Ένα κορίτσι που κλαίει – άλλη μια μέρα στον… παράβυσσο! / γράφει ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης

Το κορίτσι που ζητιάνευε επαγγελματικά με την καρτέλα ΠΕΙΝΑΩ (τέως ΠΗΝΑΟ) στην Μακένζι Κίνγκ άλλαξε ή μάλλον τής άλλαξε η Συμμορία των Βούλγαρων μαφιόζων πόστο, την έβαλαν πιο πάνω, στην Αγίας Σοφίας. χτες που κατέβαινα φορτωμένος, έκλαιγε.
Πρώτη μου σκέψη, την ώρα εκείνη που περνούσα μπροστά της, καλοντυμένος, χορτάτος, βιαστικός να πάω στην αγαπημένη μου και πολύ ευχάριστη δουλειά, στο πολυτελές μου Ιατρείο, πρώτη μου σκέψη ήταν ότι έκλαιγε για να συγκινήσει περισσότερο τους περαστικούς.
Ήταν ένα όμορφο κρύο μεσημέρι, είχε έναν γλυκύτατο λοξό χειμωνιάτικο ήλιο, κι εκείνο το νεαρό κορίτσι στην ακτή του πεζοδρομίου, έκλαιγε για να εκμαιεύσει περισσότερα φράγκα από το υστέρημα των περαστικών. Την προσπέρασα χωρίς καν να την κοιτάξω.
Τώρα όμως ντρέπομαι για εκείνην μου την αυθόρμητη αντίδραση κι ας ήταν λογική. Γιατί εκείνην την ώρα δεν έβλεπα μπροστά μου ένα κορίτσι, αλλά μιαν επαγγελματία απατεώνισσα. Μα δεν ήταν παρά ένα κορίτσι, ένα κορίτσι στο πεζοδρόμιο, ένα κορίτσι που δεν έχει τίποτα και κανένας στον κόσμο δεν νοιάζεται γι αυτό και που κάποια στιγμή έσπασε, είτε ζητιάνευε με τη θέλησή της, είτε ακόμη χειρότερα, επειδή την αναγκάζουν να ζητιανεύει.
Θα περάσω σε λίγο από κει, εκεί που ξέρω πως κάθε πρωί την τοποθετεί το «αφεντικό», δίνοντάς της κι ένα κινητό για ώρα ανάγκης, εκεί απ’ όπου κάθε απόγευμα την μαζεύει, μαζί με την είσπραξη. Τα έχω δει όλα αυτά με τα μάτια μου, τα ξέρουν όλοι αυτά, εκτός από εκείνους που είναι θεσμικά υπεύθυνοι και που θα έπρεπε να κάνουν κάτι.
Αν την βρω, θα κάτσω δίπλα της, πάνω στο βρώμικο πεζοδρόμιο και θα προσπαθήσω να τής μιλήσω ανθρώπινα σαν άνθρωπος προς άνθρωπο. Και θα την κάνω να χαμογελάσει.
Γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι.
μ
…………..