» όλων των μηχανισμών που αποτελούσαν τον κρατικό κορμό μετά τα Δεκεμβριανά, αλλά και ο πλήρης αποκλεισμός των ΕΑΜιτών από όλους αυτούς τους μηχανισμούς με σκοπό να φτιαχτεί αυτό που ονομάζεται μέχρι τις μέρες μας ως το «βαθύ κράτος της δεξιάς», όπως αναφέρει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος στο βιβλίο του «Ο Ελληνικός 20ος αιώνας» (εκδ. ΠΟΛΙΣ).

Αντίστοιχα, η επίσημη βιβλιογραφία δεν καταπιάστηκε ποτέ με τις σκοτεινές μεθόδους μαζικής εξόντωσης των αντιπάλων της, με τα έκτακτα στρατοδικεία που οδήγησαν εκατοντάδες αγωνιστές στο εκτελεστικό απόσπασμα με μηδαμινά στοιχεία εις βάρος τους εκτός των πολιτικών φρονημάτων τους. Αλλά και με τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης στους τόπους εξορίας, τα ελληνικά Νταχάου στη Μακρόνησο, τη Γυάρο και τον Άι-Στράτη, που θεσμοποιήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση για να «αναβαπτίσουν στην κολυμβήθρα της εθνικής ιδεολογίας τους συμμορίτες προδότες». Κυβερνητικές πράξεις και αποφάσεις που είχαν ως σκοπό τη συνέχιση της τρομοκρατίας και της βίας εις βάρος των προοδευτικών ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που δεν ανήκαν στις γραμμές του ΚΚΕ αλλά θεωρούσαν τους εαυτούς τους δημοκράτες.

Γιώργος Φαρσακίδης, χαρακτικό. Μακρόνησος, το βασανιστήριο της φάλαγγας

Και, βέβαια, μιας και βρισκόμασταν στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, ποτέ δεν δόθηκε κανένα απολύτως βάρος στον ξένο παράγοντα, στις αμερικανικές οικονομικές βοήθειες που πληρώθηκαν με τον βαρύ φόρο αίματος των Ελλήνων κομμουνιστών ως αντίτιμο ανασυγκρότησης της χώρας αλλά και κατασκευής αυτού του «βαθέως κράτους», αυτού του πελατειακού λαϊκισμού που αποδεικνύεται κραταιός μέχρι και τις ημέρες μας.

Φόβος, τρομοκρατία, αποκλεισμός και σιωπή, που συνοδεύτηκαν από την πίεση της υπογραφής δήλωσης μετάνοιας και τα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων που συντρόφευσαν τον προοδευτικό κόσμο μέχρι τη βαθιά Μεταπολίτευση. Η μνήμη, το συναίσθημα και η ταυτότητα περιπεπλεγμένα στη δίνη των πολιτικών εξελίξεων που διαφαίνονταν καταιγιστικές, ένα διαγενεαολογικό τραύμα που εμφανίστηκε δριμύτατο στις επόμενες γενιές οι οποίες έζησαν και αυτές υπό το καθεστώς των πολιτικών διώξεων, των βασανιστηρίων, των φυλακίσεων και των εκτοπισμών, συνυφαίνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα βαθύ πολιτισμικό, πολιτικό και ψυχολογικό τραύμα όχι μόνο της ελληνικής αριστεράς, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

Σε κάθε περίπτωση, η πολύπλοκη και πολύπλευρη ανάλυση του φαινομένου του Ελληνικού Εμφυλίου άρχισε να λαμβάνει διαστάσεις μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών και στα μέσα της Μεταπολίτευσης, αφενός με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ στις 23 Σεπτεμβρίου του 1974 από την κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας» και μερικώς μετά με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις 23 Αυγούστου του 1982, πράξεις που λειτούργησαν ως ένα σχετικά πρόσφορο έδαφος ώστε να αρχίσει να ανοίγει ένας κύκλος μελέτης και συζητήσεων που αφορούσαν εκείνη την περίοδο.

Αυτές οι κυβερνητικές πράξεις, βέβαια, δεν σήμαιναν πως υπήρχε ταυτόχρονα και κάποια συστηματική προσπάθεια ουσιαστικής αντιμετώπισης του πολλαπλού τραύματος του Εμφυλίου πολέμου, μιας και οι συνεχόμενες διώξεις των αγωνιστών της αριστεράς για σχεδόν μισό αιώνα είχαν αλλάξει άρδην τη μεταπολεμική εικόνα της χώρας σε όλα τα επίπεδα. Η γερμανική κατοχή και μετέπειτα ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν άφησαν πίσω τους μόνο νεκρούς στα πεδία των μαχών, εκτελεσμένους αγωνιστές, χιλιάδες εκτοπισμένους και φυλακισμένους στις εξορίες και στα καταστήματα κράτησης. Άφησαν πίσω τους μια ρημαγμένη οικονομικά χώρα αλλά και έναν πλήρως διαρρηγμένο κοινωνικό ιστό, παιδουπόλεις ορφανών παιδιών που δόθηκαν για υιοθεσία χάνοντας την ατομική τους ταυτότητα και το παρελθόν τους ή αποτέλεσαν τα «ορφανά της Βασίλισσας Φρειδερίκης», χιλιάδες πολιτικούς πρόσφυγες αλλά και οικονομικούς μετανάστες που διοχετεύθηκαν είτε στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ είτε στελέχωσαν το εργατικό δυναμικό που έχτισε τις καπιταλιστικές οικονομίες των δυτικών χωρών. Χωριά που ερημώθηκαν, γαίες που κατασχέθηκαν, άνθρωποι ανώνυμοι που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη εκεί όπου δεν θα τους ζητούσαν πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων ακόμα και για τον αέρα που ανασαίνουν.

