
Στη διάρκεια των τριών εβδομάδων των Αποκριών το κυρίαρχο έθιμο είναι αυτό της μεταμφίεσης.
Ο εορτασμός τους με αυτόν τον τρόπο, παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας, συνδέονται με αρκετές προλήψεις και δοξασίες , τη ζωή και τον θάνατο, τη χαρά και τη λύπη.
Τις μέρες αυτές, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ανεβαίνουν οι ψυχές στον απάνω κόσμο!
Μα και τα Ψυχοσάββατα είναι αφιερωμένα στις ψυχές αυτών που έχουν εγκαταλείψει τα επίγεια…
Με αφορμή την έναρξη του Τριωδίου, κατά τη διάρκεια των οποίων οι λαογραφικές εκδηλώσεις συνδέονται άρρηκτα με το μεταφυσικό στοιχείο, και τα παρακάτω κείμενα.
Nεράιδες και φαντάσματα μια άλλης εποχής στα Πιέρια…
«Εγώ δεν ξέρω πολλά, οι παλιότερες ξέρουν
για τα φαντάσματα, όμως άκουγα που τα έλεγαν οι μεγάλοι.
Στο Δάσκιο, όπου μεγάλωσα, κάτω από τον Άγιο Αθανάσιο, έλεγαν στο χωριό, είχε μία βρύση.
Σ’ αυτήν τη βρύση, έβγαιναν οι νεράιδες όταν μούργκιζε η μέρα, δηλαδή ανάμεσα σε μέρα και νύχτα, σούρουπο που λέμε σήμερα.
Κάτω από τη βρύση είχε έναν γκρεμό και αυτός ο γκρεμός σταματούσε σε ένα λάκκωμα γεμάτο δέντρα . Εκεί, έλεγαν, έμεναν οι νεράιδες !
Γύριζαν από τα χωράφια και τα μαντριά οι ανθρώποι κουρασμένοι… Χωράφια και μαντριά είχαν πολλοί και στη Λουγκά, όπως τα είχαμε και εμείς εκεί στη Λουγκά που είναι το ποτάμι.
Είχαμε μαντρί και είχαμε και χωράφια με καπνά.
Γύριζαν από τη Λουγκά και περνούσαν από ένα μονοπάτι, τώρα έχει δρόμο, τότε δεν είχε, ένα στενό μονοπάτι, σκοτεινό…άλλο πράγμα!
Από δω και από κει πουρνάρια…
Σκουτίδια! μπομπο, σκουτίδια!
Και έβλεπαν τις νεράιδες στις βρύσες και τους κόβουνταν η φωνή και τα μουλάρια τρόμαζαν.
Και έβλεπαν φωτιές αναμμένες κάτω στο λάκκωμα και άκουγαν τραγούδια και μουσικές και τα μουλάρια πλαλούσαν σαν τρελά! Μόλις έφταναν στον Άγιο Αθανάσιο, ηρεμούσαν όλα και μετά ανέβαιναν στο χωριό.
Έτσι έλεγαν… Εμείς δεν είχαμε δει καμιά
φορά, είπε γελώντας!
Εμάς ο πατέρας μας, μας έλεγε να φεύγουμε 4:00 η ώρα από την Λογγά. Να ανεβούμε το μονοπάτι να μη μας πιάσ’ η ώρα μουργκή … που βγαίνουν τα φαντάσματα…
Αυτά δεν τα πίστευε ο πατέρας μου, αλλά για τα φαντάσματα στον Πλόλακα… το πίστευε λίγο…

Ο Πλόλακας, ήταν ένα μέρος κάτω από την Αγία Παρασκευή.
Εκεί ήταν τα περισσότερα χωράφια . Ήταν σαν πιο ίσιο μέρος … σε πλαγιά. Στο πιο ίσιο μέρος, ήταν η Αγία Παρασκευή.
Από κει περνούσες άμα ήθελες να πας και στη Φτύβιανη, στο Πολύφυτο δηλαδή, που τώρα δεν είναι. Το σκέπασε το νερό από το φράγμα…
Οι Φτυβιανώτες φοβούνταν τον Πλόλακα, όταν έρχουνταν κα του χουριό.
Ανοιχτό ήταν το μέρος αυτό, όχι σαν το μονοπάτι από την Λουγκά .
Εκεί είχε περισσότερα χωράφια και μαντριά…
Εκεί στα πρόβατα, έρχονταν, λέει, τα φαντάσματα και μιλούσαν με τους ανθρώπους, και τους πατούσε, τους πλάκουνε ου ίσκιος!
