Το αισθητήριο και η αισθητική του Νεοέλληνα πλήττεται κατάφωρα από τη συνειδητή πια καθοδήγησή του στην πάσης φύσεως ευτέλεια. Και το θέαμα είναι η πιο επικίνδυνη πλευρά αυτής της μεθοδευμένης προσπάθειας.
“Άρτον και θεάματα” πρόσφεραν στην κοσμοκράτειρα αρχαία Ρώμη οι αυτοκράτορες, προκειμένου να αποκοιμίσουν το λαό της, που οι άντρες του ζώνονταν τα σπαθιά τους, για να κατακτήσουν τον τότε γνωστό κόσμο, εγκαταλείποντας τα χωράφια τους, που περνούσαν έτσι στα χέρια των πατρικίων.
Και ενώ η Ελλάδα σήμερα δε μοιράζει ούτε “άρτον”, αλλά πού και πού καμιά αυξησούλα κάποιων ευρώ κάτω του δεκάρικου, ή κάποιο ενισχυτικό Βάουτσερ, ή κατεβάζει τις τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ κατά 0,15 %, θριαμβολογώντας, το θέαμα είναι πάντα μια προσφιλής μέθοδος χειραγώγησης ενός εύπλαστου πια και άβουλου κοινού.
Και πάμε στην τηλεόραση, γιατί εκεί βρίσκεται η μεγαλύτερη πηγή χειραγώγησης, μεθοδευμένης στο έπακρο.
Τι θέλει ο κόσμος; Αλλά και τι θέλουν να θέλει ο κόσμος; Ιδού η απορία!
Ξέρουμε όλοι καλά ότι η κωμωδία αποτελεί αγαπημένο είδος διασκέδασης πάντα. Και όσο πιο δύσκολες είναι οι εποχές, τόσο πιο πολύ την έχει ο κόσμος ανάγκη. Ναι, αλλά τι κωμωδία;
Οι υπέροχες ελληνικές κωμωδίες, που και τώρα, όταν παίζονται, συναρπάζουν, όπως το “Δεσποινίς Διευθυντής” ή το “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα” ανήκουν στο παρελθόν, σ’ ένα γοητευτικό παρελθόν που υπενθυμίζει την ποιότητα στο κείμενο, γιατί από κει ξεκινούν όλα, από το κείμενο.
Αλλά και οι σειρές που παίζονταν κάποτε στην τηλεόραση με κείμενο κωμωδίας, όταν ξαναπροβάλλονται, αντέχουν στο χρόνο. “Οι απαράδεκτοι” της Δήμητρας Παπαδοπούλου, το “Ντόλτσε Βίτα” των Ρέππα – Παπαθανασίου,”Οι δύο Ξένοι” των Ρήγα – Αποστόλου, κωμωδίες με την ουσία του κωμικού στοιχείου στο έπακρο!
Σήμερα; Αν εξαιρέσουμε το “Συμπέθεροι απ’ τα Τίρανα” των Ρέππα – Παπαθανασίου, ή “Τα καλύτερα μας χρόνια” των Απειρανθίτη – Μπέη, Μασκλαβάνου, (προηγούμενων τηλεοπτικών σεζόν), πώς προσεγγίζουν οι κωμωδίες των σειρών την ελληνική πραγματικότητα; Για να αφήσουμε κατά μέρος, την εμφάνιση… “λατρεμένου ” από το κοινό πρωταγωνιστή, που πιστεύει, (αφού πουλάει), πως κωμωδία είναι η χοντροκομμένη σάτιρα χωρίς όρια. Και το παράξενο είναι πως ο κόσμος γελάει μαζί του, τον θεωρεί κορυφαίο! Όχι απλά παράξενο, επικίνδυνο!
Πέσαμε από τα σύννεφα, όταν επιζητώντας το πνεύμα των Ρέππα – Παπαθανασίου, ξεκινήσαμε φέτος την “Τζέλα Δελαφράγκα”. Πού ήταν εκείνοι οι παλιοί συγγραφείς; Πού πήγαν; Γιατί ενέδωσαν στην ευκολία, σ’ ένα κοινό, που γελάει πια με το παραμικρό; Στους καταιγιστικούς ρυθμούς, στην άνευ στόχου σάτιρα;
Αντίθετα, τα δύο πρώτα επεισόδια του “Έχω παιδιά”, του Λάμπρου Φισφή, απρόσμενα έριξαν φως στο σκοτεινό τοπίο. Κείμενα μικρά, καλοδουλεμένα, με χιούμορ λεπτό, που θίγουν άπειρα προβλήματα που αναφύονται σ’ ένα νέο ζευγάρι με παιδιά, με τρυφερότητα απέναντι στα ίδια τα παιδιά, αλλά και στους ταλαίπωρους γονείς. Μια χαραμάδα αθωότητας σε μια εποχή σκληρή και αδυσώπητη. Αυτό φάνηκε τουλάχιστον στην αρχή. Ίδωμεν…
Κωμωδία; Ναι, την έχουμε ανάγκη! Αλλά με μαστοριά! Με στόχο…
…………