Ένα πολιτισμικό τραύμα ανοιχτό, πληγές αιμάσσουσες που κακοφόρμισαν και γαγγραίνιασαν από τη στιγμή που καλύφθηκαν πεισματικά με το πέπλο της Λήθης. Μνήμες και εμπειρίες αγώνα που δεν ενσωματώθηκαν ποτέ επαρκώς σε κανένα επίσημο ιστορικό αφήγημα, που μέχρι και την εποχή μας η αναφορά τους «αναμοχλεύει παλαιά πάθη» τα οποία έως και οι προοδευτικές παρατάξεις προσπάθησαν να τα κλείσουν μέσα στις αραχνιασμένες ντουλάπες του παρελθόντος και μέσα από κυβερνήσεις «Εθνικής Συμφιλίωσης» και την καύση των φακέλων πολιτικών φρονημάτων στις υψικαμίνους της Χαλυβουργικής το 1989.

Αυτές οι πληγές, λοιπόν, αυτά τα τραύματα άνοιξαν ξανά οι σκελετοί των εκτελεσμένων που εντοπίστηκαν πλησίον της περιοχής του Γεντί Κουλέ, ανοίγοντας και ένα εξολοκλήρου καινούριο κεφάλαιο στη σύγχρονη ιστοριογραφία, στη σύγχρονη διαχείριση της συλλογικής μνήμης.

Και νέα ερωτήματα προκύπτουν εξίσου δριμύτατα και καταιγιστικά.

Πώς θα διαχειριστούμε, εν τέλει, το πρόσφατο παρελθόν; Τόσο πρακτικά όσο και πολιτικά. Τα κατάλοιπα των εκτελεσμένων που εντοπίστηκαν στο Γεντί Κουλέ αποτελούν μόνο την κορυφή ενός παγόβουνου όπου πίσω του βρίσκονται θαμμένα στη Λήθη τα κατάλοιπα εκατοντάδων άλλων θυμάτων που εκτελέστηκαν και εξαφανίστηκαν εκείνη τη σκοτεινή περίοδο, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Ακόμα και αν ο πανδαμάτορας χρόνος έχει αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο αποκατάστασης της ατομικής τους ταυτότητας λόγω αποδημίας των πλησιέστερων συγγενών τους, η αποκατάσταση της πολιτικής και συλλογικής τους ταυτότητας ως ένα ουσιώδες κομμάτι της ιστορίας του αγώνα αυτού του τόπου κρίνεται άμεσο και απαραίτητο.

Οι ενέργειες των συγγενών, του ΚΚΕ, του Δήμου Νεάπολης-Συκεών που συναντούν απέναντί τους έναν μουδιασμένο κρατικό μηχανισμό οφείλουν να πλαισιωθούν και να παράξουν αποτελέσματα. Χρειάζεται συστηματική προσπάθεια από ευρείες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις έτσι ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια των ανασκαφών τόσο στην περιοχή του Γεντί Κουλέ όσο και σε άλλους τόπους που αποτέλεσαν πεδία μαχών και εκτελέσεων.

Αλλά και μια ταυτόχρονη συλλογική προσπάθεια να αναμοχλευθούν τα χώματα του πρόσφατου παρελθόντος μια και καλή, να επανέλθουν τα «παλαιά πάθη» που μας στοιχειώνουν, να γίνουν εκδηλώσεις, ιστορικές έρευνες και μελέτες, να ανοίξουν διάλογοι μοριακά αλλά και στην κεντρική πολιτική σκηνή έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί δημιουργικά η συλλογική μνήμη που έχει τον τρόπο να εμφανίζεται διαρκώς μπροστά μας σαν μια παλιά παιδική αρρώστια. Μόνο μέσα από τέτοιες δράσεις μπορεί να αποδοθεί αυτή η πολυπόθητη δικαιοσύνη που φαίνεται να αποτελεί τη μέγγενη του λαού μας εδώ και δεκαετίες, ενός λαού που διαρκώς μαζεύει τα πτώματα που αφήνει πίσω της η αστική τάξη, τόσο πριν από 80 χρόνια όσο και στις ημέρες μας.

Ένας διαρκής αγώνας για την αποκατάσταση της συλλογικής ταυτότητας, για τη διατήρηση της μνήμης, ένας διαρκής αγώνας για το οξυγόνο που στερείται ο λαός μας.

Για εκείνα τα χώματα τα ποτισμένα με αίμα, για του 33 συντρόφους που βρέθηκαν αλλά και για εκείνους που δεν θα βρεθούν ποτέ, χρέος μας και καθήκον μας να σπάσουμε με ορμή και μια για πάντα το φράγμα της Λήθης.

banner-article

Ροη ειδήσεων