Τους πατούσε ο ίσκιος και γέμιζαν μελανιές!
Και έρχονταν στη γιαγιά μου την Γιαννούλα, στη μάνα του πατέρα μου.
Η γιαγιά μου ήξερε, να λύνει και τα μάγια, ήξερε να κάνει και μάγια…
Γελάω τώρα που τα θυμούμαι… Σκέπαζε με το σκαφίδι αφνούς που τους πάτησεν ο ίσκιος και τους διάβαζε… έλεγε δηλαδή, μουρμουτούσε διάφορα λόγια για να φύγει το κακό.
Η γιαγιά η Γιαννούλα, τα έφκιανε αυτά!
Μας έφκιανε και μας μάγια με νυχτερίδες και μας τα έδινε να τα κρατούμε για να μας πάρουν οι γαμπροί!!
Αχ! τα πίστευε όλα αυτά ο πιο πολύς ο κόσμος τότε …
Ψοφούσαν από την κούραση οι ανθρώποι.
Κοιμούνταν πολύ λίγο και κακό κοιμούνταν …
Και πού φώτα!
Γύρω – γύρω το βουνό και τα δέντρα πυκνά και δρόμοι ντιπ , μονοπάτια τα περάσματα , ότι άκουγες από το δάσος απόκοσμο σε φαίνουνταν… Λιέλιε μουου!
Άμα… πάλι… τι να πεις, τι να πιστέψεις!
Κάποιοι, ακόμα και τώρα λένε, ότι τάχα μου είδαν νεράιδες και περίεργες φωτιές και άκουσαν μουσικές, στο λάκο!»*
«Της φαντασίας ειν’ καμώματα ή της ψυχής δολώματα;»
Τελείωνε το καλοκαίρι, οι μέρες μίκραιναν, οι νύχτες μεγάλωναν, το παιχνίδι όμως συνεχιζόταν έξω στο δρόμο μπροστά από τα σπίτια τους.
Παιδιά, αγόρια και κορίτσια έπαιζαν κυνηγητό, κρυφτό, τσιλίκι, αγαλματάκια, τα μήλα, κ.α.…
Λέγανε και ένα τραγούδι για ένα παιχνίδι που αγαπούσαν πολύ να παίζουν.
«Κόκκαλο ξεκκόκαλο,
γέλαστο, ξεγέλαστο
κι όποιος κουνηθεί θα χάσει … 1 2 3… στοπ!»
Ο ήλιος έδυε, τον βλέπανε απέναντί τους.
Κρύβονταν στην αρχή αργά – αργά, στο τέλος έδινε μια βουτιά και χάνονταν από τον ορίζοντα…
Το παιχνίδι δε σταματούσε.
Κρατούσε λίγο ακόμη…
Όταν ερχόταν κι η Ευγενούλα στην παρέα, αποκτούσαν ενδιαφέρον μεγαλύτερο από το παιχνίδι, αυτές οι συναντήσεις!
Τους έλεγε για τα φαντάσματα που βγαίνουν στο τέρμα του δρόμου, εκεί λίγο πριν στρίψεις για την εκκλησία, αριστερά…
Κι ότι τάχα τα είχε δει κι εκείνη!
Είχε δέντρα πολλά. Κυδωνιές, δαμασκηνιές, τζερνικές, ακακίες, λεύκες, καραγάτσια…
Εκεί, στα δέντρα επέμενε, κι ας μην την πολυπίστευαν, ότι είδε φαντάσματα, κι ότι η γιαγιά της, της είπε ιστορίες με φαντάσματα που βγαίνανε στο χωριό μέσα από τα κανάλια…
Καθώς ο ήλιος έδυε και το γλυκό σούρουπο προϋπαντούσε τη νύχτα και συνέχιζαν οι αναφορές στα φαντάσματα, ένιωθε περίεργα…
Από τη μια φοβόταν η Μαρία, και από την άλλη ήθελε πολύ να συνεχίζεται αυτή η κουβέντα…
Ο Νίκος πάλι έλεγε, ότι στα μνήματα δεν πρέπει να πηγαίνουν όταν σουρουπώνει.
Τρίζουν οι ταφόπλακες και ακούγονται φωνές και κλάματα.
Βράδυ γίνονται φαντάσματα οι πεθαμένοι και σου παίρνουν τη λαλιά! Τρέχουν κατά πάνω σου! Θέλουν να σου αρπάξουν το χέρι…
Ακούστε, είπε μια μέρα η Ελένη.
Ακούστε, τι έπαθε μια φορά η θεία μου!
Είχε πάει στα μνήματα μετά το χωράφι
για να καθαρίσει το μνήμα του παππού, γιατί την άλλη μέρα ήταν Κυριακή και ξέμεινε λίγο παραπάνω και είχε αρχίσει να πέφτει το βράδυ…Και… είδε ξαφνικά, τα καντήλια να κουνιούνται… και τις εικόνες των πεθαμένων να ζωντανεύουν!
Να κουνάνε μάτια, χείλη, στόμα…
Πάγωσε! Δεν μπορούσε να περπατήσει. Προσπαθούσε να περπατήσει και ένιωθε ότι τα πόδια της είχαν κολλήσει πάνω στη γη…
Τι να κάνει;
Δεν ήξερε τι να κάνει!
Άρχισε να λέει πολλές φορές το Πάτερ ημών, Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά και τότε ηρέμησε η θεία μου κι όλα έγιναν όπως πριν…
Άκουγε όλες αυτές τις ιστορίες σαν να ήταν παραμύθια. Ποτέ δεν σκέφτηκε ότι γίνονται στα αλήθεια…
Πέρασαν τα χρόνια, κι εκεί στα 13 η Μαρία, άρχισε να βοηθάει τους γονείς στα χωράφια.
Πήγαιναν, στα καπνοχώραφα κατά τις 4:30! Αξημέρωτα ακόμα…
Έσπαζαν τον καπνό. Τα καπνά όμως αυτά ήταν πολύ ψηλά… δύο μέτρα και..
Πάνω-πάνω οι φούντες με τα άσπρα, ροδίζοντα λουλούδια του φυτού…
Μια φορά, ήταν δεν ήταν 15 χρονών, έγινε κάτι που την τρόμαξε.
Ανάμεσα στις δύο σειρές καπνού, έσπαζε τα φύλλα δουλεύοντας γρήγορα όπως πάντα.
Ακόμη δεν είχε ξημερώσει.
Μόλις είχε απλωθεί ένα γαλαζωπό χρώμα στο σκοτάδι.
Σπάζει τα φύλλα στρεφόμενη άλλοτε αριστερά κι άλλοτε δεξιά, αφήνει τα φύλλα καταγής ντάνες και προχωράει γρήγορα να βγάλει τη σειρά της…
Έχει περάσει τους άλλους. Η αδερφή της, η μαμά, ο μπαμπάς έχουνε μείνει πιο πίσω, στις δικές τους σειρές…
Κάποια στιγμή σηκώνει το κεφάλι, και βλέπει μπροστά της, στο τελείωμα της σειράς, σε μία απόσταση 20 μέτρων περίπου, ένα μεγάλο κεφάλι γυναικείο με κάτασπρη μαντίλα … Ακούνητο το κεφάλι με το βλέμμα στυλωμένο κατά πάνω της… το σώμα σκοτεινό, κατάμαυρο…
Τρόμαξε στην αρχή, αλλά υπερίσχυσε η λογική.
Θα πάω να δω, σκέφτηκε.
Άφησε μια ντάνα καπνού κάτω και προχώρησε…
Προχώρησε γρήγορα αγωνιώντας, αν αυτό που βλέπει είναι πραγματικό, ή της φαντασίας δημιούργημα…
Όταν έφτασε στο τελείωμα της σειράς, γέλασε!
Οι φούντες των ακριανών καπνών ήταν μεγάλες με πλούσιες ταξιανθίες και ενώνονταν, καθώς φυσούσε λιγάκι εκείνο το χάραμα… Αυτές λοιπόν είχαν φτιάξει το φάντασμα!
Δεν το είπε σε κανέναν .
Αλλά καμιά φορά, ένιωθε να περνάει δίπλα της, εκεί στο καπνοχώραφο του Βάλτου, αέρας περίεργος, σαν να περνούσε άνθρωπος που άφηνε την αύρα του!
Στο χωράφι εκείνο, έλεγαν οι μεγάλοι, είχε πεθάνει πριν από χρόνια, ξαφνικά, η όμορφη και εύθραυστη Κρυστάλλω που ήταν τότε 30 χρόνων…
καλή εβδομάδα με υγεία!
Ει. Δα.
*Η κ. Αναστασία Κωστοπούλου, με τις αυθεντικές αφηγήσεις της, βοήθησε ώστε να γραφεί το πρώτο κείμενο.

–