Άρθρα Κοινωνία

Όλο σκοτεινιάζει ο καιρός / γράφει η Μίκα Αγραφιώτου

Ο Αντώνης Καρυώτης ήταν ένα παιδί της εργατικής τάξης, βιοπαλαιστής, από πολύτεκνη οικογένεια δέκα μελών.

Ο Αντώνης έβλεπε τον κόσμο λίγο διαφορετικά από εμάς τους υπόλοιπους, είχαν μεταβληθεί εντός του οι ρυθμοί του κόσμου, είχε νοητική στέρηση.

Ο Αντώνης δεν φορούσε κουστούμι, δεν ήταν κρατούσε κάποια ακριβή βαλίτσα, δεν ήταν κάποιος «πολυάσχολος κύριος» που άργησε να πάει στην ώρα του, αλλά η κοψιά του θα περνούσε από τα στάνταρντς των «πορτιέρηδων» του πλοίου.

Ο Αντώνης είχε αγοράσει εισιτήριο, όπως έκανε κάθε φορά που έπαιρνε αυτό το πλοίο της γραμμής. Οι φήμες λένε πως μέλη του πληρώματος τον γνώριζαν προσωπικά, ήξεραν ποιος είναι ο Αντώνης, που πηγαίνει και τι κάνει στη ζωή του. Μπορεί ο Αντώνης να μην είχε άλλα 36 ευρώ για να αγοράσει άλλο εισιτήριο, μπορεί να μην είχε που να μείνει μέχρι το επόμενο δρομολόγιο.

Σκίτσο του Tomek με αφορμή τον πνιγμό του Αντώνη Καρυώτη

Μπορεί να λάμβαναν χώρα στο μυαλό του χίλια μπορεί ταυτόχρονα, εκείνη την ώρα που πάλευε να επιβιβαστεί στο Blue Star Horizon. Λίγο πριν τον δολοφονήσουν οι άνθρωποι της τάξης του.

Και όμως, τον Αντώνη τον έσπρωξαν σε ένα υγρό τάφο, οι υπάλληλοι της ακτοπλοϊκής εταιρείας που παλεύουν και αυτοί για το μεροκάματο, που άντε να παίρνουν το μήνα λίγα κατοστάρικα παραπάνω από τον Αντώνη.

Τον Αντώνη τον δολοφόνησε η ίδια του η τάξη, που λειτούργησαν ως το μακρύ χέρι των αφεντικών της, του κεφαλαίου.

Γιατί δεν ήθελαν τον Αντώνη πάνω στο πλοίο, ίσως να τους ενοχλούσε ότι ήταν ΑμέΑ, ίσως απλά να μην τους άρεσε η κοψιά του, να τον θεώρησαν ανάξιο επιβίβασης, ίσως να τον πέρασαν και για μετανάστη, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τους λόγους που οι εργαζόμενοι επέλεξαν να τον πετάξουν στη θάλασσα αντί να τον βοηθήσουν να ανέβει στο πλοίο, ακόμα και αν δεν είχε εισιτήριο, ακόμα και αν ήταν λαθρεπιβάτης.

Πώς οι άνθρωποι μετατράπηκαν σε κτήνη, σε φονιάδες μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα; Πώς οι εργαζόμενοι, αντί να αψηφήσουν τις δολοφονικές εντολές που τους έδωσαν τα αφεντικά τους, επέλεξαν να βάψουν τα χέρια τους με αίμα; Με το αίμα του Αντώνη, που πνίγηκε μπροστά στα μάτια τους αφότου τον έριξαν στη θάλασσα.

Ο κώδικας των ναυτικών έλεγε πάντα πως είναι ιερό τους καθήκον να σώζουν τον «άνθρωπο στη θάλασσα», με οποιοδήποτε μέσο ήταν αυτό δυνατό. Το πλοίο δεν κινούνταν μέχρι να φτάσει στο κατάστρωμα σώος και αβλαβής ο θαλασσοδαρμένος.

Στην εποχή του στυγνού καπιταλισμού, καμία ζωή δεν έχει αξία. Κανένας «κώδικας τιμής», καμία δεοντολογία, καμία ρανίδα ανθρωπιάς δεν μπορεί να συγκρουστεί με τη θανατηφόρα «κοινή» τους «λογική», την απάνθρωπη σκέψη εκείνων των χυδαίων υποκειμένων που σηκώνουν σαν παντιέρα τη φράση «τη δουλειά τους έκαναν». Ανθρωπάκια όπως ο υπουργός Ναυτιλίας, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης που έσπευσε να υπερασπιστεί τους δολοφόνους του Αντώνη.

Καμία έντιμη δουλειά δεν σε υποχρεώνει να πετάξεις ανθρώπους στη θάλασσα, κανένας άνθρωπος δεν εξαναγκάζει τους εργαζόμενους του να μετατραπούν σε φονιάδες, για να μη χαλάσει η μόστρα του πλοίου τους, τη ιδιοκτησίας τους.

Κανένας δεν έχει το ελεύθερο να πλακώσει στο ξύλο κανέναν, ακόμα και αν είναι λαθρεπιβάτης, παρά τα όσα διατρανώνει ο άλλος ταγός της ελληνικής δημοσιογραφίας, η Ιωάννα Μάνδρου, που με περισσή χυδαιότητα υποστήριξε «άντε να τον πλάκωναν στο ξύλο, όχι και να τον σκοτώσουν».

Έτσι γινόταν πάντα σε περιόδους αυταρχικής εξουσίας και οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης. Πρώτα χτυπάνε τους εύκολους στόχους, τον πάτο της τροφικής αλυσίδας, στις εποχές μας τους μετανάστες και τους Ρομά, της γης τους κολασμένους, τους πεινασμένους και καταφρονημένους.

Και όταν συνηθίσουμε στη φρίκη, χτυπάνε γενικώς και αδιακρίτως τους φτωχούς, την εργατική τάξη.

Και αφού, πλέον, τους έχει δοθεί κάθε εφαλτήριο συνειδήσεως, δεν θα αργήσουν να στρέψουν το μαχαίρι στον οποιονδήποτε τους φανεί λίγο διαφορετικός από αυτό που βλέπουν στον καθρέφτη, λίγο διαφορετικός από τον ίδιο τους τον εαυτό.

Δεν θα αργήσουν να στρέψουν το μαχαίρι και σε εκείνους που κοιτάνε τη δουλειά τους, εκείνους που τρώνε το φαΐ τους, διαβάζουν πολύ και ακολουθούν το γράμμα του νόμου ρητά και χωρίς παρεκκλίσεις. Όταν το μίσος έχει φτάσει σε σημείο ολικής τύφλωσης των συνειδησιακών και κοινωνικών αντανακλαστικών, κανένας μας δεν είναι προστατευμένος, κανένας μας δεν είναι ασφαλής.

Κάτι θα βρουν και θα έρθουν και για σένα, κυρ-Παντελή.

Για τον αδικοχαμένο, δολοφονημένο από την εξουσία και τους ανθρωποφύλακές της, Αντώνη Καρυώτη, το αριστουργηματικό τραγούδι «Τα παιδιά πειράζοντα τον αλήτη» του αείμνηστου Νότη Μαυρουδή που έφυγε στις αρχές της χρονιάς, σε στίχους Άκου Δασκαλόπουλου και ερμηνεία του Χάρη Γαλανού.

«Άγριος σκύλος σε ζυγώνει στο νερόλακκο άλλος ένας
μια σκιά κι αυτή δαγκώνει πικραμένε μου
άγια λύπη σε σκεπάζει δε σε σκέφτεται κανένας
μα θαρρώ και δεν σε νοιάζει αντρειωμένε μου

Αχ φτωχέ μου αλήτη κι αν δεν έχεις σπίτι
έχεις την καρδιά σου μεσ’ το φως
Κοίταξέ με αλήτη στο παλιό μου σπίτι
όλο σκοτεινιάζει ο καιρός

Τα παιδιά δε σ’ αγαπάνε το κεφάλι σου μη σκύβεις
κι όλο σε πετροβολάνε πικραμένε μου
ήλιος λάμπει στη θωριά σου συννεφιά μου μη τον κρύβεις
Αχ πώς βλέπω την καρδιά σου αντρειωμένε μου

Αχ φτωχέ μου αλήτη κι αν δεν έχεις σπίτι
έχεις την καρδιά σου μεσ’ το φως
Κοίταξέ με αλήτη στο παλιό μου σπίτι
όλο σκοτεινιάζει ο καιρός»

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας